Η ΙΣΤΟΡΙΑ......ΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ
προ του … 1821[1]Α
«Αυτός ο λαός … δεν είναι παρά ένα ελεεινό άχθος αρούρης, η καταισχύνη των προγόνων του»(n’ est plus qu’ un fardeau de la terre, et l’ opprobre de ses aieux)
Corneille de Pauw, Γερμανός φιλόσοφος αναφερόμενος στους Έλληνες (1788)
Η προκατάληψη κατά των Ελλήνων ήταν τόσο βαθειά που ακόμα και τα θύματα της τουρκικής τυραννίας, φυγάδες σε ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετώπιζαν συχνά απάνθρωπη μεταχείριση. Ο Βρεταννός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Θωμάς Ρω χαρακτήριζε το 1622 «απατεώνες» τους καταδιωκόμενους Έλληνες που έφταναν στην Αγγλία με σημάδια από βασανιστήρια στο σώμα τους[2]. Και ο Άγγλος Γουίλιαμ Λίθγκοου που βρισκόταν το 1617 στην Κωνσταντινούπολη: «Πρέπει να ενημερωθέι ο βασιλιάς γι’ αυτούς τους Έλληνες αλήτες. Όσα λένε για φυλακισμένους συγγενείς από τους Τούρκους είναι ψέματα. Μα είναι δυνατόν να τυραννούν οι Τούρκοι τους υπηκόους τους; Δεν τους έχουν παραχωρήσει τόσες ελευθερίες; Δεν τους επιτρέπουν να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησίων όπως ακριβώς στην δική μας πατρίδα;»[3]
Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι οι Έλληνες είναι άξεστοι, εξαχρειωμένοι, αποκρουστικοί, το κατακάθι της γης. Με τα χειρότερα ελαττώματα και καμμιά αρετή. Γράφει ο Ιταλός κληρικός Αρχάγγελος (ΙΖ΄ αι.): «Οι Έλληνες είναι το πιο μισητό έθνος. Ένα έθνος αγροίκο, διεφθαρμένο και αλαζονικό. Αδύνατη η προσέγγιση»[4].
Ο Βέλγος Ντε Μιρόν που περιηγήθηκε την οθωμανική αυτοκρατορία το 1719 δεν κρύβει την απέχθειά του: «Δεν υπάρχει πιο ματαιόδοξος και πιο κακόπιστος λαός από τους Έλληνες … Για να πλουτίσουν δεν διστάζουν ούτε στη δολιότητα, ούτε στην ψευδορκία και την πλαστογραφία. Σε όλα αυτά τα ελαττώματα πρέπει να προστεθούν η ακολασία, η κλεψιά, η μέθη, το έγκλημα και η μεγαλομανία»[5].
Τα ίδια και ο Γάλλος ευγενής Φερριέρ Σωβμπέφ που ταξίδεψε το 1782 με διπλωματική αποστολή στην Ανατολή. Οι Έλληνες, άντρες και γυναίκες, είναι σιχαμεροί, ανάξιοι, τιποτένιοι. Έχουν όλα τα ελαττώματα των αρχαίων προγόνων τους αλλά καμμιά από τις αρετές τους. Υποκριτές, δειλοί, εκδικητικοί, φιλοχρήματοι, θρησκομανείς αξίζουν την περιφρόνηση που νιώθουν γι’ αυτούς οι Τούρκοι[6].
Μερικοί αναμασούν παλαιά μισελληνικά αναγνώσματα, μεσαιωνικά, ακόμα και ρωμαϊκά – το Graecia mendax λ.χ., Ελλάδα ψεύτρα, του Ιουβενάλη. Όπως ο Γάλλος γιατρός Φρ. Πουκεβίλ, ο κατοπινός πρόξενος στα Γιάννενα. Οι Έλληνες, γράφει το 1799, είναι ψεύτες, πανούργοι, υποκριτές, ματαιόδοξοι, μωρολόγοι, επίορκοι και θρησκομανείς. «Οι παπάδες θα μεταβάλουν τους Έλληνες στον πιο δειλό, στον πιο διεφθαρμένο λαό του κόσμου». Και, φυσικά, είναι εντελώς ανώριμοι για ελευθερία και ανεξαρτησία[7].
