ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ

Η θυσία του ύψιστη προσφορά στο Μακεδονικό Αγώνα

Του Παναγιώτη Γ. Τζήμα

Πριν από εκατό χρόνια, το Σάββατο 23 Οκτωβρίου 1904 ήταν μια ζοφερή φθινοπωρινή μέρα για την Καστοριά. Ολόκληρη η πόλη ήταν και πάλι αναστατωμένη, όπως και ένα χρόνο νωρίτερα (το Νοέμβρη 1903), όταν οι Καστοριανοί έδιωξαν τον Βούλγαρο Μητροπολίτη του Μοναστηρίου, ύστερα από το κίνημα του Ίλιντεν. Τώρα όμως η αιτία της αναστάτωσης είναι μια πολύ δυσάρεστη είδηση που μεταδίδεται αστραπιαία σ' όλη την πόλη από στόμα σε στόμα. Το ακέφαλο σώμα ενός Έλληνα αντάρτη βρίσκεται ξαπλωμένο μπροστά στο τούρκικο Διοικητήριο, που το έφερε ο τούρκικος στρατός από ένα χωριό των Κορεστίων. Από τα λίγα χαρτιά που βρέθηκαν στις τσέπες του φαίνεται ότι ονομάζεται Μίκης Ζέζας και ο Μητροπολίτης της Καστοριάς προσπαθεί να πείσει τον καϊμακάμη (Τούρκο Έπαρχο) ότι ο νεκρός είναι Έλληνας Χριστιανός και γι' αυτό θα πρέπει να του επιτραπεί να τον κηδεύσει. Ο καϊμακάμης όμως ανένδοτος επιμένει να μάθει το πραγματικό όνομα του οπλαρχηγού με την απειλή ότι θα δώσει στους Βουλγάρους το σώμα για να το θάψουν σε χωριό όπου υπάρχει βουλγαρο-παπάς. Να γιατί σε λίγη ώρα εκατοντάδες Καστοριανοί περιτριγυρίζουν το Διοικητήριο και ζητούν το σώμα του Ζέζα. Και ενώ ο Δεσπότης καταφεύγει στο συμβούλιο των μπέηδων (τούρκοι προύχοντες) το πλήθος γίνεται μια ανθρωποθάλασσα όλο και πιο θορυβώδης και απειλητική. Φωνάζουν ότι είναι έτοιμοι να πέσουν πάνω στο ακέφαλο σώμα του άγνωστου καπετάνιου, που σίγουρα ήταν κάποιο σημαίνον πρόσωπο για να επιμένει ο Δεσπότης να τον πάρει. Κυκλοφορεί μάλιστα μεταξύ του πλήθους η πληροφορία ότι οι σύντροφοί του επίτηδες του πήραν το κεφάλι για να μη γίνει γνωστή η ταυτότητά του στους Τούρκους, σύμφωνα με οδηγίες που τους είχε δώσει ο ίδιος πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Επίσης ότι οι κάτοικοι του χωριού Στάτιστα (περιοχής Κορεστίων βορείως της Καστοριάς), όπου έγινε κι συμπλοκή, δεν έβγαλαν μιλιά παρ' όλο το ξυλοδαρμό από τους Τούρκους και τις απειλές ότι θα τους κάψουν ζωντανούς μέσα στα σπίτια τους. Ας ιδούμε όμως την εξέλιξη αυτής της μακάβριας τραγωδίας όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός (Καραβαγγέλης), ο Δεσπότης του Μακεδονικού Αγώνα, στα απομνημονεύματά του:

"Έγινε πολύς θόρυβος μα ο καϊμακάμης ήταν ανένδοτος. Τότε έξω φρενών βγήκα από το Διοικητήριο και πήγα στο απέναντι σπίτι του Μιμτάσμπεη όπου ήταν μαζεμένοι όλοι οι μπέηδες της Καστοριάς και τους ανέφερα την αθλία στάσι του καϊμακάμη και δείχνοντας το απέναντι συναθροισμένο πλήθος τους είπα ότι θα χυθή πολύ αίμα στην Καστοριά, γιατί ο ελληνικός λαός είναι μεθυσμένος, και πολύ δίκαια, από αγανάκτησι και είμαστε αποφασισμένοι κι εγώ και ο λαός μου να πέσουμε απάνω στο πτώμα του Ζέζα. Και μαζί μας βέβαια θα πέσουν και πολλοί Τούρκοι, πράγμα που δεν το θέλω, γιατί ως σήμερα έζησε πάντα ειρηνικά και φιλικά ο τουρκικός λαός με τον ελληνικό και είναι άδικο τώρα για το πείσμα ενός ξένου (ο καϊμακάμης ήταν από άλλο μέρος), που σήμερα είναι εδώ και αύριο δε θα είναι, να διαταραχτούν οι φιλικές αυτές σχέσεις και να καή μια πόλις τόσο πολιτισμένη σαν την Καστοριά. Στο τέλος έκανα έκκληση θερμή στα πατριωτικά τους αισθήματα και τους εσύστησα να μεσολαβήσουν αποφασιστικά ώστε να λυθή ειρηνικά το ζήτημα.

