Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ (1875-1878) ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΞΕΡΙΖΩΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ (1914)
1. Η έκρηξη της Ανατολικής κρίσης (1875-1878) στα Βαλκάνια σηματοδότησε ουσιαστικές εξελίξεις και για το μελλοντίκο καθεστώς της Θράκης, οι οποίες έγιναν εμφανέστερες μετά τη βουλγαρική εξέγερση (1876), τις τρομακτικές σφαγές και τη διόγκωση του μουσουλμανικού φανατισμού, καθώς και την κορύφωση του ληστρικού φαινομένου.Η διάσκεψη της Κωσταντινουπόλεως (1876) και τα πορίσματά της για το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας και της Θράκης που προέβλεπαν τη συγκρότηση βουλγαρικού κράτους, το οποίο θα εκτεινόταν στα νότια της οροσειράς των Βαλκανίων, προσαρτώντας σημαντικό τμήμα του μακεδονίκου και του θρακικού χώρου, κινητοποίησαν τον θρακικό ελληνισμό προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι Θράκες διατράνωναν προς το Πατριαρχείο, την Πύλη και την επίσημη ελληνίκη πολιτική την πεποίθησή τους να μην επιτρέψουν την απόσπαση ελληνικών επαρχιών της Θράκης από την Οθωμανική αυτοκρατορία και την απόδοσή τους σε μελλοντικές σλαβικές επαρχίες.με έγγραφες αναφορές τους προς την Πύλη διαμαρτυρήθηκαν για την προβλεπόμενη ενσωμάτωση της περιοχής τους με τη Βουλγαρία και ενημέρωσαν παράλληλα τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων στην Κωσταντινούπολη.
Σύμφωνα λοιπόν με την διάσκεψη της Κωσταντινουπόλεως (1876) προβλέφτηκε ότι το ανατολικό βιλαέτι του υπο συγκρότηση βουλγαρικού κράτους θα είχε προτεύουσα το Τίρνοβο και θα συγκροτούνταν από τα σαντζάκια Ρουχτσουκίου, Τιρνόβου, Τούζλας, Βάρνας, Σλίβεν, Φιλιππουπόλεως (εκτός από το Σουλτάν Γερή και το Αχή Τσελεμπή) και τους καζάδες σαράντα Εκκλησιών, Μουσταφά Πασά και Κιζίλ Αγάτς. Η διάσταση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων στο ζήτημα της Θράκης επικεντρωνόταν στο γεγονός οτί οι Έλληνες θεωρούσαν οτι η Βουλγαρία εκτοινόταν ανάμεσα στην οροσειρά του Αίμου και τον Δούναβη και η Θράκη νότια του Αίμου έως το Αιγαίο. Αντίθετα οι βούλγαροι επιδίωκαν την επέκταση της δικαιοδοσίας του Βούλγαρου Εξάρχου εκτός από τη μεταξύ Αίμου - Δούναβη χώρα και στο σύνολο σχεδών της Θράκης και της Μακεδονίας, με το αιτιολογικό ότι η πλειοψηφία του πλυθυσμού σε ολόκληρο εκείνο γεωγραφικό χώρο ήταν βουλγαρική. Παρόλα αυτά, ο Ρώσος πρεσβευτής της Κωσταντινουπόλεως, Ιγνάτιεφ, υπέρμαχος του πανσλαβισμού και υποστηρικτής των βουλγαρικών συμφερόντων, στηριζόμενος στον εθνολογίκο χάρτη τουΑυστριακού γεωγράφου Η. Κiepert, που εμφάνιζε εντυπωσιακή την βουλγαρική παρουσία μέχρι τα παράλια του Αιγαίου, επωφελήθηκε από τις διεθνείς συγκυρίες για να επιβάλει τις θέσεις του στους κόλπους της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Βέβαια, αν και η διάσκεψη της Κωσταντινουπόλεως δεν είχε αφορμή λόγο της πολιτειακής μεταβολής στην Τουρκία με την εμφάνιση του μεταρρυθμιστή Μίντατ πασά, έδειξε ωστόσο καθαρά τις μελλοντικές προθέσεις των μεγάλων δυνάμεων σχετικά με την τύχη των υπόδουλων ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Θράκης.