Αξιοπρόσεχτες είναι οι κατηγορίες για ματαιοδοξία, αλαζονεία, υπεροψία που αφήνουν να διαφανεί η αντίσταση των υπόδουλων Ελλήνων στις προκλήσεις των ξένων με την αυτογνωσία και την εμμονή στις παραδοσιακές τους αξίες. Αυτή η αξιοπρεπής και υπερήφανη αντιπαράθεση ενοχλεί τους Δυτικούς που δεν ανέχονται αντίλογο ή ιδεολογική αντίκρουση από έναν σκλαβωμένο λαό. Τον προτιμούν άφωνο ανδράποδο μπροστά στους Οθωμανούς και τους ξένους αυθέντες. Ενοχλούνται επίσης οι δυτικοί από την εμποροναυτική ανάπτυξη των Ελλήνων κατά το δεύτερο ήμισυ του ΙΗ΄ αιώνα και τον ανταγωνιστικό τους ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Και επειδή πλήττονται τα οικονομικά τους συμφέροντα από την τόλμη και το επιχειρηματικό πνεύμα των Ελλήνων τους χαρακτηρίζουν συλλήβδην φιλοχρήματους, κακόπιστους, δόλιους στις συναλλαγές και πλαστογράφους …
Οι περισσότεροι από τους Δυτικούς που επισκέπτονται την Ελλάδα κατά την προεπαναστατική πεντηκονταετία είναι φιλότουρκοι. Ευθυγραμμίζονται προφανώς με την πολιτική των κυβερνήσεών τους στο Ανατολικό Ζήτημα. Κατενθουσιασμένος από τους Τούρκους ο Άγγλος απόφοιτος του Καίμπριτζ αρχαιολάτρης Τζων Σώβερυ Μόρριτ που ταξίδεψε στην ελληνική Ανατολή κατά τη διετία 1794-1796. «Δεν γνώρισα καλύτερους ανθρώπους από τους Τούρκους. Από τον ανώτερο ως τον κατώτερο συμπεριφέρονται σαν λόρδοι και άρχοντες»[8].
Ένας άλλος πεπαιδευμένος Άγγλος, ο Γουίλιαμ Τζέλ που περιηγήθηκε την Ελλάδα στην πρώτη πενταετία του ΙΘ΄ αιώνα, διαπίστωσε ότι οι Τούρκοι είναι πιο πολιτισμένοι από τους Έλληνες και λιγότερο αμαθείς. Όσο για τους Έλληνες χωρικούς δεν υπάρχουν στον κόσμο χειρότεροι άνθρωποι[9].
… Ο συνοδοιπόρος του ποιητή λόρδου Βύρωνα, Τζων Καμ Χομπχάουζ, πεπαιδευμένος αρχαιολάτρης, είδε τους Έλληνες με τα μάτια του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Ένας λαός που χρειάζεται βία για να σωφρονιστεί. Χωρίς ραβδί δεν γίνεται τίποτα. Είναι επιπόλαιοι, άστατοι, επίβουλοι. «Δεν έχω πρόθεση να τους στιγματίσω. Γεγονότα μόνο διαπιστώνω. Όταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής κατέκτησε ολόκληρη την Ελλάδα είπε ότι βρήκε πολλούς σκλάβους αλλά ούτε έναν άντρα. Αν ζούσε τώρα δεν θα σχολίαζε ευνοϊκότερα τους σύγχρονους Έλληνες». Οι διαπιστώσεις του Χομπχάουζ δημοσιεύτηκαν οχτώ μόλις χρόνια πριν από την Επανάσταση. Θεωρείται, ωστόσο, φιλέλληνας και ένας αθηναϊκός δρόμος φέρει το όνομά του.
