ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ο επίβουλος φιλελευθερισμός κι ζωτική καταπίεση[1]
Η καταπίεση, συνήθιζε να λέει ο Σολζενίτσιν, παράγει πολύ πιο μεγάλες προσωπικότητες απ’ όσο η επίβουλη γλυκύτητα του φιλελευθερισμού. Δίχως να φτάνουμε στο σημείο να ευχόμαστε την καταπίεση, είναι επικίνδυνο και να εμμένουμε στις συνέπειές της, να εγκλείουμε τα άτομα στο ρόλο του θύματος, πράγμα που τους απαγορεύει να βγουν απ’ αυτόν. Όταν λες «υποφέρω φρικτά» τη στιγμή που δεν υποφέρεις και τόσο, αφοπλίζεσαι εκ των προτέρων, γίνεσαι ανίκανος να αντιμετωπίσεις μια πραγματική δοκιμασία (εξ ου και η διάδοση της ιατροθεραπείας των δυσκολιών, η αναγωγή του ηρεμιστικού σε παγκόσμιο φάρμακο). Η αναγνώριση της ευθραυστότητάς μας δεν πρέπει να σκοτώσει μέσα μας το πνεύμα της αντίστασης. Και σήμερα έχουμε ανάγκη από σκέψεις που ενισχύουν την ενεργητικότητα, την ευφροσύνη, τη χαρά. Έχουμε ανάγκη από ευθυμία, ιλαρότητα, ευδία. Απέναντι στη θυματική ρητορική που εξαντλείται στην ίδια την έκφρασή της, οφείλουμε να αντιτάξουμε τον πολιτικό λόγο που προσανατολίζει τα παράπονά μας προς μια λογική έκβαση, μια βιώσιμη διέξοδο, και μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τη δυστυχία μας με μετρημένα λόγια για να μπορέσουμε να την ξεπεράσουμε. Το χαυνωτικό αναμάσημα των προβλημάτων μας, αυτός ο νοητικός αυνανισμός μας απαγορεύει να διακρίνουμε ανάμεσα στο μεταβλητό που εξαρτάται από τη θέλησή μας, και το αμετάβλητο που δεν εξαρτάται από εμάς. Κάθε ατυχία βιώνεται σαν ένα αναπόδραστο πεπρωμένο. Το άτομο δεν είναι μεγάλο παρά μονάχα όταν συμμετέχει σε κάτι που το υπερβαίνει – όπως είναι η πολιτική διακυβέρνηση – και δεν μένει εντοιχισμένο στον εαυτό του αλλά αποδέχεται τις φροντίδες των γύρω του και. πιστεύοντας πως κερδίζει μια περίσσια αυτοπεποίθηση, αποκομίζει μια περίσσια ευθραυστότητα. Ξέρουμε από τον Τοκεβίλ πως είναι παραλογισμός να συγχέουμε τον ατομικισμό με τον εγωισμό: ο εγωισμός αποτελεί ένα αιώνιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης ενώ ο ατομικισμός είναι ένα πρόσφατο μόρφωμα στην ιστορία των πολιτισμών. Είθε το σύγχρονο άτομο να είναι τουλάχιστον εγωιστικό, να διατηρήσει τουλάχιστον αυτό το ελάχιστο της ζωτικότητας, του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Ζούμε το παράδοξο ενός εγωισμού που τελικά σκοτώνει το εγώ, από τη μανία του να το προφυλάξει με κάθε τίμημα, να το προστατεύσει ακόμα κι από την παραμικρή αντιξοότητα.
