Μακεδονικό Ζήτημα

Bookmark and Share

Από την Live-Pedia.gr

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο σύγχρονος βαλκανικός χώρος παραμένει μέχρι σήμερα μια ιδιόμορφη γεωγραφική ζώνη με πλούσια γλωσσική και εθνολογική διαστρωμάτωση αντικατοπτρίζοντας όλες εκείνες τις ιστορικές συγκυρίες, οι οποίες διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Αν οι βαλκανικοί λαοί διατηρούν ακόμη όλες εκείνες τις ιδιομορφίες, στίγματα παλαιοτέρων εποχών και μεταβατικών καταστάσεων, ωστόσο διαθέτουν μια μοναδική ιδιαιτερότητα, η οποία πηγάζει από την κοινή ιστορική μοίρα και τα κοινά γεωγραφικά πλαίσια. Αυτή ακριβώς η ιδιοτυπία δημιουργεί την αφετηρία και το καθοριστικό κίνητρο για την αμεσότερη συνεννόηση των βαλκανικών λαών και σχηματίζει το βασικό ερέθισμα προς την κατεύθυνση ειλικρινούς συνεργασίας τους και τη σύσφιξη των σχέσεών τους.

Η συνειδητοποίηση του κοινού ιστορικού παρελθόντος μέσα από τη διεργασία που στοχεύει στην όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη γνώση του, η χάραξη μιας κατευθυντήριας πορείας προς την άμβλυνση των εθνικιστικών τάσεων, που έκαμαν κάποτε το χάσμα αγεφύρωτο, και η προσπάθεια για μια θετική προσέγγιση, προσδιορίζουν τα κυριότερα, δυνατά σημεία αναφοράς της εξωτερικής συμπεριφοράς των περισσοτέρων βαλκανικών λαών. Τα σημεία αυτά, εδώ και πολλές δεκαετίες, ωριμάζουν και επικεντρώνονται σε πολυσήμαντες διεργασίες, καθοριστικές για την ανάλυση των πολύπλοκων πολιτικοκοινωνικών φαινομένων και των εθνικών ζυμώσεων, για την αναζήτηση της εθνικής αυτογνωσίας και για την ερμηνεία των αποφασιστικών και κρίσιμων εξελίξεων. Ολόκληρη αυτή η μακροχρόνια εξελικτική διαδικασία ερμηνεύεται και από τις ακαταπόνητες προσπάθειες των περισσοτέρων βαλκανικών λαών να συμβάλουν σταδιακά στην ωρίμανση των εξωτερικών σχέσεών τους, να αποβάλουν βαθμιαία τα κατάλοιπα του παρελθόντος και να προωθήσουν άμεσες επαφές σε γνήσια βάση.

