ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
Οι Πατρίδες των Ελλήνων, Θεόδωρος Καρζής,
έκδ. Λιβάνης
Αφήνοντας την Πελαγονία και προχωρώντας προς τα δυτικά, η τελευταία μεσογειακή ζώνη που παρεμβάλλεται πριν από τις ακτές του Ιονίου και της Αδριατικής είναι η Ήπειρος, Νότια και Βόρεια. Εδώ οι απλόχωροι θρακομακεδονικοί κάμποι εξαφανίζονται, παραχωρώντας τη θέση τους σε κακοτράχαλα, απόκρημνα βουνά, που εικονογραφούν ένα ολότελα διαφορετικό σκηνικό. Γράμμος και Μιτσικέλι στο Νότο, Κεραύνια στο Βορρά είναι οι κυριότερες οροσειρές, πλαισιωμένες κι από ένα πλήθος ακόμη ορεινούς όγκους και πανύψηλα κορφοβούνια, το Σμόλικα, τη Νεμέρτσικα, το Γρίβα, το Πλατοβούνι. Οι ποταμοί είναι και αυτοί πιο άγριοι από τους ποταμούς της Μακεδονίας και της Θράκης: ο Καλαμάς, άλλοτε Θύαμις, ο Σκούμπης, ή Γενούσος, ο Αώος, ή Βογιούσα, ο Άψος, ή Σεμένης, ο Δεβόλης, ο Άραχθος. Μέσα σ’ έναν τέτοιο γεωφυσικό περίγυρο, οι άνθρωποι που κατοικούν στην περιοχή δεν μπορεί παρά να είναι τραχείς όσο κι εκείνος. Αλλιώς θα ήταν αδύνατο να επιβιώσουν.
Την αγριάδα του ηπειρωτικού τοπίου απαλύνουν οι δυο μεγάλες λίμνες: μια στο Νότο, η λίμνη των Ιωαννίνων, Παμβώτις για τους αρχαίους, και μια στο Βορρά — η Οχρίδα, ή Αχρίδα, άλλοτε Λυχνιδός, πάνω στη μεθόριο Ηπείρου και Πελαγονίας. Την τελευταία αυτή, για την οποία ήδη μιλήσαμε παραπάνω, περιγράφει ένας Γάλλος γεωγράφος με τα ακόλουθο λόγια:
“Η λίμνη της Αχρίδας, η μεγαλύτερη υδάτινη ζώνη της Αλβανίας έχει παραβληθεί με τη λίμνη της Γενεύης. Τα νερά της, πιο γαλάζια από κείνα της λίμνης Λεμάν, είναι συγχρόνως και‚ πιο διάφανα: στα 15-20 μέτρα ξεχωρίζεις τα ψάρια που κινούνται κοντά στο βυθό. Απ’ αυτό και το αρχαίο ελληνικό της όνομα Λυχνιδός.”
Από νωρίς, η ελληνική Μυθολογία συνέδεσε διάφορες περιπέτειες ηρώων της με την ηπειρωτική γη. Στην Ήπειρο τοποθετούσε τον Άδη, κοντά στον ποταμό Αχέροντα. Στην Ήπειρο πήγε ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, επιστρέφοντας νικητής από την Τροία. Από την Ήπειρο πέρασε ο “Πολυμήχανος” Οδυσσέας, που ένας μύθος τον ήθελε να παντρεύεται τη βασίλισσα των Θεσπρωτών Καλλιδίκη και να πολεμάει στο πλευρό της τους βάρβαρους Βρυγούς, αλλά τελικά να ξαναγυρίζει στον παντοτινό αντικειμενικό σκοπό του, την Ιθάκη.
Αρχαιότατη είναι η ιστορία των Ηπειρωτών, μολονότι όχι πολύ ξεκαθαρισμένη, ακόμη και στους ιστορικούς χρόνους. Εκείνο που τονίζουν σι αρχαίοι συγγραφείς —Θεόπομπος, Στράβωνας, Θουκυδίδης και άλλοι— είναι ότι στην Ήπειρο κατοικούσαν διάφορες φυλές, ίσως να έφταναν σε αριθμό και τις δεκατέσσερις, συχνά αντίμαχες μεταξύ τους, όπως συνέβαινε και στη Μακεδονία-Θράκη. Από τους ηπειρωτικούς αυτούς πληθυσμούς ξεχώρισαν οι Βορειοηπειρώτες Χάονες (που τον -6ο — -5ο αιώνα εμφανίζονται ως σύμμαχοι των νησιωτών γειτόνων τους Κερκυραίων) και οι Νοτιοηπειρώτες Θεσπρωτοί και Μολοσσοί.
Για την προέλευση των Ηπειρωτών, οι γνώμες διχάζονται. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι κατάγονται από βάρβαρους Ιλλυριούς που κατέβηκαν από το Βορρά, ενώ μερικοί πιστεύουν ότι ήταν εξυπαρχής Έλληνες. Ο Θουκυδίδης τους ονομάζει “βαρβάρους” και “βαρβαρογλώσσους’’ “, αλλ’ αυτό δεν αποτελεί ατράνταχτη απόδειξη μη ελληνικότητας, μια που ο ίδιος χαρακτηρίζει “βαρβάρους” και τους Ακαρνάνες, ενώ άλλοι αρχαίοι συγγραφείς δε θεωρούσαν Έλληνες ούτε τους Αιτωλούς. Οπωσδήποτε, από τον -4ο αιώνα αρχίζει ένας ραγδαίος εξελληνισμός των ηπειρωτικών φύλων και μετά το -375, οπότε ο βασιλιάς των Μολοσσών Αλκέτας ίδρυσε τη Μεγάλη Ηπειρωτική Συμμαχία, οι χωριστές ονομασίες ξεχνιούνται, για ν’ αποχτήσουν οριστικά οι κάτοικοι της περιοχής το κοινό όνομα Ηπειρώται.
Έρχεται ύστερα η μακεδονική Περίοδος και ο Φίλιππος Β’ έχει στο πλευρό του, σύζυγο και βασίλισσα, μια Ηπειρώτισσα, την Ολυμπιάδα, που Θα δώσει το φως στον κατακτητή Αλέξανδρο• κάτι, ωστόσο, που δε σώζει την Ήπειρο από την υποταγή στους τρομερούς Μακεδόνες. Λίγο αργότερα, την εποχή του αλληλοσπαραγμού των αλεξανδρινών επιγόνων, η Ήπειρος θα γεννήσει έναν εκπληκτικό στρατιωτικό εγκέφαλο, για μερικούς ισάξιο του Αλέξανδρου, τον Πύρρο.
Ο Βασιλιάς Πύρρος (-318 — -272) ήταν ο άνθρωπος που γεννήθηκε για να κάνει μεγάλα έργα και τελικά δεν έκανε ούτε μικρά — όπως έχει συμβεί και θα συμβαίνει πάντα με τόσους και τόσους συνανθρώπους του. Η αιτία ήταν ότι τα μοναδικά προσόντα του εξουδετερώνονταν από τα μοναδικά ελαττώματά του. Ολόκληρη η ζωή του Πύρρου υπήρξε μια ατέρμονη επεισοδιακή Περιπέτεια. Έχασε το θρόνο του μόλις 12χρονος και κατέφυγε στην αυλή ενός συγγενή του βασιλιά των Ιλλυριών, που τον μεγάλωσε και, αργότερα, τον βοήθησε να ξανακερδίσει την ηγεμονία της Ηπείρου. Η πρώτη του δουλειά ως ενήλικος πια μονάρχης ήταν να επιχειρήσει έναν αστραπιαίο πόλεμο στη Μακεδονία και να την κυριέψει, χωρίς όμως να καταφέρει και να την κρατήσει. Νικητής διωγμένος από τη χώρα που νίκησε, αποφασίζει να επαναλάβει στη Δύση τα κατορθώματα του Αλέξανδρου στην Ανατολή κι εκστρατεύει στην Ιταλία, με συμμάχους τους Ταραντίνους, που τους είχαν επιτεθεί οι Ρωμαίοι. Έχοντας μαζί του ελέφαντες, όπλο άγνωστο μέχρι τότε στην ιταλική χερσόνησο, πανικοβάλλει τις ρωμαικές λεγεώνες και τις νικάει δυο φορές, στην Ηράκλεια και στο Άσκλο (-280 — -279), αλλά με τόσο βαριές δικές του απώλειες, ώστε να τρομάξει και ο ίδιος και να προφέρει την ιστορική εκείνη φράση που μας έχει διασώσει ο βιογράφος του Πλούταρχος: ‘’Άλλη μια τέτοια νίκη και χαθήκαμε!”
Παρόλ’ αυτά, οι “πύρρειες” νίκες του δεν τον συνετίζουν. Περνάει από την Ιταλία στη Σικελία, όπου οι Συρακούσιοι του ζητούσαν να τους βοηθήσει για ν’ αποκρούσουν τους Καρχηδόνιους, κι εκεί, μέσα σε ελάχιστο διάστημα, ο υπεροπτικός χαρακτήρας και η αρπαχτική βουλιμία του “συμμάχου’’ τον κάνουν μισητό στον πληθυσμό, που δεν κρύβει καθόλου τη μεταβολή των αισθημάτων του. Ξαναφεύγει τότε για την Ιταλία, όπου, τη φορά αυτή, οι Ρωμαίοι παίρνουν στο Βενεβέντο (-275) μια πολύ καλή “ρεβάνς”. Επιστρέφει στην Ήπειρο νικημένος, αλλά, μη μπορώντας ν’ αντισταθεί στο κατακτητικό σαράκι που τον κατάτρωγε, εκστρατεύει πάλι στη Μακεδονία και την υποτάσσει για δεύτερη φορά (-274). Αμέσως μετά ξεκινάει για την Πελοπόννησο, όπου, όμως, οι εχθροί του Σπαρτιάτες του επιφυλάσσουν μια πραγματική πανωλεθρία στη Σελλασία και, τέλος, εισβάλλοντας στο Άργος, δέχεται στο κεφάλι ένα κεραμίδι από κάποια σκληροτράχηλη Αργείτισσα, που τον αφήνει στον τόπο.
Την άσκοπη κατακτητική μανία του Πύρρου έχει περιγράψει πολύ ζωντανά ο Γάλλος συγγραφέας-ποιητής Μπουαλό (Boileau - Despreaux, 1636-1711) σε μια έμμετρη σάτιρα, όπου τον βάζει να συνομιλεί με τον έμπιστό του Κινέα, το “λογικό σύμβουλο ενός παράλογου βασιλιά”18. Αφού ο Πύρρος τού εκθέτει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την κατάκτηση του κόσμου, ο Κινέας τον ρωτάει “και τι δηλαδή θα γίνει, αν υποτεθεί ότι όλα τούτα πραγματοποιηθούν”. Αμήχανος λίγο, γιατί αυτό δεν το είχε σκεφτεί, ο Πύρρος απαντάει ότι “τότε πια, νικητές, χαρούμενοι, θα μπορούμε να γελάμε με την καρδιά μας και να καλοπερνάμε”. Οπότε, ο εκπρόσωπος της Λογικής, με ήρεμο χιούμορ:
‘’Αφέντη, δίχως απ’ την Ήπειρο
έξω να γυρίζεις
από τώρα ολημερίς
ποιος σ’ εμποδάει να χαχανίζεις;”
Από πολύ νωρίς, οι Έλληνες της Ηπείρου άρχισαν ν’ απλώνονται βαθμιαία προς το Βορρά και να εποικίζουν με πολυάνθρωπες κοινότητες τη γη των Ιλλυριών, προγόνων, καθώς φαίνεται, των σημερινών Αλβανών. Η Επίδαμνος, εκεί όπου τώρα είναι το Δυρράχιο, το Βουθρωτό, στους Αγίους Σαράντα, η Απολλωνία, στο Φιέρι, η Αντιπατρία, στο Μπεράτι, η Αντιγόνεια, στο Τεπελένι, είναι μερικές από τις πολιτείες που ίδρυσαν οι Έλληνες στη Βόρεια Ήπειρο, από το “χρυσό αιώνα” μέχρι τη μακεδονική εποχή. Όπως ήταν φυσικό, ο εποικισμός αυτός τους έφερε σε άμεση και στενή επαφή με τους ορεινούς Ιλλυριούς, τους “βαρβάρους” του Θουκυδίδη, που πολλούς αιώνες αργότερα θα υιοθετούσαν το όνομα Σκιπετάροι.
Οι Αλβανοί, συγκάτοικοι των Ελλήνων στην Βόρεια Ήπειρο, είναι ένας λαός με αναμφισβήτητες αρετές, όπως η αντρειοσύνη, η περηφάνια, το φιλότιμο, το πάθος της ελευθερίας. καθώς και με αναμφισβήτητα ελαττώματα, όπως η προσκόλληση σε αποκρυσταλλωμένα σχήματα, η αδιαφορία για τη μόρφωση και η απώθηση για ένα από τα
στοιχεία εκπολιτισμού της ανθρώπινης φυλής, τη θάλασσα. Σε όλο το μακραίωνο βίο του, ο αλβανικός λαός έμεινε λαός πολεμιστών, ακόμη και κάτω από την τουρκική κυριαρχία, οπότε πολεμούσε, πότε για την ημισέληνο, πότε εναντίον της. Έγραφε ένας Ιταλός συγγραφέας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που άρχιζε ένα ιταλοαλβανικό πολιτικό ειδύλλιο:
“Ο Αλβανός είναι από τη φύση του στρατιώτης. Ο τραχύς χαρακτήρας του και η εξαιρετική του ρώμη φαίνονται να τον έχουν προορισμένο για στρατιωτική υπηρεσία.’’
Κι ένας άλλος, Γάλλος αυτός:
“Γενναίος, ανεξάρτητος, περήφανος για την ελευθερία τον, ο Αλβανός, είτε χριστιανός, είτε μουσουλμάνος, θέλει να ζει ελεύθερος και ήσυχος στα βουνά του. Δε θέλει, ούτε την τυραννία της Κωνσταντινούπολης, ούτε τη σλαβική κυριαρχία.”
Το όνομα Σκιπετάροι το πήραν οι Αλβανοί στα νεότερα χρόνια. Προέρχεται από την αρχαία ιλλυρική λέξη shkype, που σημαίνει αυτός, ενώ η σύνθετη Shkypetar μπορεί ν’ αποδοθεί “Γιος του αιτού”. Όμως, ταυτόχρονα, σημαίνει και “άνθρωπος βουνίσιος’ καθώς και “άνθρωπος συνετός”.