Φαντάζεται κανείς την ψυχολογική μου κατάσταση. Ήμουν αποφασισμένος να μη φύγω από το Διοικητήριο ζωντανός, αν δεν πάρω το σώμα του. Ευτυχώς οι μπέηδες επείστηκαν στα λόγια μου, ανέβηκαν εν σώματι στο Διοικητήριο κι εδήλωσαν στον καϊμακάμη ότι πρέπει να παραδώση το σώμα σε μένα ή να φύγη από την Καστοριά. Μπροστά στο δίλημμα αυτό, γιατί οι μπέηδες ήταν πανίσχυροι στον τόπο, ισχυρότεροι κι από τον καϊμακάμη, αναγκάστηκε να μου παραδώση το σώμα την ώρα πια που άρχισε να σκοτεινιάζη. Το μετέφερα αμέσως στο μητροπολιτικό μέγαρο και κείνη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε διόλου. Το θρηνήσαμε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα, πολύ πρωΐ, όπως είχα υποσχεθή στον καϊμακάμη, το έθαψα με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης μου, για να αποφύγω άλλους θορύβους και συγχύσεις του λαού. Τον έθαψα στο νεκροταφείο αντίκρυ από τη Μητρόπολη. Την ίδια ώρα και στην Αθήνα γινόντουσαν μνημόσυνα και μεγάλος πάταγος, πράγμα που εγώ ακόμα το αγνοούσα."

Πράγματι στην Αθήνα έγινε "μεγάλος πάταγος" όταν έγινε γνωστό ότι ο οπλαρχηγός που σκοτώθηκε στη Μακεδονία ήταν ο Παύλος Μελάς, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Τι ειρωνία όμως. Το μυστικό που κράτησαν εφτασφράγιστο οι χωρικοί στη Στάτιστα παρ' όλο τον άγριο ξυλοδαρμό και τις απειλές των Τούρκων, το μυστικό για το οποίο ο λαός της Καστοριάς ήταν έτοιμος να αιματοκυλιστεί για να μη ενοχοποιηθεί η Ελληνική Κυβέρνηση, το ξεφούρνισαν στις εφημερίδες της Αθήνας ανεύθυνοι δημοσιογράφοι μόλις το πληροφορήθηκαν από απερίσκεπτους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών.

Ποιός όμως ήταν ο Παύλος Μελάς και γιατί η θυσία του αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα;

Γεννήθηκε το 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας όπου οι γονείς του, Μιχαήλ και Ελένη Μελά ήταν εγκατεστημένοι. Ο πατέρας του, Ηπειρωτικής καταγωγής, ασχολούμενος με το εμπόριο του εξασφάλιζε μια οικονομικά άνετη ζωή. Το 1874 όμως αποφάσισε να γυρίσει στην ελεύθερη Ελλάδα και να εγκατασταθεί στην Αθήνα όπου εκλέχτηκε βουλευτής και αργότερα δήμαρχος Αθηναίων. Έτσι λοιπόν ο Παύλος μεγάλωσε στην Αθήνα όπου πήρε την στοιχειώδη και την γυμνασιακή του σχολική μόρφωση. Υπόδειγμα μελετηρού μαθητή και θαυμάσιου χαρακτήρα, από πολύ νωρίς παρακολουθεί τις εξελίξεις στις αλύτρωτες πατρίδες. Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη και άλλα νησιά του Αιγαίου βρίσκονται υπό την κατοχή του Τούρκων. Πολλά τα σκλαβωμένα αδέλφια που λαχταρούν τη λευτεριά ενώ η ελεύθερη Ελλάδα είναι μια σταλιά κράτος. Οι κραυγές του πόνου και της οδύνης φτάνουν καθημερινά στην Αθήνα από την επαναστατημένη Κρήτη καθώς και από τη Μακεδονία όπου ο αλύτρωτος Ελληνισμός έχει να αντιμετωπίσει τώρα και έναν δεύτερο εχθρό πιο ύπουλο και πιο βάρβαρο από τους Τούρκους.