Η απόδειξη: όσο περισσότερο αυξάνει η ασφάλεια τόσο περισσότερο αυξάνει και η ανάγκη της προφύλαξης ενάντια σε μια πολύμορφη εναντιότητα που μπορεί να ξεπηδήσει από παντού. Όσο λιγότερο εκτίθεται, τόσο περισσότερο ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει πως κινδυνεύει. Ο φόβος της αρρώστιας εξαπλώνεται παράλληλα με τις προόδους της επιστήμης, οι πρόοδοι της επιστήμης γεννούν ένα παράλογο άγχος για κάθε είδους παθογένειες, καταντούμε να «υποφέρουμε από υγεία», όπως έλεγε ο Ζωρζ Ντιαμέλ το 1930 ήδη[2]. Κοντολογίς, οι φανταστικοί κίνδυνοι παλλαπλασιάζονται τη στιγμή ακριβώς που ελέγχουμε καλύτερα τους πραγματικούς. Πέρα από κάποιο όριο, τα σύνεργα της απελευθέρωσής μας μεταστρέφονται σε όργανα μείωσής μας. Και ζούμε το λυκόφως της μεγάλης φιλελεύθερης επανάστασης των λυρικών χρόνων: Η διεκδίκηση της αυτονομίας υποχωρεί μπροστά σε μια φρενιασμένη αναζήτηση συμπαράστασης, το θάρρος του αυτοκαθορισμού καταλήγει στην καλλιέργεια μιας μικρής δειλής ευτυχίας βασισμένης στη νωθρότητα και την προφύλαξη. Αυτός που ήθελε να κυριαρχήσει στον εαυτό του και στον κόσμο, γίνεται ο σκλάβος των ίδιων του των τρόμων και δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από το να καλεί σε βοήθεια και να επιβιώνει στηριγμένος σε κάθε είδους δεκανίκια. Όμως το να είμαι ελεύθερος σημαίνει καταρχήν να απολαμβάνω τους δεσμούς στοργής και αμοιβαιότητας που με ενώνουν με τους ομοίους μου και με κάνουν ένα πρόσωπο φορτωμένο με υποχρεώσεις και ευθύνες που, μόλο που αναχαιτίζουν την ανεξαρτησία μου, την ανανεώνουν και την εμπλουτίζουν. Το να είσαι υποκείμενο σημαίνει επίσης να υπόκεισαι στον άλλον, να μη θεωρείς τον εαυτό σου ελεύθερο απέναντί του, να μπαίνεις σε αυτό το δίκτυο των δώρων, των ανταλλαγών, των υποχρεώσεων, που συνιστά τις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως τί απομένει από το άτομο και την υπευθυνότητά του όταν, αλαφρωμένο από κάθε χρέος απέναντι στους άλλους, δεν μπορεί πια να εγγυηθεί για τον ίδιο τον εαυτό του ; Πώς να είσαι ο φύλακας των άλλων όταν δεν αντέχεις πια να είσαι ο φύλακας του εαυτού σου ; «Αν δεν είμαι εγώ για μένα, ποιος θα είναι για μένα ; Αλλά αν είμαι μόνο για μένα, είμαι ακόμα εγώ ;» (Ιλέλ).
[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, ο πειρασμός της αθωότητας, μέρος Β΄ [η δίψα για διωγμούς], κεφ. 4, σελ. 166-168, εκδόσεις Αστάρτη 1995.
[2] Σε μια μελέτη του Κρεντόκ με τον τίτλο «Η σοβαρή ασθένεια φοβίζει όλο και περισσότερο», Νο 51, 31 Αυγούστου 1990, ο Ρ. Ροσφόρ υπογραμμίζει έντονα το γεγονός πως οι πρόοδοι της ιατρικής μεγενθύνουν τους φόβους μπροστά στη σοβαρή ασθένεια που θεωρείται όλο και περισσότερο σαν μια μορφή κατάρας.
Η καταπίεση, συνήθιζε να λέει ο Σολζενίτσιν, παράγει πολύ πιο μεγάλες προσωπικότητες απ’ όσο η επίβουλη γλυκύτητα του φιλελευθερισμού. Δίχως να φτάνουμε στο σημείο να ευχόμαστε την καταπίεση, είναι επικίνδυνο και να εμμένουμε στις συνέπειές της, να εγκλείουμε τα άτομα στο ρόλο του θύματος, πράγμα που τους απαγορεύει να βγουν απ’ αυτόν. Όταν λες «υποφέρω φρικτά» τη στιγμή που δεν υποφέρεις και τόσο, αφοπλίζεσαι εκ των προτέρων, γίνεσαι ανίκανος να αντιμετωπίσεις μια πραγματική δοκιμασία (εξ ου και η διάδοση της ιατροθεραπείας των δυσκολιών, η αναγωγή του ηρεμιστικού σε παγκόσμιο φάρμακο). Η αναγνώριση της ευθραυστότητάς μας δεν πρέπει να σκοτώσει μέσα μας το πνεύμα της αντίστασης. Και σήμερα έχουμε ανάγκη από σκέψεις που ενισχύουν την ενεργητικότητα, την ευφροσύνη, τη χαρά. Έχουμε ανάγκη από ευθυμία, ιλαρότητα, ευδία. Απέναντι στη θυματική ρητορική που εξαντλείται στην ίδια την έκφρασή της, οφείλουμε να αντιτάξουμε τον πολιτικό λόγο που προσανατολίζει τα παράπονά μας προς μια λογική έκβαση, μια βιώσιμη διέξοδο, και μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τη δυστυχία μας με μετρημένα λόγια για να μπορέσουμε να την ξεπεράσουμε. Το χαυνωτικό αναμάσημα των προβλημάτων μας, αυτός ο νοητικός αυνανισμός μας απαγορεύει να διακρίνουμε ανάμεσα στο μεταβλητό που εξαρτάται από τη θέλησή μας, και το αμετάβλητο που δεν εξαρτάται από εμάς. Κάθε ατυχία βιώνεται σαν ένα αναπόδραστο πεπρωμένο. Το άτομο δεν είναι μεγάλο παρά μονάχα όταν συμμετέχει σε κάτι που το υπερβαίνει – όπως είναι η πολιτική διακυβέρνηση – και δεν μένει εντοιχισμένο στον εαυτό του αλλά αποδέχεται τις φροντίδες των γύρω του και. πιστεύοντας πως κερδίζει μια περίσσια αυτοπεποίθηση, αποκομίζει μια περίσσια ευθραυστότητα. Ξέρουμε από τον Τοκεβίλ πως είναι παραλογισμός να συγχέουμε τον ατομικισμό με τον εγωισμό: ο εγωισμός αποτελεί ένα αιώνιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης ενώ ο ατομικισμός είναι ένα πρόσφατο μόρφωμα στην ιστορία των πολιτισμών. Είθε το σύγχρονο άτομο να είναι τουλάχιστον εγωιστικό, να διατηρήσει τουλάχιστον αυτό το ελάχιστο της ζωτικότητας, του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Ζούμε το παράδοξο ενός εγωισμού που τελικά σκοτώνει το εγώ, από τη μανία του να το προφυλάξει με κάθε τίμημα, να το προστατεύσει ακόμα κι από την παραμικρή αντιξοότητα.