…
Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων που περιηγήθηκαν την Ελλάδα του ΙΗ΄ αιώνα είναι αρχαιολάτρες, Βυθισμένοι στα ονειροπολήματά τους για τον «χαμένο παράδεισο» περιφρονούν τους σύγχρονους Έλληνες – «εκφυλισμένους και ανάξιους των ένδοξων προγόνων τους» …
…
Ένας Άγγλος κλασσικός φιλόλογος που μελετούσε τα μνημεία της Αττικής, ο Τζων Τιούντελ πέθανε το 1799 στην Αθήνα. Τον έκλαψαν οι Αθηναίοι και τον έθαψαν στο Θησείο, όπως ζήτησε ο ίδιος πριν ξεψυχήσει. Αλλά ιδού πως έβλεπε τους Έλληνες ο καλός αυτός αρχαιολάτρης σε επιστολή λίγο πριν από τον θάνατό του: «Είμαι ενθουσιασμένος από τα αρχαία μνημεία, από τις προτομές των ηρώων, από τα αγγεία με τις αρχαίες τέφρες, από όλα τα νεκρά και τα άψυχα. Αλλά αυτοί οι αχρείοι Έλληνες, που θέλουν να λέγονται άνθρωποι, παραμορφώνουν τα πάντα στην χώρα των θεών»[10].
…
Δέκα χρόνια αργότερα «γνώρισε» και περιγράφει τους Έλληνες ο Σκώτος Τζων Γκάλτ (περιηγήθηκε στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα στη διετία 1809-1811). Είναι ενθουσιώδης αρχαιολάτρης και γνήσιος εκπρόσωπος της αγγλικής αποικιοκρατίας. Οι Έλληνες, γράφει, χρειάζονται βούρδουλα και ορθότατα οι Τούρκοι τους σωφρονίζουν με φάλαγγα. Ταξίδευε εφοδιασμένος με οθωμανικό μπουγιουρδί και αξίωνε πλούσια καταλύματα και ηγεμονικές περιποιήσεις. Κι αν δυστροπούσε κάποιος νοικοκύρης, ο ελληνολάτρης Άγγλος καλούσε τους Τούρκους. ‘Αρνήθηκαν να μας ανοίξουν. Άφησα στην άκρη τις ευγένειες. Τρέχει ο Τούρκος αξιωματικός στο φρουραρχείο και φέρνει μια ντουζίνα στρατιώτες. Στο άψε-σβήσε σκαρφάλωσαν στους τοίχους κι έσπασαν τις πόρτες. Κι εμείς είχαμε την ένδοξη ικανοποίηση να μπούμε σαν ήρωες θριαμβευτές ενώ γύρω μας ξεφώνιζαν και θρηνολογούσαν πανικόβλητες γυναίκες». Την άλλη μέρα ο Άγγλος αξίωσε την αυστηρή τιμωρία του προεστού. Ο Τούρκος διοικητής παρακάλεσε τον Γκάλτ να διαλέξει ο ίδιος την τιμωρία που επιθυμούσε να επιβληθεί στον ανυπάκουο Έλληνα. Φάλαγγα, μπουντρούμι ή τζερεμέ (πρόστιμο)[11].