Αυτό φάνηκε καθαρά κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, όταν τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν αρχικά τη Βόρεια Θράκη και αργότερα την Αδριανούπολη. Οι βουλγαρικοί πληθυσμοί με αναπτερωμένο τοηθίκο έσπευδαν να εξοπλιστούν για να πολεμήσουν τους Τούρκους, ενώ οι Ρώσοι εγκαθιστούσαν τους βουλγαρικούς μηχανισμούς σε κάθε αστικό κέντρο, το οποίο καταλάμβαναν σε βάρος Οθωμανών και Ελλήνων. Στην Αδριανούπολη, στον Στενήμαχο, στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), στο Ορτάκιοϊ, στο Διδυμότειχο και ιδιαίτερα στη Φιλιππούπολη οι ρωσικές δυνάμεις κατοχής τηρούσαν καθαρα ανθελληνική στάση, αποκλείοντας την εκπροσώπηση του ελληνικού στοιχείου από τα κατά τόπους δημοτικά συμβούλια και προωθώντας με κάθε τρόπο τον εκβουλγαρισμό των περιοχών αυτών. Με την υπογραφή των προκαταρτικών όρων της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου (19 Φεβρουαρίου / 3 Μαρτίου), οι οποίοι πρόβλεψαν ανάμεσα σε άλλα και την ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας με εκτεταμένες θρακικές περιοχές, κινητοποιήθηκε και πάλι ολόκληρος ο θρακικός ελληνισμός και ενημέρωσε τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων, τους ελληνικούς συλλόγούς Κωσταντινουπόλεως και την ελληνική κυβέρνηση και με τη δημοσίευση στατιστικών και εθνολογίκων χαρτών. Οι ελληνικές κοινότητες της Αδριανουπόλεως, της Φιλιπουπόλεως, της Αγχιάλου, του Πύργου, της Σωζοπόλεως της Μεσημβρίας και ολόκληρης της νότιας Θράκης αντέδρασαν σθεναρά και διατράνωσαν την αντίθεση τους στα τετελεσμένα γεγονότα με έγγραφες διαμαρτυρίες τους , επισημαίνοντας παράλληλα την εξαθλίωση, την οποία είχαν υποστεί από την κατοχή των ρωσικών στρατευμάτων. Ακόμα και οι Πομάκοι, οι σλαβόφωνοι εκείνοι μουσουλμάνοι, οι οποίοι υπέστησαν τις ισλαμικές και σλαβικές επιδράσεις, επαναστάτησαν και ίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη Δημοκρατία από 21 χωριά (1878), που διατηρήθηκε μέχρι την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία (1885). Οι Πομάκοι εκδήλωσαν ακόμη τις προθέσεις τους να ενταχθούν στην ελληνική παρά στη βουλγαρική κυριαρχία και ζήτησαν να μη συμπεριληφθεί η περιοχή τους (σημερινή βουλγαρική Θράκη και τμήμα της ελληνικής Θράκης) στην υπο συγκρότηση μεγάλη Βουλγαρία.