Στα σημερινά πλαίσια των διαβαλκανικών σχέσεων η ζωηρή και ομόθυμη σχεδόν τάση των βαλκανικών λαών, καθώς και η επιτακτική ανάγκη για μια βαλκανική προσέγγιση, αντιστρατεύονται σε ισχυρότατες πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες και σε συγκεκριμένες πτυχές, που απορρέουν κυρίως από τις τραυματικές εμπειρίες των εθνικών ανταγωνισμών. Σήμερα η Ανατολική Ευρώπη γνωρίζει μια νέα εποχή και τα περισσότερα βαλκανικά κράτη έχουν αποτινάξει σε μεγάλο βαθμό τη μονολιθική και αυταρχική δομή τους. Το γεγονός της απαγκίστρωσής τους και της αποστασιοποίησής τους από το διεθνή απομονωτισμό, ακόμη και εκείνη της Αλβανίας, αποκτά ολοένα και περισσότερο μεγαλύτερη σημασία εφόσον θέτει σε επανεκτίμηση τις διαβαλκανικές σχέσεις και συμβάλει σταθερά στην καλλιέργεια πρόσφορου εδάφους για τη σύσφιξη των σχέσεων των βαλκανικών κρατών. Παρόλα ταύτα, εκείνη η μονολιθικότητα της προηγούμενης μακροχρόνιας εμπειρίας, που επιφανειακά κάλυπτε τις αντικρουόμενες εθνικιστικές τάσεις και αναγκαστικά ελαχιστοποιούσε τις μειονοτικές εμφανίσεις τους, όχι μόνο δεν πέτυχε ν' αλλοιώσει τις ιστορικές καταβολές των κυρίαρχων εθνικών προβλημάτων και των διαφόρων εθνικών ομάδων και να κατασιγάσει τις οξυμένες τάσεις τους αλλά ούτε στάθηκε δυνατό ν' αποτρέψει να τεθούν επί τάπητος παλιές και νέες διαφοροποιήσεις εθνολογικού περιεχομένου, που σε τελευταία ανάλυση δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό τις διαδικασίες προσέγγισης. Φαινομενικά η ιστορία επαναλαμβάνεται και δικαιώνει όσους αναφέρονται στη βαλκανική πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, στη Βαλκανική των ατέρμονων συγκλίσεων και αποκλίσεων και των αιωνίων αντιθέσεων. Πραγματικά, η σύγχρονη εικόνα του βαλκανικού χάρτη επαληθεύεται από το υφιστάμενο μωσαϊκό των Εθνοτήτων καθώς και από την πολύμορφη εθνολογική σύνθεσή του, επιβεβαιώνεται από τις ποικίλες αλληλεπιδράσεις των βαλκανικών λαών και προκύπτει ιστορικά από την αδυναμία χάραξης και καθορισμού εδαφικών ζωνών-ορίων, που θα περιέκλειαν αμιγείς σε εθνολογική βάση πληθυσμούς. Η ερμηνεία του φαινομένου αυτού μπορεί εν μέρει ν' αναζητηθεί στην καθολική αναταραχή, η οποία σηματοδότησε τα Βαλκάνια κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, στις πολεμικές αναστατώσεις, που προσδιόρισαν το πολιτικό κλίμα και τις κυριότερες παραμέτρους της περιοχής, καθώς και στην τελική διαμόρφωση των βαλκανικών συνόρων. Το Μακεδονικό ζήτημα γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα από την ιδιάζουσα εθνολογική σύσταση του Χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, την ύπαρξη αντίρροπων εθνικών κινήσεων και μέσα από τις αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις των βαλκανικών κρατών στο ζωτικό αυτό γεωγραφικό χώρο. Και είναι πια γεγονός αναμφισβήτητο ότι η γλωσσική σύνθεση των χριστιανικών κατοίκων της Μακεδονίας (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι και αλβανόφωνοι) έθετε ασφαλώς απαραίτητες προϋποθέσεις για τη γένεση και την επέκταση των διαφόρων εθνικών κινήσεων, ή άλλων κυρίως προπαγανδιστικών. Η βουλγαρική κίνηση υπήρξε η μόνη εθνική κίνηση, η οποία άρχισε ν' αναπτύσσεται στο μακεδονικό χώρο κατά το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα και ν' αποκτά βαθμιαία ισχυρότατα λαϊκά ερείσματα. Με πολύ ασθενέστερη μορφή εμφανίζονται και ενεργοποιούνται κατά το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα η εθνική αλβανική και σερβική κίνηση. Αντίθετα, η ρουμανική, η ρωμαιοκαθολική και η προτεσταντική κίνηση, που δραστηριοποιούνται και αυτές μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στη Μακεδονία, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν εθνικά κινήματα, γιατί δεν αντιπροσώπευαν παρά ένα ελάχιστο πληθυσμιακό ποσοστό των βλαχόφωνων (η ρουμανική) και των σλαβόφωνων (η ρωμαιοκαθολική και η προτεσταντική), ενώ με την πάροδο του χρόνου εξασθένισαν σημαντικά και ατόνησαν οριστικά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Βέβαια ως τα μέσα του 19ου αιώνα η εξακρίβωση της εθνικής ταυτότητας του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας υπήρξε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία, εφόσον το κριτήριο της παιδείας και της θρησκείας δεν ήταν δυνατόν να προσδιορίσει απόλυτα την εθνική σύνθεση των κατοίκων. Ήταν επόμενο λοιπόν να θεωρείται ουτοπία η ασφαλής εξαγωγή ακριβών στατιστικών στοιχείων, που αφορούσαν την πληθυσμιακή κατάσταση της Μακεδονίας και φυσικά την εθνολογική ταυτότητά της. Οι δυσχέρειες υπήρξαν ποικίλες και πολυσήμαντες. Η επίσημη τουρκική στατιστική παραποιούσε κατά την εποχή εκείνη για πολιτικούς λόγους το συνολικό αριθμό του χριστιανικού στοιχείου της οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να φαίνεται η υπεροχή του μουσουλμανικού πληθυσμού ως προς τους υπόδουλους ραγιάδες. Από την άλλη πλευρά η διάδοση του πανσλαβισμού και η όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών μετά τα μέσα του 19ου αιώνα είχαν δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εμφάνιση πολυάριθμων αντικρουόμενων στατιστικών, συνταγμένων με γνώμονα τις πολιτικές εκτιμήσεις των Ευρωπαίων περιηγητών και χαρτογράφων, αλλά και των εκπροσώπων των βαλκανικών κρατών. Η κατάταξη των χριστιανών του μακεδονικού χώρου με βασικό κριτήριο τη γλώσσα και όχι την εθνική συνείδησή τους, που αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για την εθνική ταυτότητα ενός λαού, περιέπλεκε περισσότερο την κατάσταση και δημιουργούσε μεγαλύτερη σύγχυση. Σε γενικές γραμμές οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας είναι δυνατόν να διαιρεθούν στα μέσα του 19ου αιώνα σε τρεις γεωγραφικές ζώνες, ανάλογα με τη γλωσσική διαστρωμάτωσή τους και την εθνολογική σύνθεσή τους. Έτσι η βόρεια ζώνη άρχιζε από τις οροσειρές Σαρσκάρδου και Ρίλας και εκτεινόταν στο νότο ως τη γραμμή Αχρίδας, βόρεια του Μοναστηρίου και Στρωμνίτσας μέχρι το Μελένικο και το Νευροκόπι. Στη γεωγραφική αυτή περιφέρεια κατοικούσαν σλαβόφωνοι πληθυσμοί, οι οποίοι κατά τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα αποδέχθηκαν ουσιαστικά τη βουλγαρική συνείδηση και προσχώρησαν στα 1870 και τυπικά στους κόλπους της Εξαρχίας. Οι λαοί αυτοί μιλούσαν ένα γλωσσικό ιδίωμα που συγγένευε σημαντικά με τη βουλγαρική γλώσσα. Η νότια ζώνη εκτεινόταν από τα θεσσαλικά σύνορα προς τα βόρεια της γραμμής Πίνδου - Καστοριάς και προς την κατεύθυνση βόρεια της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης ως τις Σέρρες και τη Δράμα. Η ζώνη αυτή περιλάμβανε ελληνόφωνους κυρίως πληθυσμούς με ελληνική εθνική συνείδηση. Ιδιόμορφη, ωστόσο, τόσο ως προς τη γλωσσική διαστρωμάτωση όσο και ως προς την εθνολογική σύσταση του χριστιανικού πληθυσμού, παρέμεινε η κατάσταση στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας. Η ζώνη αυτή οριζόταν στα βόρεια από μια νοητή ευθεία που κατευθυνόταν από τη λίμνη της Αχρίδας στο Κρούσοβο, στα νότια του Περλεπέ, στα βόρεια του Μοναστηριού ως το Νέστο και περιλάμβανε τις πόλεις Στρώμνιτσα, Πετρίτσι, Μελένικο και Νευροκόπι. Στα νότια η μεσαία ζώνη άρχιζε από το Γράμμο, κάλυπτε το μισό της γεωγραφικής έκτασης του καζά της Καστοριάς, κατευθυνόταν έπειτα στα νότια της Φλώρινας και της Έδεσσας και στη συνέχεια στα βόρεια της Κοζάνης, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας. Οι κάτοικοι της ζώνης αυτής υπήρξαν κυρίως σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι και στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, ακόμη και μετά το 1870, διατήρησαν την ελληνική συνείδησή τους, όπως προκύπτει από τους σκληρούς αγώνες τους για την κατοχή των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών. Στη ζώνη αυτή το σλαβικό ιδίωμα περιείχε βουλγαρικές, ελληνικές, βλάχικες και ελληνικές λέξεις.

Πώς ερμηνεύεται όμως την εποχή αυτή στη Μακεδονία το φαινόμενο της παρουσίας, εκτός βέβαια από τους ελληνόφωνους, σλαβόφωνων, βλαχόφωνων και αλβανόφωνων πληθυσμών; Που οφείλεται η πλούσια αυτή γλωσσική διαστρωμάτωση που παρουσιάζει η Μακεδονία στα μέσα του 19ου αιώνα και πώς μπορεί ν' αναλυθεί σύμφωνα με τα τεκμηριωμένα πορίσματα της γλωσσικής και της ιστορικής επιστήμης; Να ορισμένα καίρια προβλήματα που συνθέτουν ανάγλυφα την πολυπλοκότητα του μακεδονικού ζητήματος και προσδίνουν μια μοναδική χροιά στις συνολικές διαστάσεις του. Η παρουσία των σλαβόφωνων πληθυσμών, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία συγκριτικά με τους ελληνόφωνους, βλαχόφωνους και αλβανόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, μπορεί να ερμηνευθεί από τις μακροχρόνιες επιμιξίες Ελλήνων και Σλάβων και ελληνικών χωρών, που παρατηρήθηκαν αρχικά στα τέλη του 16ου αιώνα και ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα. Η γλωσσική και ακόμη η εθνολογική αφομοίωση των ελληνικών πληθυσμών, ιδιαίτερα της βόρειας ζώνης της Μακεδονίας, δεν οφείλεται τόσο στις περιορισμένες χρονικά σλαβικές επιδρομές στο βυζαντινό κράτος, εφόσον μάλιστα αυτές πήραν ένα τέλος μετά τις ήττες των Σλάβων από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες (τέλη 7ου, αρχές 8ου αιώνα), όσο κυρίως στον ειρηνικό και διαχρονικό χαρακτήρα της εγκατάστασης σλαβικών μαζών στο μακεδονικό χώρο σε ολόκληρη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχαν αφομοιωθεί ήδη και τα τελευταία λείψανα των σλάβων στη Νότια Ελλάδα, αντίθετα στη Βόρεια και συγκεκριμένα στη Μακεδονία και στη Θράκη, η ειρηνική κάθοδος και ο εποικισμός των Σλάβων, κυρίως των Βουλγάρων, εξακολούθησε ως τους βαλκανικούς πολέμους. Συμπαγείς βουλγαρικές μάζες, κυρίως κτίστες, εργάτες και θεριστές, συνέρρεαν στις περιοχές αυτές, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά, εβραϊκά αλλά και στα ελληνικά τσιφλίκια. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες κάτοικοι της βορειότερης και της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας έχασαν τη μητρική γλώσσα τους ήταν επόμενο, ύστερα από αλλεπάλληλες επιμιξίες ολόκληρων αιώνων, και έγιναν σλαβόφωνοι. Αλλά η ουσία δεν ήταν μόνο η γλωσσική επίδραση, αλλά κυρίως η εθνολογική αλλοίωση ολόκληρης της βόρειας Μακεδονίας, έτσι ώστε οι πληθυσμοί της να ταυτισθούν απόλυτα με τη Βουλγαρία (1870) και να διαθέτουν γνήσια βουλγαρικά εθνική συνείδηση. Αντίθετα όμως οι (σλαβόφωνοι) χριστιανικοί πληθυσμοί της μεσαίας και της νότιας γεωγραφικής ζώνης δέχθηκαν στην πλειοψηφία τους μόνο τη γλωσσική επίδραση και η εθνική τους συνείδηση παρέμεινε ελληνική. Και εδώ ακριβώς έγκειται η ουσία του Μακεδονικού ζητήματος.

