Η Σαγαλασσός. Το «διαμάντι» που άφησε πίσω του ο Μ. Αλέξανδρος
Σαγαλασσός είναι αρχαιολογική τοποθεσία στην νοτιοδυτική Τουρκία, περίπου 100 χιλιόμετρα βόρεια της Αττάλειας(τούρκικα: Antalya), και 30 χιλιόμετρα από το Μπουρντούρ και την Ισπάρτα (την αρχαία Σπάρτη της Μικράς Ασίας).
Τα
ερείπια της αρχαίας Σαγαλασσού βρίσκονται 7 χιλιόμετρα από στο Ağlasun
(η αρχαία Αγαλασσός), στην επαρχία του Μπουρνούμ, στην δυτική μεριά της
οροσειράς του Ταύρου (τούρκικα Toros), σε υψόμετρο 1450-1700 μέτρα. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη ήταν γνωστή ως η «πρώτη πόλη της Πισιδίας»,
μια περιοχή της δυτικής μεριάς του Ταύρου σήμερα γνωστή ως η Περιοχή
των Τουρκικών Λιμνών. Υπήρξε από τις σημαντικότερες πόλεις της Πισιδίας
ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους.
Οι
αστική περιοχή ήταν απλωμένη σε διάφορα επίπεδα σε ένα υψόμετρο μεταξύ
1400 και 1600 μέτρων. Η πόλη κατάφερε να ανακάμψει μετά από μεγάλο
σεισμό στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. , αλλά επιδημίες, έλλειψη νερού,
έλλειψη ασφάλειας και σταθερότητας, ασταθής οικονομία και τελικά ένας
δεύτερος καταστροφικός σεισμός περίπου στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ.,
ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να
εγκατασταθούν στην πεδιάδα.
Το 1990 άρχισαν μεγάλης κλίμακας ανασκαφές υπό τη επίβλεψη του Marc Waelkens του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λέουβεν. Στο φως ήρθε μεγάλος αριθμός κτηρίων, μνημείων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων, που μαρτυρούν τη μνημειακή σημασία της ιστορίας της πόλης κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή, και βυζαντινή περίοδο.
ΙστορίαΤο 1990 άρχισαν μεγάλης κλίμακας ανασκαφές υπό τη επίβλεψη του Marc Waelkens του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λέουβεν. Στο φως ήρθε μεγάλος αριθμός κτηρίων, μνημείων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων, που μαρτυρούν τη μνημειακή σημασία της ιστορίας της πόλης κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή, και βυζαντινή περίοδο.
Το Ηρώον στον νοτιοδυτικό τομέα.
Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή χρονολογείται από το 8000 π.Χ., πριν κατοικηθεί κανονικά. Χετιτικά γραπτά αναφέρονται σε ένα ορεινό μέρος με το όνομα Salawassa τον 14ο αιώνα π.Χ., ενώ η πόλη αναπτύχθηκε κατά τον φρυγικό και λυδικό πολιτισμό. Η Σαγαλασσός ήταν μέρος της Πισιδίας στη δυτική μεριά της οροσειράς του Ταύρου. Κατά την περίοδο της Περσικής Αυτοκρατορίας η Πισιδία έγινε γνωστή για τις πολεμοχαρείς φατρίες της.
Η Σαγαλασσός ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Πισιδία όταν την κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 333 π.Χ. στην πορεία του προς την Περσία. Είχε πληθυσμό που αριθμούσε τις μερικές χιλιάδες. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε διαδοχικά στα εδάφη του Αντίγονου, ίσως του Λυσίμαχου, των Σελευκιδών της Συρίας, και στη Δυναστεία των Ατταλιδών της Περγάμου. Τα αρχαιολογικό ιστορικό φανερώνει ότι ο ντόπιος πληθυσμός υιοθέτησε γρήγορα την ελληνιστική κουλτούρα.
Μετά τους Ατταλίδες, η Πισιδία έγινε μέρος της Επαρχίας της Ασίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 39 π.Χ. δόθηκε στον υποτελή βασιλιά της Γαλατίας Αμύντα, αλλά μετά το θάνατό του το 25 π.Χ., η Ρώμη την ενέταξε στην Επαρχεία της Γαλατίας. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Σαγαλασσός έγινε σημαντικό αστικό κέντρο, που απολάμβανε την εύνοια ειδικά του Αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος την ονόμασε «πρώτη πόλη» της Επαρχίας και κέντρο της λατρείας του Αυτοκράτορα. Κτήρια εκείνης της περιόδου έχουν ρωμαϊκό χαρακτήρα.