Η Βουλγαρία πριν ακόμη να γίνει ελεύθερο κράτος διεκδικεί σχεδόν όλη τη Μακεδονία και χρησιμοποιεί κάθε μέσο για τον εκβουλγαρισμό του ελληνισμού. Ήδη καταφεύγει στην τρομοκρατία αφού τα αποτελέσματα της προπαγάνδας της στον εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό τομέα είναι πενιχρά. Ένοπλες ομάδες βουλγαροκομιτατζήδων περιφέρονται στα χωριά των βορειοτέρων περιοχών όπου υπάρχει σλαβόφωνος πληθυσμός και τον αναγκάζουν να προσχωρήσει στη σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία. Τρομοκρατούν αυτούς που τολμούν να μιλήσουν ελληνικά με την απειλή ότι θα τους κόψουν τη γλώσσα ή ότι θα τους κάψουν τα σπίτια και πολλές φορές οι απειλές αυτές πραγματοποιούνται.

Όλη αυτή η καταστροφή προβληματίζει τους αρμόδιους του ελληνικού κράτους που αδυνατούν να ενεργήσουν αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν ανησυχίες σε όσους συνειδητοποιούν τους κινδύνους της συρρίκνωσης του ελληνισμού. Μεταξύ αυτών είναι και ο νεαρός Παύλος, όπως και άλλοι νέοι της εποχής του, που πιστεύουν ότι τα νιάτα είναι για θυσίες και όχι για γλέντια. Η σκέψη να υπηρετήσει την πατρίδα και γενικότερα τον ελληνισμό γίνεται διακαής του πόθος και τελειώνοντας τις γυμνασιακές του σπουδές αποφασίζει να γίνει αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Η Σχολή Ευελπίδων πιστεύει πως θα του δώσει τα εφόδια που χρειάζεται για να εκπληρώσει το σκοπό του και τον Σεπτέμβριο του 1886 αρχίζει την πενταετή φοίτηση ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις. Τον Αύγουστο του 1891 αποφοιτά από τη σχολή με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και μετά από την εκπαίδευσή του στο πυροβολικό υπηρετεί σε διάφορες θέσεις, αλλά η σκέψη του είναι πάντοτε στον αλύτρωτο ελληνισμό.

Τον Οκτώβριο του 1892 παντρεύεται την Ναταλία Δραγούμη. Ο πατέρας της Στέφανος Δραγούμης καταγώμενος από το Βογατσικό της Καστοριάς, ήταν απο τους κορυφαίους πολιτικούς της εποχής του και είχε διατελέσει επανειλημμένα υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Χαριλ. Τρικούπη (μετέπειτα πρωθυπουργός το 1910). Έτσι τώρα δημιουργείται άλλος ένας δεσμός με τη Μακεδονία μια και η γυναίκα του κατάγεται από εκεί.

Το 1894 ιδρύεται η "Εθνική Εταιρεία" με σκοπό την πληροφόρηση του ελληνικού λαού για τα όσα γίνονταν στην Κρήτη και στη Μακεδονία αλλά και την αφύπνισή του για να ενδιαφερθεί για τον αλύτρωτο ελληνισμό και να του συμπαρασταθεί. Πρόεδρος της "Εθνικής Εταιρείας" είναι ο Μιχάλης Μελάς (πατέρας του Παύλου) και ο Παύλος είναι από τα πιο δραστήρια μέλη της.

Την άνοιξη του 1897 παίρνει μέρος στον σύντομο και άτυχο ελληνο-τουρκικό πόλεμο. Η ήττα του ελληνικού στρατού άφησε στην ψυχή του Παύλου μια αθεράπευτη πληγή αλλά ταυτόχρονα χαλύβδωσε τη θέλησή του να εντείνει τον αγώνα του για τον αλύτρωτο ελληνισμό.