Εθνικός ήρωας της Αλβανίας είναι ο μεσαιωνικός ηγεμόνας Γεώργιος Καστριώτης, ή Σκεντέρμπεης (1414-1467), άτομο προικισμένο με στρατηγική μεγαλοφυία, που κατόρθωσε ν’ αντισταθεί για ένα τέταρτο αιώνα (1443-1468) στην τουρκική πλημμυρίδα, όταν όλοι οι γύρω λαοί είχαν από καιρό υποταχτεί [sic]. Η αλβανική αντίσταση συντρίφτηκε μόνο μετά το θάνατο του Σκεντέρμπεη, οπότε οι Τούρκοι πέτυχαν επιτέλους να κυριέψουν την ορεινή και οχυρή πρωτεύουσά του Κρόια, ή Κρούγια. Άλλο διάσημο πρόσωπο που γέννησε η Αλβανία είναι ο Αλή-πασάς Τεπελενλής (δηλαδή από το Τεπελένι), ο μεγαλοπράγμονας και πολυπράγμονας εκείνος πολιτικός, ο δαιμόνιος οργανωτής, ο θηριώδης καταπιεστής και κτηνώδης σφαγέας, που τόσο ταλαιπώρησε τους Έλληνες Ηπειρώτες — αλλά και τον αφέντη του σουλτάνο.
‘’Ούτος—γράφει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Άμαντος— υπηρέτησε το τουρκικόν Κράτος μετά πολλής επιτηδειότητος και έγινεν εις ανταμοιβήν των υπηρεσιών του Πασάς Τρικάλων. ‘Ως τοιούτος εκμεταλεύθη και διήρπασε την Θεσσαλίαν, και έπειτα κατώρθωσε να γένη Πασάς Ιωαννίνων (1788). Το 1788 απετίναξε τον ζυγόν τής Πύλης, την οποίαν εξηπάτησε κατά διαφόρους τρόπους, προ πάντων διά χρημάτων, ίνα έχη ελευθερίαν κινήσεως, έως ότου καταστή ισχυρός. Άλλοτε υπηρέτει την Πύλην (...), άλλοτε συνειργάζετο (...) κατά τής Πύλης• επίσης συνειργάσθη και με τούς Σουλιώτας, πριν κυριεύση το Σούλι, το 1803. ‘Ο Άλής κατέστρεψε πολλούς Αλβανούς βέηδες διά να διαρπάση την περιουσίαν των, διά τον αυτόν δε λόγον, όχι εξ εθνικών, ή θρησκευτικών υπολογισμών, κατέστρεψε και πολύν Έλληνισμόν της Ηπείρου. Ή εμφάνισις όμως και δράσις τού Αλί Πασά ωφέλησεν εξ άλλου τον Έλληνισμόν, όχι μόνον διότι χρησιμοποίησε πολλούς Έλληνας εις τον αγώνα κατά των Τούρκων και εγύμνασε τρόπον τινά αυτούς εις τον στρατιωτικόν βίον, αλλά και διότι διά των αγώνων του κατά των Τούρκων κάλυψεν επί τινα καιρόν και υπεβοήθησεν ασυνειδήτως τας επαναστατικάς ενεργείας των Ελλήνων. Το 1821 ό Χουρσίτ Πασάς κατώρθωσε να πολιορκήση τον Αλίν εις τα Ιωάννινα και να τον αναγκάση να παραδοθή• την στιγμήν τής παραδόσεως εδολοφονήθη, εις ηλικίαν 81 ετών.”
Κατακτημένοι από τους Τούρκους, οι Αλβανοί κατάφεραν ωστόσο να διατηρήσουν σε μεγάλο βαθμό την τοπική ανεξαρτησία τους, χάρη στο ορεινό τους έδαφος και, ταυτόχρονα, χάρη στην προσχώρηση ενός σημαντικού αριθμού απ’ αυτούς στη μουσουλμανική θρησκεία. Οι τελευταίοι συγκρότησαν τα σώματα των λεγόμενων “Τουρκαλβανών”, που συνήθως κατατυραννούσαν τους άμαχους ελληνικούς πληθυσμούς, τόσο, ή και περισσότερο από τους αφέντες τους Τούρκους.
“Εδώ και τέσσερις αιώνες —παρατηρούσε Το 1886 ένας Γάλλος επισκέπτης της Βόρειας Ηπείρου, ή Νότιας Αλβανίας— η Κωνσταντινούπολη θεωρεί την Αλβανία επαρχία της Αυτοκρατορίας. Οι Αλβανοί τους αφήνουν να λένε, γιατί κατά βάθος σε τίποτα δεν αναγνωρίζουν την κυριαρχία της Πύλης: οι ορεινές φυλές ζουν σε ανεξάρτητες ομοσπονδίες, χωρίς να πληρώνουν παρά ελάχιστους φόρους, έτοιμες πάντα ν’ αμφισβητήσουν την κυριαρχία των Τούρκων. Τα ήθη των λαών αυτών είναι πολεμικά (αλλά και) πολύ περίεργα. Δεν έχουν καμιά σχέση με τα ήθη των άλλων βαλκανικών λαών (...) Βρίσκει κανείς Αλβανούς μουσουλμάνους, ορθόδοξους και καθολικούς…
Ανάμεσα στα ιδιόρρυθμα ήθη σου διατήρησαν οι Αλβανοί κάτω από την τουρκική κυριαρχία ήταν και μια απροκάλυπτη περιφρόνησή τους για τις γυναίκες —“σχεδόν απέχθεια”, αναφέρει ένας Άγγλος λόρδος, που επισκέφτηκε τον 19ο αιώνα την Αλβανία.
Παρόλ’ αυτά, το παλιό δημοτικό τραγούδι που θα διαβάσουμε αμέσως δείχνει πως οι Αλβανές προτιμούσαν να παίζουν το ρόλο του ρωμαικού res (= αντικειμένου) για τους δικούς τους άντρες, παρά το ρόλο του δοχείου ηδονής για τους ξένους κατακτητές:
Δεν είμαι εγώ για τον μπέη!
Είμαι για εκείνον που μ’ αγόρασε,
που μ’ αγόρασε με χρήμα, με τρακόσα κολονάτα...
Η εξαγορά της νύφης από τον γαμπρό ήταν έθιμο πανάρχαιο κι εφαρμοζόταν σε πολλές περιοχές της Αλβανίας. Μέχρι πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τιμή μιας κοπέλας κυμαινόταν από 100 μέχρι 300 φράγκα της εποχής, μερικές φορές και περισσότερα, αν ο γαμπρός τύχαινε να είναι πλούσιος. Γενικά, όμως, ο γάμος στα απρόσιτα κορφοβούνια της Αλβανίας ήταν υπόθεση δύσκολη, όχι μόνο για την αντιπάθεια του άντρα προς τη γυναίκα, όχι μόνο για το κόστος της νύφης, αλλά και για την εθιμική απαγόρευση της επιμιξίας ανάμεσα σε πολλές και πολυάνθρωπες πατριές, οι οποίες από την αρχαιότητα θεωρούνταν σχεδόν “συγγενείς” και οι μεταξύ τους διασταυρώσεις “αιμομιξίες”.
Η πατριαρχική οργάνωση της αλβανικής κοινωνίας ακολουθούσε ανάλογα πρότυπα των πρωτόγονων λαών. Οι συγγενικές οικογένειες αποτελούσαν όλες μαζί μια φάρα (=πατριά), που είχε γενικό αρχηγό της τον πατριάρχη (όρος φυλετικός και όχι θρησκευτικός), άλλοτε εκλεγμένο και άλλοτε κληρονομικό. Επειδή στους πολέμους κάθε φάρα κατέβαινε και αγωνιζόταν κάτω από τη δική της σημαία (αλβανικά —όπως και τουρκικά— μπαιράκ), οι φάρες ονομάζονταν μπαιράκια και οι στρατιωτικοί αρχηγοί τους μπαιραχτάρηδες.
Να σημειώσουμε πως οι συγκρούσεις ανάμεσα σε φάρες ήταν συχνότερες από τους πολέμους με αλλόφυλους, είτε για ζητήματα οικονομικά, είτε λόγω του καθιερωμένου εθίμου της βεντέτας, που διαιώνιζε τις αντιδικίες. Αν ένας άντρας έθιγε με οποιοδήποτε τρόπο τη γυναίκα κάποιου άλλου, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει, όχι μόνο το σύζυγο που είχε προσβληθεί, αλλά και ολόκληρη την οικογένειά του• και αν ο θρασύς αυτός τύπος τύχαινε ν’ ανήκει σε άλλη φάρα, τότε τον κυνηγούσαν όλες μαζί οι οικογένειες, και της φάρας της γυναίκας κι εκείνης του συζύγου. Ύστερα απ’ αυτά δεν πρέπει να θεωρηθεί περίεργο που μέχρι το 19ο αιώνα οι εμφύλιοι φόνοι σε ορισμένες περιοχές της Αλβανίας αποτελούσαν γενεσιουργό αίτιο για το 20-50% των θανάτων. Όμως, από τη στιγμή που θα έκανε την εμφάνισή του αλλόφυλος εχθρός, κυρίως οι Τούρκοι, οι εσωτερικές διαφορές παραμερίζονταν και οι Αλβανοί τον πολεμούσαν όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος — για να σκοτωθούν και πάλι μεταξύ τους μόλις ο κίνδυνος περνούσε...
Μια ιδέα του φοβερού αλληλοσπαραγμού ανάμεσα στις αλβανικές φάρες, κυριολεκτικά για ψύλλου πήδημα, αλλά μαζί και της σύγχυσης που επικρατούσε γύρω από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων, δίνει η παρακάτω επιστολή ενός καθολικού ιερέα της περιοχής της Σκόδρας σ’ ένα Γάλλο συγγραφέα, όπου του διηγείται τη βεντέτα 5 χωριών (Τζουβάρα, Ρόζνα, Πρεμίτσι, Λεντίνα και Ζεοπάρα), με αφορμή το σκοτωμό τεσσάρων αρνιών που έβοσκαν σε ξένο βοσκότοπο. Αξίζει να παρατηρήσουμε πως ο ιερέας είναι και αυτός ενταγμένος σε μιαν από τις ομάδες των ομόφυλων εχθρών:
“Από την αρχή κιόλας τον πολέμου, τα τέσσερα αρνιά προκάλεσαν το θάνατο έξι ανθρώπων... Τότε, τα άλλα χωριά τρέξανε να μας βοηθήσουνε κι εμείς χάσαμε έναν άνθρωπο, ενώ οι σχισματικοί τέσσερις. Φτάνοντας εκεί τα πράματα, οι Έλληνες (εννοεί τους ορθόδοξους Σλάβους χωρικούς της περιοχής) κατάλαβαν πόσο δύσκολο θα ήταν να μας διώξουνε (...) και καταφύγανε στην πονηριά: βάλανε μερικούς καθολικούς φίλους τους να πούνε στους δικούς μας πως αν εγκαταλείπανε τα σπίτια τους παριστάνοντας ότι φύγανε πολεμώντας για να μείνει ακέραιη η τιμή τους θα τους άφηναν απείραχτους και θα υποτάζοταν στην απόφαση των γερόντων, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι δικοί μας της Τζουβάρας δέχτηκαν, αλλά μόλις βγήκαν από τα σπίτια τους οι Έλληνες τους βάλανε φωτιά κι έκαψαν όλα τα καρποφόρα δέντρα. Ύστερα απ’ αυτή την προδοσία άρχισε καινούργια μάχη, όπου εκείνοι του Πρεμίτσι συμπαρατάχτηκαν μ’ εκείνους της Ρόζνας και βαδίσανε καταπάνω στη Λεντίνα, όπου οι δικοί μας είχαν καταφύγει. Βλέποντας αυτό οι κάτοικοι της Γκρούντας ήρθανε σε βοήθειά τους και έγινε μακελειό μεγάλο... Ένας από τους δικούς μας πληγώθηκε στο μηρό και δεν μπορούσε να φύγει, οπότε οι σχισματικοί του κόψανε άναντρα το κεφάλι, σα να ‘τανε Τούρκος. Τότε πια οι δικοί μας γίνανε θηρία και χιμώντας απάνω τους κόψανε δυο κεφάλια, κι αν δεν έπεφτε η νύχτα ο Θεός ξέρει τι θα γινόταν!
“Λίγο αργότερα οι Έλληνες χτύπησαν ξανά δυο χωριά πλάι στη Γκρούντα. Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουνε τίποτα, γιατί οι κάτοικοι είχανε κλειστεί στα σπίτια τους και τους ρίχνανε από μέσα, φύγανε κι επιτεθήκανε στο χωριό Ντονοσέι. Οι κάτοικοι της Γκρούντας (...) έτρεξαν αμέσως και, μολονότι πολύ λιγότεροι, 20 σχισματικοί για έναν δικό μας, τους μακελέψανε για καλά, τους κυνηγήσανε και έκοψαν άλλα δυο κεφάλια, δηλαδή σύνολο 4 κεφάλια έχασαν οι Έλληνες, ενώ δικό μας έκοψαν μόνο ένα, Έτσι οι Έλληνες έχουνε τώρα 30 νεκρούς και πολλούς τραυματίες• οι δικοί μας 12 νεκρούς και λίγους τραυματίες, που όλοι τους γίνανε καλά!”
Από τα αλβανικά δημοτικά τραγούδια μπορεί κανείς να καταλάβει σε ποιο βαθμό τα ενδιαφέροντα του λαού αυτού περιστρέφονταν γύρω από το αιώνιο δίπτυχο πόλεμος-θάνατος. Υπάρχουν και μερικά ερωτικά δημοτικά τραγούδια, αλλά εντελώς ασήμαντα• ενώ στα περισσότερα, που ψάλλουν τον πόνο και το αίμα, ο κριτικός της ποίησης θ’ ανακαλύψει ψήγματα χρυσού. Όπως, για παράδειγμα, σ’ αυτό, που το τραγουδάει ένας ετοιμοθάνατος στρατιώτης:
Έπεσα, συντρόφοι μου! έπεσα πέρ’
απ’ τη γέφυρα τον Κιάβεσε.
Δώστε τα χαιρετίσματα στη μάνα μου:
πρέπει να πουλήσει τα δυο βόδια
και να δώσει τα λεφτά
στην αρραβωνιαστικιά μου.
Αν η μάνα μου ρωτήσει για μένα
πέστε της πως είμαι νιόπαντρος.
