ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Π. ΜΕΛΑ
aN OΛOI OΣOI ισχυρίστηκαν μετά το 1912 ότι ήταν συμπολεμιστές και έμπιστοι του Μελά έλεγαν την αλήθεια, τότε το σώμα του θα είχε σίγουρα τη δύναμη ενός τάγματος και το δίκτυό του θα απλωνόταν μέχρι το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η υπερβολή αυτή είναι ενδεικτική της αίγλης και της ισχύος του πανίσχυρου συμβόλου στο οποίο αναδείχθηκε η θυσία του Μελά μέσα σε βραχύτατο χρονικό διάστημα. Στην πράξη, όσον αφορά την ελληνική επιθετική στρατηγική και τα μέτρα υποδομής, αυτά ήταν προαποφασισμένα και θα αναπτύσσονταν ασχέτως της τύχης του Μελά. Το Μακεδονικό Κομιτάτο του Καλαποθάκη, είχε ενεργοποιηθεί από τον Μάιο του 1904, τα σώματα ετοιμάζονταν, τα προξενεία της Μακεδονίας είχαν ήδη στελεχωθεί, η κυβέρνηση Θεοτόκη ήταν πλέον αποφασισμένη να αναλάβει το ρίσκο. Oμως ο θάνατος του Μελά άλλαξε πολλά άλλα πράγματα. Κατ' αρχήν αποτέλεσε την πρώιμη δικαίωση του Καλαποθάκη. Προσέδωσε στον ίδιο και στο Κομιτάτο του απίστευτη αίγλη. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι ενέπνευσε τόση φιλοπατρία στον Ελληνισμό εντός και εκτός του ελληνικού κράτους, ώστε οι τάξεις των σωμάτων πύκνωσαν απίστευτα και οι στρατηγικοί χειρισμοί έγιναν ανετότεροι. Ο Αγώνας αυτός δεν ήταν πλέον των «σταυραετών» της μεθορίου αλλά όλων των Ελλήνων, σταθμός πραγματικός στην εθνική τους συγκρότηση. Σθεναρότερη εμπλοκή Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Μελά διέσχισε τη μεθόριο το σώμα του Γεωργίου Κατεχάκη και στα μέσα Νοεμβρίου ακολούθησε ο Γεώργιος Τσόντος, που εξελίχθηκε σύντομα στην σημαντικότερη επιτελική προσωπικότητα του Αγώνα. Οι δύο αυτές ομάδες μαζί με τους άνδρες του Κρητικού Ευθυμίου Καούδη έδωσαν τα πρώτα κτυπήματα στη βουλγαρική παράταξη, αποκαθιστώντας για πρώτη φορά το ελληνικό γόητρο στα μάτια του εντοπίου πληθυσμού. Ως κυρίαρχη όμως μορφή στο οργανωτικό επίπεδο πρόβαλε ευθύς εξαρχής ο γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης ο Λάμπρος Κορομηλάς. Πριν καλά καλά πετύχει την έγκριση των απαραίτητων δαπανών, από τον Ιανουάριο του 1905, οραματιζόταν την επέκταση των επιχειρήσεων στην Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία μέχρι Μελενίκου και Στρώμνιτσας. Επίσης, είχε προχωρήσει στην οργάνωση του λαθρεμπορίου όπλων και του εξοπλισμού της ενδοχώρας μέσω του προξενείου, προκαταλαμβάνοντας ίσως μερικές φορές την ίδια την κυβέρνηση με το πάθος και τη ρητορεία του. Συνεργάτες του, πέρα από το διπλωματικό προσωπικό, είχε μια επίλεκτη ομάδα αξιωματικών που ως τομεάρχες μέσω έμπιστων πρακτόρων παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με κάθε λεπτομέρεια.