Το Φεβρουάριο του 1904 η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει στη Μακεδονία ένα κλιμάκιο αξιωματικών του στρατού για να ιδούν από κοντά την όλη κατάσταση που επικρατεί και να ενημερώσουν την κυβέρνηση. Ο Π.Μελάς συγκαταλέγεται σ' αυτήν την αποστολή της οποίας επί κεφαλής είναι ο λοχαγός Αλέξανδρος Κοντούλης. Οι άλλοι δύο αξιωματικοί που συμμετέχουν είναι ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης (εγγονός του Γέρου του Μωριά) και ο Αναστάσιος Παπούλας. Στα ελληνο-τουρκικά σύνορα (Θεσσαλίας/Μακεδονίας) στο χωριό Βελεμίτσι τους περίμεναν οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί Κώττας, Κύρου και Πύρζας μαζί με τέσσερα παλικάρια τους. Από εκεί αρχίζει η πορεία για την περιοδεία τους στην βορειο-δυτική Μακεδονία. Μεταξύ άλλων επισκέπτονται τα χωριά της περιοχής Κυρεστίων (βορείως της Καστοριάς) το Γκαμπρέσι (σημερινό Γάβρο) πατρίδα του καπετάν-Νταλίπη, τη Ρούλια (σημ. Κώττα) πατρίδα του καπετάν-Κώττα κ.ά. Όπου πηγαίνουν συναντούν τα μέλη των επιτροπών και ακούν με προσοχή τις διηγήσεις περιστατικών από τον καθημερινό τους αγώνα να αντιμετωπίσουν τη βαρβαρότητα των βουλγαρο-κομιτατζήδων. Συζητούν με τους παπάδες και τους δασκάλους των ελληνικών σχολείων όπου οι κομιτατζήδες δεν μπόρεσαν να κλείσουν. Να σημειωθεί ότι η ύπαρξη ή όχι ελληνικού σχολείου και εκκλησίας ήταν ένδειξη της δραστηριότητας των κομιτατζήδων στην αντίστοιχη περιοχή. Γενικά τα συμπεράσματα των αξιωματικών ήταν ότι ο ελληνισμός της Μακεδονίας, ελληνόφωνος, βλαχόφωνος και σλαβόφωνος ή δίγλωσσος, διεξήγαγε έναν άνισο αγώνα επιβίωσης, αβοήθητος από το μικρό Ελλαδικό κράτος. Από την άλλη πλευρά οι κομιτατζήδες είχαν την αμέριστη συμπαράσταση της βουλγαρικής κυβέρνησης με άφθονο χρήμα και με αξιωματικούς του βουλγαρικού στρατού.

Ενώ όμως βρίσκονταν στο χωριό Όροβνικ (σημ. Καρυές του νομού Φλωρίνης) στις 22 Μαρτίου ήρθε εντολή από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος (μέσω του Ελληνικού Προξενείου στο Μοναστήρι) να επιστρέψει ο Π.Μελάς στην Αθήνα αμέσως επειδή η τουρκική Πρεσβεία είχε διαπιστώσει την απουσία του από την Αθήνα και είχε πληροφορίες ότι βρισκόταν στην περιοχή της Καστοριάς. Έτσι ο Π.Μελάς αναγκάζεται να φύγει από την Μακεδονία ύστερα από τρεις περίπου εβδομάδες και επιστρέφει στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 1904. Στις 8 Μαΐου κατέφτασαν στην Αθήνα και οι άλλοι αξιωματικοί οπότε και υπέβαλαν τις εκθέσεις τους στην Ελληνική Κυβέρνηση (πρωθυπουργός Θεοτόκης) η οποία τελικά πήρε την απόφαση να λάβει ενεργό μέρος στον Μακεδονικο Αγώνα. Έτσι αρχίζει η τελευταία ένοπλη φάση αυτού του αγώνα που ήδη διεξήγαγε επί τριάντα χρόνια και πλέον ο Μακεδονικός Ελληνισμός.

Ο Παύλος Μελάς ορίζεται ως ο γενικός αρχηγός για την βορειοδυτική Μακεδονία (βιλαέτι Μοναστηρίου, σύμφωνα με την διοίκηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που περιλαμβάνει την σημερινή Δυτική Μακεδονία και την περιοχή Μοναστηρίου-Μοριχόβου που σήμερα βρίσκεται βορείως των συνόρων μας) για να οργανώσει αντάρτικα σώματα και να συντονίζει την δράση τους εναντίον των βουλγαρο-κομιτατζήδων. Ύστερα από μια σύντομη περιοδεία στην Κοζάνη και Σιάτιστα τον Ιούλιο του 1904 για να διευθετήσει ορισμένες λεπτομέρειες με τις εκεί οργανώσεις, ξεκινάει από την Αθήνα στις 18 Αυγούστου 1904 για την Μακεδονία όπου θα αναλάβει το έργο που ονειρευόταν τόσα χρόνια. Από τη Λάρισα στις 21 Αυγούστου έγραφε στην αγαπημένη του γυναίκα Ναταλία:

"Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην έχω το υπέρτατο καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτων... Είθε να εκτελέσω και μέρος των όσων ποθώ κι επιστρέψω να ζήσω ήσυχος πλησίον σου και των παιδιών μου...".