Αν ρωτήσει τι σόι νύφη πήρα στο σπίτι,
πέστε της: τρεις σφαίρες στα στήθια
και έξι στα χέρια και στα πόδια.
Αν ρωτήσει τι συγγενολόι ήρθε
στο γαμήλιο δείπνο
πέστε της: όρνια και κοράκια
γλεντήσανε καλά.
Κι ένα άλλο, συγκινητικό, τραγουδισμένο από τη νύφη για το θάνατο του γαμπρού, που σκοτώθηκε τη βραδιά του γάμου:
Τούτη τη νύχτα, ω! του γάμου,
σε χτύπησε η σφαίρα του μουσκέτου
στου γιλέκον σου το κορδόνι.
Όλ’ οι συγγενείς θρηνούνε
— κλαίτε τον άνθρωπό σας.
Εγώ δεν είμαι παρά μια ξένη.
χτες ήρθα, σήμερα φεύγω.
Χτες με πούλιες στολισμένη,
σήμερα με τα μαλλιά λυμένα.
Οι Αλβανοί που προσχώρησαν στον τουρκικό στρατό προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην Τουρκία, αφού συγκρότησαν μερικές από τις μαχητικότερες στρατιωτικές μονάδες του. Όμως, αντί για την αναγνώριση που θα περίμεναν, πληρώθηκαν με αγνωμοσύνη. Ένα γεγονός ανάγλυφο των αισθημάτων των Τούρκων απέναντι στους Αλβανούς πολεμιστές τους συνέβηκε το 1830, οπότε ο στρατηγός Ρεσίτ-πασάς (ο γνωστός και στους Έλληνες Κιουταχής) προσκάλεσε στο Μοναστήρι 1.000 περίπου από τους ατίθασους Αλβανούς οπλαρχηγούς, που είχαν πολεμήσει ενάντια στους Έλληνες και τώρα απαιτούσαν τους καθυστερημένους μισθούς τους. Οι οπλαρχηγοί πήγαν, ο Ρεσίτ τους παρέθεσε ένα πανηγυρικό γεύμα-μαμούθ και μετά τους πήγε σ’ ένα γήπεδο να παρακολουθήσουν στρατιωτικά γυμνάσια. Όταν τα γυμνάσια έφτασαν στο πιο καίριο σημείο τους, τα όπλα των Τούρκων στρατιωτών άρχισαν ξάφνου να ξερνάνε φωτιά και σίδερο καταπάνω στους καλεσμένους. Δεν έμεινε ζωντανός ούτε ένας από τους “συμμάχους”.
Αν οι Τουρκαλβανοί έγιναν στυλοβάτες της σουλτανικής πολιτικής, υπήρξαν και πολυάριθμοι ομόφυλοί τους που συμπαρατάχτηκαν με τους Έλληνες και πολέμησαν στο πλευρό τους, εξελληνισμένοι και μένοντας οριστικά στην Ελλάδα μετά την ανεξαρτησία τις. Είναι, κατά ένα μέρος, σωστή η άποψη ενός Αλβανού ιστορικού, που εκθέτει τα συμβάντα γύρω απ’ αυτό το ζήτημα:
‘’…Οι Κλέφτες και οι ορθόδοξοι Αλβανοί οπλαρχηγοί της υπηρεσίας του Αλή-πασά ήταν που προμήθευσαν στη σύγχρονη Ελλάδα τους πιο αντρείους πρωταγωνιστές τον πολέμου της ανεξαρτησίας. Οι Μποτσαραίοι, οι Καραισκάκηδες, οι Τζαβελλαίοι, οι Μιαούληδες, οι Βουλγαραίοι και πολλοί άλλοι πολεμιστές ήταν όλοι Αλβανοί, που έκαναν δική τους την ελληνική υπόθεση, παρακινημένοι πρώτα από το φιλοπόλεμο πνεύμα τους που ζητούσε περιπέτειες κι επιχειρήσεις και, κατά δεύτερο λόγο, από το θρησκευτικό τους συναίσθημα, που το είχαν κοινό με τους Έλληνες. Στο ξεκίνημά του, Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν είναι δυνατό να θεωρήθηκε από τους τραχείς εκείνους Αλβανούς οπλαρχηγούς εθνικός πόλεμος, αλλά μάλλον πόλεμος καθαρά θρησκευτικός: χριστιανοί ήταν και πολεμούσαν ενάντια στους μουσουλμάνους• ο Σταυρός αγωνιζόταν ενάντια στην Ημισέληνο.. Βέβαια είναι πέρα για πέρα αληθινό πως αργότερα, όταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας έγινε πραγματικότητα, οι Αλβανοί οπλαρχηγοί, μεθυσμένοι από τη νίκη και από τη λαμπρή θέση που ο ηρωισμός τους τους εξασφάλισε ανάμεσα στους Έλληνες, κατέληξαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες και να υιοθετήσουν την ελληνική εθνικότητα. Αλλά το μερικό τούτο γεγονός δε συνεπάγεται πως και όλοι οι συμπατριώτες των οπλαρχηγών εκείνων έγιναν ‘Έλληνες!” [sic…]
Μια και η ορεινή διαμόρφωση του εδάφους, με τις βαθιές πτυχώσεις του, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση μιας σχετικής ανεξαρτησίας και ασφάλειας για τον πληθυσμό, οι κάτοικοι της Βόρειας Ηπείρου και της Αλβανίας φρόντισαν, όσο μπορούσαν, να την ενισχύσουν με δικά τους μέσα, ώστε κάθε επίδοξος επιδρομέας ν’ απογοητεύεται ακόμη πιο γρήγορα και να ζητάει αλλού την τύχη του. Όσοι ταξιδιώτες έτυχε να περάσουν από την άξενη αυτή περιοχή απορούσαν με τον τρόπο κατασκευής των σπιτιών, που ουσιαστικά δεν ήταν σπίτια, αλλά πραγματικά μεσαιωνικά φρούρια, ακόμη και σε
καιρούς όπου οι ευρωπαικές πόλεις είχαν πια αρχίσει να διαμορφώνουν τη σύγχρονη όψη τους. Έγραφε ο γνωστός μας ιστορικός Ντιμόν, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα:
“Αφού διασχίσαμε ολόκληρη τη Σκόδρα, συνεχίζαμε ακόμη ν’ αναζητούμε την επαρχιακή αυτή πρωτεύουσα: μερικά κτίσματα που ξεχωρίσαμε δεξιά και αριστερά είχαμε πιστέψει ότι θα ήταν τίποτα προάστια. Οι δρόμοι είναι πολύ φαρδείς ενώ τα σπίτια, τριγυρισμένα από περιβόλια, κρύβονται πίσω από ψηλούς μαντρότοιχους. Κάθε κατοικία είναι απομονωμένη και ο κάτοικος κλείνεται σ’ αυτήν όπως μέσα σ’ ένα φρούριο. Μόνο κάτι χοντρές πόρτες από γκρίζο ξύλο, με βαριές κλειδαριές, δείχνουν ότι πρόκειται για σπίτια’’.
Και ο γεωγράφος Μπουέ, που επισκέφτηκε τη Βόρεια Ήπειρο λίγο νωρίτερα από το συμπατριώτη του, δίνει μιαν ακόμη πιο καταθλιπτική εικόνα:
“Τα σπίτια που θυμίζουν περισσότερο Μεσαίωνα είναι εκείνα που μοιάζουν σαν τετράγωνοι, ή στρογγυλοί πύργοι, μερικές φορές με αρκετά πατώματα (...) Κάτω υπάρχει μόνο η πόρτα και μερικές σκισμάδες στον τοίχο, ενώ παραθυράκια δε βλέπεις παρά στο πρώτο πάτωμα. Το ισόγειο είναι για το μαγειρείο και το ανώι για την οικογένεια. Παράξενο θέαμα, ένα χωριό από παρόμοια σπίτια, το καθένα τους απομονωμένο πάνω σ’ ένα υψωματάκι για περισσότερη ασφάλεια. Τέτοια είναι η περίπτωση της Κλεισούρας, των χωριών που συνεχίζουν ως το Μπεράτι (...) και πάρα πολλών άλλων τοποθεσιών στην Ήπειρο.”
Τις ίδιες διαπιστώσεις έκανε και ο πασίγνωστος για τα ελληνικά ταξίδια του Πουκεβίλ, περνώντας από τα ηπειρωτικά βουνά το 1806:
‘’Όσο δυσκολότερο είναι να φτάσεις σ’ ένα σπίτι, τόσο μεγαλύτερη η αξία του. Πάνω από τα φαράγγια ρίχνουν γέφυρες για την επικοινωνία και άλλες για υποστήριξη κάποιου μέρους τον σπιτιού που προεξέχει. Στην παράξενη ομοιότητά τους με πύργους, τα εκπληκτικά κτίσματα, σπίτια κρεμασμένα στον αέρα, ή στο ακροχείλι βράχων και γκρεμών, συνταιριάζουν με την κατάσταση πολέμου όπου ζει ο πληθυσμός.”
Μιλώντας για την Ήπειρο, Βόρεια ή Νότια, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσπεράσει αμνημόνευτα μιαν άλλοτε φημισμένη περιοχή, που οι κάτοικοί της θεωρήθηκαν ιστορικό φαινόμενο και άφησαν εποχή στους χρόνους της Τουρκοκρατίας: το Σούλι, ένα ορεινό συγκρότημα 11 χωριών θρονιασμένο καταμεσίς στην Ήπειρο, νοτιοδυτικά από τα Γιάννενα. Σκαρφαλωμένα πάνω στα πιο κακοτράχαλα βουνά της Θεσπρωτίας (Μούργκα-Ζαβρούχο-Τούρλια), ανάμεσα σε αιχμηρά λιθάρια, βαθιά φαράγγια, απόκρημνες βουνοπλαγιές και “υψηλούς, διαβόητους βράχους”, όπως λέει ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, από τον κάμπο έμοιαζαν απάτητα — και ήταν. Εφτά χωριά, Το Εφταχώρι, έκαναν κύκλο στο κάτω μέρος του συγκροτήματος• και τα υπόλοιπα τέσσερα, το Τετραχώρι, ατένιζαν τον κάμπο από το ψηλότερο, στα 1.300-1.500 μέτρα. Ένα από τα τελευταία, το Σούλι, ή Κακοσούλι, που ήταν και το μεγαλύτερο, είχε δανείσει το όνομά του σε όλη την περιοχή. Κάτω από την τουρκική διοίκηση, το Σούλι υπαγόταν στον καζά (=νομό) της Παραμυθιάς και στο σαντζάκι (=περιφέρεια) του Δέλβινου, ενώ γεωγραφικά βρισκόταν στα όρια των διοικήσεων Δέλβινου-Άρτας-Ιωαννίνων.
Σκληροτράχηλοι βουνίσιοι, δεινοί πολεμιστές, άνθρωποι παθιασμένοι με την ελευθερία, οι Σουλιώτες συγκροτούσαν μια ολιγομελή πληθυσμιακή μονάδα, που πιθανό να έφτανε τα 12.000 άτομα. Ήταν προσκολλημένοι στην αρχαική κοινωνική δομή της πατριαρχίας, οργανωμένοι σε 47 φάρες (= γένη), με βάση την εξ αίματος συγγένεια. Μερικές από τις ισχυρότερες φάρες επηρέαζαν και προστάτευαν μερικές ασθενέστερες, ενώ οι δεύτερες σέβονταν και θαύμαζαν τις πρώτες. Οι “συμμαχίες” αυτές δημιουργούσαν ενδοφυλετικές τριβές, οι οποίες συχνά μετεξελίσσονταν σε αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις, υποδαυλισμένες και από τα τοπικά ήθη, όπου κυριαρχούσε η βεντέτα: το αίμα πληρωνόταν με αίμα, το ίδιο και η μοιχεία, ή ο βιασμός.
Τα μέσα βιοπορισμού τους εξασφάλιζαν οι Σουλιώτες, βασικά από την κτηνοτροφία, αλλά συμπληρωματικά με κάποιους ανορθόδοξους τρόπους, όπως η ζωοκλοπή και οι επιδρομές-διαρπαγές σε πεδινά χωριά. Για να ησυχάσουν από τους επίφοβους αυτούς γείτονες, οι καμπίσιοι αγρότες 70 χωριών είχαν αποδεχτεί να τους καταβάλλουν φόρους, που ένα μέρος τους, οι ιδιόμορφοι “φοροεισπράκτορες” απέδιδαν στην τουρκική διοίκηση, ώστε να έχουν την ανοχή της.
Εξουσιαστές, λοιπόν, μάλλον παρά εξουσιαζόμενοι, με εξασφαλισμένη τη συντήρησή τους, οι Σουλιώτες είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, τον οποίο αφιέρωναν, σχεδόν αποκλειστικά, στα όπλα. “Με αυτά τρώγουν —σημειώνει ο ιστορικός Χριστόφορος Περραιβός— με αυτά κοιμόνται και μ’ αυτά ξυπνούν. Το δε θαυμασιώτερον είναι ότι και πολλοί γυναίκες φέρουν άρματα και κτυπούνται με τον εχθρόν.” Γι’ αυτό, παρόλο, που τυπικά οι μάχιμοι ήταν περίπου 2.500, στην πραγματικότητα, όποτε υπήρχε κίνδυνος ριχνόταν στη φωτιά όλος ο πληθυσμός και των δύο φύλων, από τα παιδιά μέχρι τους υπέργηρους.
Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η καταγωγή των Σουλιωτών ήταν ιλλυρική-αλβανική […]. Όμως, με τον καιρό, στο Σούλι εγκαταστάθηκαν και Έλληνες, είτε κυνηγημένοι, είτε για άλλους λόγους. Η μικρή ορεινή κοινότητα μιλούσε αλβανικά, ενώ για επίσημη γλώσσα —αλληλογραφία με την τουρκική διοίκηση κ.λπ., μέσω γραμματικών— χρησιμοποιούσε την ελληνική. Όπως ξαναείπαμε, η κοινή υποδούλωση στους Τούρκους είχε φέρει πλησιέστερα τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς, κάτι που συνέβαινε ιδιαίτερα με τους Αλβανούς, τους Ρουμάνους και τους Έλληνες. Κι επειδή το ελληνικό πολιτισμικό στοιχείο πάντοτε επιβαλλόταν και υπερτερούσε, αρκετοί από τους δύο άλλους εξελληνίστηκαν, οι πρώτοι ως Έλληνες Αρβανίτες, οι δεύτεροι ως Έλληνες (Ρουμανο)Βλάχοι. Τόσο πολύ θαύμαζαν τους Έλληνες ομοθρήσκους τους οι Αλβανοί Σουλιώτες, ώστε δεν άργησαν να ταυτιστούν μαζί τους και να ξεγελούν τους ξένους περιηγητές σχετικά με τη φυλετική καταγωγή τους. “Εκείνο το ελληνικό φύλο που κατοικεί στο βουνό Σούλι…’’, αρχίζει την περιγραφή του ο Γερμανός διπλωμάτης Μπαρτόλντι, για να συνεχίσει εκθειάζοντας τις πολεμικές αρετές τους:
“(Οι εισβολείς)...αν δεν έπεφταν από τα πυρά των ακούραστων αυτών ορεσίβιων, πάντως δε γλίτωναν από της πέτρες που οι γυναίκες κατρακυλούσαν πάνω στα κεφάλια τους.” [Για την ελληνικότητα των Αρβανιτών βλ. Σ. Καργάκο ‘’Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες, και για τους Βλάχους παρακάτω.]
Τα προβλήματα για τους Σουλιώτες, από χρόνο σε χρόνο οξύτερα, αρχίζουν από το 1788, όταν η Πύλη διορίζει πολιτικοστρατιωτικό διοικητή της Ηπείρου τον Τουρκαλβανό Αλή-πασά (1744-1822), επιλεγόμενο και Τεπελενλή, επειδή καταγόταν από την αλβανική κωμόπολη Τεπελένι. Ήταν ένας άνθρωπος με ξεχωριστές ιδιότητες, θετικές και αρνητικές, καθώς και με μεγαλεπήβολα σχέδια — ούτε λίγο, ούτε πολύ, φιλοδοξούσε να γίνει σουλτάνος σε μια δική του Οθωμανική Αυτοκρατορία! Οργανωτικό δαιμόνιο, διπλωματική ιδιοφυία, στρατηγικός εγκέφαλος, κυβερνήτης προοδευτικός και ικανός να μεταμορφώνει σε ακμαία αστικά κέντρα τις πολιτείες της δικαιοδοσίας του, αλλά και δόλιος, διεφθαρμένος, δολοπλόκος, χολερικός, κτηνώδης, αδίσταχτος δολοφόνος και μόνιμος επίορκος στους φίλους του, στις συμφωνίες του — φυσικά και στο σουλτάνο του, αφού επιδίωκε να τον υποκαταστήσει. Ήταν πάντοτε πανέτοιμος, χωρίς τον ελάχιστο ενδοιασμό, “να θέση εκ ποδών παν πρόσκομμα προερχόμενον εξ οιουδήποτε ανθρώπου, σχόντος την ατυχίαν να επισύρη το μίσος αυτού και τον φθόνον”(Αραβαντινός).
Ο Αλής έκανε πρωτεύουσα του “κράτους” του τα Γιάννενα, που θα του προσπόριζαν τον όχι ιδιαίτερα επίζηλο τίτλο του “τυράννου των Ιωαννίνων”. Τα Ιωάννινα, παλιότερα άσημη ηπειρωτική κωμόπολη, πρωτοακούγεται το 1204, έτος της κατάληψης της Πόλης από τους Φράγκους, όταν οι Βυζαντινοί απωθούνται προς τα δυτικά και ο Μιχαήλ Α’ Άγγελος Κομνηνός καταλαμβάνει αυτή την κωμόπολη, που μέχρι τότε ήταν κτήση των Νορμανδών. Αυτοανακηρύσσεται ηγεμόνας ενός νεότευκτου Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο σιγά-σιγά εξαπλώνεται από το Δυρράχιο, στο Βορρά, μέχρι τη Ναύπακτο, στο Νότο—πρόσκαιρα, μάλιστα, και στην Ανατολή, μέχρι τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη!— για να διαδραματίσει το δικό του ιστορικό ρόλο. Είναι ένα Δεσποτάτο σε μόνιμη σχεδόν ρήξη με τους Βυζαντινούς της Νίκαιας, πριν από την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που το τέλος του θα έρθει μόνο με την ολοκληρωτική Καταστροφή του ηγεμόνα Μιχαήλ Β’ και των Φράγκων συμμάχων του από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο στην Μάχη της Πελαγονίας, κοντά στην Καστοριά.
Από τότε, τα Ιωάννινα-Γιάννενα αναπτύσσονται εμπορικά, οικονομικά και πολιτισμικά, μια ανάπτυξη που συνεχίζεται μέχρι το 19ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή-πασά. Ήδη από το 17ο αιώνα υπάρχουν ιδρύματα ελληνικής παιδείας: η Μαρουτσαία Σχολή, η Καπλάνειος Σχολή, οι Σχολές Ντίλιου, Σπανού, Γκούμα και Επιφάνιου, το Φροντιστήριον των Φιλανθρωπηνών και η νεότερη Ζωσιμαία, όπου δίδαξαν σπουδαίοι λόγιοι, όπως ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Παναγιώτης Αραβαντινός και πολλοί άλλοι. Ο Άγγλος αξιωματικός-περιηγητής Ουίλιαμ Λικ (William Leake), που πέρασε από τα Γιάννενα την εποχή του Αλή-πασά, μιλάει για τους σχολάρχες Μπαλάνους, πατέρα και γιο, και για τον Ψαλίδα, “που πληρωνόταν μαζί με τους δυο βοηθούς τον 2.000 πιάστρα από κληροδότημα του ιδρυτή της Σχολής Πικροζώη “. Αναφέρει, επίσης, το “μεταρρυθμιστή μοναχό” Κοσμά τον Αιτωλό, που περιόδευε την Ήπειρο με σκοπό ‘’να πειστούν οι Έλληνες ότι τα σχολεία είναι το καλύτερο μέσο για τη βελτίωση του έθνους (και που...) έπεισε τις γυναίκες τον Ζαγοριού ν’ ανταλλάξουν το μεγάλο τους κεφαλομάντηλο (...) μ’ ένα απλό μαντίλι.”
Στα χρόνια του Αλή, τα Γιάννενα έγιναν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της προεπαναστατικής Ελλάδας. “Εκπληκτικό άνθρωπο” χαρακτήριζε το σατράπη ο Άγγλος αρχιτέκτονας και αρχαιοθήρας Κόκερελ, επισκέπτης της Ελλάδας και μέρους της Αλβανίας μεταξύ 1810 και 1817. “Ο αριθμός αι ο πλούτος των Καταστημάτων —έγραφε περιγράφοντας τα Γιάννενα— προκαλεί κατάπληξη: τέτοιον οργασμό επιχειρηματικής δραστηριότητας είχα να δω από την Κωνσταντινούπολη. Όταν ο βεζίρης εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στα Γιάννενα, το 1787, πριν από 27 χρόνια, δεν υπήρχαν εδώ παρά 5-6 μαγαζιά. Σήμερα είναι περισσότερα από 2.000. Η πόλη έχει επεκταθεί με τρόπο εντυπωσιακό, κάτι που παρατηρήσαμε περνώντας από πολλές εντελώς καινούργιες συνοικίες.”
Αλλά και μεγάλη Στρατιωτική Σχολή ίδρυσε ο Αλή-πασάς, με Καθηγητές Γάλλους αξιωματικούς και με στόχο την εκπαίδευση του ιδιωτικού του στρατού, στην οποία φοίτησαν και αρκετοί μελλοντικοί οπλαρχηγοί της Ελληνικής Επανάστασης. Γι’ αυτό και η λαική μούσα απαθανάτισε την ξακουστή ηπειρωτική πολιτεία μ’ αυτούς τους στίχους:
Γιάννενα, πρώτα στ’ άρματα,
στα γρόσα και στα γράμματα.
Για να πραγματοποιήσει τα μεγαλόπνοα σχέδιά του, ο Αλή-πασάς έπρεπε, ανάμεσα σε άλλα, να βγάλει από τη μέση τους Σουλιώτες, αυτό το φαρμακερό αγκάθι μέσα στο σώμα του “Κράτους” του. Ο Περραιβός μνημονεύει 8 τουρκικές εκστρατείες ενάντια στο Σούλι πριν από την τελευταία και μοιραία για τους Σουλιώτες. Πάντως, σε όλο αυτό το διάστημα παιζόταν ανάμεσά τους ένα παιχνίδι γάτας-ποντικού, με τον Αλή να παριστάνει το φίλο των Σουλιωτών όποτε αισθανόταν αδυναμία, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να δείξει τα νύχια και τα δόντια του.
Η πρώτη απόπειρα του “Τυράννου των Ιωαννίνων” επιχειρείται το 1792, με 15.000 ομοφύλους του Τουρκαλβανούς. Είναι μια εκστρατεία που καταλήγει σε τραγωδία, αφού στην ιστορική Μάχη της Κιάφας οι Σουλιώτες μαχητές τσακίζουν το στράτευμα του Αλή, που τρέπεται σε πανικόβλητη φυγή, αφήνοντας στις χαράδρες Περίπου 3.000 νεκρούς. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη συντριβή των εισβολέων παίζουν οι Σουλιώτισσες, με κυρίαρχη μορφή τη Μόσχω Τζαβέλλα (1760- ;)
“Η νίκη ήτις έστεψε τα όπλα των Σουλιωτών κατά την μάχην τής 20ης Ιουλίου 1792 —θα γράψει ενάμιση αιώνα αργότερα μια Ελληνίδα ιστορικός— ανήκει σχεδόν αμέριστος εις τας γυναίκας τού Σουλίου κατ’ εξοχήν δε εις την ηρωίδα Μόσχω.” Απ’ αυτή τη μάχη εμπνεύστηκε, στην ελεύθερη πια Ελλάδα, ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τους γνωστούς στίχους του για τη φυγή του Αλή:
Τ’ άλογο! Τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη,
το Σούλι εχούμισε και μας πλακώνει.
Τ’ άλογο! Τ’ άλογο! Ακούς; Σουρίζουν,
ζεστά τα βόλια τους μας φοβερίζουν...
Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1803, ο Αλή-πασάς ξεκινούσε και πάλι για να εξοντώσει τους “μια χούφτα γιδοκλέφτες”, όπως περιφρονητικά αποκαλούσε τους Σουλιώτες. Τη φορά αυτή τα πράγματα εξελίχτηκαν σύμφωνα με τις προσδοκίες του και το Σούλι καταστράφηκε, για τρεις λόγους:
Επειδή ο Αλής κατόρθωσε, στα τρία προηγούμενα χρόνια, να εγκαταστήσει γύρω από το Σούλι 12 ισχυρούς πύργους, αποκλείοντας έτσι όλους τους δρόμους ανεφοδιασμού των Σουλιωτών.
Επειδή μια παλιά, ενδημική εμφύλια διαμάχη Μποτσαραίων-Τζαβελλαίων οδήγησε τη φάρα των πρώτων σε συμβιβασμό με τον Αλή — γι’ αυτό και ο αρχηγός της Γιώργης Μπότσαρης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μοιράζεται τους τίτλους του ήρωα και του προδότη.
Επειδή υπήρξε και η ανοιχτή προδοσία του Σουλιώτη οπλαρχηγού Πήλιου Γούση, που μεταβλήθηκε από εχθρό του Αλή σε συνεργάτη του, στρέφοντας τα όπλα ενάντια στους συμπατριώτες του.
Όταν η πολιορκία έγινε πια ασφυχτική και τα τρόφιμα σώθηκαν, οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να δεχτούν τους όρους του πασά και να υπογράψουν μια συνθήκη που τους υποχρέωνε να εγκαταλείψουν το Σούλι, αλλά, πάντως, με τα όπλα τους και τις οικοσκευές τους. Αριστοτέχνης της δολιότητας και της κακοήθειας, ο “τύραννος των Ιωαννίνων” δε δίστασε ν’ ατιμάσει την υπογραφή του, διατάζοντας το στρατό του να πλήξει αυτούς που έφευγαν. Μέσα σε βροχή από βόλια, άλλοι από τους Σουλιώτες κατόρθωσαν να φτάσουν στην Πάργα και από κει να διαπεραιωθούν στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα• ενώ άλλοι αποκλείστηκαν κι έπεσαν πολεμώντας — ανάμεσά τους 60 γυναίκες, που από την ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, το Στεφάνι, πήδησαν χορεύοντας και τραγουδώντας, μαζί με τα παιδιά τους, στο άμετρο βάθος του γκρεμού. Ο “Χορός του Ζαλόγγου” είναι μια από τις ηρωικότερες και τραγικότερες σελίδες των προεπαναστατικών Βαλκανίων. Το θρύλο των Σουλιωτών θέλησε να ψάλει και ο κορυφαίος Ευρωπαίος ποιητής του 19ου αιώνα, ο λόρδος Βύρωνας:
Εδώ κι εκεί, να μερικοί
που ‘χουν βουνίσιο αγέρα,
τη δύναμή του που αψηφάν
κι απ’ τα βραχόκορφα πετάν
το θράσος τους ως πέρα.