Στη μεσαία ζώνη του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας, αν εξαιρέσουμε βέβαια ορισμένες μεμονωμένες ελληνικές κοινότητες της βόρειας ζώνης (Σκόπια, Βελεσά, Κουμάνοβο, Πρισρένη), θεωρείται αναμφισβήτητα γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη συμπαγών σλαβοφώνων πληθυσμών, κυρίως αγροτικών, με ρευστή ακαθόριστη ως το 1878 και μετά το 1878 με βουλγαρική εθνική συνείδηση, ο γηγενής αστικός, αλλά και το σημαντικότερο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού, διατηρούσε στη μεγαλύτερη πλειοψηφία του γνήσια την ελληνική συνείδησή του είτε ήταν σλαβόφωνος, βλαχόφωνος ή αλβανόφωνος, όπως επαληθεύεται σήμερα από τα αρχειακά πορίσματα.

2. Η ένταση των εθνικών ανταγωνισμών που κορυφώθηκε μετά το 1878, δηλαδή μετά το συνέδριο του Βερολίνου, καθώς και η αφόρητη καταπίεση του τουρκικού ζυγού, ξεδιάλυναν βαθμιαία τη ρευστή ή ακαθόριστη εθνική συνείδηση του υπόλοιπου σλαβόφωνου πληθυσμού της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας και τη μετέβαλαν σε βουλγαρική ή ελληνική. Έτσι οι όροι "πατριαρχικός" και "εξαρχικός", που χρησίμευαν ως τότε για να χαρακτηρίσουν τη θρησκευτική απόκλιση του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και έμμεσα την εθνική συνείδησή του, άρχισαν να μεταβάλλουν σταδιακά τη σημασία τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 - 1900 γίνεται μνεία στις ελληνικές και στις ευρωπαϊκές προξενικές εκθέσεις αποκλειστικά και μόνο για ελληνικό ή για βουλγαρικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Στη γεωγραφική περιοχή της μεσαίας ζώνης, όπου συντελείται η παγιοποίηση του εθνικού φρονήματος του ντόπιου σλαβόφωνου πληθυσμού, ο βουλγαρικός παράγοντας, ο οποίος πετυχαίνει να προσεταιρισθεί, κυρίως στο βορειότερο τμήμα της, σημαντικό ποσοστό των κατοίκων της, αντιμετωπίζει για τις επόμενες δεκαετίες τη σκληρή ελληνική αντίσταση.

Οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας εντοπίζονταν σε συμπαγείς μάζες στη βορειοδυτική κυρίως Μακεδονία και μεμονωμένα στην κεντρική και στην ανατολική. Συγκεκριμένα κατοικούσαν στους καζάδες Περλεπέ, Μοναστηρίου, Γρεβενών, Φλώρινας, Καστοριάς, Πιερίων, Βερμίων, Πάικου, Αλμωπίας και είχαν ελληνική συνείδηση. Στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης περιλαμβάνονταν οι ελληνοβλαχικοί πληθυσμοί της επαρχίας Βέροιας των επαρχιών Βοδενών και Γιαννιτσών, της οροσειράς Καρατζόβας και των Βελεσών.

Το πληθυσμιακά συμπαγέστερο και οικονομικά ισχυρότερο βλαχόφωνο στοιχείο του μακεδονικού χώρου κατοικούσε στη βορειοδυτική ζώνη του και ειδικότερα και μικρότερα αστικά κέντρα, όπως στη Νεβέσκα, στην Κλεισούρα, στη Χρούπιστα, στο Μοναστήρι, στη Νιζόπολη, στο Μεγάροβο, στο Τίρνοβο, στη Μηλόβιστα, στο Γκόπεσι, στη Ρέσνα, στο Κρούσοβο, στην Αχρίδα, Στρούγγα, Περλεπέ, Γιαγκόβετσι, στο Πόγραδετς, την Άνω και Κάτω Μπεάλα, στην Κορυτσά και πολύ βορειότερα στα Σκόπια. Η παρουσία βλαχόφωνων πληθυσμών στην ηπειρωτική κυρίως Ελλάδα (ιδίως στο δυτικό τμήμα αυτής το προσανατολισμένο προς την ιταλική χερσόνησο, απομονωμένο και καθυστερημένο πολιτιστικά) οφείλεται στις ισχυρές επιδράσεις που δέχθηκε κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής, όχι μόνο με τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση 700 περίπου ετών, αλλά και με την εγκατάσταση κατά τόπους Ρωμαίων αποίκων, όπως το μαρτυρούν οι πολυάριθμες λατινικές και ελληνικές επιγραφές με ρωμαϊκά ονόματα. Η ελληνική γλώσσα επιβλήθηκε βαθμιαία στα μεγάλα κέντρα, και οικογένειες ρωμαίων αποίκων με την πάροδο του χρόνου εξελληνίσθηκαν. Ανάλογο φαινόμενο διατηρήθηκε και με τους αλβανόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, οι οποίοι ζούσαν μεμονωμένα σε χωριά των καζάδων της Ανασελίτσας, Καστοριάς, Φλώρινας και σε συμπαγείς μάζες στο καζά της Κορυτσάς.

Πριν από το 12ο αιώνα προσδιορίζεται χρονικά η ειρηνική διείσδυση Αλβανών. στις βόρειες ελληνικές χώρες. Στα 1348, όταν λήγει η βυζαντινή κυριαρχία στη Θεσσαλία και αρχίζει σερβοκρατία, ο κράλης Στέφανος Ντουσάν (1331 - 1335), ο οποίος κυριεύει μεγάλα τμήματα πρώτα της Μακεδονίας, έπειτα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, διευκολύνει την κάθοδο σ' αυτά των Αλβανών - και Αρβανιτοβλάχων βέβαια - προς Ν. , χρησιμοποιώντας πολλούς απ' αυτούς ως μισθοφόρους. Εδώ είναι ανάγκη να τεθεί υπόψη όχι μόνο το θέμα της ειρηνικής συμβίωσης και των επιμιξιών Ελλήνων και Αλβανών, αλλά και του εξαλβανισμού ορισμένων ελληνικών χωριών στις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί πυκνοί ορθόδοξοι αλβανικοί πληθυσμοί.