Συνταρακτική υπήρξε η παρακάτω επιστολή των Ελλήνων κατοίκων της Σωζοπόλεως από 5/17 Μαίου 1878 προς τον Άγγλο πρέσβη στην Κωσταντινούπολη, οπού μεταξύ άλλων αναφέρωνται και τα παρακάτω: «... αίφνης η Ρωσσική Κυβέρνησις δια της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου επέθηκεν επι του τραχήλου του Ελληνισμού βαρύτερον βουλγαρικόν ζυγόν δια της οποίας συνθήκης πάσαι αι από Αίμου, Ευξείνου, Αιγαίου Πελάγους μέχρι Ολύμπου Ελληνικαί ημών χώραι, ου μόνον συμπεριλαμβάνονταν εις την ούτως υπό της Ρωσσίας ανακηρυχθείσαν Βουλγαρικήν Ηγεμονίαν αλλ’υποδουλούνται υπ’ αυτή αι ελληνικόταται Θράκη και Μακεδονία μετά των μεγάλων και ιστορικών αυτών πόλεων και των δύο εκατομύρια κατοίκων καθαρώς Ελλήνων, ίνα ενωθώσι μετά της εκείθεν του Αίμου υπέρ Βουλγαρίας, ώστε ο όγκος της καθαράς Βουλγαρίαςμετά του σχετικώς πλεονάζοντος κατάτα βορειότερα της Θράκης και της Μακεδονίας (της άνω του ποταμού Τσίντζα και Φιλιππουπόλεως χώραν) να ισοφαρίση, αν όχι πλειοψηφήση των Ελλήνων.
Ότι δε δια της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου η Ρωσσική Κυβέρνησης προέθετο την υποταγήν και υποδούλωσιν του Ελληνισμού υπό του Βουλγαρισμού, εξάγεται και εκ των εξής: Διότι, ου μόνον από της αφίξεως των Ρωσσικών στρατευμάτων διωρίσθησαν προσωρινά διοικητικά συμβούλια, εν οις τα πλείστα μέληελήφθησαν εκ Βουλγάρων εντελώς αμαθών των πλείστων, αλλά και μετά την άφιξιν των εκ της Ρωσσίας διοργανωτών της κατ’αυτοίς Βουλγαρίας, ο της επαρχίας ημών Πύργου (Burgas) Ευξείνου Πόντου Διοικητής (Νατσάλιγκας), προσκαλεσάμενος αντιπροσώπους των διαφόρων κοινοτήτων, όπως εκλέξωσι τα τακτικάδιοικητικά και δικαστικά συμβούλια, σαφέστατα εδήλωσεν ότι επειδή ευνοεί την θρακικήν ημών χώραν ως Βουλγαρίαν η επαρχία οφείλει να εκλέξει ανά τρία μέλη εις έκαστον συμβούλιον εκ Βουλγάρων και ανά εν εξ Ελλήνων, καθόσον τοιαύται εισίν αι διαταγαί της Κυβερνήσεως του.
Κατά την ψηφοφορίαν ουδόλώς υπ’όψιν τον πληθυσμόν, αλλ’επειδή κατά την χώραν υπάρχουσι πολλά χωρία εκ 5 και 10 οικίων, οικούμενα εκ Βουλγάρων υπηρετούντων εις πολλά τούτων εις γαιοκτήμονας Έλληνας εχορήγησενεις τοιαύτα τα χωρία το αυτό δικαίωμα της ισοψηφίας, οίον και προς πόλεις Ελληνικάς εκ πέντε και πλέον χιλιάδων ψυχών οικούμενας, μεθ’όλας τας διαμαρτυρήσεις των Ελλήνων αντιπροσώπων, ενώ αν ελαμβάνετο υπ’όψην ο πληθυσμός ήθελε παραχθή το εναντίον αποτέλεσμα ως όντων υπερδιπλάσιων των Ελλήνων. Μετά δε την εκλογήν των ουτωσί συμβουλίων, διωρίθησαν εις την πρωτεύουσαν Πύργον, πόλιν ελληνικήν εις ην οικούσιν ολίγοι επήλυδες ελληνόφωνοι Βούλγαροι, άπαντες οι υπάλληλοι των διαφόρων κλάδων της υπηρεσίας εκ Βουλγάρων, πολυαριθμότεροι και πλουσίως μισθοδοτούμενοι και αμέσως ήρξατο (ο διοικητής) συντάσσων και πέμπτωνδιαταγάς εις την βουλγαρικήν γλώσσαν, ην ανεκήρυξεν ως επίσημον και επικρατούσαν και την οποίαν ουδ’άυταί αι βουλγαρικαί κοινώτητες αναγιγνώσκουσι, διότι και παρ’αυταίς γραφομένη είναι η ελληνική, πιέζων ημάς τους Έλληνες όπως εγκαταλίπωμεν και απαρνηθώμεντον Εθνισμόν που μας επιβάλλει φόρους άνευ ουδενός νόμου...