…
… Πνευματική αγαλλίαση για τον Γκάλτ οι επισκέψεις στα μνημεία του αρχαίου πολιτισμού, ναούς και θέατρα. αισθάνεται όμως αηδία για την παρουσία σ’ αυτούς τους χώρους των σύγχρονων Ελλήνων. … «Δεν μπορείς να αντικρύσεις την σημερινή παρακμή των Ελλήνων χωρίς να αγανακτήσεις. Αλλά δεν αξίζει να θλίβεται κανείς για το κατάντημά τους. Η μοίρα των εθνών, όπως και των ατόμων είναι ο θάνατος». Κατά τον Άγγλος φιλάρχαιο, από το ελληνικό έθνος έχει απομείνει ένα σκωληκόβρωτο πτώμα. Με φρίκη βλέπει τους σύγχρονους Έλληνες να διαβαίνουν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια. Μοιάζουν, γράφει, «με σκουλήκια που αναδεύονται στο κουφάρι ενός πεθαμένου ήρωα»[12] … βρισκόμαστε στο 1813 …
Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών των μισελληνικών «επιστημονικών» θεωριών είναι το βιβλίο του Γερμανού κληρικού Κορνήλιου ντε Πάουβ «Φιλοσοφικές έρευνες περί των Ελλήνων» που τυπώθηκε το 1788 στο Βερολίνο[13]. Κείμενο άγριας πολεμικής όπου οι εύστοχες παρατηρήσεις καταποντίζονται στο πέλαγος της άγνοιας, της εμπάθειας και των προκαταλήψεων. Αποκλείοντας ο Πάουβ εντελώς κάθε προοπτική ανεξαρτησίας, θεωρεί τους Έλληνες αποσαρίδια της οικουμένης, άξεστους, βάρβαρους και άχρηστους. …
Αφορμή των επιθέσεων του Γερμανού φιλοσόφου υπήρξε το περιηγητικό χρονικό του Γάλλου λόγιου Πέτρου Αυγούστου Γκυ μέλους της Ακαδημίας Επιοστημών και καλών τεχνών της Μασσαλίας, «Φιλολογικό ταξίδι στην Ελλάδα», μια πρωτότυπη μελέτη του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού[14]. Ο Πάουβ ενοχλήθηκε σφόδρα επειδή ο Γκυ αναζήτησε και βρήκε ομοιότητες ανάμεσα στους σύγχρονους Έλληνες και τους αρχαίους προγόνους τους. «Ένα από τα πιο τιποτένια βιβλία», γράφει ο Πάουβ. Και χωρίς να γνωρίζει τους Έλληνες, χωρίς να έχει επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα ώστε να αναπτύξει θεμελιωμένη αντιρρητική επιχειρηματολογία, αποφαίνεται ότι το ελληνικό έθνος έχει εντελώς εκφυλισθεί. «Δεν υπάρχουν λόγια κατάλληλα να απεικονίσουν την εξαχρείωση στην οποία έχουν περιπέσει οι νεοέλληνες εξαιτίας των δικών τους σφαλμάτων». Οι Τούρκοι άφησαν άθικτα όλα τα μοναστήρια τους και δεν σκέφτηκαν ποτέ να απαγορεύσουν τα σχολεία, αν ήθελαν οι Έλληνες να έχουν σχολεία. Ο φανατισμός είναι η πηγή των δεινών τους. Αυτοί οι ίδιοι έσφιξαν με τα δικά τους χέρια το τυφλοπάνι στα μάτια τους.
«Αυτός ο λαός … δεν είναι παρά ένα ελεεινό άχθος αρούρης, η καταισχύνη των προγόνων του»(n’ est plus qu’ un fardeau de la terre, et l’ opprobre de ses aieux)
Corneille de Pauw, Γερμανός φιλόσοφος αναφερόμενος στους Έλληνες (1788)
Η προκατάληψη κατά των Ελλήνων ήταν τόσο βαθειά που ακόμα και τα θύματα της τουρκικής τυραννίας, φυγάδες σε ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετώπιζαν συχνά απάνθρωπη μεταχείριση. Ο Βρεταννός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Θωμάς Ρω χαρακτήριζε το 1622 «απατεώνες» τους καταδιωκόμενους Έλληνες που έφταναν στην Αγγλία με σημάδια από βασανιστήρια στο σώμα τους[2]. Και ο Άγγλος Γουίλιαμ Λίθγκοου που βρισκόταν το 1617 στην Κωνσταντινούπολη: «Πρέπει να ενημερωθέι ο βασιλιάς γι’ αυτούς τους Έλληνες αλήτες. Όσα λένε για φυλακισμένους συγγενείς από τους Τούρκους είναι ψέματα. Μα είναι δυνατόν να τυραννούν οι Τούρκοι τους υπηκόους τους; Δεν τους έχουν παραχωρήσει τόσες ελευθερίες; Δεν τους επιτρέπουν να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησίων όπως ακριβώς στην δική μας πατρίδα;»[3]
Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι οι Έλληνες είναι άξεστοι, εξαχρειωμένοι, αποκρουστικοί, το κατακάθι της γης. Με τα χειρότερα ελαττώματα και καμμιά αρετή. Γράφει ο Ιταλός κληρικός Αρχάγγελος (ΙΖ΄ αι.): «Οι Έλληνες είναι το πιο μισητό έθνος. Ένα έθνος αγροίκο, διεφθαρμένο και αλαζονικό. Αδύνατη η προσέγγιση»[4].