Την ίδια εποχή και στο Μοναστήρι κυριαρχούσε ο προβληματισμός για το μέλλον των επιχειρήσεων. Ελλείψει ανωτέρων διαταγών, οι διπλωμάτες επιθυμούσαν την αποτύπωση ενός σχεδίου, την ορθολογική διασπορά των σωμάτων, την εκ των προτέρων κατανομή στρατηγικών καθηκόντων, επιφυλάσσοντας για τον συντονιστικό ρόλο κάποιον αποσπασμένο στο προξενείο αξιωματικό, όπως ακριβώς πρότεινε και ο Κορομηλάς για το Βιλαέτι Θεσσαλονίκης. Μάλιστα, οι αρχικές σκέψεις προέβλεπαν την κατάληψη τεσσάρων κομβικών ορεινών περιοχών, το Μορίχοβο, το Βίτσι, το Βόιο και το Βέρμιο, από μια δύναμη περίπου 350-500 ανδρών κατανεμημένη σε 16-20 σώματα. Οι εξελίξεις έδειξαν πόσο δίκαιο είχαν. Πραγματικά, παρά τις χειμωνιάτικες εκτιμήσεις, την άνοιξη του 1905 στη Δυτική Μακεδονία βρέθηκαν τουλάχιστον 565 άνδρες οργανωμένοι σε μεγάλα σώματα υπό τη διοίκηση κυρίως αξιωματικών του ελληνικού στρατού και τη διοικητική εποπτεία του Κομιτάτου. Την ίδια περίοδο στην Κεντρική Μακεδονία ενεργοποιούνταν περίπου 230 άνδρες και πολιτοφύλακες, υπό τη διοίκηση υπαξιωματικών και τοπικών οπλαρχηγών. Το φθινόπωρο στην ίδια περιοχή βρίσκονταν αναπτυγμένοι πάνω από 200 άνδρες, έναντι περίπου ισάριθμων ένοπλων Βουλγάρων, και σχεδόν 200 πολιτοφύλακες. Επιπλέον, στην Ανατολική Μακεδονία στάθμευαν τον Νοέμβριο του 1905 14 μικρά σώματα με 85 άνδρες συνολικά. Η ταυτόχρονη παρουσία 1.000 περίπου ένοπλων Ελλήνων, τη στιγμή που ήδη υπήρχαν ενδείξεις ότι ο τουρκικός στρατός εγκατέλειπε την προηγούμενη παθητική του στάση, ήταν επόμενο να προκαλέσει σωρεία ατυχημάτων και εκατομβών, με γνωστότερα θύματα τους αξιωματικούς Μαρίνο Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Μωραΐτη και Σπυρίδωνα Φραγκόπουλο. Από την άλλη, όμως, μεριά, η αύξηση των πολιτοφυλακών, η προώθηση στο Μορίχοβο και την Ανατολική Μακεδονία, η επέκταση του ελέγχου στα Καστανοχώρια και στις πεδιάδες βορείως και νοτίως της Φλώρινας, η εξασφάλιση ζωτικών οδικών αρτηριών γύρω από το Μοναστήρι μέσα σε δέκα μήνες ήταν στρατηγικά πλεονεκτήματα με αναμφίβολη σημασία. Ουσιαστικά επρόκειτο γι' άμεση εξισορρόπηση δυνάμεων, που είναι δύσκολο να εικάσει κανείς κατά πόσο θα είχε επιτευχθεί, χωρίς την έγκαιρη επίδειξη των εντυπωσιακών δυνατοτήτων στρατολόγησης και εξοπλισμού που διέθετε η Ελλάδα. Ο θάνατος του Μελά ενέπνεε σταθερά. Προβλήματα Oμως, ο Αγώνας δεν είχε ακόμη κριθεί. Από τις αρχές του 1906, όταν πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, φάνηκαν στο Βιλαέτι Μοναστηρίου τα προβλήματα, τα οποία εγκαίρως είχαν επισημάνει οι διπλωμάτες: αποσύνθεση των σωμάτων στη βόρεια ζώνη, αδυναμία