Καθόσον αφορά τας αιματηράς θυσίας των Βουλγάρων, ας η Ρωσσία έλαβεν ως ενδόσιμον, όπως αξιώση αυτούς ελευθερίας, αν παραλίπωμεν τους χυθέντας ποταμούς Ελληνικών Αιμάτων επι πέντε αιώνας, αν παραλίπωμεν τας σφαγάς της Χίου, Ψαρών και των αλλαχού ελληνικών χωρών, τα εκούσια ολοκαυτόματα του Μεσολογγίου και του Αρκαδίου και εν γένει τα όρη και τα πεδία απάσης της από Αίμου μεχρις αυτής της Μ. Ασίας και Ιονίου πελάγους χώρας, ατίνα εισί πεποτισμένα υπό του αίματος των πατέρων και των συγχρόνων ημίν και κεκαλυμμένα υπό οστών ελληνικών και επί των τελευταίων ετών, παραβαλλόμεναι αι σφαγαλι της Καβάρνης, Ευσταθοχωρίου, Προτίβου,η γενική σφαγή της βιζύης και άλλων ελληνικών χωρώνκατά πολύ υπερβαίνουσι τας διακωδωνισθείσας σφαγάς του Οτλούκιοϊ και Βατάκ, τας κατά την γελοίαν εβδομαδιαίαν υπό της Ρωσσίας υποκινηθείσαν βουλγαρικήν ανταρσίαν το 1876.
Ούτως ανακηρύττουσα η Ρωσσία ηγεμονίαν βουλγαρικήν και υποδουλούσα τους πολυπληθέστερους Έλληνας της Θράκης και Μακεδονίας υπό τον βουλγαρικόν ζυγόν, όστις μετ’ολίγον θα χρησιμεύση τη Ρωσσία ως γέφυρα προς κατάκτησιν της ημών χώρας και τελείαν υποδούλωσιν της ανατολής, σαφέστατα αποκαλύπτει τους πατροπαράδοτους κατακτητικούς σκοπούς αυτής.
Όθεν, αποτελούντες μέρος εξ αδιαιρέτου του καθ’άπασαν την Θράκην και Μακεδονίαν Ελληνικού Έθνους, εξ ονόματος αυτού και δικαιώματι της εθνικής ημών κυριαρχίας, διαμαρτυρόμεθα ενώπιον της Θείας δικαιοσύνης και του ευγενούς, φιλελεύθερου και ενδόξου Αγγλικού Έθνους και δι’αυτού ενώπιον πασών των ευεργετίδων και προστατίδων του Ελληνισμού ευρωπαϊκών δυνάμεων, κατά της τοιαύτης παρανόμου και αδίκου υποδουλώσεως του Ελληνισμού της Θράκης...»
2. Τελικά, ενώ εξελίσσονταιήδη από υις αρχές του 1878 τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, το συνέδριο του Βερολίνου αποφάσισε τον Ιούλιο του 1878 να παραμείνει η Θράκη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, με εξαίρεση το βόρειο τμήμα της που θα αυτονομούνταν. Έτσι αποφασίστηκε ότι στα νότια της βουλγαρικής η ηγεμονίας (βόρεια του Αίμου) θα σχηματιζόταν μια αυτόνομη επαρχία, η «Ανατολική Ρωμυλία»-ορθότερα Ρουμελία από το ρουμελή (=γη Ρωμαίων)- η οποία θα είχε ως νότιο σύνορο τον Εύξεινο Πόντο, στα νότια της Σωζοπόλεως, που θα ακολουθούσε την οροσειρά της Ροδόπης και θα κατευθυνόταν έπειτα στα βόρεια μέχρι τα σύνορα της βουλγαρικής ηγεμονίας στο ύψος των πηγών του Νέστου. Η συγκρότηση της Ανατολικής Ρωμυλίας οφειλόταν σε αγγλική πρωτοβουλία, που προσδοκούσε στη μελλοντική αφομοίωση των εκεί βουλγαρικών πληθυσμών από τους πολυπληθέστερους ελληνικούς και μουσουλμανικούς, με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα την αναχαίτηση της ρωσικής επιρροής στα νότια του Αίμου.