Ο Βέλγος Ντε Μιρόν που περιηγήθηκε την οθωμανική αυτοκρατορία το 1719 δεν κρύβει την απέχθειά του: «Δεν υπάρχει πιο ματαιόδοξος και πιο κακόπιστος λαός από τους Έλληνες … Για να πλουτίσουν δεν διστάζουν ούτε στη δολιότητα, ούτε στην ψευδορκία και την πλαστογραφία. Σε όλα αυτά τα ελαττώματα πρέπει να προστεθούν η ακολασία, η κλεψιά, η μέθη, το έγκλημα και η μεγαλομανία»[5].
Τα ίδια και ο Γάλλος ευγενής Φερριέρ Σωβμπέφ που ταξίδεψε το 1782 με διπλωματική αποστολή στην Ανατολή. Οι Έλληνες, άντρες και γυναίκες, είναι σιχαμεροί, ανάξιοι, τιποτένιοι. Έχουν όλα τα ελαττώματα των αρχαίων προγόνων τους αλλά καμμιά από τις αρετές τους. Υποκριτές, δειλοί, εκδικητικοί, φιλοχρήματοι, θρησκομανείς αξίζουν την περιφρόνηση που νιώθουν γι’ αυτούς οι Τούρκοι[6].
Μερικοί αναμασούν παλαιά μισελληνικά αναγνώσματα, μεσαιωνικά, ακόμα και ρωμαϊκά – το Graecia mendax λ.χ., Ελλάδα ψεύτρα, του Ιουβενάλη. Όπως ο Γάλλος γιατρός Φρ. Πουκεβίλ, ο κατοπινός πρόξενος στα Γιάννενα. Οι Έλληνες, γράφει το 1799, είναι ψεύτες, πανούργοι, υποκριτές, ματαιόδοξοι, μωρολόγοι, επίορκοι και θρησκομανείς. «Οι παπάδες θα μεταβάλουν τους Έλληνες στον πιο δειλό, στον πιο διεφθαρμένο λαό του κόσμου». Και, φυσικά, είναι εντελώς ανώριμοι για ελευθερία και ανεξαρτησία[7].
Αξιοπρόσεχτες είναι οι κατηγορίες για ματαιοδοξία, αλαζονεία, υπεροψία που αφήνουν να διαφανεί η αντίσταση των υπόδουλων Ελλήνων στις προκλήσεις των ξένων με την αυτογνωσία και την εμμονή στις παραδοσιακές τους αξίες. Αυτή η αξιοπρεπής και υπερήφανη αντιπαράθεση ενοχλεί τους Δυτικούς που δεν ανέχονται αντίλογο ή ιδεολογική αντίκρουση από έναν σκλαβωμένο λαό. Τον προτιμούν άφωνο ανδράποδο μπροστά στους Οθωμανούς και τους ξένους αυθέντες. Ενοχλούνται επίσης οι δυτικοί από την εμποροναυτική ανάπτυξη των Ελλήνων κατά το δεύτερο ήμισυ του ΙΗ΄ αιώνα και τον ανταγωνιστικό τους ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Και επειδή πλήττονται τα οικονομικά τους συμφέροντα από την τόλμη και το επιχειρηματικό πνεύμα των Ελλήνων τους χαρακτηρίζουν συλλήβδην φιλοχρήματους, κακόπιστους, δόλιους στις συναλλαγές και πλαστογράφους …
Οι περισσότεροι από τους Δυτικούς που επισκέπτονται την Ελλάδα κατά την προεπαναστατική πεντηκονταετία είναι φιλότουρκοι. Ευθυγραμμίζονται προφανώς με την πολιτική των κυβερνήσεών τους στο Ανατολικό Ζήτημα. Κατενθουσιασμένος από τους Τούρκους ο Άγγλος απόφοιτος του Καίμπριτζ αρχαιολάτρης Τζων Σώβερυ Μόρριτ που ταξίδεψε στην ελληνική Ανατολή κατά τη διετία 1794-1796. «Δεν γνώρισα καλύτερους ανθρώπους από τους Τούρκους. Από τον ανώτερο ως τον κατώτερο συμπεριφέρονται σαν λόρδοι και άρχοντες»[8].