Εξίσου σημαντική με την πολιτική διάσταση του μακεδονικού ζητήματος και την εθνολογική σύσταση του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας είναι και η κοινωνική ερμηνεία του προβλήματος. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι όσο εντείνεται βαθμιαία η καπιταλιστική διείσδυση των ευρωπαϊκών κρατών στο μακεδονικό χώρο, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, και διογκώνεται η αποικιοκρατική εκμετάλλευσή του με την παράλληλη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των αγροτικών πληθυσμών, τόσο περισσότερο εδραιώνεται η κοινωνική και εθνική συνείδηση του χριστιανικού στοιχείου, κυρίως του σλαβόφωνου εξαρχικού, δημιουργούνται τα εθνικά κινήματα και κορυφώνονται οι εθνικοί ανταγωνισμοί. Η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού αποτελεί το πρώτιστο μέλημα όλων των χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας και των δύο μεγαλύτερων εθνοτήτων, των Ελλήνων και των Βουλγάρων, αλλά οι εθνικές διεκδικήσεις τους ως προς το μελλοντικό καθεστώς της είναι εντελώς διαφορετικές. Δεν είναι λοιπόν μόνο η πολυσύνθετη εθνολογική σύσταση του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας και οι ζωηρές βλέψεις των όμορων βαλκανικών κρατών, καθώς και τα συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαίων δυνάμεων, που αναζωπυρώνουν διαρκώς το μακεδονικό ζήτημα και υποδαυλίζουν τις χριστιανικές, αλλά κυρίως η σκληρή τουρκική καταπίεση και η ολοένα μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση του βαλκανικού και γενικότερα του οθωμανικού χώρου από τη δυτική βιομηχανική παραγωγή. Η άθλια κοινωνική και οικονομική κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας και η απάνθρωπη τουρκική φορολογική πολιτική διευρύνουν τις βαθύτερες δομές του μακεδονικού ζητήματος και οξύνουν την αντιστασιακή δραστηριότητα του χριστιανικού στοιχείου.

Βέβαια το μεγαλύτερο ποσοστό των χωρικών που εργάζονται στις μεγάλες ιδιοκτησίες - τσιφλίκια κυρίως της βόρειας και της μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας, αλλά και σ' ένα μεγάλο ποσοστό στη νότια ζώνη της, αποτελούνταν από σλαβόφωνους κατοίκους με σλαβική συνείδηση, οι οποίοι προσχώρησαν και τυπικά, μετά το 1870, στην Εξαρχία. Αντίθετα οι ελληνικοί πληθυσμοί γενικότερα σ' ολόκληρη τη Μακεδονία, όπως και σε όλο τον οθωμανικό χώρο, υπήρξαν κυρίως αστικοί. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να αγνοήσει κανείς την παρουσία συμπαγών σλαβόφωνων ελληνικών αγροτικών πληθυσμών στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στα πολυάριθμα χωριά της περιοχής Μοναστηρίου και Μοριχόβου, οι οποίοι δημιούργησαν τους πρώτους ένοπλους ελληνικούς αντιστασιακούς πυρήνες κατά το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα και προετοίμασαν το έδαφος για την ευνοϊκή έκβαση του μακεδονικού αγώνα. Χωρίς τους πολυάριθμους αυτούς σλαβόφωνους Έλληνες, τους "Γραικομάνους" της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης, δεν θα είχε αναπτυχθεί ελληνικό αντάρτικο και δεν θα παρέμεινε η Μακεδονία ελληνική. Η συμβολή τους στην ελληνική κινητοποίηση υπήρξε ανεκτίμητη και μοναδική, γιατί αυτοί κράτησαν τον αγώνα στην ύπαιθρο, έζησαν από κοντά τις θλιβερές επιπτώσεις της κορύφωσης των εθνικών ανταγωνισμών και θυσιάστηκαν κατά χιλιάδες για τη διάσωση της ελληνικής Μακεδονίας. Αντίθετα πολλοί συμπατριώτες τους, εκμεταλλευόμενοι μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) τις ευνοϊκές οικονομικές συγκυρίες και αδυνατώντας ν' αντέξουν άλλο τις τουρκικές θηριωδίες, εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και έσπευδαν να εγκατασταθούν στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Μακεδονίας, όπου επιδίδονταν κυρίως στον εμπορευματικό τομέα.

Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) υπήρξε απόρροια του δεύτερου βαλκανικού πολέμου και τυπικά έλυσε το μακεδονικό ζήτημα με την παραχώρηση του 51% του εδάφους της Μακεδονίας στην Ελλάδα, του 39% στη Σερβία και του 10% στη Βουλγαρία. Ωστόσο η παγίωση της εθνολογικής σύνθεσης της ελληνικής Μακεδονίας συντελέσθηκε σταδιακά και διαχρονικά με βάση τα προβλεπόμενα από τις διεθνείς συνθήκες. Έτσι, αμέσως μετά την συνθήκη του Βουκουρεστίου, έφθασε το πρώτο ρεύμα Ελλήνων προσφύγων στην ελληνική Μακεδονία.

Στα πλαίσια της διάσκεψης για την υπογραφή ειρήνης του Νεϊγύ με τη Βουλγαρία στα 1919, υπογράφηκε και η ελληνοβουλγαρική συνθήκη για την εθελοντική ανταλλαγή των πληθυσμών. Μικτή διεθνής επιτροπή ανέλαβε να επισπεύσει τη μετανάστευση των πληθυσμών, η οποία, σύμφωνα με την άποψη του Ελευθέριου Βενιζέλου, επρόκειτο να συμβάλει σημαντικά στην παγίωση της εθνολογικής σύνθεσης της Μακεδονίας με τη φυγή των Ελλήνων της Βουλγαρίας (περιοχές Μακεδονίας και Βόρειας Θράκης) και των Βουλγάρων της Θράκης και της Μακεδονίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μικτής Επιτροπής Μετανάστευσης, 46.000 Έλληνες της Βουλγαρίας ανταλλάχθηκαν με 92.000 Βουλγάρους της Μακεδονίας και Θράκης. Έτσι κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, στα 1926, στατιστική της Επιτροπής Αποκατάστασης των Προσφύγων μνημονεύει στην ελληνική Μακεδονία 1.341.000 Έλληνες, 2.000 μουσουλμάνους, 77.000 Βούλγαρους και 91.000 κατοίκους άλλων εθνοτήτων (κυρίως Εβραίους). Έτσι, όπως ήταν φυσικό, παρατηρήθηκε κατά τη διετία 1919-1920 έντονη διόγκωση του αριθμού προσφύγων στη Μακεδονία. Ειδικότερα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες κατά τη δεκαετία 1910-1920 από τη Βουλγαρία (Εύξεινος Πόντος και Ανατολική Θράκη και από τον Καύκασο και τον Πόντο. Βέβαια το ρεύμα των προσφύγων αυτών υπήρξε αριθμητικά πολύ μικρότερο συγκριτικά μ' εκείνο που παρατηρήθηκε κατά τη χρονική περίοδο 1923-1926, μετά την εγκατάσταση των συμπαγών προσφυγικών πληθυσμών στη Μακεδονία.