Η εσωτερική οργάνωση και διοίκηση της αυτοδιοικούμενης επαρχίας μπήκε σε νέες βάσεις με κύριο στόχο την εκπόνηση εσωτερικού οργανισμού, ο οποίος θα προέβλεπε το διορισμό από το σουλτάνο (έπειτα από ευρωπαϊκή έγκριση) γένικου διοικητή με θητεία 5 ετών, τη σύσταση σώματος χωροφυλακής και τοπικής εθνοφρουράς από ντόπιους πολίτες και αξιωματικούς διορισμένους από το σουλτάνο -η σύνθεση των δύο σώματων θα γινόταν σύμφονα με το πλειοψηφούν θρήσκευμα κάθε περιοχής -, τη διασφάλιση του δικαιώματος του σουλτάνου να διατηρεί στρατεύματα και να ανεγείρει οχυρώσεις στα χερσαία και στα θαλασσια σύνορα της επαρχίας, τη δυνατότητα του γενικού διοικητή της Ανατολικής Ρωμυλίας να επικαλεστεί σε περίπτωση εσωτερικής ή εξωτερικής απειλής τη βοήθεια του σουλτάνου, καθώς και τη μέγιστη παραμονή των ρωσικών στρατευμάτων (που δεν θα υπερέβαιναν τις 50.000 άντρες) σε 9 μήνες μέτα την έναρξη της ισχύος της συνθήκης του Βερολίνου. Μέτα την πάροδο των 9 αυτών μηνών ο ρωσικός στρατός όφειλε να αποχωρίσει από την Ανατολική Ρωμυλία και την βουλγαρική ηγεμονία.
Παρόλ’ αυτά ο ρωσικός στρατός παρέμεινε στην Ανατολική Ρωμυλία μέχρι το καλοκαίρι του 1879 και η μεροληπτική παρουσία των αξιωματικών του προετοίμασε τον εκβουλγαρισμό των διοικητικών μηχανισμών της επαρχίας εκείνης. Σε καμμιά από τις εσωτερικές διατάξεις δεν γινόταν μνεία για το οικονομικά και πολιτισμικά ευρωστότερο ελληνικό στοιχείο της Βόρειας Θράκης, ενώ άρχισε σταδιακά να μεταναστεύει το μουσουλμανικό στοιχείο προς την Ανατολική και την Δυτική Θράκη. Στα διπλωματικά παρασκήνια της τριμερούς συνθήκης Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας (18 Ιουνίου 1881) παίχθηκε στην κυριολεξία το πολιτικό μέλλον της βόρειας Θράκης, εφόσον δόθηκε η δυνατότητα στην Αυστρία να προσαρτήσει τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη και στη βουλγαρική ηγεμονία να καταλάβει την Ανατολική Ρωμυλία.