Ένας άλλος πεπαιδευμένος Άγγλος, ο Γουίλιαμ Τζέλ που περιηγήθηκε την Ελλάδα στην πρώτη πενταετία του ΙΘ΄ αιώνα, διαπίστωσε ότι οι Τούρκοι είναι πιο πολιτισμένοι από τους Έλληνες και λιγότερο αμαθείς. Όσο για τους Έλληνες χωρικούς δεν υπάρχουν στον κόσμο χειρότεροι άνθρωποι[9].
… Ο συνοδοιπόρος του ποιητή λόρδου Βύρωνα, Τζων Καμ Χομπχάουζ, πεπαιδευμένος αρχαιολάτρης, είδε τους Έλληνες με τα μάτια του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Ένας λαός που χρειάζεται βία για να σωφρονιστεί. Χωρίς ραβδί δεν γίνεται τίποτα. Είναι επιπόλαιοι, άστατοι, επίβουλοι. «Δεν έχω πρόθεση να τους στιγματίσω. Γεγονότα μόνο διαπιστώνω. Όταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής κατέκτησε ολόκληρη την Ελλάδα είπε ότι βρήκε πολλούς σκλάβους αλλά ούτε έναν άντρα. Αν ζούσε τώρα δεν θα σχολίαζε ευνοϊκότερα τους σύγχρονους Έλληνες». Οι διαπιστώσεις του Χομπχάουζ δημοσιεύτηκαν οχτώ μόλις χρόνια πριν από την Επανάσταση. Θεωρείται, ωστόσο, φιλέλληνας και ένας αθηναϊκός δρόμος φέρει το όνομά του.
…
Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων που περιηγήθηκαν την Ελλάδα του ΙΗ΄ αιώνα είναι αρχαιολάτρες, Βυθισμένοι στα ονειροπολήματά τους για τον «χαμένο παράδεισο» περιφρονούν τους σύγχρονους Έλληνες – «εκφυλισμένους και ανάξιους των ένδοξων προγόνων τους» …
…
Ένας Άγγλος κλασσικός φιλόλογος που μελετούσε τα μνημεία της Αττικής, ο Τζων Τιούντελ πέθανε το 1799 στην Αθήνα. Τον έκλαψαν οι Αθηναίοι και τον έθαψαν στο Θησείο, όπως ζήτησε ο ίδιος πριν ξεψυχήσει. Αλλά ιδού πως έβλεπε τους Έλληνες ο καλός αυτός αρχαιολάτρης σε επιστολή λίγο πριν από τον θάνατό του: «Είμαι ενθουσιασμένος από τα αρχαία μνημεία, από τις προτομές των ηρώων, από τα αγγεία με τις αρχαίες τέφρες, από όλα τα νεκρά και τα άψυχα. Αλλά αυτοί οι αχρείοι Έλληνες, που θέλουν να λέγονται άνθρωποι, παραμορφώνουν τα πάντα στην χώρα των θεών»[10].
