Η Βόρειος Ηπειρος μετά τη χάραξη των Ελληνοαλβανικών συνόρων…
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
Μετά την οριστική διευθέτηση των συνόρων
μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας και παρά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά
επεδίωξε την ανάπτυξη των Ελληνοαλβανικών σχέσεων και γειτονική
συνεργασία, οι αλβανικές κυβερνήσεις πολιτεύτηκαν τελείως αντίθετα.
Ο Πάγκαλος με βάση την ελληνοτουρκική
σύμβαση (Ιανουάριος 1923) θα μπορούσε να στείλει στην Τουρκία τους
μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας. Δεν το έπραξε. Τους κράτησε ως αλβανική
μειονότητα. Πολλοί Αλβανοί σπούδαζαν σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα και σε στρατιωτικές σχολές. Ακόμη, η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα
που αναγνώρισε τον Αχμέτ Ζώγου ως Βασιλιά της Αλβανίας.
Παρόλα αυτά, η Αλβανία ξεκίνησε ένα
συστηματικό πρόγραμμα αφελληνισμού του Ελληνικού στοιχείου και αφανισμού
της εθνικής ελληνικής μειονότητας, που αδίκως υπήχθη στο αλβανικό
κράτος.
Το πρόγραμμα του αφελληνισμού άρχισε από
τα σχολεία. Τα ελληνικά σχολεία που ανθούσαν κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας στην ενιαία Ήπειρο, άρχισαν να φθίνουν και να ελαττώνονται
συνεχώς. Ο αριθμός των Ελλήνων μαθητών που φοιτούσαν σε ελληνικά
σχολεία κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας ξεπερνούσε τους
2.500. Με την παρέλευση λίγων χρόνων, αφότου το Βόρειο Ηπειρωτικό Τμήμα
υπήχθη στην αλβανική επικράτεια, ο αριθμός άρχισε περιοδικά να
ελαττώνεται. Αρκεί να αναφέρουμε ότι, ενώ το σχολικό έτος 1925-26
λειτουργούσαν στον Βορειοηπειρωτικό χώρο 78 ελληνικά σχολεία, έφτασαν το
1932 να λειτουργούν μόνο 10. Δηλαδή σε διάστημα εφτά χρόνων έκλεισαν
εξήντα οχτώ (68) σχολεία. Και μόνο το γεγονός αυτό αποδεικνύει την
ανθελληνική πολιτική των αλβανικών κυβερνήσεων. Αυτή την περίοδο οι
Αλβανοί ιθύνοντες διόριζαν μουσουλμάνους δασκάλους στις ελληνόφωνες
περιοχές για να διδάξουν την αλβανική γλώσσα. Οι διώξεις εις βάρος των
ελληνικών σχολείων και, επομένως, εις βάρος της ελληνικής γλώσσας,
κορυφώθηκαν το 1935 όταν η αλβανική κυβέρνηση έκλεισε τα ελληνικά
σχολεία.
Η Ελληνική κυβέρνηση για το κλείσιμο των
σχολείων προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Το θέμα έφτασε στο
Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι Βορειοηπειρώτες δικαιώθηκαν και το
αλβανικό κράτος αναγκάστηκε να ξανανοίξει τα σχολεία.
Παράλληλα με τους διωγμούς στην παιδεία
άρχισαν και θρησκευτικοί διωγμοί. Η Αλβανία διέκοψε τους δεσμούς της
ορθοδόξου Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ίδρυσε Αυτοκέφαλη
Εκκλησία, εξαρτώμενη απόλυτα από το κράτος.
Το 1937 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας ως αυτοκέφαλη.
Το 1929 το Οικουμενικό Πατριαρχείο
χειροτόνησε δύο Μητροπολίτες: Τον Ευλόγιο Κουρίλα ως Μητροπολίτη
Κορυτσάς και τον Παντελεήμονα Κοτόκο ως Μητροπολίτη Αργυροκάστρου. Το
1939, μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, οι δυο
Μητροπολίτες εκδιώχθηκαν από τις Έδρες τους και κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Από τον τρόπο με τον οποίο
συμπεριφέρθηκαν οι Αλβανοί στα σχολεία και στην Εκκλησία, αποδεικνύεται η
εχθρική πολιτική τους. Η ανθελληνική αυτή πολιτική συνεχίστηκε και μετά
το 1939, χρονιά που η Αλβανία ενώθηκε με την Ιταλία. Πριν από την
ιταλική εισβολή κατά της Ελλάδας, οι Αλβανοί είχαν αρχίσει άγριους
διωγμούς κατά των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών.