Στο εσωτερικό της αυτοδιοικούμενης επαρχίας ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος της Φιλιππουπόλεως Αθ. Ματάλας αγωνιζόταν εις μάτην για την επιβολή καθεστώτος ίσης μεταχείρησης του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης, με την καθιέρωση και της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας και με τον καταρτισμό των διαφόρων δικαστηρίων και διοικητικών συμβουλίων με ίση συμμετοχή του ελληνικού και βουλγαρικού στοιχείου. Σύμφωνα με τον επίσημο οργανικό νόμο της Ανατολικής Ρωμυλίας (14/26 Απριλίου 1879), ο οποίος πρόβλεπε την συγκρότηση τοπαρχίας υπο την επικυριαρχία του σουλτάνου και τη διαίρεσή της σε 6 νομούς και 26 επαρχίες με πρωτεύουσες τη Φιλιππούπολη, το Τατάρ Παζαρζίκ, το Χάσκιοϊ, την Εσκή Ζαγρά, τη Σήλυμνο και τον Πύργο, διορίστηκε (για 5 χρόνια) χριστιανός διοικητής ο Αλέξ. Βογορίδης. Παρά το γεγονός ότι θεσπίστηκε καθεστός διοίκησης ανάλογα με την εθνολογική σύνθεση κάθε περιοχής και καθιερώθηκαν ως επίσημες γλώσσες η ελληνική, γαλλική, τουρκόκη, και βουλγαρική, παρατηρήθηκε ραγδαίος εκβουλγαρισμός της περιοχής και σταδιακή κατάληψη πολλών ελληνικών εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων από το βουλγαρικό στοιχείο. Η διαδικασία εκείνη διευκολύνθηκε αφάνταστα όχι μόνο από την παράταση της παραμονής του ρωσικού στρατού, όπως ήδη αναφέρθηκε, αλλά και από τη γενικότερη στάση του βουλγαρικής καταγωγής Αλέξ. Βογορίδη (Αλέκο πασά), με αποτέλεσμα να αποκλειστεί το ελληνικό στοιχείο από κάθε συμμετοχή στη διοικητηκή οργάνοση της αυτοδιοικούμενης εκείνης επαρχίας.
Παρά τις επίμονες προσπάθειες του Αθ. Ματάλα για το διορισμό Ελλήνων υπαλλήλων στην ανώτερη διοικητική βαθμίδα και τη διατήρηση του θεσμού των μεικτών δικαστηρίων και των παρέδρων δικαστών που ίσχυε για ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, ο ελληνισμός της Βόρειας Θράκης στάθηκε δύνατο να ανταπεξέλθει στις κρισιμότατες περιστάσεις, μολονότι αγωνίστηκε θαρραλέα και διαμαρτυρήθηκε πάμπολες φορές προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ανθελληνική στάση του βουλγαρικού στοιχείου εντάθηκε με την πρωτοβουλία των φανατικών οργανωτών των βουλγαρικών λεσχών και είχε ως αποτέλεσμα την έκρηξη οξύτατων ελληνοβουλγαρικών διαμαχών σε εκπαιδευτικό και κυρίως σε εκκλησιαστικό πεδίο μεταξύ 1880- 1884 σε διάφορα αστικά κέντρα (π.χ. στον Στενήμαχο και στο Καβακλή). Η δεινή εκείνη κατάσταση κορυφώθηκε με την πραξικοματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας εκ μέρους του βουλγαρικούστράτου, οπότε κηρύχθηκέ η επίσημη ένωση της περιοχής με τη βουλγαρική ηγεμονία από τον βούλγαρο ηγεμόνα Αλέξανδρο (Σεπτέμβριός 1885), ενώ είχαν ήδη προηγηθεί σοβαρότατα επεισόδια σε βάρος του ελληνισμού της Φιλιππουπόλεως κατά τον Απρίλιο του 1885.
H σύγχρονη με τα γεγονότα σερβοβουλγαρική πολεμική αντιπαράθεση και η ελληνική επιστράτευση δεν απέτρεψαν την καταναγκαστική στρατολόγηση Ελλήνων νέων στις τάξεις του βουλγαρικού στρατού, αλλά πολλοί Έλληνες αντιδρούσαν έντονα και κατέφεβγαν στο εξωτερικό και στην Ελλάδα,όπως συνέβηηκε στην Κούκλενα, στα Βοδενά, στη Φιλιππούπολη, στον Στενήμαχο και στη Σωζόπολη.Παρά τις σφοδρότατες αντιδράσεις των διαφόρων πληρεξουσιών της Βόρειας Θράκης και των Ελλήνων βουλευτών της Ανατολικής Ρωμυλίας προς τις βουλγαρικές αρχές, τους ευρωπαίους προξένους, την ελληνική κυβέρνηση, την Πυλη και προς το μονάρχη Αλεξ. Βάττεμβεργ, επιταχύνθηκε με ραγδαίο ρυθμό η διαδικασία αφομοίωσης των διοικητικών, οικονομικών, και πολιτικών θεσμών της Βόρειας Θράκης και η ένταξή τους στο βουλγαρικό κρατικό σύστημα. Με την κύρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο (Οκτώβριος 1908) καταλύθηκε οριστικά και ο όρος «Ανατολική Ρωμυλία».