…
Δέκα χρόνια αργότερα «γνώρισε» και περιγράφει τους Έλληνες ο Σκώτος Τζων Γκάλτ (περιηγήθηκε στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα στη διετία 1809-1811). Είναι ενθουσιώδης αρχαιολάτρης και γνήσιος εκπρόσωπος της αγγλικής αποικιοκρατίας. Οι Έλληνες, γράφει, χρειάζονται βούρδουλα και ορθότατα οι Τούρκοι τους σωφρονίζουν με φάλαγγα. Ταξίδευε εφοδιασμένος με οθωμανικό μπουγιουρδί και αξίωνε πλούσια καταλύματα και ηγεμονικές περιποιήσεις. Κι αν δυστροπούσε κάποιος νοικοκύρης, ο ελληνολάτρης Άγγλος καλούσε τους Τούρκους. ‘Αρνήθηκαν να μας ανοίξουν. Άφησα στην άκρη τις ευγένειες. Τρέχει ο Τούρκος αξιωματικός στο φρουραρχείο και φέρνει μια ντουζίνα στρατιώτες. Στο άψε-σβήσε σκαρφάλωσαν στους τοίχους κι έσπασαν τις πόρτες. Κι εμείς είχαμε την ένδοξη ικανοποίηση να μπούμε σαν ήρωες θριαμβευτές ενώ γύρω μας ξεφώνιζαν και θρηνολογούσαν πανικόβλητες γυναίκες». Την άλλη μέρα ο Άγγλος αξίωσε την αυστηρή τιμωρία του προεστού. Ο Τούρκος διοικητής παρακάλεσε τον Γκάλτ να διαλέξει ο ίδιος την τιμωρία που επιθυμούσε να επιβληθεί στον ανυπάκουο Έλληνα. Φάλαγγα, μπουντρούμι ή τζερεμέ (πρόστιμο)[11].
…
… Πνευματική αγαλλίαση για τον Γκάλτ οι επισκέψεις στα μνημεία του αρχαίου πολιτισμού, ναούς και θέατρα. αισθάνεται όμως αηδία για την παρουσία σ’ αυτούς τους χώρους των σύγχρονων Ελλήνων. … «Δεν μπορείς να αντικρύσεις την σημερινή παρακμή των Ελλήνων χωρίς να αγανακτήσεις. Αλλά δεν αξίζει να θλίβεται κανείς για το κατάντημά τους. Η μοίρα των εθνών, όπως και των ατόμων είναι ο θάνατος». Κατά τον Άγγλος φιλάρχαιο, από το ελληνικό έθνος έχει απομείνει ένα σκωληκόβρωτο πτώμα. Με φρίκη βλέπει τους σύγχρονους Έλληνες να διαβαίνουν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια. Μοιάζουν, γράφει, «με σκουλήκια που αναδεύονται στο κουφάρι ενός πεθαμένου ήρωα»[12] … βρισκόμαστε στο 1813 …
Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών των μισελληνικών «επιστημονικών» θεωριών είναι το βιβλίο του Γερμανού κληρικού Κορνήλιου ντε Πάουβ «Φιλοσοφικές έρευνες περί των Ελλήνων» που τυπώθηκε το 1788 στο Βερολίνο[13]. Κείμενο άγριας πολεμικής όπου οι εύστοχες παρατηρήσεις καταποντίζονται στο πέλαγος της άγνοιας, της εμπάθειας και των προκαταλήψεων. Αποκλείοντας ο Πάουβ εντελώς κάθε προοπτική ανεξαρτησίας, θεωρεί τους Έλληνες αποσαρίδια της οικουμένης, άξεστους, βάρβαρους και άχρηστους. …
Αφορμή των επιθέσεων του Γερμανού φιλοσόφου υπήρξε το περιηγητικό χρονικό του Γάλλου λόγιου Πέτρου Αυγούστου Γκυ μέλους της Ακαδημίας Επιοστημών και καλών τεχνών της Μασσαλίας, «Φιλολογικό ταξίδι στην Ελλάδα», μια πρωτότυπη μελέτη του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού[14]. Ο Πάουβ ενοχλήθηκε σφόδρα επειδή ο Γκυ αναζήτησε και βρήκε ομοιότητες ανάμεσα στους σύγχρονους Έλληνες και τους αρχαίους προγόνους τους. «Ένα από τα πιο τιποτένια βιβλία», γράφει ο Πάουβ. Και χωρίς να γνωρίζει τους Έλληνες, χωρίς να έχει επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα ώστε να αναπτύξει θεμελιωμένη αντιρρητική επιχειρηματολογία, αποφαίνεται ότι το ελληνικό έθνος έχει εντελώς εκφυλισθεί. «Δεν υπάρχουν λόγια κατάλληλα να απεικονίσουν την εξαχρείωση στην οποία έχουν περιπέσει οι νεοέλληνες εξαιτίας των δικών τους σφαλμάτων». Οι Τούρκοι άφησαν άθικτα όλα τα μοναστήρια τους και δεν σκέφτηκαν ποτέ να απαγορεύσουν τα σχολεία, αν ήθελαν οι Έλληνες να έχουν σχολεία. Ο φανατισμός είναι η πηγή των δεινών τους. Αυτοί οι ίδιοι έσφιξαν με τα δικά τους χέρια το τυφλοπάνι στα μάτια τους.