Λίγες ημέρες αργότερα συγκεντρώνονται στην Καλαμπάκα όλοι οι άνδρες του αντάρτικου σώματος, που θα τον συνοδεύει παντού. Αποτελείται κυρίως από Μακεδόνες και Κρητικούς, τριανταπέντε άτομα συνολικά. Στις 27 Αυγούστου περνούν τα σύνορα και αρχίζουν την πορεία τους στη Μακεδονική γη όπου ο ελληνισμός τους δέχεται με χαρά, ανακούφιση και ελπίδα. Επί τέλους το Ελληνικό κράτος τους συμπαραστέκεται. Ο Παύλος με την προσωπικότητά του εντυπωσιάζει όσους τον γνωρίζουν και τον βλέπουν σαν μεσσία. Στο Κωσταράζι (χωριό νοτίως της Καστοριάς) ψάλλουν το "Είδομεν το φως το αληθινόν". Χωρίς χρονοτριβές προχωρούν βορείως της Καστοριάς και επισκέπτονται χωριά όπου ο ελληνισμός είναι τρομοκρατημένος από τους βουλγαρο-κομιτατζήδες. Οργανώνουν τις επιτροπές Ελλήνων και σε πολλές περιπτώσεις τους οπλίζουν για αυτοάμυνα. Έτσι οι Έλληνες ενθαρρύνονται και δραστηριοποιούνται. Αυτό βέβαια ενοχλεί τους κομιτατζήδες και, όταν το σώμα του Π.Μελά φτάνει και καταλύει στο χωριό Στάτιστα, ειδοποιούν τους Τούρκους. Την άλλη μέρα, 13 Οκτωβρίου 1904, τούρκικος στρατός καταφτάνει στην Στάτιστα και αργά το απόγευμα περικυκλώνει το σπίτι όπου βρίσκονται μια ομάδα του σώματος Μελά με επικεφαλής τον Κρητικό Γ.Βολάνη, δίπλα στο σπίτι όπου ήταν ο Π.Μελάς. Όταν άρχισε η συμπλοκή με την ομάδα του Βολάνη, ο Παύλος κατέβηκε στον αυλόγυρο του σπιτιού μαζύ με μερικούς από τους συντρόφους του όπου αδέσποτη σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στη μέση. Οι σύντροφοί του τον μετέφεραν μέσα στο σπίτι όπου λίγη ώρα αργότερα ξεψύχησε, ενώ οι τούρκοι έφευγαν χωρίς να ξέρουν ότι σκοτώθηκε ένας από τους Έλληνες αντάρτες. Την ίδια νύχτα το σώμα του Παύλου ενταφιάστηκε σε απόμερο μέρος του χωριού. Τέσσερεις μέρες αργότερα, ξημερώματα της 18 Οκτωβρίου 1904, ένα από τα παλλικάρια του Π.Μελά από το ίδιο χωριό, ο Ντίνας, γύρισε και ξέθαψε το σώμα για να το μεταφέρει σε ασφαλέστερο μέρος κατά εντολή του καπετάν-Κύρου. Επειδή όμως ξαφνικά κατέφτασε τούρκικος στρατός, ο Ντίνας έκοψε το κεφάλι, το οποίο μετέφερε στο Ζέλοβο, αφού ξανάθαψε το σώμα. Τα ξημερώματα της 19 Οκτωβρίου 1904, η κεφαλή του Παύλου ενταφιάστηκε στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι, ενώ οι Τούρκοι βασάνιζαν τους χωρικούς της Στάτιστας για να βρουν το σώμα του καπετάνιου, το οποίο και βρήκαν στις 23 Οκτωβρίου, δέκα μέρες μετά τον θάνατό του.

Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα η είδηση για τον θάνατο του Παύλου Μελά "έκανε πάταγο", όπως γράφει ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός στα απομνημονεύματά του. Έκανε πραγματικά μεγάλη αίσθηση το ότι ένας ευπατρίδης από την τότε αριστοκρατία της Αθήνας, μια προσωπικότητα γνωστή στην Αθηναϊκή κοινωνία θυσίασε τη ζωή του για την ελευθερία της Μακεδονίας. Ο Αθηναϊκός τύπος δημοσίευε πύρινα άρθρα και ποιήματα των κορυφαίων της ελληνικής διανόησης και ποίησης για τη "θυσία του Παλληκαριού", φοιτητικοί σύλλογοι και άλλοι οργανισμοί τελούσαν μνημόσυνα όπου εκφωνούνταν λόγοι που εκθείαζαν τον ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα.

Έτσι η θυσία του Παύλου Μελά έγινε εγερτήριο σάλπισμα που ξύπνησε από το λήθαργο της αδράνειας τον απανταχού ελληνισμό, ο οποίος συνειδητοποιούσε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Μακεδονία να αλλοτριωθεί από ένα γείτονα πριν ακόμη πετάξει τον ζυγό του βάρβαρου ανατολίτη δυνάστη. Και τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Από κάθε γωνιά της γης ο ελληνισμός έστελνε τη βοήθειά του σε χρήμα, και σε άψυχο ή έμψυχο υλικό. Όταν οι κομιτατζήδες ειδοποίησαν τον Τούρκικο στρατό για να εξοντώσουν τον Π.Μελά, σίγουρα δεν φαντάστηκαν ότι η ενέργειά τους αυτή θα έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα από ό,τι υπολόγιζαν. Στη θέση του Γενικού Αρχηγού έμπαινε άλλος αξιωματικός του Ελληνικού στρατού (προσωρινά ο Γ.Κατεχάκης και μετά ο Γ.Τσόντος ή καπετάν-Βάρδας) ενώ πολλοί άλλοι νέοι αξιωματικοί αναλάμβαναν την ηγεσία ανταρτικών σωμάτων. Έτσι ως τον Ιούλιο του 1908 που μπήκε τέρμα σ' αυτή τη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (μετά το κίνημα των Νεοτούρκων και τη θέσπιση του Συντάγματος) τα ελληνικά αντάρτικα σώματα είχαν εξουδετερώσει τους κομιτατζήδες και πάρα πολλά χωριά είχαν επανέλθει στο Πατριαρχείο Κων/πόλεως.

Στα τριαντατέσσερά του χρόνια ο Παύλος Μελάς βρήκε τον θάνατο αλλά πέρασε στην αθανασία, στην ίδια ηλικία με τον Μέγα Αλέξανδρο. Εκείνος, στρατηλάτης και εκπολιτιστής, μετέφερε τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα της Ασίας. Ο Παύλος αγωνίστηκε για το μεγαλείο του ελληνισμού στην ίδια τη γη του Μ.Αλεξάνδρου για να μείνει ελληνική. Το όνομά του έγινε θρύλος και σύμβολο της θυσίας για την ελευθερία. Το σπίτι όπου άφησε την τελευταία του πνοή έγινε τόπος προσκυνήματος που το επισκέπτονται Έλληνες, και ιδιαίτερα Μακεδόνες, από κάθε γωνιά της γης. Το χωριό Στάτιστα μετονομάστηκε "Μελάς" για να θυμίζει στις επερχόμενες γενεές την ηρωϊκή θυσία ενός άδολου πατριώτη. Οι κορυφαίοι ποιητές της εποχής έπλεξαν το εγκώμιο του μεγάλου ήρωα. Η λαϊκή μούσα, οι άγνωστοι συνθέτες, τραγούδησαν το έργο και τη θυσία του Παλληκαριού με δημοτικά τραγούδια που αντηχούν και σήμερα σ' όλη τη Μακεδονία. Έτσι ο Παύλος Μελάς ζει "και βασιλεύει" στις ψυχές των Μακεδόνων και όλων των Ελλήνων, όπως και ο Μέγας Αλέξανδρος, η δε θυσία του θα είναι φωτεινό παράδειγμα για όλους μας.

Παν. Γ. Τζήμας

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο αυτό:

1.«Παύλος Μελάς» της Ναταλίας Π. Μελά (συζύγου του Παύλου)

2. «Απομνημονεύματα»Γερμ. Καραβαγγέλη (Μητροπολίτη Καστοριάς 1900-1907)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»