Στη διάρκεια του Β’ Μεγάλου Πολέμου,
πολλές προσωπικότητες του Βορειοηπειρωτικού χώρου και ανώνυμοι άνθρωποι,
φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και πολλοί θανατώθηκαν, για να τρομοκρατηθούν
και να υποκύψουν στα διεθνιστικά κελεύσματα των Αλβανών κομμουνιστών οι
ελληνικοί πληθυσμοί.
Αυτή την περίοδο οι Βορειοηπειρώτες
βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών: Διώκονταν από τους Αλβανούς, οι οποίοι
συνεργάζονταν με τους Ιταλούς και Γερμανούς, αλλά και από τους
κομμουνιστές, οι οποίοι, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ανέλαβαν την
εξουσία στην Αλβανία (Νοέμβριος 1944).
Οι Ελληνοαλβανικές σχέσεις από το 1944
μέχρι το 1971 πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις. Όταν η Αλβανία βρισκόταν
υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης (1945-1960) οι σχέσεις με τη
γειτονική μας χώρα όλο και επιδεινώνονταν. Κάποια μικρή βελτίωση άρχισε
να παρατηρείται κατά την περίοδο της αλβανικής στροφής προς την Κίνα.
Το 1946, στο Συνέδριο Ειρήνης των
Παρισίων τέθηκε και πάλι το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, αλλά συνάντησε
έντονες αλβανικές αντιδράσεις. Οι σύνεδροι δεν πήραν καμιά απόφαση για
το θέμα και, επομένως, το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου παρέμεινε και
παραμένει εκκρεμές.
Με τον εμφύλιο πόλεμο (1947-1949) οι
Αλβανοί βοήθησαν φανερά τους αντάρτες. Επέτρεψαν την ελεύθερη είσοδο και
έξοδο του λεγόμενου «Δημοκρατικού στρατού». Μετά τον θάνατο του Στάλιν
παρατηρείται μικρή βελτίωση στις σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες, όμως,
διακόπηκαν μετά τη συνάντηση και συνομιλία του Σοφοκλή Βενιζέλου με τον
Νικήτα Χρουτσώφ στη Μόσχα. Ο Χρουτσώφ είχε υποσχεθεί στον Σοφοκλή
Βενιζέλο να θέσει το θέμα της Ελληνικής μειονότητας στον Ενβέρ Χότζα και
τον διαβεβαίωσε ότι θα απαιτήσει μεγαλύτερη αυτονομία για τη μειονότητα
στα θέματα Παιδείας και Εκκλησίας.
Η συνομιλία αυτή μεταξύ του Σοφ.
Βενιζέλου και του Χρουτσώφ ερμηνεύτηκε από τους Αλβανούς ότι οι
Σοβιετικοί ήταν υπέρ της απόδοσης των κατοχυρωμένων μειονοτικών
δικαιωμάτων στους Βορειοηπειρώτες και ακόμη υπέρ των ελληνικών
διεκδικήσεων στη Βόρειο Ήπειρο.
Κατά τη χοτζική περίοδο οι
Βορειοηπειρώτες ήταν τελείως αποκομμένοι από τον μητρικό κορμό και τον
ελληνικό πολιτισμό. Τα σχολικά βιβλία ήταν μεταφρασμένα από τα αλβανικά
με πλήθος από ανθελληνικά συνθήματα και διεκδικήσεις εις βάρος της
Ελλάδας. Οι μαθητές διδάσκονταν μόνο αλβανική ιστορία. Ελλάδα δεν
υπήρχε. Στο Αργυρόκαστρο εκδιδόταν και κυκλοφορούσε στη μειονότητα το
«Λαϊκό Βήμα», ελληνόφωνη εφημερίδα που απηχούσε την επίσημη γραμμή του
Αλβανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το καθεστώς του Χότζα επεχείρισε
συστηματική αλλοίωση του εθνικού χαρακτήρα των Ελλήνων. Μετέφερε μαζικά
στα ελληνοχώρια Αλβανούς εποίκους από το Βορρά, ενώ αποψίλωνε τον ντόπιο
ελληνικό πληθυσμό με φυλακίσεις και εξορίες και απομάκρυνσή τους από
τον τόπο τους προς εξεύρεση εργασίας στη Μέση και Βόρεια Αλβανία. Στον
Βορειοηπειρωτικό χώρο ίδρυσε μικρά χωριά τα οποία δεν θεωρούνταν
μειονοτικά. Σ’ αυτά τα χωριά οι Έλληνες έχαναν το δικαίωμα της
διδασκαλίας στην ελληνική γλώσσα. Γίνονταν βίαιες μετακινήσεις Ελλήνων
προς εξεύρεση εργασίας στα Τίρανα και σε άλλες αλβανικές πόλεις, με
αποτέλεσμα να χάνουν την ιδιότητα του μειονοτικού. Υπάρχουν πολλές
μαρτυρίες ότι και στις λεγόμενες «μειονοτικές ζώνες» επιχειρήθηκε με
πολλούς τρόπους βίαιος εξαλβανισμός. Τα ελληνικά τοπωνύμια
αντικαταστάθηκαν από αλβανικά. Τα χριστιανικά ονόματα αντικαταστάθηκαν
με αρχαία ονόματα, με ονόματα λουλουδιών και με άλλα. Τα ευρήματα από
αρχαιοελληνικούς χώρους βαφτίστηκαν «ιλλυρικά».
Το ισχυρότερο και πιο αποφασιστικό
πλήγμα που δέχτηκε ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου και άλλαξε στην
κυριολεξία η ζωή του ήταν η κατάργηση της θρησκείας το 1967. Γνώριζαν οι
Αλβανοί κυβερνώντες ότι η ορθοδοξία αποτελούσε το βασικό συστατικό της
εθνικής ταυτότητας των Βορειοηπειρωτών και προχώρησαν στην κατάργηση του
θρησκεύματος.
Στον πολιτικό τομέα η Ελληνική κυβέρνηση
έκανε ένα βήμα προσέγγισης με την Αλβανία. Προχώρησε στην άρση του
εμπολέμου που ίσχυε μεταξύ των δύο κρατών. Από το 1940 με βασιλικό
διάταγμα η Αλβανία είχε χαρακτηριστεί εχθρικό κράτος. Η Ελλάδα ήρε την
εμπόλεμη κατάσταση, γιατί θεώρησε ότι η άρση του εμπολέμου θα αποτελούσε
μια καλή αρχή για τη συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων και θα συνέτεινε
στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων και στην επίλυση ζητημάτων που
αφορούσαν την ελληνική μειονότητα. Δυστυχώς, η άρση του εμπολέμου δεν
έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού
σοσιαλισμού και στην Αλβανία και την πτώση των ειδώλων, οι αλβανικές
κυβερνήσεις δεν προέβησαν σε ενέργειες για την απόδοση των δικαιωμάτων
στη μειονότητα.
Δυστυχώς, και σήμερα οι Αλβανοί
ιθύνοντες θεωρούν την μειονότητα απειλή και μετέρχονται κάθε μέσο για τη
συρρίκνωση και τον αφανισμό της. Κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να
εξαναγκάζουν τους Έλληνες να εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες.
Είναι ανάγκη εθνική και επιτακτικό
καθήκον η Ελληνική Πολιτεία να καταβάλει προσπάθειες, ώστε να
δημιουργηθεί στους ελληνικούς πληθυσμούς το αίσθημα της ασφάλειας.
Είναι γνωστό ότι οι μακροχρόνιες
προσπάθειες των Ηπειρωτών δεν τελεσφόρησαν. Δεν δικαιώθηκαν οι
Βορειοηπειρώτες για τους αγώνες τους. Οι ατέλειωτες διχόνοιες και
ασυμφωνίες, οι μικροπολιτικές πολιτικές, οι ανώφελες σκοπιμότητες και η
έλλειψη ομόνοιας επηρέασαν και επηρεάζουν το εθνικό ζήτημα της Βορείου
Ηπείρου. http://aftonomi.gr
Σχόλια