Θέμα: Το Βορειοπειρωτικό δεν είναι Ξεχασμένη Υπόθεση
Συντάκτης: του Χαράλαμπου Καραθάνου, Προέδρου του Κεντρικού Συλλόγου Βορειοηπειρωτών, Υποψήφιου Βουλευτή ΝΔ, Β’Αθηνών


Όλοι γνωρίζουμε ότι οι πολυσυζητημένοι και πολυχρησιμοποιημένοι όροι «Βόρειος Ήπειρος» και «Βορειοηπειρωτικό ζήτημα» είναι απόρροια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Συγκεκριμένα οφείλεται στη μισελληνική πολιτική και διπλωματία, κατά κύριο λόγο, τότε μεγάλων δυνάμεων της περιοχής οι οποίες, εν ονόματι δικών τους συμφερόντων, επιχείρησαν να στραγγαλίσουν τα εθνικά μας δικαιώματα σε περιοχές που εθνολογικά, ιστορικά και θρησκευτικά ανήκαν ανέκαθεν σε ελλαδικό κορμό. Καρπός της διαμάχης και του ανταγωνισμού τους υπήρξε η ίδρυση της Αλβανίας ως κράτος, για το οποίο η καθεμία από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις έτρεφε την ελπίδα ότι θα είχε επιρροή και τελικά θα κυριαρχούσε. Τότε ακριβώς αρχίζει και η αντίσταση των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου για την αδικία που τους γίνονταν. Οι προγονοί μας τότε απάντησαν με τα όπλα. Ως συνέχεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913 ξεσηκώθηκαν και έγραψαν λαμπρές σελίδες για την υπεράσπιση της ιδιαίτερης πατρίδα μας.
Το έπος των αγώνων του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού του 1912, 1913 και 1914 κατέχει μια από τις πιο ένδοξες σελίδες στην ιστορία του νεότερου Ελληνισμού. Κι αυτό γιατί γράφτηκε με το αίμα όλων εκείνων των γενναίων αγωνιστών, που έφεραν στους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου τη πολυπόθητη λευτεριά. Δικαιωματικά, εμείς οι Βορειοηπειρώτες, θα πρέπει να θεωρούμε σήμερα τους νικηφόρους εκείνους αγώνες ως συνέχεια της επαναστάσεως του 1821. Ότι για μας είχε μείνει ημιτελές, το 1821, φάνηκε να ολοκληρώνεται τώρα στους αγώνες του 1912, 1913 και 1914. Οι πρόγονοί μας τότε θεώρησαν για λίγο πως η τύχη τους χαμογέλασε και οι πόθοι τους έγιναν πραγματικότητα.
Δυστυχώς, όμως, στο διπλωματικό στίβο ο Ελληνισμός έχασε ό,τι είχε κερδίσει με σκληρούς αγώνες στο πεδίο των μαχών. Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, συντάχθηκε το επονείδιστο και κατάπτυστο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας με το οποίο η Ελλάδα έπρεπε να παραχωρήσει στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, δηλαδή τους νομούς Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, το οποίον έκτοτε πέρασε στην ιστορία ως «Βόρειος Ήπειρος». Δύο μήνες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου 1914, οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων επέδιδαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση στην οποία δήλωναν ότι: «η οριστική απονομή των νήσων του Αιγαίου στην Ελλάδα δε θα πραγματοποιηθεί, αν τα ελληνικά στρατεύματα δεν εκκενώσουν αμέσως τα παραχωρηθέντα στην Αλβανία εδάφη».
«Ανάγκα και θεοί πείθονται»! Τα Ελληνικά στρατεύματα άρχισαν από το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 1914 την εκκένωση της Κορυτσάς. «Η Ελλάς κι αν ακόμα είχε νικηθεί στον πόλεμο», έγραφε ο Άγγλος συνταγματάρχης Μάρρεϋ, «δεν θα της επεβάλλοντο σκληρότεροι όροι». Οι Μεγάλες Δυνάμεις, όπως πάντα έπραξαν όχι αυτό που επέβαλε η ιστορική αλήθεια, αλλ’ αυτό που απαιτούσαν τα δικά τους συμφέροντα.