Η απελευθέρωση της ελληνικής Μακεδονίας και η ένταξή της στο ελληνικό κράτος δεν αποσόβησαν από τον πρώτο κιόλας παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918) νέες οδυνηρές περιπέτειες για τη μοίρα του μακεδονικού ελληνισμού. Η μείζων Μακεδονία έγινε και πάλι επίκεντρο των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων, της Εntente και των Κεντρικών Δυνάμεων. Η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας (και της σερβικής) κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο απ' τα βουλγαρικά στρατεύματα κ' η προσωρινή παρουσία του βουλγαρομακεδονικού στοιχείου στις περιοχές αυτές, άφησε τραυματικές εμπειρίες στους ελληνικούς πληθυσμούς. Το IMRO χρησιμοποίησε και πάλι κάθε μέσο για την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών, την εθνολογική αλλοίωσή τους και τον οριστικό εκβουλγαρισμό τους. Αντίθετα οι χριστιανοί κάτοικοι της σερβικής Μακεδονίας δεν αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα, γιατί ήταν Βούλγαροι και είχαν βουλγαρική συνείδηση. Η Βουλγαρία αποδεσμεύθηκε απ' ότι είχε συμφωνήσει με τη Γιουγκοσλαβία, έδιωξε τους "Μακεδόνες" διαφωτιστές από το έδαφός της και υιοθέτησε και πάλι το σύνθημα για μια ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία.

Στην Ελλάδα η εμφύλια μεταπολεμική διαμάχη έδωσε και πάλι την αφορμή για την υποκίνηση αναταραχής στην ελληνική Μακεδονία, καθώς συνέχιζε να δουλεύει η σλαβομακεδονική προπαγάνδα με αποτελεσματικό τρόπο διαμέσου των ενόπλων σωμάτων της. Έπειτα από την άρνηση του ΚΚΕ και των Ελλήνων ανταρτών να δεχθούν την πρόταση του Βουκμανόβιτς - Τέμπο για τη δημιουργία χωριστών σλαβομακεδονικών ταγμάτων στη Δυτική Μακεδονία, ο ΕΛΑΣ προχώρησε βέβαια στο σχηματισμό χωριστών σλαβομακεδονικών μονάδων, αλλά μέσα στα πλαίσια των στρατιωτικών δυνάμεών του. Όσοι κατατάχθηκαν στα σώματα αυτά, ήταν Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει το "Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο" (ΣΝΟΦ). Παρόλ' αυτά η σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΣΝΟΦ ήταν αναπόφευκτη, εφόσον το ΣΝΟΦ καθοδηγούνταν από το γιουγκοσλαβικό επιτελείο. Τα τάγματα του ΣΝΟΦ απωθήθηκαν στη Γιουγκοσλαβία, αλλά επανέκαμψαν κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου σπαραγμού (1946-1949) και εντάχθηκαν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα ιδρύοντας το ΝΟΦ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Μετά την οριστική ρήξη Μόσχας-Βελιγραδίου (1948), το ΚΚΕ υιοθέτησε και αυτό όπως η βουλγαρική πλευρά το σύνθημα της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας. Ο αποκλεισμός όμως των γιουγκοσλαβικών συνόρων, που αποτελούσαν καταφύγιο για τους Έλληνες κομμουνιστές, σηματοδότησε μια νέα εξέλιξη στα πολιτικά πράγματα έπειτα από τη σύγκρουση Τίτο- Στάλιν. Ο αγώνας υπήρξε πια άσκοπος. Έλληνες κομμουνιστές και Σλαβομακεδόνες υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ως πολιτικοί πρόσφυγες. Πολλοί από τους Σλαβομακεδόνες αυτούς εγκαταστάθηκαν (στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές του 1960) στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όπου συγκρότησαν τα φανατικότερα στελέχη του "Μακεδονικού Έθνους". Στα 1956 το ΚΚΕ άλλαξε στάση και υιοθέτησε την αρχή της ισότητας των μειονοτικών δικαιωμάτων.

4. Εκεί λοιπόν, στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, στη "Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας", άρχισε να κατασκευάζεται μετά το 1944 μια κωμική ιστορία, ένα "Μακεδονικό Κράτος", το οποίο αντιπροσωπεύθηκε από τη "Μακεδονική" πρωτεύουσα (τα Σκόπια), τη "Μακεδονική" Κυβέρνηση, τη "Μακεδονική" Βουλή, την ανεξάρτητη "Μακεδονική" Εκκλησία και την "Μακεδονική" γλώσσα, η οποία υπήρξε το τοπικό ιδίωμα (σχεδόν βουλγαρικό), που εμπλουτίσθηκε με πολλές λατινικές λέξεις και αποτέλεσε "γλώσσα". Βέβαια, το "Μακεδονικό Κράτος", το οποίο δημιουργήθηκε για να διασωθεί εδαφικά η γεωγραφική εκείνη περιοχή (της σερβικής Μακεδονίας), επάνω στην οποία μόνο η Βουλγαρία θα μπορούσε να έχει διεκδικήσεις, αποτελεί, σύμφωνα με τις απόψεις των Σκοπίων, τμήμα του "Μακεδονικού Έθνους" και της "Μακεδονικής εθνότητας", που διαβιώνει "υπόδουλη" στην ελληνική (Μακεδονία του Αιγαίου) και στη βουλγαρική (του Πιρίν) Μακεδονία. Σε πρώτη φράση τα Σκόπια κατέβαλαν μετά το 1945 μια γιγαντιαία προσπάθεια για τη δημιουργία "Μακεδονικής Ιστορίας" με τη συνεργασία πολυάριθμων ερευνητών και ιστορικών. Έτσι, κατά τις τελευταίες δεκαετίες είδαν το φως της δημοσιότητας αναρίθμητες "επιστημονικές" εργασίες, οι οποίες πλαστογραφούσαν τη νεώτερη ιστορία της Μακεδονίας με το πρόσχημα ότι χρησιμοποιούσαν και στηρίζονταν σε πρωτογενές, αλλά διαστρεβλωμένο ιστορικό υλικό, από τα ευρωπαϊκά κυρίως αρχεία. Αντίθετα το ογκωδέστατο Αρχείο της Μητρόπολης Πελαγονομίας, που φυλάσσεται σήμερα στα Σκόπια, έμεινε εντελώς ανεκμετάλλευτο, αφού μέσα απ' αυτό αποκαλύπτεται η κυριαρχική πληθυσμιακή, πολιτική, κοινωνική και εκπαιδευτική δραστηριότητα του Ελληνισμού των επίκαιρων αστικών κέντρων της μέσης γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας. Παράλληλες προσπάθειες της γιουγκοσλαβικής ιστοριογραφίας απέβλεπαν κυρίως προς τη χάραξη της ιστορικής πορείας του "Μακεδονικού έθνους" από την αρχαιότητα ως σήμερα. Η απουσία σλαβικού πληθυσμού στα Βαλκάνια από τον 6ο αιώνα μ.Χ. δημιούργησε ανυπέρβλητα εμπόδια στην ιστορική σχολή των Σκοπίων, τα οποία ωστόσο ξεπεράσθηκαν με την ανάπτυξη σχετικής θεωρίας, η οποία πρέσβευε ότι οι βασιλείς των Μακεδόνων δεν ήταν Έλληνες, αλλά "Φιλέλληνες", φαινόμενο που είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ελληνιστικής πολιτιστικής επίδρασης στους Αρχαίους Μακεδόνες! Κατά τη ρωμαϊκή και την πρωτοβυζαντινή περίοδο, σύμφωνα με τις γενικές θέσεις των Σκοπίων, ο ελληνικός χαρακτήρας της χώρας συρρικνώθηκε λόγω της εγκατάστασης και άλλων λαών, ενώ αργότερα, μετά τη σλαβική διείσδυση, η Μακεδονία έγινε σλαβική και οι Σλάβοι ονομάσθηκαν "Μακεδόνες Σλάβοι", όρος ο οποίος σύντομα εγκαταλείπεται και τελικά προσδιορίζεται ως "Μακεδόνες". Αν και αναγνωρίζεται η βουλγαρική του Βόριδα και του Συμεών, παρόλα αυτά, στα τέλη του 10ου αιώνα, η παρουσία του Σαμουήλ καθορίζει την απελευθέρωση των "Μακεδόνων", τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, της "Μακεδονικής" αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Αχρίδα. Με ανάλογο τρόπο "μακεδονοποιούνται" και οι Έλληνες Θεσσαλονικείς Κύριλλος και Μεθόδιος! Η προσπάθεια "μακεδονοποίησης" των ελληνικών, αλλά και των βουλγαρικών πληθυσμών της Μακεδονίας, συνεχίζεται και για όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, έτσι ώστε να διαστρεβλώνεται και να πλαστογραφείται με τέλειο τρόπο ολόκληρη η ιστορία της Μακεδονίας. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε τέλος από την ιστορική σχολή των Σκοπίων στην εφαρμογή της μαρξιστικής ανάλυσης ως προς την ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων με παράλληλη, έντονη, την παρουσία του εθνικιστικού χαρακτήρα. Ακόμη επινοήθηκε και η "Μεγάλη Ιδέα" του "Μακεδονικού Έθνους", η οποία διέπει τις βασικές κατευθύνσεις της σκοπιανής ιστοριογραφίας και εδράζεται στο επιχείρημα του αλύτρωτου "Μακεδονικού" πληθυσμού, ο οποίος παραμένει ακόμη υποδουλωμένος στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία.

