ΠΟΝΤΟΣ
Από το μύθο στην ιστορία
Η αφετηρία της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού βυθίζεται μέσα στην ομίχλη του θρύλου της Αργοναυτικής εκστρατείας, και ο θρύλος αυτός έχει την αρχή του στο μύθο του Φρίξου και της Έλλης. Ο Φρίξος, γιος της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού στη Βοιωτία, συκοφαντημένος βαριά από τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα του, την Ινώ, οδηγείται στον τόπο της θυσίας.Ξαφνικά όμως, και ενώ η | ||
αδελφή του η Έλλη κλαίει για τον επικείμενο χαμό του, ένα χρυσόμαλλο κριάρι κατεβαίνει από τον ουρανό και στέκεται μπροστά…Τα δύο παιδιά πηδάνε στη ράχη του και το κριάρι ξανανεβαίνει στον ουρανό, τραβώντας προς την ανατολή… Όταν περνάνε ωστόσο πάνω από μια στενή θάλασσα, η Έλλη ζαλίζεται και πέφτει μέσα! Και από τότε η θάλασσα αυτή λέγεται Ελλήσποντος, γιατί πόντος στα αρχαία σήμαινε θάλασσα.
Μόνος του, λοιπόν, ο Φρίξος συνεχίζει το ταξίδι του, προχωράει στον Εύξεινο Πόντο, και τερματίζει σε μια παραλιακή πόλη, την Κολχίδα. Εκεί θυσιάζει το κριάρι στο Δία για να τον ευχαριστήσει που τον έσωσε και χαρίζει το δέρμα του ζώου στον τοπικό βασιλιά Αιήτη. Το δέρμα αυτό, που είχε χρυσά μαλλιά, ο Αιήτης το κρεμάει σε μια βελανιδιά και βάζει να το φυλάει ένας ακοίμητος δράκοντας.
Αυτή είναι η πρώτη επαφή του μητροπολιτικού ελληνισμού με τον Πόντο, με τη μυθική της βέβαια, έκφραση, που κρύβει φιλότιμα τον ιστορικό πυρήνα της. Η δεύτερη επαφή, πιο δυναμική και προγραμματισμένη, έστω και μυθολογική και όχι τυχαία, όπως η πρώτη, έγινε με την Αργοναυτική εκστρατεία. Το θρυλικό γεγονός ότι κάπου μακριά στην Ανατολή, στη χώρα της Κοχλίδας, υπήρχε ένα χρυσόμαλλο δέρμα, απομεινάρι του κριαριού του Φρίξου, αναστάτωνε τη φαντασία και τα όνειρα κάθε χρυσοθήρα της εποχής.
Και το κοινό μυστικό, ότι στα παράλια της μακρινής Κολχίδας υπάρχει χρυσάφι, αποκαλύφθηκε, πάλι σαν παραμύθι, από τη θεά Ήρα στον ευνοούμενό της Ιάσονα, γιο του βασιλιά της Ιωλκού Αίσονα. Τη στιγμή της αποκάλυψης όμως, ο Αίσονας δεν ήταν βασιλιάς. Προ πολλού τον είχε εκθρονίσει βίαια ο αδελφός του Πελίας. Ο Ιάσονας παρουσιάστηκε μπροστά στο σφετεριστή θείο και του ζήτησε να φύγει από το θρόνο για ν' ανέβει σ' αυτόν ο νόμιμος βασιλιάς, ο πατέρας του Αίσονας. Ο Πελίας τον καλόπιασε και του πρότεινε να κάνει κάποιο κατόρθωμα, με την ελπίδα να τον απομακρύνει από κοντά του και να τον εξοντώσει. Ο Ιάσονας δέχτηκε την πρόταση και είπε ότι θα πάει να φέρει από την Κολχίδα το Χρυσόμαλλο δέρας.
