150 χρόνια μετά το αυτοκέφαλο της εκκλησίας


150 χρόνια μετά το αυτοκέφαλο
Οι σημαντικότεροι σταθμοί της μακράς και πολυκύμαντης πορείας η οποία συνδέεται αρρήκτως με την ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους

 Οι σημαντικότεροι σταθμοί της μακράς και πολυκύμαντης πορείας η οποία συνδέεται αρρήκτως με την ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους

Η ταύτιση των ταγών της Εκκλησίας με τη μία από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις δηλητηρίασε τις σχέσεις της με μέρος της κοινωνίας και μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Κατάλοιπα δε αυτής της νοοτροπίας φαίνεται να υφέρπουν ακόμη και σήμερα στη διοίκηση του εκκλησιαστικού οργανισμού

Κατ' ευτυχή συγκυρία η Εκκλησία της Ελλάδος εορτάζει εφέτος, μαζί με το ιωβηλαίο των δύο χιλιάδων ετών από την ίδρυση της Χριστιανικής Εκκλησίας και την εκατονπεντηκονταετία από την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της.
Η επισήμανση των σημαντικότερων σταθμών, ακόμη και σε αδρές γραμμές, της μακράς αυτής και πολυκύμαντης ιστορίας, που αρρήκτως συνδέεται με την ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους, είναι έργο εξαιρετικώς δυσχερές, προϋποθέτει δε αφαιρετικές προσεγγίσεις. Η προσπάθεια που επιχειρείται στη συνέχεια αναλαμβάνεται εν γνώσει όλων αυτών των δυσχερειών και των κατ' ανάγκην αδυναμιών της. Ι
* Η Εκκλησία της Ελλάδος ανακηρύχθηκε με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της 29ης Ιουνίου 1850 αυτοκέφαλη. Δεν αναγνωρίστηκε δηλαδή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το de facto καθεστώς που ίσχυε από το 1833 με την αυτογνώμονα ανακήρυξη, από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία σε συνεργασία με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος. Και μάλιστα ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη υπό ρητούς όρους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως» από Σύνοδο Αρχιερέων «προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας» υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Αθηνών.
Η προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συνδυάσει την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας με την παγίωση της κανονικής τάξεως στη νεοΐδρυτη Εκκλησία της Ελλάδος τελικώς δεν ευδοκίμησε. Η απόρριψη του Τόμου από τη Βουλή επέτρεψε στην κυβέρνηση να προχωρήσει στην ψήφιση «Νόμου Καταστατικού» της Εκκλησίας επαναφέροντας κατ' ουσία τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στις αρχές της πολιτειοκρατίας. ΙΙ
* Διετία μετά την ένωση των Ιόνιων Νησιών με την Ελλάδα, το 1866, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, χειραφετήθηκαν από τον Οικουμενικό Θρόνο και προσαρτήθηκαν στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος οι εκκλησιαστικές επαρχίες της Επτανήσου. Το ίδιο έγινε με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1882 και για τις εκκλησιαστικές επαρχίες της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου που είχαν προσενωθεί το 1881 στην ελληνική επικράτεια.
Η πρακτική αυτή, της συμμεταβολής δηλαδή των εκκλησιαστικών με τα πολιτειακά όρια, δεν ακολουθήθηκε στην περίπτωση των εκκλησιαστικών εκείνων περιοχών που υπάγονταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και προσαρτήθηκαν στην ελληνική επικράτεια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 και την απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, η οποία πάντως είχε ήδη ένα ημιαυτόνομο καθεστώς που βασιζόταν στη σύμβαση που είχε συναφθεί το 1900 μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Κρητικής Πολιτείας. Παρά τις αρχικές προθέσεις, τα δραματικά γεγονότα που επακολούθησαν, ο εθνικός διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή, επηρέασαν αποφασιστικά τις εξελίξεις και στο θέμα των «Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», όπως επικράτησε να αποκαλούνται οι εκκλησιαστικές αυτές επαρχίες.
Τελικώς, μετά από διαπραγματεύσεις με την ελληνική πολιτεία, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέθεσε «επιτροπικώς» και υπό δέκα όρους τη διοίκηση των εκκλησιαστικών αυτών επαρχιών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Η μη τήρηση στη συνέχεια πολλών από τους όρους της Πράξεως αυτής κατέστησε το ζήτημα των Μητροπόλεων των λεγόμενων «Νέων Χωρών» θέμα διαρκούς τριβής μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελλαδικής Εκκλησίας.ΙΙΙ
* Σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος συνιστά η δημοσίευση, στις 31 Δεκεμβρίου 1923, με απόφαση της Επαναστάσεως που υπέγραφε ο Αρχηγός της Ν.Πλαστήρας, νέου «Καταστατικού νόμου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος», με τον οποίο για πρώτη φορά καθορίστηκε ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή η Σύνοδος της Ιεραρχίας. Εισηγητής της νομοθεσίας αυτής στην τότε Επαναστατική Κυβέρνηση υπήρξε ο Αμ. Αλιβιζάτος, καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και προϊστάμενος του τμήματος των Εκκλησιαστικών του υπουργείου Παιδείας σε αγαστή συνεργασία με τον νεοεκλεγμένο (Μάιος 1923) τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο (Παπαδόπουλο), καθηγητή επίσης της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
Η θεσμοθέτηση της Συνόδου της Ιεραρχίας ως ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής επανέφερε την Εκκλησία της Ελλάδος, την οποία ως τότε διοικούσε ολιγομελής Διαρκής Σύνοδος, στην κανονική τάξη. Σε συνδυασμό μάλιστα με την κατάλυση της δυνάμεως του «Βασιλικού Επιτρόπου» και με την καθιέρωση της εκλογής των Επισκόπων από μόνη την Εκκλησία δικαιολογεί απολύτως την άποψη ότι για πρώτη φορά με τη νομοθεσία αυτή καθιδρύεται ελεύθερη Εκκλησία στο νεότερο ελληνικό κράτος. IV
* Καταλυτικές υπήρξαν οι επεμβάσεις της δικτατορίας Μεταξά στα εκκλησιαστικά πράγματα. Η αρχή έγινε με την ακύρωση της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού(Παπανδρέου), γνωστού για τα δημοκρατικά του φρονήματα, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μέλη του οποίου κυριολεκτικώς εσύρθησαν για την έκδοσή της, προκειμένου να εκλεγεί ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης). Πολύ σημαντικότερες ήταν όμως οι επεμβάσεις, με σειρά αναγκαστικών νόμων, που κατέστησαν τον ρόλο της Ιεραρχίας διακοσμητικό, περιόρισαν αρχικώς και τελικώς κατήργησαν τόσο τη συμμετοχή εκλεγμένων λαϊκών στη διοίκηση των Ενοριών όσο και τη συμμετοχή των ενοριτών στην εκλογή των Εφημερίων, καταργώντας με τον τρόπο αυτό το παραδοσιακό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, καθιερωμένο και νομοθετικώς από το 1910, το οποίο ατυχώς δεν επανήλθε σε ισχύ...
Επακόλουθο αυτών των εξελίξεων υπήρξε, μετά την Κατοχή, η ταύτιση των ταγών της Εκκλησίας, στη μεγάλη τους πλειονότητα, με τη μία από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, πράγμα που δηλητηρίασε τις σχέσεις της με μέρος της κοινωνίας και μετά τη λήξη του Εμφυλίου, κατάλοιπα δε αυτής της νοοτροπίας φαίνεται να υφέρπουν ακόμη και σήμερα στη διοίκηση του εκκλησιαστικού οργανισμού. V
* Ανάλογα ήταν τα δεινά που επισώρευσε στην Εκκλησία της Ελλάδος και η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Στην πρώτη φάση της δικτατορίας άξιες ιδιαίτερης μνείας παρεμβάσεις είναι ο παραμερισμός της Ιεραρχίας και η εγκαθίδρυση αριστίνδην Συνόδου, στην οποία μετείχαν φίλα προσκείμενοι Μητροπολίτες, η μεθόδευση εκλογής Αρχιεπισκόπου εκλεκτού των Ανακτόρων και της δικτατορίας και η επιβολή ενός όλως αντικανονικού και ανελεύθερου συστήματος απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.
Στη δεύτερη φάση της δικτατορίας, μετά δηλαδή την καταστολή της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου, πέρα από την υποβοήθηση στην εκλογή φιλικώς διακείμενου Αρχιεπισκόπου, επιχειρήθηκε η αποκατάσταση της κανονικής τάξεως στην Εκκλησία της Ελλάδος με συντακτική πράξη, η οποία έδινε προτεραιότητα στην εφαρμογή των ιερών, και μόνο, κανόνων. Ατυχείς, κατά επιεική έκφραση, χειρισμοί, παλινωδίες της εκκλησιαστικής ηγεσίας και ιδίως η θέσπιση, με νέα συντακτική πράξη, ιδιώνυμου εκκλησιαστικού αδικήματος της διαταράξεως της ειρήνης και ενότητας της Εκκλησίας, διατάξεις τελικώς διάτρητες από νομική και κανονική άποψη, δημιούργησαν μια πρωτοφανή ανωμαλία στη ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος, το ζήτημα των λεγόμενων «Ιερωνυμικών» Αρχιερέων, που εξακολουθεί να την ταλανίζει ως σήμερα. VI
* Η Μεταπολίτευση επέτρεψε στην Εκκλησία να διοικηθεί με έναν νέο Καταστατικό Χάρτη που ψηφίστηκε από τη Βουλή, αλλά καταρτίστηκε από κοινού με την Εκκλησία. Κορυφαία στιγμή στην εφαρμογή του Καταστατικού αυτού Χάρτη υπήρξε η εκλογή, για πρώτη φορά χωρίς επέμβαση της Πολιτείας και με τη συμμετοχή όλων των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών στις 28 Απριλίου 1998. Με την εκλογή ως νέου Αρχιεπισκόπου τού από Δημητριάδος Χριστόδουλου (Παρασκευαΐδη) έκλεισε και για την Εκκλησία η περίοδος της Μεταπολιτεύσεως.
Ηδη η Εκκλησία της Ελλάδος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Θα ήταν ευχής έργον να διδαχθεί από το παρελθόν, να ενστερνισθεί τα μηνύματα των καιρών, να απαρνηθεί χρόνιες αγκυλώσεις και να στραφεί με αποφασιστικά βήματα προς τα εμπρός.
Οι σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο επιτέλους αποκτά, κατά σύμπτωση αυτές τις ημέρες, Γραφείο εκπροσωπήσεώς του στην Αθήνα, θα πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού· το εκλεγμένο λαϊκό στοιχείο θα πρέπει να ξαναβρεί τη θέση του στον εκκλησιαστικό οργανισμό· η εκκλησιαστική δικαιοσύνη θα πρέπει ταχέως να αναδιαταχθεί και να φιλελευθεροποιηθεί. Ολα αυτά πρέπει να γίνουν με πρωτοβουλίες της ίδιας της Εκκλησίας, που θα έπρεπε να πρωτοστατεί στην πορεία για μια κατά το δυνατόν σαφέστερη και όσο ταχύτερα γίνεται διάκρισή της από το Κράτος, πράγμα που πρωτίστως θα αναδείξει και θα καταξιώσει τον πνευματικό της ρόλο στη συνείδηση του λαού.
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»