3. Πραγματικά μετά το 1885 οριστικοποιήθηκε η διαδικασία εκβουλγαρισμού της Βόρειας Θράκης με διάφορα μέτρα, τα οποία έλαβαν κατά καιρούς οι βουλγαρικές κυβερνήσεις. Ανάμεσα σ’αυτά συγκαταλέγονται η υποχρεωτική φοίτηση όλων των Βουλγάρων υπηκόων (ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους) από 6-12 ετών στα βουλγαρικά δημοτικά σχολεία- το μέτρο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κλείσουν τα ελληνικά δημοτικά σχολεία-, η μη αναγνώριση των ορθοδόξων ελληνικών κοινωτήτων ως νομικών προσώπων, που είχε ως βασική συνέπεια τη διαρπαγή της ακίνητης περιουσίας τους και την απόρριψη των ελληνικών αγωγών από τα αρμόδια βουλγαρικά δικαστήρια, η αντικατάσταση όλων των Ελλήνων δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων από Βουλγάρους, ο εμπορικός αποκλεισμός του κυρίαρχου οικονομικά ελληνικού στοιχείου από τα παράλια του Ευξείνου Πόντου και ολόκληρης της Βόρειας Θράκης, η κατάληψη σημαντικότατων ελληνικών εκκλησιών και μοναστηριών στον Στενήμαχο, στη Φιλιππούπολη, στο Καβακλή, στην Κουκλένα και στα Βοδενά και η διαρκής συσσώρευση συμπαγών βουλγαρικών πληθυσμών από την κυρίως βουλγαρική ενδοχώρα στα επίκαιρα αστικά κέντρα του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Ρωμυλίας, με στόχο την εθνολογική αλλοίωση ολόκληρης της περιοχής.
Από το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 το πολιτικό καθεστώς του ελληνισμού της Βίρειας Θράκης παρουσίαζε διαρκή επιδείνωση. Αν και ο ελληνισμός εκείνος ζούσε την εποχή εκείνη κάτω από τραγικές συνθήκες, ανταποκρίθηκε στο εθνικό κάλεσμα του 1897 και έσπευσε -περίπου1200 ανατολικορωμελιώτες από τα Βοδενά, τον Στενήμαχο, την Κούκλενα, το Καβακλή, τη Φιλιππούποληκαι άλλες πόλεις- με επικεφαλής τον Στενημαχίτη Μιχ. Γκάνογλου, έφεδρο λοχαγό του ελληνικού στρατού, να πολεμήσει στο πλευρό των συμπατριωτών του. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν άρχισε η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1904- 1908) και σημειόθηκαν οι πρώτες σοβαρότατες νίκες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων σε βάρος των αντίστοιχων βουλγαρικών (στο Ζέλενιτς [Σκλήθρο], στην Όστιμα [Τρίγωνο], στο Ζέλοβο [Ανταρτικό] στα 1904 και στη Ζαγορίτσανη [Βασιλειάδα] στα 1905), δυναμιτίστηκε η βουλγαρική κοινή γνώμη αποτις αλλεπάληλες βουλγαρικές αποτυχίες στη Μακεδονία, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν το καλοκαίρι του 1906 οι τραγικοί και ανθελληνικοί διωγμοί στη Βόρεια Θράκη και κυρίως στη Φιλιππούπολη, στο Πύργο, στη Βάρνα και στη Αγχίαλο. Ελληνικές περιουσίες, σχολεία, εμπορικά καταστήματα, οικίες και εκκλησίες καταστράφηκαν ολοσχερώς από τη μανία του βουλγαρικού όχλουκαι λόγο των συλλαλητηρίων που οργάνωνε κατά του ελληνισμού. Τα γεγονότα ήταν προσχεδιασμένα από την επίσημη βουλγαρική πολιτική και είχαν ως αποκορύφομα την ολοσχερή καταστροφή της ελληνικής Αγχιάλου, παρά την σφοδρή αντίσταση που αντέταξαν οι Έλληνες κάτοικοί της (Ιούλιος 1906).