Τότε, διαισθανόμενη την μεγάλη εθνική αδικία, η ηρωική ψυχή της αδούλωτης γενιάς του 1914 εξεγέρθηκε. Όρθωσε το ηθικό της ανάστημα εναντίον της αλβανικής τυραννίας, που την απειλούσε και με μόνα τα όπλα της ευψυχίας και του δικαίου ανέλαβε μόνη και χωρίς δισταγμό τον απελευθερωτικό αγώνα. Η αγάπη προς την πατρίδα, προς την ελευθερία ήταν ισχυρότερη από τη λογική. Δεν υπολόγισε κινδύνους και θυσίες, ανέλαβε το υψηλό τούτο έργο ως εθνική επιταγή, ως ιερό χρέος. Το μεγάλο μήνυμα του ξεσηκωμού των Βορειοηπειρωτών, δόθηκε ακριβώς πριν 92 χρόνια, κι έφτασε γρήγορα σ’ όλα τα σημεία της Ηπειρωτικής γης.
Η ζωτικότητα της Ελληνικής φυλής παρά τις δοκιμασίες που είχε περάσει τέσσερις ολόκληρους αιώνες, αποδείχτηκε ακατάβλητη, δεν υποχώρησε, δεν έχασε τον παλιό της χαρακτήρα. Ολόκληρος ο Βορειοηπειρωτικός κόσμος, από τα παράλια του Βουθρωτού και της Χειμάρρας, ως τα ορεινά συγκροτήματα της Κορυτσάς και του Μοράβα, πήρε τα όπλα και έτρεξε στη φωνή της πατρίδας. Εθελοντές κατέφθαναν από παντού. Οι νέοι απ’ όλα τα ελλαδικά διαμερίσματα εγκατέλειψαν τις σπουδές τους, οι έμποροι τις επιχειρήσεις, οι γεωργοί το αλέτρι. Όλοι έτρεξαν απ’ όλες τις γωνιές της Ηπείρου και απ’ όλα τα μέρη της διασποράς και πύκνωσαν τις τάξεις του Αυτονομικού Στρατού. Η συμμετοχή στον αγώνα ήταν καθολική. Το Αργυρόκαστρο έγινε τότε η δεύτερη Αγία Λαύρα. Εκεί οι γενναίοι αγωνιστές μας ορκίστηκαν στη Σημαία της Αυτόνομης Πολιτείας, που ύψωσε ο Γεώργιος Ζωγράφος μαζί με τους Μητροπολίτες Δρυινουπόλεως Βασίλειο, Κορυτσάς Γερμανό και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα.
Έτσι άρχισε η θριαμβευτική πορεία των Αυτονομιακών προς το καθήκον, προς την πατρίδα, προς τη Λευτεριά. Οι μάχες που δόθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης (Φεβρουάριος-Μάιος 1914) είχαν όλα τα γνωρίσματα των μαχών του πνεύματος κατά του υλισμού, της ελευθερίας κατά της σκλαβιάς της βίας και της βαρβαρότητας. Η πολεμική αρετή της φυλής μας ύψωσε τότε τους γενναίους Ιερολοχίτες της Αυτονομιακής Επανάστασης στις πιο ψηλές κορυφές της θυσίας και του μεγαλείου. Και μέσα από τις γιγαντομαχίες, τα ολοκαυτώματα και τα καπνίζοντα ερείπια πρόβαλε και πάλι η θεία Λευτεριά, μια λευτεριά βγαλμένη για μια ακόμα φορά «απ’ τα κοκάλα των Ελλήνων τα ιερά». Οι γενναίοι πρόγονοί μας μετά από αλλεπάλληλες νίκες στα πεδία των μαχών και ολοκληρωτικές συντριβές των αλβανικών στιφών, που διοικούνταν από Ιταλούς, Ολλανδούς και Τούρκους αξιωματικούς, ανάγκασαν την Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου να ζητήσει ανακωχή και να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Κυβέρνηση της Αυτόνομης Πολιτείας της Ηπείρου.