Όπως βλέπουμε, στα 400 χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι κάτοικοι της Ηπείρου —Έλληνες, Αλβανοί και Τούρκοι— έζησαν την Pax Turca σε μια ιδιόμορφη κατάσταση ακήρυχτου πολέμου, όπου ο εχθρός άλλαζε πρόσωπο και όνομα από τη μια μέρα στην άλλη. Κι επειδή μέχρι το 18ο αιώνα ο Γίββωνας (Edward Gibbon) είχε κάθε λόγο να πληροφορεί τους αναγνώστες της ιστορίας του ότι “Το εσωτερικό της Αλβανίας είναι λιγότερο γνωστό από το εσωτερικό της Αφρικής’’ όταν, στις αρχές του 2Οού αιώνα (1914), ανακηρύχτηκε η Αυτόνομη Βόρεια Ήπειρος, οι ξένοι που αποφάσισαν να τη γνωρίσουν από κοντά βρέθηκαν μπροστά σε διαδοχικές εκπλήξεις. Όπως αυτή:
“Μέχρι σήμερα, οι Χιμαριώτες μπόρεσαν κι εξασφάλισαν χάρη στη δύναμή τους —γιατί είναι σκοπευτές τόσο επίφοβοι όσο και οι Ελβετοί— το προνόμιο να φέρουν όπλα, καθώς και να μην ‚πληρώνουν στους Τούρκους καμιά έγγεια φορολογία, ούτε κανένα φόρο για τον καπνό, και να είναι απαλλαγμένοι από τελωνειακές επιβαρύνσεις.”(RENE PUAUX: La Malheureuse Epire)
Αλήθεια, μέχρι τότε που τους δόθηκε η ευκαιρία να τη μάθουν, οι Ευρωπαίοι αγνοούσαν ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρχε μια πόλη Χιμάρα, που οι κάτοικοί της εξαρχής είχαν αντισταθεί στις επιθέσεις των Τούρκων και με το σπαθί τους είχαν καταφέρει ν’ αποσπάσουν σουλτανικά φιρμάνια, τα οποία, ουσιαστικά, τους παραχωρούσαν τοπική αυτονομία. Ήταν μια αυτονομία που διατηρήθηκε αιώνες ολόκληρους και δεν κλονίστηκε παρά την εποχή του Αλή πασά, όταν ο θηριώδης σατράπης έκανε γιουρούσι στα Κεραύνια και ξεθεμέλιωσε, ή εξισλάμισε με τη βία, όλα τα χωριά γύρω από τη Χιμάρα. Τότε οι Χιμαριώτες, βλέποντας ότι πλησίαζε το τέλος τους, έφυγαν ομαδικά από τις βουνοπλαγιές που τους είχαν γεννήσει και πέρασαν απέναντι, στην Κέρκυρα, και ακόμη παραπέρα, στην Ιταλία. Από την ξενιτιά ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους μόνο μετά την εξόντωση του Τεπελενλή από τα σουλτανικά στρατεύματα, οπότε και η Πύλη τους ξανάδωσε για μιαν ακόμη φορά τα προνόμιά τους.
Η Χιμάρα ακούστηκε ξανά στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, όταν ο ελληνικός στρατός, αφού κυρίεψε τα Γιάννενα, προχώρησε και μπήκε στη Βόρεια Ήπειρο. Με οπλαρχηγό το Σπυρομίλιο, οι Χιμαριώτες άρπαξαν τα όπλα και, παράλληλα με τον ελληνικό στρατό, αγωνίστηκαν ενάντια στους Τουρκαλβανούς. Οι τελευταίοι πάλι, σε αντίποινα, κατέστρεψαν στην υποχώρησή τους καμιά εξηνταριά χωριά των περιοχών της Χιμάρας και του Δέλβινου.
Η ελευθερία έχει το τίμημά της και το τίμημα της σχετικής ελευθερίας των ορεινών Βορειοηπειρωτών την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν μια μοιραία αποκοπή τους από τον πολιτισμικό κορμό των πεδινών συνανθρώπων τους. Εξαίρεση αυτού του κανόνα αποτέλεσε μόνο η Μοσχόπολη, που χτισμένη πάνω σ’ ένα οροπέδιο και περιτριγυρισμένη από φαράγγια και ρεματιές, στάθηκε ωστόσο ικανή να δημιουργήσει ένα πραγματικό πολιτισμικό θαύμα. Η πνευματική καθυστέρηση του ηπειρωτικού πληθυσμού αναδίνεται ανάγλυφη από την ακόλουθη περιγραφή του Πουκεβίλ, στις αρχές του 19ου αιώνα:
‘’Την ώρα που ξαναγύριζα στο Κεράσοβο για να περάσω την ζέστη της ημέρας, καθώς έκανα ερωτήσεις στους χωρικούς, οι οδηγοί μου άρχισαν να υποψιάζονται τις προθέσεις μου. Μουρμούριζαν όταν τους ρώταγα τα ονόματα των γύρω λόφων, βουνών κ.λπ. και, ειδικότερα, επειδή τραβούσα κάτι μυστηριώδεις γραμμές στο χάρτη μόνο με πένα και χωρίς μελάνι: με το μολύβι μου.”
Από την άλλη μεριά υπήρχε κι ένα αντιστάθμισμα — καθόλου ευκαταφρόνητο:
“Την εποχή αυτή κανένα μέρος της ηπειρωτικής ακτής δεν έχει καθαρότερο και υγιεινότερο αέρα από τις δυτικές πλαγιές των βουνών της Χιμάρας. Στην καθάρια τούτη ατμόσφαιρα βρίσκει κανείς παραδείγματα μακροζωίας πολύ πιο πολλά και πιο αξιοπαρατήρητα παρά σε οποιαδήποτε γειτονική περιοχή.”
Παρά τη γενική πνευματική καθυστέρηση, από τους πληθυσμούς που κατοίκησαν στην ηπειρωτική γη τους τρεις περασμένους αιώνες, οι Έλληνες διατήρησαν πάγια μιαν αδιαμφισβήτητη πολιτισμική υπεροχή. Φτάνει να θυμηθούμε πως η αλβανική γλώσσα ήταν για χιλιετίες ολόκληρες μόνο προφορική και ότι μόλις από τις αρχές του 2Οού αιώνα έγινε γραπτή, ενώ πρωτύτερα (σε μερικές περιπτώσεις και αργότερα) οι ελάχιστοι μορφωμένοι Αλβανοί φοιτούσαν σε ελληνικά σχολεία, σπουδάζοντας την ελληνική γλώσσα. Όσο για την τουρκική παιδεία, για το επίπεδό της και τη θέση της σε σχέση με την ελληνική, παραθέτουμε εδώ αυτούσια μια εκπληκτική περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα από την επίσκεψή του σ’ ένα τουρκικό σχολείο στα Γιάννενα, την πρωτεύουσα της Ηπείρου, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, για να σχηματίσει κανείς μια ιδέα:
“Κατά το 1878 ευρισκόμην εν Ιωαννίνοις, άρτι ελθών εκ Κωνσταντινουπόλεως, και φέρων την στολήν τού Σουλτανικού Λυκείου ηθέλησα εκ περιεργείας να επισκεφθώ εν’ τουρκικόν σχολείον. Μετέβην εις εν’ τοιούτον κείμενον εντός του περιβόλου τζαμίου τινός, όστις περίβολος εχρησίμευε και χρησιμεύει ως μωαμεθανικόν νεκροταφείον. Εισήλθον εν αυτώ χωρίς να παρητηρηθώ. Τα παιδία εκάθηντο οκλαδόν γύρα-γύρα των τεσσάρων τοίχων και εσυλλάβιζον, ή ανεγίνωσκον μεγαλοφώνως, κινούτα τα μικρά των σώματα κανονικώς προς τα οπίσω και προς τα εμπρός, με τον έρρυθμον χρόνον της φωνής των. Διαβολικός θόρυβος εκ των φωνών, της αναγνώσεως και τού συλλαβισμού. Ευρίσκοντο εντός τού σχολείου εκείνου πλέον των 100 μαθητών, μεταξύ των οποίων και ολίγα κοράσια, όχι μεγαλείτερα των 10 ετών. Ο Χότζας, δηλαδή ό διδάσκαλος, εκάθητο επί χονδρού βαμβακερού στρώματος (τσιλτέ), επεστρωμένου διά τάπητος προσκυνήματος, ων εξηπλωμένος κατά τον αρχαίον ελληνικόν τρόπον, δηλαδή εστηρίζετω επί τού αριστερού αγκώνος με τούς πόδας τεταμένους, ενώ διά της δεξιάς χειρός έπαιζε μακράν βέργαν και εκτύπα αυτήν επί του γυμνού δαπέδου. Αίφνης ηγέρθη, εκάθησε οκλαδόν, διώρθωσε το εν είδει λευκού μήκωνος επί της κεφαλής του σαρίκιον, έβαλε τον ένα πόδα επί του άλλου, εστήριζε τα νώτα επί στιβάδος όλης προσκεφαλαίων και ήρξατο διά της αριστεράς χειρός θωπεύων τούς γυμνούς λευκοτάτους αυτού πόδας, ενώ διά τής δεξιάς εξηκολούθει κρατών την μακράν βέργαν. Παρήλθον ούτω λεπτά τινα, εις έκαστον των οποίων ερρήγνυε και μίαν διάτορον κραυγήν ελληνιστί:
— Διαβάστε μπρέ!
Εγώ εξηκολούθουν να μένω αθέατος από τον περίεργον αυτόν διδάσκαλον.
Επί τέλους ό Χότζας ανωρθώθη πάλιν, εσήκωσε την αριστεράν του χείρα από τον πόδα του και ήρξατο περιφέρων απειλητικόν το βλέμμα του προς τούς μαθητάς. Το βλέμμα του εστάθη που και μία στεντόρειος φωνή εξήλθε τού στόματός του:
— Μπρέ Μουσταφά τού Σουλειμάν! Εις μικρός μαθητής με μεγάλην και εν χρώ κεκαρμένην κεφαλήν, κεκαλυμμένην υπό ερυθρού φεσίου, έστρεψε το πρόσωπον και το βλέμμα προς την φωνήν του Χότζα, αποκριθείς:
-Λέπε.
Ή λέξις λέπε, παραφθορά της αραβικής λεμπεικ, είδος αποκριτικού επιφωνήματος ισοδυναμούντος προς το ημέτερον ορίστε, Είναι εν χρήσει μεταξύ των μωαμεθανών των Ιωαννίνων συνομιλούντων μεταξύ των, ως και μεταξύ συνομιλούντων χριστιανών προς μωαμεθανούς μόνον, και ιδίως μικροτέρων προς ανωτέρους.
— Έφερες μπρέ το χαλβά;
— Τον έφερα, Χότζα εφέντη.
— Φέρ’ τον ντε εδώ! Τι τον βαστάς αυτού; Να του μάθης γράμματα;
Το σχολείον, εις τον χαριεντισμόν τούτον τού Χότζα, εξερράγη ολόκληρον εις ομηρικούς γέλωτας, προς μεγάλην αυτού ευχαρίστησιν, όστις εγέλα και αυτός, γαυριών διά το σπουδαίον δήθεν χαριτολόγημά του.
Ηθέλησα να πλησιάσω το περίεργον εκείνο τέρας, το οποίον μετήρχετο τον Χότζαν, ήτοι τον τουρκοδιδάσκαλον, εν μέση πρωτευούση τής Ηπείρου και κατά το τελευταίον τέταρτον
τού ΙΘ’ αιώνος! Διηυθύνθην προς αυτόν και τον εχαιρέτησα διά κινήσεως της χειρός, κατά τον τουρκικόν τρόπον.
— Καλώς ώρισες, μου απήντησεν (ελληνιστί εννοείται) και ήρξατο συμμαζευόμενος και συστελλόμενος, προ παντός χάριν της στολής την εφόρουν, προδίδουσάν με ως άνθρωπον γραμματισμένον.
— Πώς πηγαίνουν οι μαθηταί σας; τον ηρώτησα εις κάπως καθαρεύουσαν τουρκικήν, ήν τότε εγνώριζον πολύ καλά.
— Τούρκικα μού μιλάς; μου απήντησεν ελληνιστί, με την μεγαλειτέραν αφέλειαν. Δεν ξέρω τούρκικα! Αν θέλης να ρωτήσης τίποτε, μίλα μου ρωμαίικα!
— Τότε τι Χότζας είσαι; τον ηρώτησα εκπεπληγμένος.
— Να, Χότζας, μοί απήντησεν αφελώς.
— Αφού δεν ξέρεις τούρκικα, τι γράμματα μαθαίνεις στα παιδιά;
— Να, τα μαθαίνω το ελίφ-μπέ (=το αλαβητάριον), να το διαβάζουν και να το γράφουν, ύστερα τούς συλλαβισμούς.... τα νούμερα και κάμποσους ριτζαέδες (=προσευχάς) και τελειώνουν!
— Αυτά είν’ όλα-όλα; τον ηρώτησα.
— Αυτά. Τα τούρκικα μαθαίνονται στο μεγάλο μεχτέπι (=σχολείον). Εδώ είναι για το ελίφ-μπέ μονάχα. Να σού ειπώ κι’ ένα λόγο; Τούρκικα στα Γιάννενα δεν μαθαίνονται! Όποιος θέλει να μάθη τούρκικα πηγαίνει στην Πόλη! Κι’ ή αφεντιά σου στην Πόλη θα τάμαθες, έ;
— Ναι, στην Πόλη, τω είπα.
Έφυγα εν μεγίστη εκπλήξει, διότι εύρον διδάσκαλον τουρκικού σχολείου αγνοούντα την τουρκικήν!”
Για ενάμιση αιώνα, πρώτη πόλη της Βόρειας Ηπείρου υπήρξε η Μοσχόπολη. Η περίπτωση της Μοσχόπολης μπορεί να χαρακτηριστεί φαινόμενο, γιατί η τοποθεσία της κάθε άλλο παρά προσφερόταν για την απρόσμενη πολιτισμική της άνθιση. Ξεκίνησε σαν άσημο χωριό κοντά στην Κορυτσά, σκαρφαλωμένο σ’ ένα οροπέδιο 1.240 μέτρα ψηλό, με άφθονα νερά και δροσερό κλίμα, όπου οι εύποροι Κορυτσιώτες πήγαιναν τα καλοκαίρια ν’ αναζωογονηθούν. Την εποχή εκείνη λεγόταν Βοσκόπολη, για τα βοσκοτόπια της, αλλά μαζί με την εξέλιξή της και την ακμή της απόχτησε και καινούργιο όνομα: το 1610 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, παραλαμβάνοντας τις πλούσιες εισφορές που είχαν στείλει για το πατριαρχείο του οι Βοσκοπολίτες, αποφάνθηκε γεμάτος ικανοποίηση:
— Αυτή δεν είναι Βοσκόπολη, είναι Μοσχόπολη!
Και το όνομα καθιερώθηκε.
Το πώς μια τέτοια αιτοφωλιά μεταμορφώθηκε σε ακμαία και σφριγηλή πολιτεία 40-60.000 κατοίκων (με το δεύτερο από τα δύο τυπογραφείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας• με μια σπουδαία ελληνική ακαδημία• με δημόσια βιβλιοθήκη• με πολυάριθμα σχολεία και μορφωτικά ιδρύματα• με πνευματική και καλλιτεχνική ζωή• με εκρηκτική εμπορική και βιομηχανική κίνηση• πλούτο και ευμάρεια) — αυτό είναι κάτι που με μια επιφανειακή έρευνα θα το συναρτούσε, ίσως, με το “δαιμόνιον της φυλής”. Αλλά ποιας φυλής; Οι Μοσχοπολίτες ήταν όλοι Ρουμανοβλάχοι και βλαχόφωνοι! Αυτή, λοιπόν, είναι μια ακόμη περίπτωση που αποδεικνύει ότι “καθαροί” λαοί δεν υπάρχουν και ότι την εθνότητα δημιουργεί η εθνική συνείδηση των ατόμων που την απαρτίζουν, άσχετα από φυλετική προέλευση. Οι κάτοικοι της Μοσχόπολης είχαν βαθύτατη ελληνική συνείδηση, μολονότι κατάγονταν από Ρουμάνους και μιλούσαν βλάχικα. Είχαν ατόφια ελληνικά ιδανικά. [Πρόκειται καθαρά για σκέψεις του συγγραφέα. ΔΕΝ ασπάζομαι τέτοιες σκέψεις και σχετικά η σελίδα απαντά στο ‘’θέμα’’ των Βλάχων με τοποθετήσεις Ρουμάνων Πανεπιστημιακών, καθώς και αλλού με την έρευνα του Κου Τριανταφυλλίδη όπως και με τα ήθη και έθιμά τους.]
Όταν ξέσπασαν τα ‘’Ορλωφικά”, Το 1769, όλοι τους, σαν ένας άνθρωπος, ξεσηκώθηκαν και, μαζί με τους Χιμαριώτες, έκαναν δική τους την επανάσταση που η Ρωσία είχε υποδαυλίσει στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Η τύχη της Μοσχόπολης ακολούθησε την τύχη της αποτυχημένης εκείνης εξέγερσης. Μετά τη συντριβή της, Τούρκοι και Αλβανοί σκαρφάλωσαν μια μέρα στο οροπέδιο, λεηλάτησαν τη λαμπρή πολιτεία, την κατέστρεψαν, την πυρπόλησαν και γέμισαν τους δρόμους της με πτώματα. Χιλιάδες Μοσχοπολίτες εγκατέλειψαν τις εστίες τους και τις περιουσίες τους, φεύγοντας μισόγυμνοι για να σωθούν και καταφεύγοντας, πρόσφυγες, οι περισσότεροι στο Μοναστήρι, στην Κορυτσά και στην Οχρίδα, ενώ μερικοί πολύ πιο μακριά, στη Βιέννη, ή ακόμη και στην Πολωνία.
Εξακολούθησε, παρόλ’ αυτά, η Μοσχόπολη να είναι μια σημαντική πόλη ως τις αρχές του 19ου αιώνα και σαν τέτοια την αναφέρει ο Πουκεβίλ, που την επισκέφτηκε το 1806. Ακούστε πώς την περιγράφει, την ίδια εποχή, ένας Βορειοηπειρώτης λόγιος, ο ιεροδιάκονος Κοσμάς ο Θεσπρωτός:
“Ή Βοσκόπολις, ή Μοσχόπολις, απέχουσα τής Κορυτζάς ολίγον δυτικονότια ώρες 4, ήταν κτισμένη εις κοιλάδα έχουσαν έκτασιν 1/2 ώρας μήκος και πλάτος, περικυκλωμένη από βουνά και ομαλούς λόφους, με νερά πολλά και υγιέστατα. Αυτή είχε ποτέ, ως λέγουσιν, υπέρ τας δέκα χιλιάδες σπίτια και τω όντι τα ερείπιά της κατέχουσιν ικανόν διάστημα. Είχε σχολΕίον Ελληνικόν, τυπογραφίαν, πλούτη πολλά, και έκαμνε εμπόριον με Γερμανίαν και άλλα μέρη. Φαίνεται έτι ή αγορά της, με βρύσες και εργαστήρια πολλά. Κατά τας λιθίνους επιγραφάς όπου είδαμεν, των εκκλησιών, σπιτιών και πηγών, έχουν σημειωμένον έτος από Χριστού 1710 και 1720• μάλιστα εις ένα κώδικα του εκεί μοναστηρίου, έτι σωζόμενον, επιλεγόμενον Προδρόμου, είδαμε ολίγα σημειώματα χειρόγραφα καλογήρων, ότι είχε θεμελιωθή εις τα 1500 από Χριστού και ερημώθη κατά το 1770. Την ελεηλάτησαν οι Αλβανοί και μάλιστα οι Φρασαρλήδες Μπέγηδες. Τώρα μόλις σώζονται 100 σπίτια και 7 Εκκλησίες θολογύριστες, νόστιμες, ζωγραφισμένες έσωθεν και έξωθεν, και με τέμπλους χρυσωμένους. Οι κάτοικοι ήσαν και είναι Βλάχοι. Έχουν χαρακτήρα καλόν και χρώμα ροδόχρουν. Οι άνδρες κοιτάζουν το εμπόριον, αι δε γυναίκες και κοράσια πλέκουν τζερέπια εύμορφα, υφαίνουν πανιά, φλοκάτες, γιάμπολες και τα λοιπά. Όταν ερημώθη ή Βοσκόπολις διεσκορπίσθησαν εις Ευρώπην, Βουλγαρίαν, Μακεδονίαν[…], Αλβανίαν και λοιπά μέρη.
“Τον χειμώνα αυτού πίπτει ως 10 πιθαμές χιόνι• Αυγούστου 28 ηύραμε ακόμη σιτάρια αθέριστα και μερικά πράσινα. Οι νέοι και νέαι και τα κοράσια είναι ωραία. Τα φορέματά των τζόχινα και αγαπούν το κόκκινο χρώμα• ζωνάρια αργυρά αι γυναίκες και με δέσιμο τής κεφαλής διαφορετικό των πέριξ. Φουστάνια και βρακιά δεν μεταχειρίζονται, ομοίως και εις Κορυτζάν, όθεν εβράκωτες• φορούν και ντζουμπέδες με γούνες καλές αί πλούσιαι!”
Την τελευταία της μεγάλη περιπέτεια γνώρισε η Μοσχόπολη το 1916, οπότε ξαναπυρπολήθηκε και ο πληθυσμός της γνώρισε και πάλι τη φρίκη της σφαγής από τον Αλβανό λησταντάρτη Σαλή Μπούτκα. Λίγο αργότερα περνούσε στα χέρια των γαλλικών
οποία, παρότι “συμμαχικά”, συμπλήρωσαν τη διαρπαγή, συναποκομίζοντας όλα τα πολύτιμά της, ξυλόγλυπτα, παλιές εικόνες κ.λπ., στη Γαλλία.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν το μεγάλο αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, η γη της Ηπείρου υπήρξε μια μεγάλη μάνα του ελληνισμού. Απ’ αυτήν αναδείχτηκαν οι σπουδαιότεροι αγωνιστές κι εθνικοί ευεργέτες – αυτοί που προίκισαν την ελεύθερη πατρίδα με τα μνημειακά μορφωτικά και κοινωνικά της ιδρύματα. Ηπειρώτες ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ, Ο Σίνας, ο Αβέρωφ, ο Στουρνάρης, ο Τοσίτσας, ο Ριζάρης, ο Χατζηκώνστας. Αργυροκαστρίτης ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Καποδίστριας. Ηπειρώτες κι ένα πλήθος ακόμη πνευματικές μορφές, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Σπυρίδων Λάμπρος (γεννήθηκε στην Κέρκυρα, αλλά καταγόταν από την Ήπειρο), ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Δημήτριος Σεμιτέλος... Δεν είχε άδικο ο λόγιος του 19ου αιώνα Φιλήμων, που έλεγε πως η Ήπειρος στάθηκε “εύφορος, τόσον εις πατριώτας, όσον και εις εθνικούς διδασκάλους”.
Όλα ουσιαστικά τα ανώτερα ελληνικά εκπαιδευτικά κέντρα —γράφει ένας Αμερικανός ιστορικός— όπως το Πανεπιστήμιο της Αθήνας το Μουσείο Καλών Τεχνών (εννοεί το Ζάππειο Μέγαρο), το μαρμάρινο αθηναικό στάδιο και τα περισσότερα κολέγια οφείλονται στον ασίγαστο πατριωτισμό των Ηπειρωτών. Μερικά ονόματα είναι αρκετά: ο Αρσάκης, που έχτισε τέσσερα μεγάλα γυναικεία κολέγια στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Λάρισα και στα Γιάννενα, ήταν Βορειοηπειρώτης από τη Χοτάχοβα, κοντά στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζάππας, ιδρυτής του Μουσείου Καλών Τεχνών στην Αθήνα και πολλών σχολείων, καταγόταν από το Λάμποβο, κοντά στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζωγράφος, που ίδρυσε το Ζωγράφειο Κολέγιο και το Ζωγράφειο Νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε στο Κεστοράτι, κοντά στο Τεπελένι. Ο γιος του Γεώργιος Ζωγράφος έγινε ένας από τους εξέχοντες πολιτικούς της Ελλάδας, υπουργός εξωτερικών το 1913 και πρόεδρος του Αυτόνομου Κράτους της Βόρειας Ηπείρου.”(EDWARD CAPPS: Greece, Albania and Northern Epirus)
Η μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Ηπείρου είναι το Αργυρόκαστρο, χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σε τρεις απότομες βραχοπλαγιές, που χωρίζονται μεταξύ τους από χαράδρες. “Σ’ αυτά τα κακοτράχαλα ψηλώματα —λέει ο Πουκεβίλ— είναι σκαλωμένα τα σπίτια, μερικά και πάνω από τους γκρεμούς, σα χελιδονοφωλιές.”
Οι Βυζαντινοί ονόμασαν το Αργυρόκαστρο Αργυρίνη, ή Αργυροπολίνη, οι Τούρκοι Έργερι, οι Αλβανοί, τελικά, Τζιροκάστρ, όπως λέγεται ακόμη. Για πολλούς αιώνες είχε πλειοψηφία χριστιανικού πληθυσμού και μεγάλη ελληνική παροικία, που όμως άρχισε να φθίνει μετά την οριστική προσάρτηση της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία. Λίγο πριν από τη μεγάλη έξοδο Ελλήνων και Αλβανών οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα, το 1990-2000, σύμφωνα με στοιχεία του τότε αλβανικού κομμουνιστικού καθεστώτος, ολόκληρη η επαρχία του Αργυρόκαστρου, όπου υπάγονται η Πάνω και η Κάτω Δρόπολη με τα 38 χωριά τους, είχε πληθυσμό 16.000 Ελλήνων.
Η άγρια ομορφιά του βουνίσιου Αργυρόκαστρου και η χτυπητή αντίθεσή της με το γόνιμο κάμπο που απλώνεται στα πόδια του γοήτεψαν τους ελάχιστους εκείνους περιηγητές που αποτολμούσαν να προχωρήσουν ως εκεί, σε καιρούς όπου τελειότερο συγκοινωνιακό μέσο της περιοχής ήταν το γαιδούρι. Ο Άγγλος Ουίλιαμ Τέρνερ, που το γνώρισε ένα χρόνο πριν από την ελληνική επανάσταση, εκθέτει τις εντυπώσεις του:
“Το τελευταίο κομμάτι του κάμπου ήταν ένα εξαίσιο χλοερό γήπεδο, κατασκέπαστο από πρόβατα... Η πόλη είναι χτισμένη στο χαμηλότερο μέρος του βουνού, προς τα αριστερά του, έτσι σου οι δρόμοι της μοιάζουν με σκάλες και το καλντερίμι τους είναι πολύ επιβοηθητικό, γιατί προσφέρει υποστήριγμα στο πόδι.”
Μια ιστορική στιγμή για το Αργυρόκαστρο στάθηκε το 48άωρο 17-18 Φεβρουαρίου 1914, οπότε στη μητρόπολή του συγκροτήθηκε το Ελληνικό Πανηπειρωτικό Συνέδριο, που ανακήρυξε πραξικοπηματικά τη Βόρεια Ήπειρο αυτόνομη, με πρόεδρο το Γεώργιο Χριστάκη Ζωγράφο. Ένα χρόνο νωρίτερα, τα ελληνικά στρατεύματα του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου είχαν προελάσει και καταλάβει την παλιά αιτοφωλιά για να την εγκαταλείψουν, όμως, μετά τη Διάσκεψη του Λονδίνου και το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που μ’ αυτά οι Μεγάλοι αποφαίνονταν ότι η Βόρεια Ηπειρος έπρεπε να ενσωματωθεί στη νεότευκτη Αλβανία.
Μετά το πραξικόπημα των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών και τη δημιουργία της Αυτόνομης Βόρειας Ηπείρου, η προσωρινή κυβέρνηση ανάπτυξε πυρετική δραστηριότητα, οργανώνοντας σώματα από Έλληνες της Χιμάρας, της Κορυτσάς, του Αργυρόκαστρου, του Δέλβινου, της Πρεμετής και των χωριών, που άρχισαν να δίνουν νικηφόρες μάχες με τους Αλβανούς και, τελικά, μπόρεσαν να επεκτείνουν και να σταθεροποιήσουν τη βορειοηπειρωτική εξουσία. Γι’ αυτό και οι Αλβανοί θεωρούν το Γεώργιο Ζωγράφο έναν από τους χειρότερους εχθρούς τους στον 20ό αιώνα. Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και μαζί του ένας εμφύλιος (με την αναπόφευκτη αναρχία που τον συνοδεύει) στην Αλβανία. Οι Σύμμαχοι της Αντάντ ταράχτηκαν, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και, για να βρουν μια λύση, αντέστρεψαν την πρόσφατη απόφασή τους, δίνοντας τώρα στην Ελλάδα εντολή να καταλάβει τη Βόρεια Ήπειρο. Η εντολή εκτελέστηκε τον Οκτώβριο του 1914, μέσα σε πανηγυρικές εκδηλώσεις των Βορειοηπειρωτών, που αμέσως διέλυσαν την προσωρινή τους κυβέρνηση και παρέδωσαν την εξουσία στην ελληνική.
Η πρώτη κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό, το 1913, είχε προκαλέσει σε ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της μια έξαψη που άγγιζε τα όρια του παραληρήματος. Έγραφε ένας συγγραφέας και δημοσιογράφος, απεσταλμένος της γαλλικής εφημερίδας Le Temps:
“Πέρασαν μόλις δυο μήνες που ο τουρκικός στρατός εγκατέλειψε το Αργυρόκαστρο και το πήραν οι Έλληνες. Η πόλη έχει μεταμορφωθεί. Τα χρωματοπωλεία και οι υφασματέμποροι έκαναν την τύχη τους. Κάθε κουτί με γαλάζιο χρώμα και κάθε γαλάζιο ύφασμα έχουν τον αγοραστή τους... Είναι τα ελληνικά εθνικά χρώματα.”
Και παρακάτω:
“Οι γυναίκες δεν είναι λιγότερο φλογισμένες. Μερικές έχουν φυσεκλίκια στη ζώνη και τουφέκι στον ώμο. Μια απ’ αυτές, με πρόσωπο ηλιοκαμένο και μάτια γεμάτα φωτιά, ξεχειλίζει από ενθουσιασμό: κρατάει την καραμπίνα με το ένα χέρι και ρίχνει συνέχεια στον αέρα πυροβολισμούς που ξεκουφαίνουν. Ρίχνει κι έναν πλάι στο αφτί μου...’’
Ωστόσο, η δεύτερη κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου από την Ελλάδα είχε πραγματοποιηθεί παρά την έντονη αντίδραση των Ιταλών, που από καιρό έβλεπαν το αλβανικό έδαφος σα γέφυρα για το πέρασμα του πολιτικο-στρατιωτικού τους άρματος στα Βαλκάνια. Για να κάμψουν τις αντιρρήσεις τους, οι υπόλοιποι Σύμμαχοι τούς άφησαν να καταλάβουν κι εκείνοι τον Αυλώνα (στην αλβανική Βλόρα, ή Βλόνα), ενώ οι Έλληνες θα κατείχαν την υπόλοιπη περιοχή. Έτσι, η έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε τα ελληνικά και τα ιταλικά στρατεύματα πρόσωπο με πρόσωπο στα βορειοηπειρωτικά βουνά — για πρώτη φορά. Στα δυο χρόνια που ακολούθησαν, η “αυστηρά ουδετερότης” της κωνσταντινικής Ελλάδας έγινε εξαιρετικά αντιπαθητική και ύποπτη στους Συμμάχους, γεγονός που προσέφερε στους Ιταλούς την ευκαιρία να επωφεληθούν. Το 1916 εξαπολύεται μια κοινή στρατιωτική επιχείρηση Ιταλών και Γάλλων στην Ήπειρο, όπου οι πρώτοι προωθούν τις δυνάμεις τους από την περιφέρεια του Αργυρόκαστρου μέχρι τα Γιάννενα (!), ενώ οι δεύτεροι καταλαμβάνουν την περιφέρεια της Κορυτσάς. Και, αμέσως, οι νεοσύστατες ιταλικές αρχές αρχίζουν διώξεις σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, επιδιώκοντας την εθνολογική αλλοίωση της περιοχής υπέρ των προστατευομένων τους Αλβανών.
Ένα χρόνο αργότερα η κατάσταση ανατράπηκε, καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με το βαρύ τίμημα του Εθνικού Διχασμού είχε καταφέρει να βγάλει την Ελλάδα στον πόλεμο και οι Έλληνες ήταν πια σύμμαχοι της Αντάντ—δηλαδή και των Ιταλών. Οι τελευταίοι δυσαρεστήθηκαν σχεδόν φανερά από την εξέλιξη αυτή που τους χαλούσε τα σχέδια και με μεγάλη δυσφορία δέχτηκαν ν’ αποσυρθούν από τα νότια ηπειρωτικά εδάφη του “συμμάχου”, εξακολουθώντας όμως να παραμένουν αμετακίνητοι στα βόρεια.
Το τέλος του πολέμου θα βρει τα δύο μέρη σ’ αυτές τις θέσεις, έτοιμα τώρα για τη μάχη της ειρήνης. Αρχίζει μια μεγάλη διάσκεψη στο Παρίσι, όπου η Ιταλία έρχεται σε αντίθεση με όλους τους συμμάχους της, Γαλλία, Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ιταλία υποστήριζε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους μέσα στα σύνορα του 1913 (Διάσκεψη του Λονδίνου — Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας), με την εξαίρεση του Αυλώνα, που τον ήθελε για λογαριασμό της, επικαλούμενη στρατηγικούς λόγους. Η Γαλλία και η Αγγλία, βλέποντας με ολοένα μεγαλύτερη ανησυχία και καχυποψία τις ιταλικές φιλοδοξίες στα Βαλκάνια, ευνοούσαν ένα διαμελισμό της Αλβανίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, ώστε οι Ιταλοί να μείνουν “εκτός νυμφώνος”. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με εκπρόσωπο τον αρκετά ρομαντικό τους Πρόεδρο Γούντρο Ουίλσον, θεωρητικό της “ίσης συμμετοχής όλων σ’ ένα δίκαιο Κόσμο” (σύνθημα που οι αμερικανικές εταιρίες πετρελαίου φρόντισαν να το αξιοποιήσουν αμέσως, ζητώντας —για λόγους δικαιοσύνης—την ίση συμμετοχή τους στις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής!), διαφωνούσαν με το διαμελισμό, ζητώντας να ερευνηθεί κατά πόσο η Βόρεια Ήπειρος είχε ελληνική, ή αλβανική πλειονότητα. Στο σημείο αυτό, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, δαιμόνιος όπως πάντα στην υποστήριξη των ελληνικών συμφερόντων, αποφασίζει να έρθει σε προσωπική επαφή με τον Ιταλό υπουργό των εξωτερικών Τιτόνι (1919) και από τη συνάντησή τους γεννιέται η λεγόμενη Συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι, που όριζε ότι:
. Η Ιταλία αναγνωρίζει την ελληνική διεκδίκηση της Βόρειας Ηπείρου.
. Η Ελλάδα δέχεται μια ιταλική εντολή πάνω στην υπόλοιπη Αλβανία, καθώς και την ιταλική στρατιωτική κατοχή του Αυλώνα.
Ήταν μια συμφωνία που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το 1920, οι Γάλλοι, αποσύροντας τα στρατεύματά τους από την περιφέρεια της Κορυτσάς, την παρέδωσαν στους Αλβανούς. Οι τελευταίοι, πάλι, ξεσηκώθηκαν ενάντια στους Ιταλούς, τους έτρεψαν σε φυγή και τους κυνήγησαν, εξαναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν κακήν κακώς το αλβανικό έδαφος, ακόμη και τη “συμφωνημένη” με τους Έλληνες πόλη του Αυλώνα.
Ίσως η Ελλάδα θα μπορούσε τότε να είχε προχωρήσει γοργά στην εφαρμογή της Συμφωνίας Βενιζέλου-Τιτόνι, στέλνοντας στρατεύματα στη Βόρεια Ήπειρο. Αλλά δίστασε και τα γεγονότα την πρόλαβαν. Η ελληνική κυβέρνηση, βλέποντας να διώχνεται το συμβαλλόμενο μέρος έτσι απρόοπτα από την Περιοχή της Συμφωνίας, υποτάχτηκε στη de facto νέα κατάσταση και ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους νικητές Αλβανούς. Σε μια καινούργια Συμφωνία, Ελλάδα και Αλβανία υπόσχονταν ν’ αναγνωρίσουν τις —όποιες— αποφάσεις των Συμμάχων. Μ’ αυτόν το διπλωματικό συμβιβασμό το τρένο χάθηκε για την Ελλάδα και το Βορειοηπειρωτικού Ζήτημα θάφτηκε. Όταν οι Σύμμαχοι (Αγγλία-Γαλλία-Ιταλία) το ξανασυζήτησαν, το Νοέμβριο του 1921, η απόφασή τους ήταν να παραμείνει η αμφισβητούμενη περιοχή στην Αλβανία.
Η δεύτερη αναμέτρηση Ελλήνων και Ιταλών στα βορειοηπειρωτικά βουνά, πολύνεκρη και θανάσιμη αυτή, ήρθε με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα χρόνια του μεσοπόλεμου, η Ιταλία είχε περάσει από μια βαθύτατη εσωτερική μεταβολή, μετασχηματισμένη από το δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι σε φασιστικό αποικιοκρατικό Κράτος, που κυνηγούσε δονκιχωτικά το όραμα μιας αναβίωσης της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. Τον Απρίλιο του 1939, ο Μουσολίνι πέτυχε την αναίμακτη ενσωμάτωση της Αλβανίας στην υπό εκκόλαψη “αυτοκρατορία” του, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει ως στρατιωτική βάση για τις επόμενες βαλκανικές και μεσογειακές του περιπέτειες.
Η “επιχείρηση Ελλάδα” εξαπολύθηκε τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με τακτικό σχέδιο τον αιφνιδιασμό και το blitz krieg (τον “αστραπιαίο πόλεμο”, θεωρία του γερμανικού ναζιστικού επιτελείου) σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, ενώ με στρατηγικό την εκπόρθηση και κατάληψη ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας.
Δυστυχώς για το Μουσολίνι και τους συνεργάτες του, οι υπολογισμοί τους αποδείχτηκαν εντελώς λαθεμένοι, επειδή η επιχείρηση δεν ήταν ο στρατιωτικός περίπατος που προσδοκούσαν. Λίγες μέρες μετά την αστραπιαία έφοδο, ένας απρόθυμος για τέτοιο κατακτητικό πόλεμο ιταλικός στρατός προτιμούσε να τη μετατρέψει σε αστραπιαία φυγή.
Η ελληνική αντεπίθεση στην Πίνδο πέτυχε σε όλη τη γραμμή και από τις πρώτες κιόλας μέρες του Νοέμβρη οι μουσολινικές μεραρχίες ξαναπερνούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση τα σύνορα που είχαν παραβιάσει.
Για τη σύλληψη και την εκτέλεση του επιθετικού σχεδίου ενάντια στην Ελλάδα ευθυνόταν αποκλειστικά η φασιστική κλίκα, που έδρασε, όχι μόνο αντίθετα με το αίσθημα του ιταλικού λαού, αλλ’ αντίθετα και με τη γνώμη της ιταλικής στρατιωτικής ηγεσίας. Το γεγονός αυτό, καθώς και η όλη ατμόσφαιρα της ιστορικής εκείνης περιόδου, προβάλλουν ανάγλυφα μέσα από τις σελίδες του στεγνού —αλλά και πολύ φαρμακερού— ημερολογίου ενός από τους πρωταγωνιστές της: του Γκαλεάτσο Τσιάνο, γαμπρού του Μουσολίνι και υπουργού εξωτερικών της φασιστικής Ιταλίας, που τελικά τουφεκίστηκε από τους ομοιδεάτες του, τον Ιανουάριο του 1944, επειδή είχε συνωμοτήσει για την ανατροπή του πεθερού του. Γράφει ο Τσιάνο:
14 Οκτωβρίου 1940: Ο Μουσολίνι μου ξαναμιλάει για την ενέργειά μας ενάντια στην Ελλάδα και ορίζει την ημερομηνία της: 26 Οκτωβρίου. Ο Τζιακομόνι (παράγοντας του Φασιστικού Κόμματος και “αντιβασιλέας” της Αλβανίας) δίνει πολύ ικανοποιητικές πληροφορίες, ιδιαίτερα για το πνεύμα τον πληθυσμού στην Τσαμουριά[…], που είναι ευνοικό για μας.
15 Οκτωβρίου 1940: Σύσκεψη με τον Ντούτσε στο Palazzo Venezia για την ελληνική επιχείρηση. Παίρνουν μέρος ο Μπαντόλιο, ο Ροάτα, ο Σοντού, ο Τζακομόνι, ο Βισκόντι Πράσκα κι εγώ. Κρατιούνται στενογραφημένα πρακτικά. Αργότερα, στο Palazzo Venezia, μιλάω με το Ράντζα και το Βισκόντι Πράσκα, που μου εξηγούν τα στρατιωτικά τους σχέδια. Μιλάω και με τον Τζιακομόνι, που κάνει έναν απολογισμό της πολιτικής κατάστασης. Λέει ότι στην Αλβανία περιμένουν την επίθεση κατά της Ελλάδας με ξέση κι ενθουσιασμό...
17 Οκτωβρίου 1940: Ο στρατάρχης Μπαντόλιο με επισκέπτεται και μου μιλάει πολύ σοβαρά για την επιχείρησή μας στην Ελλάδα. Οι τρεις αρχηγοί τον γενικού επιτελείου εκφράστηκαν ομόφωνα εναντίον της... Το πνεύμα του Μπαντόλιο έχει έναν τόνο απαισιοδοξίας. Προβλέπει παράταση τον πολέμου και συγχρόνως εξάντληση των ήδη ισχνών πηγών μας. Ακούω χωρίς να προβάλλω επιχειρήματα. Επιμένω πως από πολιτική σκοπιά η στιγμή είναι καλή. Η Ελλάδα είναι απομονωμένη. Η Τουρκία δε θα κινηθεί. Ούτε η Γιουγκοσλαβία. Αν οι Βούλγαροι αναμιχτούν στον πόλεμο θα έρθουν μαζί μας. Από στρατιωτική σκοπιά δεν εκφράζω γνώμη. Ο Μπαντόλιο οφείλει, χωρίς δισταγμό, να επαναλάβει στο Μουσολίνι όσα μου είπε...
18 Οκτωβρίου 1940: Πηγαίνω νωρίς να δω τον Ντούτσε. Βρίσκω στον προθάλαμο το Σοντού. Μίλησε με τον Μπαντόλιο, που του δήλωσε πως αν κινηθούμε ενάντια στην Ελλάδα αυτός θα παραιτηθεί. Το λέω στον Ντούτσε, που κιόλας είναι έξω φρενών με τον Γκρατσιάνι. Τον πιάνει ένα βίαιο ξέσπασμα μανίας και λέει ότι θα πάει ο ίδιος στην Ελλάδα “για να δει το απίστευτο αίσχος των Ιταλών που φοβούνται τους Έλληνες”. Σκοπεύει να κάνει την ενέργεια με κάθε θυσία και αν ο Μπαντόλιο υποβάλει την παραίτησή τον θα την δεχτεί αμέσως. Όμως ο Μπαντόλιο, όχι μόνο δεν την υποβάλλει, αλλά ούτε καν επαναλαμβάνει στο Μουσολίνι αυτά που μου είπε χτες. Ο Ντούτσε λέει ότι στην πραγματικότητα ο Μπαντόλιο έκανε όλη τούτη την ιστορία για να κερδίσει μιαν αναβολή μερικών ημερών, τουλάχιστον δύο... τη γενική κατάσταση. Του κάνει έναν υπαινιγμό για την επικείμενη ενέργειά μας στην Ελλάδα, αποφεύγοντας να πει καθαρά τη μορφή της, ή την ημερομηνία, γιατί φοβάται μην ξανάρθει (από το Βερολίνο) καμιά διαταγή και τον σταματήσει. Πολλές ενδείξεις μάς κάνουν να πιστεύουμε ότι στο Βερολίνο δεν είναι και τόσο ενθουσιασμένοι με την ιδέα ότι πάμε για την Αθήνα. Η ημερομηνία έχει τώρα οριστεί για τις 28 Οκτωβρίου. Ο στρατηγός Πρίκολο αναφέρει ότι ο Μπαντόλιο έδωσε διαταγές για περιορισμένη αεροπορική δράση. Ο Ντούτσε δε συμφωνεί. Θέλει να εξαπολύσουμε πολύ ισχυρή επίθεση, γιατί θα επιθυμούσε να τιναχτούν με την πρώτη κρούση όλα στον αέρα. Αν αφήσουμε στους Έλληνες τον καιρό να σκεφτούν και ν’ ανασάνουν θα έρθουν οι Άγγλοι, ίσως και οι Τούρκοι, οπότε τα πράγματα θα τραβήξουν σε μάκρος και θα έχουμε δυσκολίες. Τώρα ο Ντούτσε μόλις που μπορεί ν’ ανεχτεί τον Μπαντόλιο, γιατί τον θεωρεί εμπόδιο ανάμεσα σ’ αυτόν και στο στρατό...