Το πρόβλημα της εθνικής ταυτότητας των σλαβικών πληθυσμών της μείζονος γεωγραφικής Μακεδονίας είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και συνδέεται άμεσα με την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Τα σύνορα της ιστορικής Μακεδονίας, η οποία περιλαμβάνει σήμερα ελληνικά, σερβικά και βουλγαρικά εδάφη, εκτείνονταν προς Ν. από τα Χάσια, τα Καμβούνια, τον Όλυμπο και το Αιγαίο πέλαγος, προς Β. επάνω και το Αιγαίο πέλαγος, προς Β. επάνω από την Αχρίδα και την Πρέσπα και περιλάμβαναν το Κρούσοβο, τον Περλεπέ και τα Βελεσά και ανατολικότερα της περιοχής της Στρώμνιτσας και του Μελένικου, ενώ δυτικά της όρια ήταν η Πίνδος και τα ανατολικά ο Νέστος. Η περιοχή των Σκοπίων και του Τετόβου δεν αποτελούσε ποτέ τμήμα της ιστορικής Μακεδονίας αλλά της Παλαιάς Σερβίας. Διαφορετικά υπήρξαν τα όρια της γεωγραφικής Μακεδονίας λόγω της διοικητικής υπαγωγής σ' αυτά (κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα) και του Βιλαετίου του Κοσσυφοπεδίου (Κοσόβου). Από τότε περίπου, δηλαδή από το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα, το Βιλαέτι του Κοσόβου με πρωτεύουσα τα Σκόπια υπαγόταν, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της τουρκικής κρατικής διοίκησης, στον ευρύτερο γεωγραφικό και όχι στον ιστορικό χώρο της Μακεδονίας. Η γεωγραφική Μακεδονία συγκροτούνταν τότε από τα βιλαέτια Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης και Κοσόβο. Στο χώρο της Δημοκρατίας των Σκοπίων βρίσκονται τα άλλοτε ελληνικά κέντρα της Άνω Μακεδονίας το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, η Ρέσνα, η Στρώμνιτσα, η Γευγελή, το Μεγαρέβο, το Τίρνοβο, το Βαλάντοβο και πολλά άλλα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν (1331-1335) κατέλαβε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, ανακήρυξε τον εαυτό του "βασιλέα και αυτοκράτορα Σερβίας και Ρωμανίας", γεγονός, το οποίο δείχνει ανάγλυφα ότι είχε επεκτείνει την κυριαρχία του ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς. Υπολείμματα των ελληνικών περιοχών της Άνω Μακεδονίας αποτελούν - από την εποχή εκείνη - τόσο το Μελένικο (στη σύγχρονη Βουλγαρία) όσο και η Στρώμνιτσα, όπου ήδη από τον 14ο αιώνα μαρτυρείται η παρουσία πολλών Ελλήνων, ενώ τα έγγραφα της μονής της Παναγίας της Ελεούσας κοντά στη Στρωμνίτσα περιέχουν πλήθος ονομάτων. Είναι ακόμη πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο επιφανής σέρβος ανθρωπογεωγράφος J. Cvijic στο έργο του "Remarques sur l'ethnographie de la Macedoine" (Paris) υπογραμμίζει ότι οι περιοχές των Σκοπίων και του Τέτοβου δεν αποτελούσαν στην πραγματικότητα τμήματα της Μακεδονίας, αλλά της παλαιάς Σερβίας. Τα επιστημονικά και ιστορικά τεκμήρια υποχρεώνουν τόσο τον Cvijic όσο και τον κορυφαίο Σέρβο βυζαντινολόγο Ostrogorski να αναγνωρίσουν την πληθυσμιακή υπεροχή του Ελληνισμού τουλάχιστον στις μεγαλύτερες πόλεις της Ανατ. Μακεδονίας. Τρανή απόδειξη για την επιβίωση της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, που είναι ιδιαίτερα ζωντανή ακόμη και σήμερα έξω από το Μοναστήρι, αρχαία Ηράκλεια, αποτελεί η πυκνότατη κυκλοφορία θρύλων και παραδόσεων γύρω από τη μορφή του Μ. Αλεξάνδρου ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, ακριβώς στις παραμονές της τουρκικής κατάκτησης.

Στη διάρκεια των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας πέρασαν πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές από το γεωγραφικό χώρο της Άνω Μακεδονίας. Όλοι συνάντησαν Τούρκους, Έλληνες, Αλβανούς και Σλάβους. Σ' αυτούς αναφέρονται και οι εκθέσεις των Τούρκων διοικητών. Το γεγονός ότι τα αστικά κέντρα της Άνω Μακεδονίας κατοικούνταν από ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς, ομολογείται ακόμη και από τους ίδιους τους Γιουγκοσλάβους επιστήμονες. Ο Βλάχος Πόποβιτς στο γνωστό έργο του "Περί των Τσιντσάρων" αναφέρεται στην παρουσία ελληνικού στοιχείου στην Άνω Μακεδονία και αναγνωρίζει ότι οι Έλληνες εκείνοι υπήρξαν στην πραγματικότητα οι φορείς της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού τρόπου ζωής και του ελληνικού πνεύματος. Υπολείμματα των άλλοτε συμπαγών ελληνικών πληθυσμών υπάρχουν σήμερα στη Δημοκρατία των Σκοπίων στα Σκόπια, στο Μοναστήρι, στο Μεγάροβο, στο Τίρνοβο, στη Νιζόπολη, στη Μηλόβιστα, στο Γκόπεσι, στην Άνω και Κάτω Μπεάλα, τη Γευγελή, τη Ρέσνα, στη Στρώμνιτσα, στη Δοϊράνη και στο Βαλάντοβο. Άλλωστε, η ίδια εθνολογική σύνθεση που επικρατούσε τότε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας - υφίσταται και τώρα στο γεωγραφικό χώρο της Δημοκρατίας των Σκοπίων, που στηρίζεται από Έλληνες - 200.000 κατά τις αλβανικές εκτιμήσεις - Βουλγάρους, υποκρυπτόμενους όπισθεν της επωνυμίας "Μακεδόνες", - Αλβανούς (400.000) και Σέρβους (100.0000). Ολόκληρο αυτό το πολυεθνικό συνονθύλευμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων επιχειρείται σήμερα από τους ελάχιστους "Μακεδονιστές" και τους ισχυρούς υποστηρικτές τους να παρουσιαστεί ως "Μακεδονία" και να επιβληθεί στο ντόπιο πληθυσμό αυταρχικό και δικτατορικό καθεστώς, έτσι ώστε ούτε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος των Αλβανών δεν έγινε αποδεκτό από τους Σκοπιανούς και κηρύχθηκε παράνομο.