Η νίκη αυτή των Αυτονομιακών ήταν από τις ενδοξότερες νίκες της Βορειοηπειρωτικής ιστορίας. Ήταν η νίκη των αγωνιστών της ελευθερίας, κατά της τυραννίας, κατά της ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Κατάπληκτοι οι δήμιοι της Βορειοηπειρωτικής ελευθερίας αντίκρισαν το μεγάλο θαύμα, τη μεγάλη νίκη των Ελλήνων και χωρίς καθυστέρηση η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου ζήτησε από την Κυβέρνηση της Αυτόνομης Ηπείρου ανακωχή και συνεννόηση πριν ακόμα καταρρεύσει το νεοσύστατο αλβανικό κράτος και καταστραφεί η «Νότιος Αλβανία», όπως με επιμονή προσπαθούσαν από τότε να αποκαλέσουν την Βόρειο Ήπειρο.
Η Αυτονομιακή Κυβέρνηση αποδέχτηκε τη μεσολάβηση της Διεθνούς Επιτροπής και υποσχέθηκε την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών από το μεσημέρι της 24ης Απριλίου 1914. Επίσης ζήτησε να ορισθεί ημερομηνία συναντήσεως των αντιπροσώπων στους Αγίους Σαράντα. Στις 25 Απριλίου η Διεθνής Επιτροπή έφτασε στους Αγίους Σαράντα, όπου και συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της Αυτόνομης Πολιτείας της Β. Ηπείρου Γεώργιο Χρ, Ζωγράφο και τους υπουργούς του. Επειδή δεν υπήρχε κατάλληλο κτίριο στην πόλη, μετά από πρόταση του Γεωργίου Ζωγράφου, οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών μετέβησαν στην Κέρκυρα, όπου άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων δόθηκε η τελική μάχη μεταξύ της Διεθνούς Επιτροπής και της Κυβέρνησης της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου, η οποία κατέληξε στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας της 17ης Μαΐου 1914.
Η τότε Ελληνική Κυβέρνηση, έμεινε ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στην Κέρκυρα, παρά τις αρχικές δυσμενείς αποφάσεις των Μ. Δυνάμεων για την αναγκαστική ουδετερότητά της. Η επιτυχία αυτή οφείλονταν ουσιαστικά στην ηρωική απόφαση των Βορειοηπειρωτών να αγωνισθούν για τα δίκαιά τους και στις ικανότητες της ηγεσίας τους. Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας όμως δεν ανταποκρινόταν πραγματικά στους πόθους των Βορειοηπειρωτών που αγωνίζονταν για την αυτονομία τους και ειδικά στους γενναίους Χειμαριώτες. Οπωσδήποτε όμως, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου είχε κάνει το καθήκον της, όπως επέβαλλαν οι παραδόσεις και η Ιστορία του Έθνους.
Από τους νεκρούς που έπεσαν τότε για τη σωτηρία της Βορείου Ηπείρου, η περισσότεροι ήταν Βορειοηπειρώτες. Πολλοί επίσης καταγόταν από τη νότια Ήπειρο και από διάφορα μέρη της Ελλάδος, ορισμένοι είχαν έρθει από τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και οι στατιστικές λένε πως την πρωτιά σ’ αυτούς τους αγώνες, μετά από τους Βορειοηπειρώτες, είχαν οι γενναίοι Κρητικοί, οι Μανιάτες και οι Μεσσήνιοι. Όλοι τους αγωνίστηκαν για τον ίδιο σκοπό και όλους τους δέχτηκε η φιλόξενη γη της Βορείου Ηπείρου, για την ελευθερία της οποίας με τόσο ενθουσιασμό ήρθαν εθελοντικά να αγωνιστούν και έπεσαν. Στάθηκαν πιστοί στον προγονικό τους όρκο και αγωνίστηκαν «υπέρ ιερών και υπέρ οσίων» τιμώντας τα ελληνικά όπλα. Όσοι απ’ αυτούς ήταν Ηπειρώτες τους αξίζει κάθε έπαινος γιατί αγωνίστηκαν «και μόνοι και μετά πολλών» και παρέδωσαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους την Ήπειρο πιο μεγάλη και ελεύθερη. Για τους άλλους πάλι Έλληνες που έσπευσαν από κάθε γωνιά της γης να αγωνισθούν, να πέσουν και να ταφούν μακριά από τον τόπο τους για την ελευθερία των σκλαβωμένων αδελφών τους, αξίζει ο έπαινος «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Το σπουδαιότερο όλων είναι ότι όλοι αυτοί οι νεκροί άφησαν τη θυσία τους ως παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων: ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΟΥΝ ΠΟΤΕ ΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ.