Ο ελληνισμός της Βόρειας Θράκης και ιδιαίτερα εκείνος της Αγχιάλου θρήνησε πόλλα αθώα θύματα κατά τους ανεξίτιλους στην ιστορική μνήμη ανθελληνικούς διωγμούς του 1906. Οι διαμαρτυρίες της επίσημης ελληνικής πολιτικής δεν στάθηκαν δυνατό ν`αναστείλουν την συνεχή λήψη ανθελληνικών μέτρων και πάλι στα 1914 αλλά και σε ολόκληρο το μεσοδιάστημα (1906-1914) εκ μέρους των βουλγαρικών αρχών.
Η συνθήκη του Neuily (1919) και η εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών επισφράγισε οριστικά την ιστορική παρουσία του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης , παρά το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες παρέμεινανστη Βουλγαρία και συνεχίζουν να διατηρούν και να εκφράζουν μέχρι σήμερα την εθνική ταυτότητά τους. Έτσι, μετά την καταστροφή της Αγχιάλου, οι πρόσφυγες Αγχιαλίτες ήλθαν στην Ελλάδα αρχικά στα 1906 και έπειτα μετά την ελληνοβουλγαρική σύμβαση του Neuily, η οποία προέβλεπε την εκούσια ανταλαγή των πληθυσμών (1919). Στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας παρέμειναν μετά το 1919, 364 ελληνικές οικογένειες. Οι Έλληνες του Πύργου ήλθαν στην Ελλάδα μετά το 1906 και κατά το χρονικό διάστημα 1923-1925. Λιγοστοί Βαρναίοι ήλθαν μετά το 1906 στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι αναφέρονται μετά τον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο (1913) και το τρίτο ρεύμα μνημονεύται μετά την υπογραφή της σύμβασης του Neuilly (1919).
Πολλοί κάτοικοι της ελληνικής Μεσημβρίας -στα 1906 ζούσαν εκεί 1000 έλληνες οικογένειες,11 βουλγαρικές και 7 τουρκικές-εγκατέλειψαν την πατρογονική εστία τους μετά την καταστροφή της Αγχιάλου, αλλά οι περισσότεροι εμφανίστηκαν στα 1925. Ανάλογο φαινόμενο παρατηρήθηκε και με τους Σωζοπολίτες, οι οποίοι ήλθαν αρχικά στην Ελλάδα μετά το 1906 μαζί με άλλους στρατιώτες τους από τον Πύργο, τη Βάρνα, το Μπαλτζίκ και τη Μεσημβρία και συνοικίστηκαν στην Ευξεινούπολη, κοντά στον Αλμυρό του Βόλου. Ο κύριος όγκος των Σωζοπολιτών ήλθε στην Ελλάδα στα 1925. Αρκετοί όμως, μεταξύ των οποίων και πολλοί Ελληνες υπήκοοι, οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα μεταναστεύσεως, παρέμειναν στη Σωζόπολη της Βουλγαρίας και διατήρησαν μέχρι σήμερα την ελληνικότητά τους. Πολλοί Έλληνες πρόσφυγες εγκατέλειψαν ακόμη μεταξύ 1906-1925 τον ελληνικό Στενήμαχο, τα Άνω Βοδενά, την ελληνική Κούκλενα καθώς και τον Καβακλή και ήλθαν στην Ελλάδα.
Σχόλια