24 Οκτωβρίου 1940: Μαζί με το στρατηγό Πρίκολο εξετάζω το σχέδιο της αεροπορικής επίθεσης στην Ελλάδα. Είναι καλό, γιατί είναι δραστήριο και δυναμικό. Μ’ ένα σκληρό χτύπημα από την αρχή θα μπορέσουμε να πετύχουμε την ολοκληρωτική κατάρρευση σε μερικές ώρες...
28 Οκτωβρίου 1940: Αρχίζουμε την επίθεση στην Αλβανία... Παρά την κακοκαιρία, τα στρατεύματά μας προχωρούν γρήγορα, έστω και χωρίς αεροπορική υποστήριξη... Ο Ντούτσε είναι πολύ ευδιάθετος...
29 Οκτωβρίου 1940: Ο καιρός είναι κακός, αλλά η προέλαση συνεχίζεται... Κανείς δεν κινείται για να βοηθήσει την Ελλάδα. Τώρα είναι θέμα ταχύτητας, πρέπει να δράσουμε γοργά. Το βράδι ξεκινάω για τα Τίρανα.
30 Οκτωβρίου 1940: Στα Τίρανα. Κακός καιρός... Τα πράματα δεν πάνε και τόσο γρήγορα. Φταίει η βροχή.
31 Οκτωβρίου 1940: Η κακοκαιρία συνεχίζεται. Γράφω μια μεγάλη επιστολή στον Ντούτσε. Εδώ παραπονιούνται για την απροθυμία του γενικού επιτελείου, που δεν έκανε ό,τι έπρεπε για να προετοιμάσει την ενέργεια. Ο Μπαντόλιο ήταν βέβαιος ότι το ελληνικό ζήτημα θα ρυθμιζόταν στο τραπέζι της ειρήνης...
6 Νοεμβρίου 1940: Ο Μουσολίνι είναι δυσαρεστημένος με τις εξελίξεις στην Ελλάδα... Ο εχθρός πραγματοποίησε κάποιες προόδους και είναι γεγονός ότι την όγδοη μέρα των επιχειρήσεων η Πρωτοβουλία βρίσκεται στα χέρια του. Ο Σοντού ξεκίνησε για την Αλβανία, όπου θ’ αναλάβει τη διοίκηση. Ο Βισκόντι (Πράσκα) θα μείνει διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου.
7 Νοεμβρίου 1940: Στον τομέα της Κορυτσάς η κατάρρευσή μας άρχισε όταν ένα τρομοκρατημένο αλβανικό τάγμα το έβαλε στα πόδια... Οπισθοχωρήσαμε και πιάσαμε μιαν αμυντική γραμμή...
15 Νοεμβρίου 1940: Οι Έλληνες ξανάρχισαν την επίθεσή τους σε όλο το μέτωπο και με σημαντικές δυνάμεις... Το βράδι τα νέα από την Αλβανία είναι ακόμη σοβαρότερα... Ο σύντροφος Ντε Βέκι σκέφτεται σοβαρά να παραιτηθεί από τη θέση τον διοικητή του Αιγαίου...
18 Νοεμβρίου 1940: Συνάντησα στο Σάλτσμπουργκ έναν Ρίμπεντροπ μάλλον αινιγματικό... Οι Γερμανοί είναι δυσαρεστημένοι και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί.
21 Νοεμβρίου 1940: ...Ο Σοντού μας αναγγέλλει ότι σκοπεύει να εγκαταλείπει την Κορυτσά και να υποχωρήσει σ’ ολόκληρο το μέτωπο. και ωστόσο, η ελληνική πίεση φαίνεται τώρα λιγότερη..’’
Μια τέτοια αλλαγή σκηνικού ήταν κάτι ολότελα εκπληκτικό και απρόσμενο. Αντί να δει η Νότια Ήπειρος την κάθοδο των βερσαλλιέρων και των αλπίνων, είδε η Βόρεια Ήπειρος την άνοδο των ευζώνων και των Κρητικών. Στις 22 Νοεμβρίου έπεφτε η Κορυτσά, στις 3 Δεκεμβρίου η Πρεμετή, στις 6 οι Άγιοι Σαράντα (μετονομασμένοι σε Porto Edda προς τιμή της κόρης του Μουσολίνι!), στις 7 το Δέλβινο, στις 8 το Αργυρόκαστρο, στις 22 η Χιμάρα...
Τις μέρες εκείνες η Ελλάδα έγραψε μιαν από τις μεγάλες σελίδες της ιστορίας της. Αντέστρεψε το απόφθεγμα του προγόνου του Μουσολίνι, Τίτου Λίβιου: ’Όταν ο πόλεμος είναι αναγκαίος, ο πόλεμος είναι δίκαιος”, διακηρύσσοντας στον απορημένο κόσμο την παραλλαγή: ‘’Όταν ο πόλεμος είναι δίκαιος, ο πόλεμος είναι αναγκαίος.” Οι διαδοχικές ελληνικές νίκες στα βορειοηπειρωτικά βουνά, ενάντια σε μια πολεμική μηχανή συντριπτικής υπεροχής, έδωσαν καινούργια φτερά στους λαούς που αγωνίζονταν για την ελευθερία, ενώ από καθαρά στρατιωτική άποψη επηρέασαν σοβαρά την πορεία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι Έλληνες κράτησαν τη δόξα κι έχασαν τη Βόρεια Ήπειρο. Μετά τη γερμανική επίθεση στην Ελλάδα (9 Απριλίου 1941) και τη διάρρηξη του μακεδονικού μετώπου, τα ελληνικά στρατεύματα της Ηπείρου υποχώρησαν από τα κακοτράχαλα κορφοβούνια και τα φαράγγια-γκρεμούς που είχαν ποτίσει με το αίμα τους. Προδομένος από κορυφαίους ηγήτορές του, ο ελληνικός στρατός διαλύθηκε και σι θρυλικοί μαχητές έγιναν —σε μερικά 24άωρα.. άθλιοι κουρελήδες πλάνητες, μισοπεθαμένοι από την πείνα και τις κακουχίες, που με κάθε μέσο μάχονταν για ένα πια και μόνο αντικειμενικό σκοπό: να φτάσουν ζωντανοί στα σπίτια τους. Η Ελλάδα έπεσε και σκλαβώθηκε. Όμως, λίγο αργότερα, οι νικητές-ηττημένοι ξανάβγαιναν από τα σπίτια τους κι έπαιρναν το δρόμο προς τα ελληνικά βουνά, για να γράψουν με το αίμα τους το νέο έπος της Εθνικής Αντίστασης. Τελικά δεν ήταν ηττημένοι, ήταν μόνο νικητές...
Όταν, ύστερα από τέσσερα χρόνια, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τερματίστηκε με συμμαχική νίκη, οι Μεγάλοι που κάθισαν αυτόκλητοι να ρυθμίσουν τις τύχες των μικρών βρήκαν ανάμεσα στα πολυάριθμα Προβλήματα του μεταπολεμικού κόσμου κι ένα Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα: η Ελλάδα ζητούσε να προσαρτήσει τη Βόρεια Ήπειρο. Γι’ αυτούς ήταν πρόβλημα ασήμαντο μπροστά στις άλλες σπαζοκεφαλιές τους, αλλά που με τον καιρό —ίσως να σκέφτηκαν— θα μπορούσε να τους γίνει ενοχλητικό. Φρόντισαν λοιπών να το ρίξουν στις ελληνικές καλένδες, με μια διελκυστίνδα αναβολών, καθυστερήσεων, παραπομπών κι επανεξετάσεων, έτσι ώστε, σιγά-σιγά, ν’ ατονήσει και να ξεχαστεί.
Η μέθοδος, δοκιμασμένη άλλωστε στο διεθνή διπλωματικό στίβο, έφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν οι αυτουργοί της. Ένα “συμβούλιο υπουργών εξωτερικών” των Μεγάλων, που υποτίθεται ότι θα έλεγε την τελευταία λέξη, ουδέποτε καταπιάστηκε με το πρόβλημα, αφού είχε προκαταβολικά αποφασίσει να μην καταπιαστεί. Η Ελλάδα πάλι, για να συντηρήσει το θέμα, κράτησε πάνω από τρεις δεκαετίες την εμπόλεμη κατάστασή της με την Αλβανία, ελπίζοντας σε καμιά πιο πρόσφορη περίσταση. Δεν πέτυχε τίποτα. Η Βόρεια Ήπειρος, με όλη της την ελληνική κοινότητα, παρέμεινε τελικά Νότια Αλβανία.
Πόσα μέλη αριθμούσε τότε αυτή η κοινότητα; Για την ελληνική πλευρά 240.000, για την αλβανική 35.000. Το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, ν’ αποδοθεί η Βόρεια Ήπειρος στην Ελλάδα, είχε εξαρχής στηριχτεί σε μια τουρκική στατιστική του 1908, που έλεγε πως οι κάτοικοι της περιοχής ήταν 200.000 και απ’ αυτούς οι 120.000 “Ρουμ”, δηλαδή Ρωμιοί• ενώ, μεταξύ 1908 και 1945, ο ελληνικός πληθυσμός είχε αυξηθεί, φτάνοντας τις 240.000 ψυχές. Όμως, οι Αλβανοί, για να τεκμηριώσουν το δικό τους αριθμό υποστήριξαν ότι με τη λέξη “Ρουμ” οι Τούρκοι δεν εννοούσαν τους Έλληνες, αλλά όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς της Νότιας Αλβανίας.
Έκτοτε η ανθρωπότητα, από τα μέσα ως τα τέλη του 2Οού αιώνα γνώρισε κοσμοϊστορικές αλλαγές. Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και ο κομμουνιστικός συνασπισμός, που εκείνη είχε δημιουργήσει, συντηρούσε και προστάτευε, ακολούθησε την τύχη της. Καθώς η Αλβανία, μέλος αρχικά του κομμουνιστικού συνασπισμού και σε ρήξη αργότερα μαζί του, είχε υποβιβαστεί στη θλιβερή θέση της φτωχότερης ευρωπαϊκής χώρας, το πρόσθετο πλήγμα μιας απότομης εσωτερικής πολιτικο-κοινωνικής αλλαγής υπήρξε γι’ αυτή συντριπτικότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Ο λαός δυστύχησε, πείνασε, έφτασε στην έσχατη ένδεια και δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, για να επιβιώσουν ως οικονομικοί μετανάστες. Η γεωγραφική σύμπτωση, που ήθελε την Ελλάδα να συνορεύει με την Αλβανία, και η οικονομική συγκυρία, που θέλησε την Αλβανία πολύ φτωχότερη από την Ελλάδα, παρακίνησε μεγάλες μάζες πειναλέων Αλβανών να περάσουν τα σύνορα, άλλοι νόμιμα, άλλοι λαθραία, και να εγκατασταθούν στο γειτονικό τους “παράδεισο”. Πρόκειται για τη γνωστή σχετικότητα των πραγμάτων, που κάνει το μονόφθαλμο να βασιλεύει στους τυφλούς...
Όπως ήταν φυσικό, πρώτοι διέρρευσαν προς τη μεγάλη πατρίδα οι Έλληνες της βορειοηπειρωτικής κοινότητας. Είτε 35.000, είτε 240.000 —και ο αληθινός αριθμός πρέπει να βρισκόταν τότε γύρω στις 200.000—το φάσμα της πείνας τούς ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να διασπαρθούν σε όλη την ελληνική επικράτεια. Η πείνα είναι ίδια για όλους, Έλληνες ή Αλβανούς... Σήμερα υπολογίζεται ότι περισσότεροι από τους μισούς Βορειοηπειρώτες δε βρίσκονται πια στη Βόρεια Ήπειρο ενώ από τους άλλους μισούς, τους πιστούς της μέχρι τέλους, η μεγάλη πλειονότητα αποτελείται από μεσήλικες έως ηλικιωμένους. Πόσοι άραγε μετανάστες θα ξαναγυρίσουν στα χώματά τους — αν υποτεθεί ότι κάποιοι πρόκειται ποτέ να ξαναγυρίσουν; Οποιαδήποτε απάντηση θα ήταν παρακινδυνευμένη, σε μια εποχή μαζικών πληθυσμιακών μετακινήσεων στην Ευρώπη και άδηλου οικονομικού μέλλοντος.
Υπάρχει διάχυτη η γνώμη, πως οι ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους Έλληνες που μεταφυτεύτηκαν στην Ελλάδα αποτελούν, μέσα στο πανελλήνιο, το καλύτερο ανθρώπινο υλικό. Είναι πιο αγνοί, ίσως γιατί έζησαν κάτω από ξένη κατοχή, όπου δε σήκωνε πονηριές. Είναι πιο εργατικοί, ίσως γιατί ο πρόσφυγας μαθαίνει καλύτερα πώς βγαίνει το ψωμί. Είναι πιο καλοσυνάτοι, ίσως γιατί είναι πιο πονεμένοι. Είναι πιο πατριώτες — και σ’ αυτό η εξήγηση θα μπορούσε να είναι εκείνη που δίνει ένας Έλληνας μελετητής των βαλκανικών ζητημάτων:
“Την πατρίδα την αισθάνονται καλύτερα όσοι την έχασαν και την λησμονούν ευκολότερα όσοι δεν την εστερήθησαν ποτέ.
Πηγή: Οι Πατρίδες των Ελλήνων, Θεόδωρος Καρζής, έκδ. Λιβάνης
Σχόλια