Μ' αυτόν τον τρόπο άρχισε η Αργοναυτική εκστρατεία, που ονομάστηκε έτσι από το πλοίο Αργώ, το οποίο κατασκεύασε ο ξακουστός ναυπηγός Άργος, γιος του Φρίξου, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Πενήντα μυθικοί ήρωες πήραν μέρος σ' αυτήν την εκστρατεία που ξεκίνησε από την Ιωλκό, μια πόλη κοντά στο σημερινό Βόλο. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν ο πατέρας του Αχιλλέα Πηλέας, ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Τίφης, ο Θησέας, ο Εύφημος, ο Μελέαγρος, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, ο Ζήτης, ο Καλάης, ο Πειρίθοος, ο πατέρας του Αίαντα Τελαμώνας, ο Αμφίαρχος, ο πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης, ο Οϊλέας, ο Άδμητος και άλλοι, ανάμεσά στους οποίους και η μοναδική γυναίκα Αταλάντη.
Πρόκειται για την πρώτη ομαδική συλλογική ενέργεια των Ελλήνων, πριν από την άλλη αποικιστική εκστρατεία τον Τρωικό πόλεμο και, όπως βλέπουμε, σ' αυτήν εδώ παίρνουν μέρος οι γονείς των Τρωικών ηρώων, δηλαδή μια γενιά παλαιότερη. Ο στόχος ήταν ίδιος, η κατάκτηση της Ανατολής και ο αποικισμός της. Η δεύτερη εκστρατεία, όμως, βρήκε μεγάλη αντίσταση από τις ακμάζουσες πόλεις της Τροίας, ενώ τούτη, η πρώτη, στάθηκε κάπως πιο εύκολη και πιο παραμυθένια.
Έτσι ξεκινάει ο μύθος της έλευσης των πρώτων Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο, για να καταλήξει 2600 χρόνια μετά στον τραγικό ξεριζωμό και την επιστροφή στην προαιώνια πατρίδα.
Αποικισμός Εύξεινου Πόντου. | ||
Όταν οι Έλληνες πέτυχαν την εγκατάσταση τους στις ακτές του Ευξείνου Πόντου κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, μια σειρά από ελληνικές αποικίες ξεφυτρώνουν στις παραλίες του τόπου. Πρώτη η Ηράκλεια αποικία των Μεγαρέων, έπειτα η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου, κατόπιν τα Κοτύωρα (η σημερινή Ορντού), η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, αποικίες των Σινωπέων δηλαδή, Ιωνικές κι αυτές και στη συνέχεια, πιο πέρα, μια αλυσίδα από ελληνικές πόλεις όπως η Φάσις, η Διοσκουριάς, το Παντικάπαιον, η Όλβια, η Θεοδοσία, η Οδησσός κλπ. Τέλος το 562 π.χ. οι Ίωνες της Φώκαιας ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα). | ||
Μ' αυτόν τον τρόπο, η ελληνική φυλή απόχτησε μια δεσπόζουσα παρουσία ανάμεσα στις άλλες φυλές του τόπου, τις ντόπιες, τις "βαρβαρικές" όπως τις ονομάζουν οι άποικοι, και η ελληνική δραστηριότητα ρίζωσε στη μακρινή χώρα της βόρειας Μ. Ασιας.