Η απόδειξη: όσο περισσότερο αυξάνει η ασφάλεια τόσο περισσότερο αυξάνει και η ανάγκη της προφύλαξης ενάντια σε μια πολύμορφη εναντιότητα που μπορεί να ξεπηδήσει από παντού. Όσο λιγότερο εκτίθεται, τόσο περισσότερο ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει πως κινδυνεύει. Ο φόβος της αρρώστιας εξαπλώνεται παράλληλα με τις προόδους της επιστήμης, οι πρόοδοι της επιστήμης γεννούν ένα παράλογο άγχος για κάθε είδους παθογένειες, καταντούμε να «υποφέρουμε από υγεία», όπως έλεγε ο Ζωρζ Ντιαμέλ το 1930 ήδη[2]. Κοντολογίς, οι φανταστικοί κίνδυνοι παλλαπλασιάζονται τη στιγμή ακριβώς που ελέγχουμε καλύτερα τους πραγματικούς. Πέρα από κάποιο όριο, τα σύνεργα της απελευθέρωσής μας μεταστρέφονται σε όργανα μείωσής μας. Και ζούμε το λυκόφως της μεγάλης φιλελεύθερης επανάστασης των λυρικών χρόνων: Η διεκδίκηση της αυτονομίας υποχωρεί μπροστά σε μια φρενιασμένη αναζήτηση συμπαράστασης, το θάρρος του αυτοκαθορισμού καταλήγει στην καλλιέργεια μιας μικρής δειλής ευτυχίας βασισμένης στη νωθρότητα και την προφύλαξη. Αυτός που ήθελε να κυριαρχήσει στον εαυτό του και στον κόσμο, γίνεται ο σκλάβος των ίδιων του των τρόμων και δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από το να καλεί σε βοήθεια και να επιβιώνει στηριγμένος σε κάθε είδους δεκανίκια. Όμως το να είμαι ελεύθερος σημαίνει καταρχήν να απολαμβάνω τους δεσμούς στοργής και αμοιβαιότητας που με ενώνουν με τους ομοίους μου και με κάνουν ένα πρόσωπο φορτωμένο με υποχρεώσεις και ευθύνες που, μόλο που αναχαιτίζουν την ανεξαρτησία μου, την ανανεώνουν και την εμπλουτίζουν. Το να είσαι υποκείμενο σημαίνει επίσης να υπόκεισαι στον άλλον, να μη θεωρείς τον εαυτό σου ελεύθερο απέναντί του, να μπαίνεις σε αυτό το δίκτυο των δώρων, των ανταλλαγών, των υποχρεώσεων, που συνιστά τις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως τί απομένει από το άτομο και την υπευθυνότητά του όταν, αλαφρωμένο από κάθε χρέος απέναντι στους άλλους, δεν μπορεί πια να εγγυηθεί για τον ίδιο τον εαυτό του ; Πώς να είσαι ο φύλακας των άλλων όταν δεν αντέχεις πια να είσαι ο φύλακας του εαυτού σου ; «Αν δεν είμαι εγώ για μένα, ποιος θα είναι για μένα ; Αλλά αν είμαι μόνο για μένα, είμαι ακόμα εγώ ;» (Ιλέλ).
[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, ο πειρασμός της αθωότητας, μέρος Β΄ [η δίψα για διωγμούς], κεφ. 4, σελ. 166-168, εκδόσεις Αστάρτη 1995.
[2] Σε μια μελέτη του Κρεντόκ με τον τίτλο «Η σοβαρή ασθένεια φοβίζει όλο και περισσότερο», Νο 51, 31 Αυγούστου 1990, ο Ρ. Ροσφόρ υπογραμμίζει έντονα το γεγονός πως οι πρόοδοι της ιατρικής μεγενθύνουν τους φόβους μπροστά στη σοβαρή ασθένεια που θεωρείται όλο και περισσότερο σαν μια μορφή κατάρας.
Σχόλια