Εκείνο το χαρακτηριστικό στοιχείο, το οποίο μεγιστοποιήθηκε αφάνταστα στους κόλπους των κυρίων στόχων της σκοπιανής προπαγάνδας, είναι ο αλυτρωτισμός, ο οποίος προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις με αποτέλεσμα να παραβιάζονται κατάφωρα οι αρχές του διεθνούς δικαίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική της ΕΟΚ έναντι της γιουγκοσλαβικής κρίσης πυροδότησε τη σκοπιανή μισαλλοδοξία και αύξησε υπέρμετρα τις εδαφικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδος. Παρά το γεγονός ότι τα κράτη - μέλη της ΕΟΚ πρόβλεψαν στο Μάαστριχτ την καθιέρωση ορισμένων προϋποθέσεων για την αναγνώριση των άλλοτε ομόσπονδων κρατών της Γιουγκοσλαβίας και η Ελλάδα πέτυχε τη θέσπιση των 3 γνωστών βασικών όρων, η Δημοκρατία των Σκοπίων συνέχισε την ανθελληνική δραστηριότητά της. Ακόμη και μέσα στα άρθρα του Συντάγματός της δεν έλειπαν ουσιαστικά σημεία, που άφηναν να διαφανούν ξεκάθαρα ανοιχτές αιχμές κατά της εδαφικής ακεραιότητας του ελληνικού κράτους, εφόσον δεν υπήρχε εγγύηση για το απαραβίαστο των συνόρων. Αντίθετα δεν αποκλειόταν η μελλοντική επέκταση των συνόρων της Δημοκρατίας των Σκοπίων σε βάρος της Ελλάδας. Η κορύφωση των προκλητικών ενεργειών των Σκοπίων με την κυκλοφορία χαρτονομισμάτων, στα οποία απεικονιζόταν ο Λευκός Πύργος και η Θεσσαλονίκη με την ονομασία "Μακεδονία", καθώς και άλλες παρόμοιες ενέργειες, προκάλεσαν τη σθεναρότατη αντίδραση του ελληνισμού της Μακεδονίας, ο οποίος, με το ογκωδέστατο και μοναδικό στα χρονικά της ελληνικής ιστορίας συλλαλητήριο της 14ης Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη και όσων άλλων ακολούθησαν στη Μελβούρνη, στο Σίδνεϊ, στις Βρυξέλλες, στη Νέα Υόρκη, στη Βόννη και στο Μόναχο διατράνωσε όχι μόνο την ελληνικότητά του, αλλά και την κατηγορηματική αντίθεσή του σε όσους επιβουλεύονται τη Μακεδονία, σφετερίζονται και υποκλέπτουν, την ελληνική ονομασία της και υπογράμμισε την αποφασιστικότητά του να υπεραμυνθεί των πάτριων εδαφών του και να μη παραχωρήσει σπιθαμή ελληνικής γης στους Σλάβους.

Στους Ευρωπαίους εταίρους έγινε αντιληπτό, μετά το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, ότι σύσσωμος ο Ελληνισμός δεν είναι διατεθειμένος με κανένα τρόπο να υποχωρήσει στις πιέσεις ορισμένων ανθελληνικών κύκλων, ιδιαίτερα της Ιταλίας, της παπικής Εκκλησίας και της Ολλανδίας, οι οποίοι αγωνίζονται για τα σκοπιανά συμφέροντα, για να καταπολεμήσουν τα ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού. Πρωταρχικά όμως γίνεται παραδεκτό ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι εταίροι οφείλουν να σεβαστούν εκείνες τις προϋποθέσεις που θέσπισαν οι ίδιοι για την αναγνώριση ανεξαρτήτων κρατών και να μη συμβάλουν στην αναγνώριση ενός πολυεθνικού κρατιδίου με την ονομασία "Μακεδονία", εφόσον η Μακεδονία ήταν πάντα μία και αυτή ελληνική και η Δημοκρατία των Σκοπίων διατηρεί τις επεκτατικές βλέψεις της προς την Ελλάδα. Ακόμη και το πρόσφατο ολιγοήμερο μποϋκοτάζ των ολλανδικών και ιταλικών προϊόντων έδειξε καθαρά την αποφασιστικότητα του Ελληνισμού να μην ενδώσει στην ύπουλη προπαγάνδα των Σκοπίων και των συμπαραστατών της.

Το πόσο πραγματικά επήλθε κατά το χρονικό αυτό διάστημα που μεσολάβησε από το 1945 μέχρι σήμερα η διαδικασία της μετάλλαξης μέσα στους κόλπους της ανομοιογενούς εθνολογικής σύστασης του ομοσπόνδου κρατιδίου των Σκοπίων, διαφάνηκε καθαρά από τις πρόσφατες βουλευτικές τάσεις του πλειοψηφούντος κόμματος VMRO (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) χωρίς να παραλείψει κανείς ν' αναφερθεί στις ζωηρές διαμαρτυρίες των αλβανικών πληθυσμών, αλλά και στις λανθάνουσες, λόγω απηνούς καταπίεσης αντιδράσεις των "Βλάχων", δηλαδή του ελληνοβλαχικού πληθυσμού, που σύμφωνα με τις αλβανικές εκτιμήσεις ανέρχεται σε 200.000 κατοίκους περίπου, ενώ για τους Σκοπιανούς, όπως είναι φυσικό, θεωρείται ανύπαρκτος.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι οι οπαδοί του σημερινού κόμματος VMRO οι οποίοι ελέγχονται από τη Σόφια και από το αντίστοιχο κόμμα της Άνω Τζουμαγιάς (Βlagoevgrad) κατατρομοκρατούν σήμερα τους κατοίκους της Δημοκρατίας των Σκοπίων για να κυριαρχήσουν απόλυτα και βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τους λιγοστούς "Μακεδονιστές" του κ. Γκλιγκόροφ. Άλλωστε το κόμμα VMRO δεν αποτελεί καινοτομία στην ιστορική εξέλιξη της Δημοκρατίας των Σκοπίων. Πριν από 100 ακριβώς χρόνια, στα 1893 η Σόφια είχε ιδρύσει στη Μακεδονία το ίδιο κόμμα (I.M.R.O.), για να καταλάβει με βίαια μέσα την οθωμανική Μακεδονία. Από τότε άρχισε μια μακροχρόνια και δραματική διαδικασία κατατρομοκράτησης και φυσικής εξόντωσης του Μακεδονικού Ελληνισμού, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τον Μακεδονικό Αγώνα (1893-1904) και επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια των παραμονών των Βαλκανικών πολέμων και κατά τους δύο Παγκόσμιους πολέμους. Ουσιαστικά λοιπόν βρισκόμαστε σε μια ιστορική μορφή της βουλγαρικής επεκτατικής πολιτικής, που επιχειρεί ουσιαστικά από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα την επικράτησή της στο χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας. Το IMRO διέθετε ανέκαθεν βουλγαρικά αντάρτικα σώματα, τα οποία αντιμετώπιζαν ωστόσο τη σφοδρότατη αντίδραση των ξενόφωνων ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας (Δυτικής και Ανατολικής) σε ολόκληρη τη διάρκεια της ιστορικής πορείας της.