Στα κατοπινά χρόνια, οι άποικοι συνέχισαν να επικοινωνούν με τη μητροπολιτική Ελλάδα, ιδιαίτερα με το Ιωνικό στοιχείο της Μιλήτου, από όπου καταγόταν. Συνέχισαν να τροφοδοτούνται πνευματικά από τη μητέρα πατρίδα και, σε αντάλλαγμα οι ίδιοι πρόσφεραν σ΄ αυτήν τον πλούτο τον υλικό και την άνεση της ναυσιπλοΐας, τα κέρδη της ναυτιλίας και τις ωφέλιμες εμπορικές συναλλαγές. Στο μεταξύ, δούλεψαν σκληρά, πολέμησαν με τους ντόπιους στον περίγυρό τους, έχτισαν οικοδομήματα, ναούς, πρόκοψαν και αναπτύχθηκαν. Επιπλέον ως ξενιτεμένοι που ήταν, είχαν κουβαλήσει μαζί τους ολόκληρο κόσμο από παραδόσεις, θρύλους, έθιμα, θεσμούς, θρησκεία και πολιτισμό. Η νοσταλγία, όπως συμβαίνει σ' όλους τους ξενιτεμένους, τους έφερνε νοερά πιο κοντά στην παλιά πατρίδα και, καθώς διέστελλαν τον εαυτό τους από τους ντόπιους, δημιουργούσαν έντονη συνείδηση της ελληνικότητάς τους και της εθνικής τους ενότητας με τους ελλαδίτες, συνείδηση που παρέμεινε αναλλοίωτη, αν όχι επαυξημένη, σ' όλη τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων ως την ύστερη ώρα του ξεριζωμού, το 1922.
Έτσι γεννήθηκαν οι πρώτοι Πόντιοι. Έτσι δημιουργήθηκε ο Ποντιακός Ελληνισμός των 26 αιώνων ζωής στη Μαύρη Θάλασσα. Έτσι το ελληνικό δαιμόνιο έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας Ελλάδας στην ανατολή, όπως συνέβηκε να δημιουργήσει με τις αποικίες στη Σικελία και κάτω Ιταλία, τη Μεγάλη Ελλάδα στη Δύση. Έτσι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, εκτός από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων, το ελληνικό πνεύμα, η ελληνική σκέψη, η ελληνική δημοκρατική οργάνωση των πόλεων-κρατών, οι ελληνικοί νόμοι, η ελληνική γλώσσα και θρησκεία.
Για αιώνες ολόκληρους, οι ελληνικές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο θα ακμάζουν και θα ανθούν, χωρίς να επηρεάζονται ακόμη και από την Περσική κυριαρχία που θα έχει επιβληθεί στην περιοχή από τον 6ο αιώνα π.χ. Κι αυτό γιατί η κυριαρχία των Αχαιμενίδων θα είναι χαλαρή και ασθενική, και οι ελληνικές πόλεις θα είναι αυτόνομες, αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες. Σ' αυτή την κατάσταση θα τις συναντήσουν το 401 π.χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα, έπειτα από πολύμηνη, πολύμοχθη και πολύπαθη πορεία στο εσωτερικό της εχθρικής Μικρασίας. Εκεί στην Τραπεζούντα, καθώς και στις άλλες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου, θα βρουν φιλοξενία και ανακούφιση. Εκεί θα αναπνεύσουν με ασφάλεια και θα δεχτούν για ένα περίπου μήνα την περιποίηση των πατριωτών τους, θα κάνουν θυσίες στους κοινούς Θεούς, και θα οργανώσουν αθλητικούς αγώνες, θα ξεκουραστούν, θα νιώσουν σα στο σπίτι τους, θα κινηθούν ελεύθερα σαν να πατάνε σε ελληνικό έδαφος, και θα εφοδιαστούν με τρόφιμα και πλωτά μέσα, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην πατρίδα.