Η 17η Φεβρουαρίου 1914 για μας τους σημερινούς Βορειοηπειρώτες δεν είναι απλώς ένα ιστορικό γεγονός. Αποτελεί σύμβολο αντιστάσεως, δοκιμασίας και πάνω απ’ όλα σύμβολο νίκης. Είναι η πιο γενναία και ηρωική πράξη των προγόνων μας, η ακτινοβολία της οποίας μας επιτρέπει να ατενίζουμε περήφανα το παρελθόν και να παλεύουμε για το μέλλον. Η ηθική αίγλη του ιερού εκείνου αγώνα εξακολουθεί να παραμένει απαράμιλλη. Ωστόσο, δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στο θαυμασμό και στη δόξα του παρελθόντος. Δεν πρέπει να αναπαυόμαστε στις δάφνες των προγόνων. Αντίθετα να αγωνιζόμαστε.
Αυτή ήταν μία συντομότατη ματιά των γεγονότων του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα μέχρι και την κορυφαία ιστορική στιγμή του, την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας. Τώρα τίθενται τα ερωτήματα:
? Με την εξέλιξη των πραγμάτων στα σημερινά Βαλκάνια, είχε κάποιο όφελος όλη εκείνη η εθνική προσπάθεια με τις εκατόμβες των θυμάτων, αφού σήμερα η Βόρειος Ήπειρος είναι επαρχία αλβανική και μάλιστα αλλοιωμένη πληθυσμιακά και περίπου εγκαταλελειμμένη απ’ όλους, και κυρίως από τα ίδια της τα τέκνα; Είχε κανένα κέρδος, η γιγαντιαία προσφορά όλων στον Ιερό Αγώνα του 1914;
? Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που τότε θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία των Αυτονομιακών Δυνάμεων συνεχίζει να ισχύει σήμερα;
Η απάντηση στα πρώτα ερωτήματα είναι κατηγορηματικά καταφατική: Ναι, είχε οφέλη. Και πολλά μάλιστα ? τα οποία κορυφώνονται σ’ ένα μέγιστο: Διατήρησε «ανοιχτό» το θέμα της Βορείου Ηπείρου, το οποίο είναι και η ηθική υποθήκη μας για το παρόν και το μέλλον.
Όσον αφορά τώρα στο δεύτερο ερώτημα για το αν ισχύει στη σημερινή πραγματικότητα το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας θα απαντήσουμε πως ΝΑΙ. Όλες οι επόμενες διεθνείς συμβάσεις για τα Ανθρώπινα και Μειονοτικά Δικαιώματα δεν το καταργούν αλλά το επιβεβαιώνουν. Η Σύμβαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων συμβαδίζει με ότι το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ζητάει για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό. Συνεπώς αν οι αρμόδιοι φορείς ενεργήσουν σωστά, το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα δεν θα είναι ποτέ μια χαμένη Εθνική υπόθεση, αλλά μια υπόθεση που στα πλαίσια του ευρωπαϊκού κεκτημένου, μπορούμε να το πετύχουμε με πολιτικά, αλλά και νομικά και διπλωματικά μέσα.