Γύρω στα 400 μ.Χ. η Σαγαλασσός οχυρώθηκε. Η πόλη υπέστη εκτεταμένη καταστροφή από σεισμό το 518, και η πανούκλα περίπου το 541 με 543 αποδεκάτισε τον τοπικό πληθυσμό. Αραβικές επιδρομές γύρω στο 640 απείλησαν την πόλη, και μετά δεύτερο καταστροφικό σεισμό στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε. Ο πληθυσμός πιθανόν εγκαταστάθηκε στην πεδιάδα. Ανασκαφές έχουν φέρε στο φως μόνο ίχνη ενός οχυρωμένου μοναστηρίου –ίσως μέρος θρησκευτικής κοινότητας, το οποίο καταστράφηκε τον 12ο αιώνα. Η Σαγαλασσός χάθηκε από τα ιστορικά αρχεία.
Στους επόμενους αιώνες, η διάβρωση κάλυψε την Σαγαλασσό. Δεν λεηλατήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αρχαιοκάπηλους και λαθρανασκαφές, πιθανόν λόγο της (απόμακρης) τοποθεσίας της.
Ο εξερευνητής Paul Lucas, που ταξίδευε στην Τουρκία σε αποστολή για την αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ”, επισκέφτηκε τα ερείπια της πόλης το 1706. Μετά το 1824, όταν ο Francis Vyvyan Jago Arundell (1780 – 1846), Βρετανός ιερέας στη Σμύρνη και αρχαιοδίφης, επισκέφτηκε την τοποθεσία και ανακάλυψε το όνομα της πόλης από επιγραφές [1], Δυτικοί εξερευνητές άρχισαν να επισκέπτονται τα ερείπια. Ο Πολωνός ιστορικός της τέχνης κόμης Karol Lanckoroński έφτιαξε τον πρώτο χάρτη της Σαγαλασσού. Παρόλ’ αυτά, η τοποθεσία δεν ήταν στο επίκεντρο της αρχαιολογικής προσοχής μέχρι το 1985, όταν Αγγλό-Βεγλική ομάδα υπό τον Stephen Mitchell ξεκίνησε μεγάλη έρευνα στην τοποθεσία.
Σύγχρονο έργο ανάπλασηςΗ Σαγαλασσός ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Πισιδία όταν την κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 333 π.Χ. στην πορεία του προς την Περσία. Είχε πληθυσμό που αριθμούσε τις μερικές χιλιάδες. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε διαδοχικά στα εδάφη του Αντίγονου, ίσως του Λυσίμαχου, των Σελευκιδών της Συρίας, και στη Δυναστεία των Ατταλιδών της Περγάμου. Τα αρχαιολογικό ιστορικό φανερώνει ότι ο ντόπιος πληθυσμός υιοθέτησε γρήγορα την ελληνιστική κουλτούρα.
Μετά τους Ατταλίδες, η Πισιδία έγινε μέρος της Επαρχίας της Ασίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 39 π.Χ. δόθηκε στον υποτελή βασιλιά της Γαλατίας Αμύντα, αλλά μετά το θάνατό του το 25 π.Χ., η Ρώμη την ενέταξε στην Επαρχεία της Γαλατίας. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Σαγαλασσός έγινε σημαντικό αστικό κέντρο, που απολάμβανε την εύνοια ειδικά του Αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος την ονόμασε «πρώτη πόλη» της Επαρχίας και κέντρο της λατρείας του Αυτοκράτορα. Κτήρια εκείνης της περιόδου έχουν ρωμαϊκό χαρακτήρα.
Γύρω στα 400 μ.Χ. η Σαγαλασσός οχυρώθηκε. Η πόλη υπέστη εκτεταμένη καταστροφή από σεισμό το 518, και η πανούκλα περίπου το 541 με 543 αποδεκάτισε τον τοπικό πληθυσμό. Αραβικές επιδρομές γύρω στο 640 απείλησαν την πόλη, και μετά δεύτερο καταστροφικό σεισμό στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε. Ο πληθυσμός πιθανόν εγκαταστάθηκε στην πεδιάδα. Ανασκαφές έχουν φέρε στο φως μόνο ίχνη ενός οχυρωμένου μοναστηρίου –ίσως μέρος θρησκευτικής κοινότητας, το οποίο καταστράφηκε τον 12ο αιώνα. Η Σαγαλασσός χάθηκε από τα ιστορικά αρχεία.
Στους επόμενους αιώνες, η διάβρωση κάλυψε την Σαγαλασσό. Δεν λεηλατήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αρχαιοκάπηλους και λαθρανασκαφές, πιθανόν λόγο της (απόμακρης) τοποθεσίας της.
Ο εξερευνητής Paul Lucas, που ταξίδευε στην Τουρκία σε αποστολή για την αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ”, επισκέφτηκε τα ερείπια της πόλης το 1706. Μετά το 1824, όταν ο Francis Vyvyan Jago Arundell (1780 – 1846), Βρετανός ιερέας στη Σμύρνη και αρχαιοδίφης, επισκέφτηκε την τοποθεσία και ανακάλυψε το όνομα της πόλης από επιγραφές [1], Δυτικοί εξερευνητές άρχισαν να επισκέπτονται τα ερείπια. Ο Πολωνός ιστορικός της τέχνης κόμης Karol Lanckoroński έφτιαξε τον πρώτο χάρτη της Σαγαλασσού. Παρόλ’ αυτά, η τοποθεσία δεν ήταν στο επίκεντρο της αρχαιολογικής προσοχής μέχρι το 1985, όταν Αγγλό-Βεγλική ομάδα υπό τον Stephen Mitchell ξεκίνησε μεγάλη έρευνα στην τοποθεσία.
Θέατρο.
Άνω Αγορά.
Από
το 1990 η Σαγαλασσός, τόπος με μεγάλη τουριστική κίνηση, είναι το
αντικείμενο μεγάλου έργου ανασκαφών υπό τον Marc Waelkens του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λέουβεν.
Το ιστορικό κέντρο της πόλης έχει έρθει στο φως, ενώ τέσσερα μεγάλα
έργα ανάπλασης έχουν (σχεδόν) ολοκληρωθεί. Στα πλαίσια του έργου,
διενεργείται μεγάλη αστική και γεωφυσική
έρευνα, καθώς και ανασκαφές σε ιδιωτικές και βιομηχανικές περιοχές, και
εντατική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή. Το πρώτο σκέλος ερευνών
καταγράφει ιστορία κατακτήσεων της περιοχής χιλιάδων χρόνων, από τον
Αλέξανδρο ως τον 7ο αιώνα, ενώ το δεύτερο παρέχει αποδείξεις για τις
αλλαγές της πληθυσμιακής κατανομής στην περιοχή, για την εξέλιξη της
πανίδας και των καλλιεργειών, για την γεωλογική ιστορία, και για τις
κλιματολογικές αλλαγές τα τελευταία 10000 χρόνια.
Στις 9 Αυγούστου του 2007, ο τύπος ανακοινώσε την ανακάλυψη ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Αυτοκράτορα Αδριανού,
που πιστεύεται ότι είχε 4-5 μέτρα ύψος. Χρονολογείται από την πρώιμη
περίοδο βασιλείας του Αδριανού, και αναπαριστά τον αυτοκράτορα με
στρατιωτική ενδυμασία. Ήταν φτιαγμένο από τμήματα τα οποία συγκρατούσαν
μεταξύ τους μαρμάρινοι σύνδεσμοι και βρισκόταν στα δημόσια λουτρά. Ένας
μεγάλος σεισμός κάπου μεταξύ τα τέλη του 6ου και αρχές του 7ου αιώνα
είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της αψιδωτής κατασκευής του κτηρίου.
Το άγαλμα του Αδριανού έπεσε και διαλύθηκε στα μέρη που το αποτελούσαν. Η
ανακάλυψη μαρμάρινων δαχτύλων ποδιού που έφεραν τρύπες για συνδετικά
καρφιά με την άκρη του μανδύα, αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα της
ανακάλυψης ενός δεύτερου αγάλματος, αυτού της συζύγου του Αδριανού
Σαβίνας. Στις 14 Αυγούστου του 2008 ανακαλύφθηκε στο ίδιο μέρος το
κεφάλι αγάλματος της Φαουστίνας της Πρεσβύτερης, συζύγου του Αντωνίνου, υιοθετημένου γιου και διαδόχου του Αδριανού [2]. Στις 22 Αυγούστου ήρθε στο φως ακόμα ένα κεφάλι κολοσσιαίου αγάλματος, αυτή τη φορά του Μάρκου Αυρήλιου[3].
Σε
φυλογενετική έρευνα, το μιτοχοδριακό DNA 85 σκελετών από τη Σαγαλασσό
που χρονολογούνται από τον 11ο-13ο αιώνα μ.Χ., συγκρίθηκε με αυτό του
σύγχρονου πληθυσμού. Η έρευνα έδειξε σημαντική γενετική υπογραφή
Βαλκανικών / Ελληνικών πληθυσμών, όπως και αρχαίων Περσικών και
πληθυσμών από την Ιταλική χερσόνησο. Επίσης βρέθηκε μια συμβολή από την
περιοχή του Λεβάντε, ενώ δεν βεβαιώθηκε καμία συμβολή από πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας[4].
Το Γαλλό-Ρωμαϊκό Μουσείο του Tongeren στο Βέλγιο
φιλοξένησε έκθεση με ευρήματα από τη Σαγαλασσό με τίτλο «Σαγαλασσός:
Πόλη των Ονείρων» από τις 29 Οκτωβρίου 2011 μέχρι τις 17 Ιουνίου 2012.
ο λόφος του Μ. Αλεξάνδρου
http://el.wikipedia.org
Σχόλια