Αλλά και αντίστροφα, με τις αποικίες στον Εύξεινο Πόντο οι Έλληνες εκτός από τα οικονομικά, δημογραφικά και κοινωνικά οφέλη, είχαν και πνευματικά. Εκεί γνώρισαν τους μεγάλους πολιτισμούς της Aνατολής, πήραν πολλές γνώσεις απ' αυτούς, άνοιξε ο ορίζοντας τους και αγκάλιασε καινούργιους κόσμους. Με την αφομοίωση των στοιχείων αυτών, ο ελληνισμός δημιούργησε μια νέα πολιτιστική σύνθεση, που θα βάλει σε λίγο τα θεμέλια του κλασικού ελληνικού πολιτισμού με τη φιλοσοφία, την ιστορία, τις τέχνες, την ποίηση και το θέατρο. | ||
Οι κατοπινοί αιώνες θα κυλήσουν στον Πόντο ομαλά. Ανάμεσα στο 363-302 π.χ. ιδρύεται ανεξάρτητο κράτος με ισχυρές ελληνικές επιρροές υπό των Περσών σατραπών Αριοβαρζάνη και Μιθριδάτη Α', σύγχρονου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. | ||
Το κράτος αυτό έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του κατά τους χρόνους του Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα (120-63 π.χ.). Στην εποχή του, Πόντος επικράτησε να σημαίνει ποντιακή επαρχία, με τη διοικητική και κρατική έννοια της λέξης, και το ποντιακό κράτος κατοχυρώθηκε στη διεθνή πολιτική. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' εκτός από τις πολεμικές του επιτυχίες, συντέλεσε και στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος είχε ελληνική παιδεία, και περιστοιχιζόταν από Έλληνες διανοούμενους, ποιητές, φιλόσοφους, πολιτικούς, ιστορικούς, υπουργούς και αξιωματούχους, όπως οι περίφημοι στρατηγοί Νεοπτόλεμος και Αρχέλαος. Άλλωστε είχε μητέρα ελληνίδα, τη Λαοδίκη, που τον επιτρόπευε ως τα 12 χρόνια του, και ο ίδιος παντρεύτηκε ελληνίδα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προσπάθησε να εξελληνίσει το κράτος του, να συνενώσει τον ελληνικό με τον περσικό πολιτισμό, την ελληνική με την περσική θρησκεία, όπως είχε επιχειρήσει να κάνει και ο Μέγας Αλέξανδρος.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ' διεξήγαγε εκστρατείες κατά των Ρωμαίων, και κατάφερε να απελευθερώσει την Αθήνα και τον Πειραιά. Από το 88 - 63 π.χ. διεξήχθησαν τρεις Μιθριδατικοί πόλεμοι, οπότε και καταδιωκώμενος σε ηλικία 69 ετών και ενώ ετοίμαζε νέα εκστρατεία κατά της Ρώμης, έχασε τη ζωή του στο Παντικάπαιο της Ταυρικής χερσονήσου, προδομένος από την αποστασία του Φαρυάκη.
Από τότε αρχίζει η Ρωμαϊκή κυριαρχία, που όμως δεν εμποδίζει την πρόοδο του Ποντιακού Ελληνισμού. Αποτέλεσμα της επιφανειακής διοίκησης που ασκούν οι Ρωμαίοι τοπάρχες, είναι η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και θρησκείας, και η ανάπτυξη της περιοχής, που ανακόπτεται το 257 μ.χ., όταν Γότθοι και Βορανοί, εξορμώντας από την Κριμαία κατακτούν την περιοχή.
Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ο Πόντος αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το ανατολικό κράτος και για ολόκληρο τον ελληνισμό, παίζοντας τον ρόλο του προπυργίου και του φάρου της Ανατολής.
Ο Ιουστινιανός χωρίζοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε Θέματα (διοικητικές επαρχίες), δημιουργεί και το Θέμα της Χαλδίας, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα. Έτσι ο Πόντος γίνεται η ασπίδα του Βυζαντίου από τις βαρβαρικές επιδρομές των Περσών, των Αράβων και αργότερα των Τούρκων. Εκεί έδρασαν οι Ακρίτες, δημιουργώντας τους θρύλους της λαϊκής παράδοσης του Πόντου, με κορωνίδα όλων το λόγιο έπος του "Βασίλειου Διγενή Ακρίτα", που αποτελεί το νεότερο έπος του ελληνισμού, το πρώτο χειρόγραφο του οποίου ανακαλύφθηκε το 1873 στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.
Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
| ||
Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ιδρύθηκε το 1204 από τους Κομνηνούς Αλέξιο και Δαβίδ, όταν οι Φράγκοι της Δ' Σταυροφορίας κατέλυσαν το Βυζαντινό κράτος. Πολύτιμη βοηθός τους στάθηκε η θεία τους, βασίλισσα των Ιβήρων (Γεωργία) Θάμαρ (1184-1212), σε συνεργασία με Σχολάριους άρχοντες που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και ντόπιων τιμαριούχων. | ||
Οι Κομνηνοί έφεραν τον τίτλο "Πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων", που ανήκε αποκλειστικά στους βασιλιάδες της Κωνσταντινούπολης, και τον αντικατέστησαν μόνο όταν ο Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος (1261-1282), ανασύστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1261, με νέο τίτλο "Πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής Ιβήρων και Περατείας". Ιβηρία λεγόταν η χώρα των Ιβήρων, σημερινή Γεωργία, και Περατεία η σημερινή Κριμαία. Οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας ως έμβλημα είχαν το Μονοκέφαλο Αετό, σε διαστολή με το Δικέφαλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
| ||
Το Ποντιακό κράτος, αν και έζησε 257 χρόνια χωριστά από τα άλλα ελληνικά κρατίδια, αναδείχθηκε σ' ένα προπύργιο του ελληνισμού και διατηρήθηκε ως το 1461, δηλαδή 8 χρόνια μετά την άλωση της Πόλης. Η υπηρεσία που πρόσφερε στους Έλληνες κατοίκους του τόπου και γενικότερα στον ελληνισμό στάθηκε τεράστια. Όχι μόνο διατήρησε τον ελληνικό πολιτισμό του, αλλά τον ανέπτυξε και τον στέριωσε, ώστε ν' αντέξει στην επόμενη δοκιμασία του κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. | ||
Η περιοχή της "Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών", όπως ονομαζόταν κι αλλιώς, περιελάμβανε εκτός από την πρωτεύουσα Τραπεζούντα, πολλές άλλες πόλεις, όπως τα Σούρμενα, τη Ριζούντα, τα Πλάτανα, την Τρίπολη, την Κερασούντα, την Οινόη, την Αμισό (Σαμψούντα), την Ινέπολη, τη Σινώπη, την Αργυρούπολη (Κάνη), τη Σεβάστεια, τη Νικόπολη, τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), τη Νεοκαισάρεια, την Τοκάτη, την Αμάσεια, ενώ οι κτήσεις της συχνά έφταναν ως τον Καύκασο και την Κριμαία.
Στο ποντιακό αυτό κράτος άνθησαν οι τέχνες και οι επιστήμες. Αξιόλογη είναι η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε στις διάφορες πόλεις και ιδιαίτερα στην Τραπεζούντα, με το χτίσιμο πολλών φρουρίων, εκκλησιών, δημοσίων κτιρίων και ανακτόρων. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασαν η αστρονομία, η φυσική, και τα μαθηματικά. Στη σχολή της Τραπεζούντας των θετικών επιστημών σπούδαζαν μαθητές που έρχονταν ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη, όπως και από την Αρμενία. Η ζωγραφική πάλι έφτασε σε μεγάλη ακμή, όπως δείχνουν ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, η οποία αποτελεί μικρογραφία της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης. Στην εποχή των Μεγάλων Κομνηνών χτίστηκαν στον Πόντο 3000 χριστιανικές εκκλησίες περίπου. Μικροί και μεγάλοι ναοί είχαν ωραίες τοιχογραφίες, αγιογραφίες και διακόσμηση, μωσαϊκά και καλλιτεχνικές μικρογραφίες. Πολλά από τα εικονογραφημένα χειρόγραφα ποντιακής τέχνης σώζονται στο Άγιο Όρος, σε διάφορα ελληνικά και ξένα μουσεία, και ιδιαίτερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και στο Μουσείο Μπενάκη. Η μικρογραφική τέχνη ιδιαίτερα στον Πόντο, έφτασε κατά το 14ο αιώνα σε τέτοια ακμή, ώστε ο ξένος μελετητής Strzygowski να τη συγκρίνει με τη μικρογραφική τέχνη των μαθητών της σχολής του Giotto στην Ιταλία, και μάλιστα να τη βρίσκει και ανώτερη.