Γι αυτό σήμερα όλοι μας αλλά πρώτοι εμείς οι Βορειοηπειρώτες έχουμε ιστορικό χρέος να ρίξουμε τους προβολείς της επικαιρότητας πάνω σε αυτό το θέμα και να διεκδικήσουμε την εφαρμογή του όχι μόνο του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, αλλά και όλων των άλλων διεθνών συμβάσεων για τα Ανθρώπινα και τα Μειονοτικά Δικαιώματα και πρωτίστως της Σύμβασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων. Κι αυτά πριν ακόμα είναι αργά. Με την είσοδο της Αλβανίας στην Ευρώπη δεν θα μας αποδώσει κανείς και αυτομάτως όλα τα Εθνικά Δίκαια, τα Ανθρώπινα και τα Μειονοτικά Δικαιώματα που μας ανήκουν.
Τα Εθνικά Δίκαια, τα Ανθρώπινα και τα Μειονοτικά Δικαιώματα δεν τα μοιράζει ως δώρα η Ευρώπη. Τα διεκδικούν οι λαοί όπως έπραξαν και πέτυχαν οι πρόγονοί μας. Εκείνοι το 1914 με τα όπλα, γιατί έτσι το ήθελαν οι καιροί. Εμείς σήμερα με διπλωματικά μέσα, με επιμονή χωρίς τα λάθη, τους πειραματισμούς, και τις «επιχορηγήσεις» χωρίς αντίκρισμα προς την Αλβανία. Διότι η συρρίκνωση και ο αφανισμός του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού φίλες και φίλοι, θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδος, διότι θα χαθεί ένας ζωτικός χώρος που εμποδίζει την επέκταση της «Μεγάλης Αλβανίας» προς την Θεσπρωτία, με τις γνωστές διεκδικήσεις των Τσάμηδων.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι σημαντική μόνο για Εμάς τους Βορειοηπειρώτες, αλλά για ολόκληρο τον Ελληνισμό και το μέλλον του στα σπαρασσόμενα και ευαίσθητα Βαλκάνια. Ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου δεν είναι λαός ενός κατώτερου θεού σε σχέση με τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου, για τα δικαιώματα και την αυτονομία των οποίων δραστηριοποιείται ο διεθνής παράγων, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΟΗΕ. Το ίδιο ενδιαφέρον και ανάλογη διευθέτηση των δικαιωμάτων πρέπει να επιδείξει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι διεθνής οργανισμοί για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Την εξίσωση αυτή σήμερα την απαιτούν οι καιροί γιατί έτσι στα σημερινά Ευρωπαϊκά δεδομένα μπορούμε και να αναπτυχθούμε ελεύθερα και περήφανα στις πατρογονικές μας εστίες, με τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας και να αποτελέσουμε τη γέφυρα φιλίας και συνεργασίας των δύο γειτονικών λαών, των λαών της Ελλάδας και της Αλβανίας.
Έχουμε υποχρέωση όλοι μας, Βορειοηπειρώτες και μη, να βάλουμε την δική μας έστω και ελάχιστη προσπάθεια για την ευόδωση αυτού του εθνικού χρέους. Το καμπανάκι της ιστορικής ευθύνης για όλους μας, Βορειοηπειρώτες και Ελλαδίτες χτυπάει πλέον δυνατά. Όλοι μας πρέπει να έχουμε τη διάθεση να το ακούσομε κι ας είναι ο ήχος του ενοχλητικός για όσους κωφεύουν ή δεν «διεκδικούν τίποτα».
Η απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης της 7ης Νοεμβρίου 2006 για την χορήγηση ελληνικής υπηκοότητας στους Έλληνες Βορειοηπειρώτες, ισχυροποιεί τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Οι Βορειοηπειρώτες ως Ευρωπαίοι πολίτες πλέον, με τη «διπλή» υπηκοότητα (ελληνική και αλβανική), θα μπορούν να διεκδικούν τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματά τους απέναντι στην αλβανική αυθαιρεσία, αλλά και στην ελληνική αδιαφορία και γραφειοκρατία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΤΑ!