Η απόβαση των Συμμάχων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη το 1915 και η ανακάλυψη των απολιθωματοφόρων θέσεων της κοιλάδας του Αξιού από τον Γάλλο παλαιοντολόγο Camille Arambourg


   Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918) οφείλεται κυρίως στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Αυστροουγγαρία), οι οποίες προσπαθούσαν να αποκτήσουν οικονομική και πολιτική επιρροή στις αδύναμες χώρες τόσο της Ευρασίας όσο και της Αφρικής. Ιδιαίτερα η ανερχόμενη βιομηχανικά Γερμανία επεδίωκε να εισέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό, όπου εκεί τον πρώτο ρόλο κατείχε η Αγγλία. Έτσι ήδη πριν την κήρυξη του πολέμου δύο συνασπισμοί σχηματίστηκαν στην Ευρώπη: η Τριπλή Συμμαχία (Κεντρικές Δυνάμεις) που αποτελούνταν από τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία (αρχικά) και η Εγκάρδια ή Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) που αποτελούνταν από τη Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Η αφορμή του πολέμου δόθηκε με τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διάδοχου του Αυστροουγγρικού θρόνου, και της συζύγου του στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σεράγεβο από ένα Σέρβο φοιτητή.
   Τα Βαλκάνια και η Τουρκία εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής κατέχουν ιδιαίτερη στρατηγική θέση, για αυτό και αποτέλεσαν χώρο ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Βουλγαρία και η Τουρκία τάχθηκαν με το πλευρό της Γερμανίας. Η Ελλάδα εξαιτίας της αντίθεσης μεταξύ της κυβέρνησης Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά με τη στάση που έπρεπε να τηρήσει η Ελλάδα, οδηγείται προς τον εθνικό διχασμό. Ο Βενιζέλος επεδίωκε την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ, ενώ ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε μεν ουδετερότητα, με το μέρος όμως της Γερμανίας.
   Η ελληνική ουδετερότητα, ωστόσο, παραβιάστηκε όταν το φθινόπωρο του 1915 προσέγγισαν την προκυμαία της Θεσσαλονίκης πληθώρα συμμαχικών πλοίων των Αγγλογάλλων και αποβίβασαν στρατιώτες και οπλισμό. Η άφιξη των Συμμάχων στην πόλη πραγματοποιήθηκε ύστερα από την αποτυχία των επιχειρήσεών τους στη χερσόνησο της Καλλίπολης στα Δαρδανέλλια εναντίον της Τουρκίας, η οποία στηρίζονταν από τους Γερμανούς. Επιπρόσθετα, εκείνη την περίοδο ο βουλγαρικός στρατός επιτίθονταν εναντίον της Σερβίας, έτσι οι Άγγλοι και οι Γάλλοι έσπευσαν να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Σέρβους. Η Θεσσαλονίκη εξάλλου αποτελούσε κομβικό σημείο στα Βαλκάνια, διαθέτοντας λιμάνι, καθώς και οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, καθιστώντας την έτσι ιδανική βάση των επιχειρήσεων των Αγγλογάλλων.



Πλοία των Συμμάχων της Αντάντ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

   Συνολικά αποβιβάστηκαν στην πόλη περισσότεροι από 200.000 Βρετανοί και Γάλλοι. Οι πρώτοι με στρατηγό τον σερ Μπράιαν Μαχόν έστησαν τον καταυλισμό τους στην περιοχή του Ντεπώ και του Πανοράματος, ενώ οι δεύτεροι με στρατηγό τον Μωρίς Σαρράιγ στρατοπέδευσαν στα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Παρόλα αυτά, οι Αγγλογάλλοι για αρκετό καιρό δεν ενεπλάκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά αρκέστηκαν στη διάνοιξη ορυγμάτων και χαρακωμάτων περιμετρικά της Θεσσαλονίκης, ώστε να είναι προετοιμασμένοι για ενδεχόμενη γερμανοβουλγαρική επίθεση. Μεταξύ των Άγγλων και Γάλλων στρατιωτών υπήρχαν και πολλοί επιστήμονες, συγγραφείς, φωτογράφοι κ.α., οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να γνωρίσουν και να μελετήσουν τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή.



Αριστερά: Γάλλοι στρατιώτες στη Θεσσαλονίκη το 1915.
Δεξιά: Ο Γάλλος Στρατηγός Σαρράιγ. 

   Ανάμεσά τους ήταν και ο Γάλλος παλαιοντολόγος Camille Arambourg (1885-1969), μετέπειτα καθηγητής Παλαιοντολογίας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού. Ο Arambourg, 30 ετών τότε, άνηκε στην 156η μεραρχία του γαλλικού στρατού, η οποία είχε στρατοπεδεύσει στην κοιλάδα του Αξιού, 30 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στα χωριά Νέα Μεσημβρία, Αγιονέρι και Βαθύλακκος. Κατά τη διάρκεια της διάνοιξης των χαρακωμάτων, ο Arambourg αναγνώρισε μέσα στα ιζήματα της περιοχής πολλά οστά απολιθωμένων ζώων, τα οποία και συνέλεξε. Στη συνέχεια ο αντισυνταγματάρχης του τού επέτρεψε να διοργανώσει παλαιοντολογικές ανασκαφές, κατά τη διάρκεια των οποίων μελέτησε τη γεωλογία της ευρύτερης περιοχής και συνέλεξε σημαντικό αριθμό απολιθωμάτων. Μάλιστα μία από τις απολιθωματοφόρες θέσεις την ονόμασε «Ravin des Zouaves» («Χαράδρα των Ζουάβων»), προς τιμήν του τάγματος των Αλγερινών Ζουάβων, οι οποίοι υπηρετούσαν στα γαλλικά σώματα.



Στρατιώτης του τάγματος των Ζουάβων.

   Τα απολιθώματα που συγκέντρωσε ο Arambourg μεταφέρθηκαν από τους στρατιώτες στη Θεσσαλονίκη και με τη λήξη του πολέμου στάλθηκαν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού, όπου αργότερα δημοσιεύτηκε η μελέτη τους (Arambourg & Piveteau 1929). Τα δείγματα της συλλογής αυτής είναι καταχωρημένα στο μουσείο του Παρισιού με την επιγραφή «Salonique».



Το εξώφυλλο της επιστημονικής δημοσίευσης των Arambourg & Piveteau (1929) σχετικά με τα απολιθώματα των σπονδυλωτών ζώων της κοιλάδας του Αξιού.

   Η συλλογή περιλαμβάνει προϊστορικά ζώα, τα οποία έζησαν στην κοιλάδα του Αξιού κατά τη γεωλογική εποχή του άνω Μειοκαίνου, δηλαδή περίπου 11 έως 5 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Πρόκειται για πρωτόγονες μορφές ιπποειδών (ιππάρια), βοοειδών (π.χ. αντιλόπες), καμηλοπαρδάλεων, σαρκοφάγων (π.χ. ύαινες, μαχαιρόδοντες),  ρινόκερων και προβοσκιδωτών. Από τη μελέτη της πανίδας προκύπτει ότι κατά το άνω Μειόκαινο στην κοιλάδα του Αξιού, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, επικρατούσε ένα θερμό και ξηρό κλίμα, τύπου σαβάνας, με περιόδους βροχών και εκτεταμένες περιόδους ξηρασίας.



Τμήμα απολιθωμένου κρανίου μαχαιρόδοντα της συλλογής Arambourg από την κοιλάδα του Αξιού (Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Παρισιού). Διακρίνεται η οδοντοστοιχία του ζώου με τον ιδιαίτερα αναπτυγμένο κυνόδοντα.

   Συστηματικές ανασκαφές στην κοιλάδα του Αξιού ξεκίνησαν το 1972 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Παρισιού και αργότερα του Poitiers. Οι ανασκαφές συνεχίζονται μέχρι σήμερα και ένας πολύ σημαντικός αριθμός απολιθωμάτων έχει συλλεχθεί από τις διάφορες θέσεις και έχει μελετηθεί με διάφορες επιστημονικές μεθόδους. Οι απολιθωματοφόρες θέσεις της κοιλάδας του Αξιού θεωρούνται σήμερα από τις καλύτερα μελετημένες στην Ανατολική Μεσόγειο. Μεταξύ των ευρημάτων εξέχουσα θέση κατέχουν αυτά που ανήκουν στον Ουρανοπίθηκο τον μακεδονικό (Ouranopithecus macedoniensis), ένα ανθρωποειδές που έζησε στο χώρο της Μακεδονίας περίπου πριν από 10-9 εκατομμύρια χρόνια και θεωρείται ως ένας μακρινός πρόγονος των ανθρωπίδων.

Επιμέλεια: ΣΤΡ (ΜΧ) Κονιδάρης Γεώργιος, ξεναγός Πολεμικού Μουσείου Θεσσαλονίκης
(Γεωλόγος, Δρ. Παλαιοντολογίας Α.Π.Θ.)




Βιβλιογραφία
ARAMBOURG, C., PIVETEAU, J. (1929). Les Vertébrés du Pontien de Salonique. Annales de Paléontologie, 18:59–138.
ΚΟΥΦΟΣ, Γ.Δ. (2004). Παλαιοντολογία Σπονδυλωτών. Εκδόσεις Ζήτη. Θεσσαλονίκη.
ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Α. (2009). Θεσσαλονίκη…εν θερμώ. Ο συγκλονιστικός 20ός αιώνας της πόλης. Α' Τόμος. Μαλλιάρης παιδεία, Θεσσαλονίκη.
ΣΚΟΥΛΑΤΟΥ, Β., ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ν., ΚΟΝΔΗ, Σ. (1984). Ιστορία. Νεότερη και σύγχρονη. Γ' Τεύχος, Γ' Λυκείου. Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα.
http://www.encyclopedia.com;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»