Τα μοναστήρια του Πόντου εξάλλου τον 13ο και 14ο αιώνα ήταν σχολεία σοφίας. Εκεί καλλιεργούνταν τα μαθηματικά και η αστρονομία, γιατί η εκκλησία θεωρούσε τις επιστήμες αυτές, πριν ακόμη από την αναγέννηση στη Δύση, βοηθητικές στη θεολογία και τη φιλοσοφία.
Άραβες γεωγράφοι ακόμη από το 10ο αιώνα όπως ο Μασουντί και ο Ισταχρί, αναφέρουν την Τραπεζούντα ως ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ανατολής.
Οι Έλληνες του Πόντου κάτω από τον τουρκικό ζυγό 1461-1924 | ||
Η άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους σήμανε βέβαια για τον Ελληνισμό του Πόντου το τέλος της πολιτικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και της εθνικής του συνείδησης. Η τελευταία δε χάθηκε, δεν έσβησε, γι αυτό και ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν εξαφανίστηκε, όπως συνέβη με δεκάδες φυλές και εθνότητες της Μικρασίας που τούρκεψαν, που εξισλαμίσθηκαν και έλειψαν για πάντα από το πρόσωπο της ιστορίας. Οι Έλληνες του Πόντου συντηρώντας τη λαϊκή και λόγια παράδοσή τους, μόλο που είχαν χάσει την εθνική τους ανεξαρτησία, συνέχισαν να διατηρούν, κάτω από την οθωμανική κατάκτηση τη συνείδηση της ελληνικότητάς τους.
Διατήρησαν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους: Στον ανατολικό και στον κεντρικό Πόντο, ιδίως στον παραλιακό, φύλαξαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους, την ορθόδοξη πίστη τους. Τη διαφύλαξαν είτε κατά το πλείστον, θαρραλέα και φανερά, είτε σε μικρή σχετικά κλίμακα, στα κρυφά, με την προσποίηση του διπλού θρησκευτικού προσώπου. Το δεύτερο το έκαναν σε δύσκολες καταστάσεις και περιόδους, οπότε στα φανερά παρίσταναν το μουσουλμάνο, ενώ στα κρυφά παρέμεναν χριστιανοί.
Κι αυτό το πετύχαιναν έχοντας δύο ονόματα: ένα μουσουλμανικό (ψεύτικο), κι ένα χριστιανικό (το βαφτιστικό τους) κρυφά. Επίσης βαφτίζονταν, παντρεύονταν και κηδεύονταν, με δύο τελετές: μια φανερή, μουσουλμανική, και μια χριστιανική, κρυφή. Κι αυτό για δύο και παραπάνω αιώνες, διατηρώντας κρυφές εκκλησίες, κρυφά εικονίσματα, μυστικούς παπάδες και κρυμμένα ευαγγέλια. Ώσπου κάποτε όταν ήρθαν πιο ελεύθεροι καιροί, φανερώθηκαν ομαδικά. Οι κρυπτοχριστιανοί, όπως ονομάστηκαν, πήραν τότε το όνομα "κλωστοί", επειδή θεωρήθηκε από τους Τούρκους ότι άλλαξαν πίστη και από μωαμεθανοί έγιναν χριστιανοί, ενώ ποτέ δεν υπήρξαν πραγματικοί μουσουλμάνοι.