[1] Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια, σ. 349 κ. επ., Αθήνα 1990[2] The negotiations of sir Thomas Roe, London 1742[3] Travels and voyages through Europe, Asia and Africa, Leith 1814. Ο Ολλανδός μοναχός Μπερναρντίν Σύριους καλεί το 1666 τους συμπατριώτες του να μην ενισχύσουν οικονομικά τους κατατρεγμένους Έλληνες. Χρησιμοποιούν τα χρήματα των εράνων «για να κυριαρχήσουν στους Αγίους Τόπους» (Le pieux pelerine en voyage de Jerusalem, Bruxelles 1666)[4] Clemente Trezorio, Le missioni dei minori Cappuccini. Sancto Storico, Roma 1914, τ. Β΄, σ. 56[5] Memoires et aventures secretes et curieuses d’ un voyage du Levant, Liege 1731, s. 160[6] Και για τις Ελληνίδες αναφέρεται υβριστικά: «Οι γυναίκες παριστάνουν τις σεμνές αλλά είναι διεφθαρμένες και παραδόπιστες. Εξευτελίζουν τον έρωτα. Κι όποιός ξένος βλέπει Ελληνίδα λέει: Ντροπή να πάρεις τέτοια γυναίκα …» (Memoires historiques, politiques et geographiques de voyage dy comte de Ferrieres-Sauveboeuf, faits en Turquie en Perse et en Albanie depuis 1782 jusqu’ en 1789, A Paris 1790, τ. Α΄, σ. 258, τ. Β΄, σ. 447)[7] Voyage en Moree … Paris 1805. Όλα αυτά γράφονταν με σιγουριά 15 χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση. Δέκα χρόνια αργότερα ένας άλλος Γάλος, ο διπλωματικός υπάλληλος Ζ.Μ. Τανκουάν που έζησε τρία χρόνια στην Κρήτη (1811-1814) γράφει ότι οι Έλληνες είναι δόλιοι, ύπουλοι, φιλέκδικοι, διεφθαρμένοι, ανειλικρινείς και κοιλιόδουλοι (Voyage a Smyrne dans l’ Archipel et l’ ile de Candie, Paris 1817, σ. 116). Γι’ αυτό το κοιλιόδουλοι (gourmands) ενοχλήθηκε ο Κοραής και το 1819 σε υποσημείωση της μελέτης του «Διατριβή αυτοσχέδιος περί του περιβοήτου δόγματος των σκεπτικών φιλοσόφων και των σοφιστών», γράφει ότι ο Ταγκοΐνης ή Ταγκουάγνης είδε «κανενός Γραικού τράπεζαν στολισμένην με τα πλούσια της χώρας προϊόντα», και έκρινε τους Έλληνες «λαίμαργους» σαν ασκητής καψοκαλυβίτης ή λιμασμένος (Άπαντα, επ. Γ. Βαλέτα, τ. Α΄, σ. 243 σημ 40).[8] The letters of John S. Morritt of Rokeby, London 1914, σ. 182[9] Narrative of a Journey in the Morea, London 1823, σ. 101, 293, 352[10] Remains of John Tweddell late fellow of Trinity-College, Cambridge, London 1816, σ. 292[11] Voyages and travels in the years 1809, 1810 and 1811, London 1812, σ. 172-173[12] Letters fromm the Levant, London 1813, σ. 78[13] Recherches philosophiques sur les Grecs, Berlin 1788[14] Voyage litteraire de la Grece, Paris 1783
Σχόλια