Με λίγα λόγια η Δημοκρατία των Σκοπίων και ειδικά ο σλαβικός πληθυσμός της βρίσκονται πάντα στο στόχαστρο της Βουλγαρίας, που έσπευσε πρόσφατα να αναγνωρίσει "Μακεδονικό" κράτος - χωρίς βέβαια να αναγνωρίζει προς το παρόν "Μακεδονικό" έθνος και "Μακεδονική" εθνότητα- υποκρύπτοντας ασφαλώς τις παλιές διεκδικήσεις της.

Η δημιουργία ενός παρόμοιου ανεξάρτητου προσδεδεμένου ουσιαστικά στο άρμα της βουλγαρικής πολιτικής, αποτελεί "προπέτασμα καπνού", γιατί πολύ σύντομα η Βουλγαρία θα επιδιώξει την εδαφική επικράτησή της και αργότερα την ενσωμάτωση της Δημοκρατίας των Σκοπίων.

Άλλωστε, αυτή υπήρξε η παλιά βουλγαρική πολιτική και ως προς την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η σκληρή διαπάλη που διεξάγεται σήμερα σε "Μακεδονιστές" και βουλγαρίζοντες του VMRO αποδεικνύει την αδιάλλακτη και αποφασιστική στάση της Βουλγαρίας.

Αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει στο Μακεδονικό ζήτημα και η Τουρκία, η οποία - και αυτή όπως η Βουλγαρία - έσπευσε να αναγνωρίσει τη Δημοκρατία των Σκοπίων με την ονομασία "Μακεδονία". Στην περίπτωση αυτή πρυτάνευσαν λόγοι σκοπιμότητας, οι οποίο υπαγορεύονται από την παρουσία μιας ευρωστότατης τουρκικής μειονότητας στη Βουλγαρία, από την άκρατη πολιτική και οικονομική διείσδυση της Τουρκίας στο βουλγαρικό κράτος και από τη διατήρηση στην εξουσία της κυβέρνησης Δημητρώφ με στήριξη του τουρκικού κόμματος του Ντογκάν. Η σύνθλιψη αυτή, την οποία υφίσταται σήμερα η Βουλγαρία, από την τουρκική πολιτική, οδηγεί μοιραία τόσο την Τουρκία να εφιστά με αριστοτεχνικό τρόπο την προσοχή των ιθυνόντων προς το Μακεδονικό ζήτημα όσο και ολόκληρο τον βουλγαρικό λαό σε "εθνική διέξοδο" απέναντι στη χωρίς προηγούμενο υποταγή του στα τουρκικά συμφέροντα. Και από την άποψη αυτή το πρόβλημα αποκτά μια ιδιαίτερη δυναμική, καθώς οι ελεγχόμενοι από τη Σόφια εθνικιστικοί πυρήνες του VMRO στην Άνω Τζουμαγιά και στη Δημοκρατία των Σκοπίων επιτείνουν την αδιάλλακτη πολιτική τους και πιέζουν την κατάσταση, ώστε να προκύψουν ευνοϊκά τετελεσμένα γεγονότα με τη φυσιολογική ευλογία της Άγκυρας.

Οι τελευταίες δηλώσεις της Κυβέρνησης της Αυστραλίας που υπογραμμίζουν την αρνητική στάση της στην αναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με την ονομασία "Μακεδονία", καθώς και οι θετικές και σύμφωνες προς την ιστορική αλήθεια απόψεις αρκετών μελών-κρατών της ΕΟΚ , όπως και της Αυστρίας, δεν αναιρούν τη σοβαρότητα του θέματος, ενώ έχει διαφανεί πολύ πρόσφατα και η πρόθεση των ΗΠΑ να παρέμβουν ανοιχτά στη γιουγκοσλαβική κρίση. Μέχρι σήμερα οι ΗΠΑ αρνούνται να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία σίγουρα ορισμένων τουλάχιστον πρώην ομόσπονδων κρατών της Γιουγκοσλαβίας, σύμφωνα και με τις δηλώσεις του Σταίητ Ντηπάρτμεντ.

Εκείνοι που μιλούν σήμερα για τη γένεση του "Μακεδονικού έθνους" ισχυριζόμενοι ότι από το 1944 άρχισε να δημιουργείται, όπως κάποτε συγκροτήθηκαν και τα άλλα έθνη, πρέπει πρωταρχικά να λάβουν υπόψη - πέραν από το σφετερισμό και την υποκλοπή του ελληνικού ονόματος Μακεδονία - ότι ένα έθνος δεν είναι δυνατό απλούστατα να γεννηθεί επάνω στη βάση τεσσάρων εθνοτήτων δηλαδή, πώς είναι δυνατό να προκύψει το "Μακεδονικό Έθνος" της Δημοκρατίας των Σκοπίων, όταν ο πληθυσμός του κράτους απαρτίζεται από Βουλγάρους, Αλβανούς, Έλληνες και Σέρβους. Αν βάσει του σκεπτικού αυτού και με δεδομένη την κατάφωρη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους των ιθυνόντων των Σκοπίων δημιουργηθεί και αναγνωρισθεί ένα "Μακεδονικό έθνος", τότε πολύ εύκολα από εδώ πέρα θα παρουσιασθούν στο διεθνές προσκήνιο συχνά συμπτώματα εμφάνισης πλασματικών μειονοτήτων και υποκλοπής της ιστορίας των λαών.

Αν η αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας αποτελούν σήμερα τετελεσμένα γεγονότα, ενδεχόμενη αναγνώριση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης θα προκαλέσει αναπόφευκτη ανάφλεξη στα Βαλκάνια με ανάλογο αντίκτυπο και στη Δημοκρατία των Σκοπίων. Η πολυεθνική διαστρωμάτωση των περιοχών αυτών (της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης) με την παρουσία Κροατών, Μουσουλμάνων και Σλοβένων δεν προσφέρει τα εχέγγυα για μια μελλοντική ειρηνική συνύπαρξη των εθνικών ομάδων τους. Το ίδιο ισχύει και για μια ενδεχόμενη αναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων, καθώς η τέλεια αποκοπή της Σερβίας από βορρά και από νότο θα προκαλέσει τρομακτικά προβλήματα ύπαρξης και επιβίωσης για τους Σέρβους. Ανάλογα προβλήματα πιθανότατα θα προκύψουν και για τη Δημοκρατία των Σκοπίων, η οποία σφετεριζόμενη την ονομασία "Μακεδονία" αργά ή γρήγορα θα αφομοιωθεί - κυρίως το σλαβικό της στοιχείο - από τη Βουλγαρία και θα ενδώσει μοιραία στις πιέσεις της, ενώ οι αλβανικοί πληθυσμοί θα συνεχίσουν να προσβλέπουν πολύ εντονότερα προς φυσιολογική ενσωμάτωσή τους στα μητροπολιτικά κράτη. Η διατήρηση της Μικρής Γιουγκοσλαβίας αποτελεί τη μοναδική λύση για τη σταθερότητα στα Βαλκάνια.



Πως μπορώ να συνεισφέρω και εγώ στη LivePedi

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»