Στο δυτικό Πόντο, ένα μεγάλο μέρος του Ελληνισμού δεν άντεξε στη βία και την καταπίεση και εξαφανίσθηκε για πάντα από τον κορμό του Έθνους, εκτός από μερικές νησίδες στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά. Έτσι, οι μεγάλοι πληθυσμοί που σώθηκαν ήταν αυτοί του ανατολικού Πόντου. Κι αυτό γιατί συγκεντρώθηκαν γύρω από τα μεγάλα μοναστήρια, όπως της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και του Αγίου Ιωάννη Βαζελών, και κυρίως γύρω από τα μεγάλα μεταλλεία, όπως της Αργυρούπολης και της Νικόπολης, στα οποία ο Σουλτάνος έδωσε ειδικά προνόμια για να μπορούν να χρησιμοποιούνται οι μοναδικοί και αναντικατάστατοι Πόντιοι μεταλλουργοί.
Γενικά ο ελληνισμός του Πόντου διατήρησε τις παραδόσεις του, τους θρύλους του, τα παραμύθια του, τα τραγούδια του, τους χορούς του, τα ήθη και τα έθιμά του. Διατήρησε την έφεση για μάθηση και παιδεία, ιδρύοντας σχολεία και γυμνάσια, διατήρησε την κοινοτική του αυτοδιοίκηση. Όλα αυτά, μαζί με τα διάφορα προνόμια που παραχώρησαν οι κατά καιρούς Σουλτάνοι, επέτρεψαν στον ελληνισμό του Πόντου να επιβιώσει και να προοδεύσει.
Συγκεκριμένα όπως ο Πατριάρχης, έτσι και οι κατά καιρούς Μητροπολίτες αναγνωρίσθηκαν από τους Τούρκους, από τα πρώτα κιόλας χρόνια έπειτα από την άλωση της Τραπεζούντας ως εθνάρχες, με την έννοια αρχηγών θρησκευτικού έθνους, του Έθνους των Ρούμ ή Ρωμαίων, όπως ονομάζονταν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί στην Ανατολή.
Έτσι μετά την κατάλυση του ελληνικού κράτους της Τραπεζούντας, απέμεινε να συγκρατεί και να διατηρεί την ελπίδα για την εθνική επιβίωση και την ενότητα των ορθοδόξων η θρησκεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, τη θρησκευτική και κοινοτική οργάνωση, που υπήρχε επί Βυζαντίου την αναγνώρισε ο Μωάμεθ Β' προσθέτοντας μάλιστα περισσότερα προνόμια και δικαιώματα στην εκκλησία. Κι αυτά τα προνόμια και τα δικαιώματα δεν τα έδωσε ο Πορθητής από μεγαλοψυχία ή από ευλάβεια όπως μας εξηγεί ο ιστορικός Φραντζής, αλλά για να κατοικήσουν μέσα στις ερημωμένες από τον πόλεμο πόλεις.
Έτσι η ορθόδοξη εκκλησία με την οργάνωσή της έγινε κράτος εν κράτει, και μάλιστα με την ανοχή του Σουλτάνου. Τα προνόμια της εκκλησιαστικής αυτονομίας επέτρεπαν στους ιεράρχες και στα μέλη της εκκλησίας, την απόλυτη ελευθερία στη διοργάνωση του πολιτεύματός της, στη διοίκηση και την ανεξέλεγκτη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τα προνόμια της θρησκευτικής αυτονομίας επέτρεπαν στην εκκλησία την πλήρη ελευθερία στην άσκηση της λατρείας και της σχετικής μ' αυτή φιλανθρωπίας. Επίσης επέτρεπαν την ελεύθερη χρήση και καλλιέργεια της γλώσσας και της παιδείας, καθώς και τη δικαστική αυτονομία. Οι κατά τόπους Μητροπολίτες, όπως συνέβαινε και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις προσωπικές υποθέσεις των ομοεθνών τους, όσες σχετίζονταν με το γάμο, τα διαζύγια, τη διατροφή, την προίκα, την κληρονομιά, αλλά και να ερμηνεύουν το θρησκευτικό νόμο που τα ρύθμιζε όλα αυτά. Και ο οποίος νόμος ήταν το Βυζαντινό Δίκαιο. Απ' την άλλη πλευρά οι χριστιανοί σύμφωνα με την παράδοση που κληρονόμησαν από το Βυζάντιο, αναφέρονταν στους αρχιερείς για όλες τις υποθέσεις του ενοχικού δικαίου, ακόμα και του ποινικού. Τέλος, η εκκλησία είχε το δικαίωμα και της φυλάκισης του ενόχου, γι αυτό μέσα σε κάθε Μητρόπολη υπήρχαν και φυλακές. Και συνέβαινε και τούτο το παράδοξο. Όσοι χριστιανοί φοβόταν τη δικαιοσύνη του εκκλησιαστικού δικαστηρίου και προσέφευγαν στον Τούρκο Καδή και στα "πολιτικά" ή δημόσια δικαστήρια των Τούρκων, τιμωρούνταν από την εκκλησία με "εξωεκκλησιασμό", δηλαδή με αποκλεισμό από την εκκλησία. Κάποτε συνέβαινε και το πλέον παράδοξο: μουσουλμάνοι και Αρμένιοι της Τραπεζούντας όταν είχαν διαφορές με χριστιανούς, προσέφευγαν στο ορθόδοξο εκκλησιαστικό δικαστήριο της Μητρόπολης και όχι στο Τουρκικό πολιτικό, και συμμορφώνονταν με τις αποφάσεις του.
Ως εφετείο και Άρειος Πάγος για τις υποθέσεις που είχαν δικαστεί στις Μητροπόλεις, χρησιμοποιούνταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ήταν και το κέντρο κάθε κίνησης και ζωής του υπόδουλου ελληνισμού.
Αλλά, και η κοινοτική αυτοδιοίκηση έπαιξε τον εθνικό συσπειρωτικό ρόλο της. Γιατί, όπως τον καιρό του Βυζαντίου έτσι και στην Τουρκοκρατία, τα χωριά της κάθε εκκλησιαστικής επαρχίας, οι κωμοπόλεις και οι πόλεις, είχαν τους προϊσταμένους τους, τους "πρωτόγερους" ή "δημογέροντες". Είχαν τα συμβούλια της δημογεροντίας που τα αποτελούσαν ο μουχτάρης (πρόεδρος του χωριού) και οι σύμβουλοι (αζάδες), οι οποίοι όλοι είναι αιρετά πρόσωπα. Εξάλλου, οι "χωρίτες" πλήρωναν τους φόρους είτε αμέσως στο δημόσιο εισπράκτορα, είτε το πιο συχνά, με τη μεσολάβηση των δημογερόντων.
Για τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά πράγματα της κοινότητας κάθε χωριού, υπεύθυνος ήταν ο επίτροπος της εκκλησίας, οι έφοροι του σχολείου και ο παπάς, οι οποίοι ενισχύονταν και από τους δημογέροντες. Και αυτοί όλοι ήταν επίσης αιρετοί. Ανώτατος άρχοντας και εδώ ήταν ο Μητροπολίτης της επαρχίας, ο οποίος και έκανε έλεγχο, έδινε οδηγίες και συμβίβαζε τις διαφορές επί τόπου, κάνοντας ετήσιες περιοδείες στα χωριά.
Είναι τελικά τόσο μεγάλη και μακραίωνη η ιστορία αυτού του τόπου και του λαού, ώστε δε φτάνουν πολλές σελίδες για να καταγραφεί. Σ' αυτήν την παρουσίαση επιχειρήσαμε μια συνοπτική αναφορά, μιας και η "επίσημη" ιστορία της πατρίδας μας, αρνείται πεισματικά να μας δώσει τις ελάχιστες πληροφορίες, εξυπηρετώντας άραγε πιο απατηλό όνειρο ελληνοτουρκικής φιλίας. |
Σχόλια