παρακολούθησης των ενεργειών στη νότια ζώνη, αρρυθμία στην οικονομική διαχείριση, έλλειψη στελεχών στα κέντρα και συντονισμού στην είσοδο και ανάπτυξη των σωμάτων. Οι συνέπειες ήταν άμεσες και τραγικές: ο Γεώργιος Σκαλίδης σκοτώθηκε τον Μάρτιο, ο Χρήστος Πραντούνας τον Απρίλιο, ο Αντώνιος Βλαχάκης τον Μάιο, ο Κωνσταντίνος Γαρέφης τον Ιούνιο, ο Ευάγγελος Νικολούδης τον Ιούλιο και μαζί τους δεκάδες Μακεδονομάχοι, θύματα τις περισσότερες φορές άσκοπων συγκρούσεων με τα τουρκικά στρατεύματα. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι τον Σεπτέμβριο του 1906 στην ίδια περιοχή η τακτική δύναμη με επιχειρησιακή δυνατότητα δεν ξεπερνούσε τους 200 άνδρες -ίσως λίγοι περισσότεροι από τους αντίστοιχους κομιτατζήδες- το Βίτσι είχε εγκαταλειφθεί, τα Κορέστια δεν ελέγχονταν και οι Βούλγαροι εξαπέλυαν δολοφονικές αντεπιθέσεις με πολλά θύματα. Αντίθετα, στο ελληνικό στρατόπεδο τα κρούσματα απειθαρχίας είχαν πολλαπλασιαστεί. Ακριβώς την ίδια εποχή ο Λάμπρος Κορομηλάς από τη Θεσσαλονίκη βρισκόταν στην ευτυχή θέση να αναφέρει τη συνεχή βελτίωση των ελληνικών θέσεων, καθώς δρομολογούνταν επιτυχώς η προώθηση των σωμάτων του Αγαπηνού και του Δεμέστιχα μέσα στον βάλτο των Γιαννιτσών. Hλπιζε, έτσι, ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν τα πολλά παραλίμνια χωριά των οποίων η οικονομική ζωή ήταν εξαρτημένη από τη χλωρίδα και την πανίδα του βάλτου. Eικόνα του 1906 και 1907
Το τέλος, λοιπόν, του τρίτου χρόνου ένοπλης δράσης βρήκε την ελληνική πλευρά να διατηρεί το συγκριτικό πλεονέκτημα που είχε αποκτήσει το 1905 σε ολόκληρη τη Μακεδονία, αλλά ήταν προφανές ότι κατά τόπους υπήρχαν αποκλίσεις από τους επιθυμητούς στόχους ή ακόμη και υποχωρήσεις από τα κεκτημένα. Τα προξενικά έγγραφα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι τα προβλήματα ήταν έκδηλα κυρίως στη Δυτική Μακεδονία. Η κρίση που σοβούσε στο Βιλαέτι Μοναστηρίου από το 1906 φαίνεται ότι μάλλον ήταν συνάρτηση γεωγραφικών παραγόντων. Η γειτνίαση με το ελληνικό κράτος πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες επιτυχούς εισβολής σωμάτων, σε αντίθεση με τις πάντοτε προγραμματισμένες, αλλά ταυτόχρονα προβληματικές και αγωνιώδεις αποβάσεις από θαλάσσης στη Χαλκιδική και το Ρουμλούκι, νοτίως του βάλτου των Γιαννιτσών. aλλωστε, τα ελληνοτουρκικά σύνορα ήταν ο χώρος όπου παραδοσιακά ενδημούσαν κάθε είδους κλεφταρματολοί. Hταν επόμενο οι τελευταίοι να βρεθούν στην ορεινή Δυτική Μακεδονία σε αυξημένη αναλογία σε σύγκριση με τις κεντρικές και ανατολικές πεδιάδες, όπου οι αποβάσεις ήταν σχεδόν απόλυτα ελεγχόμενες από το ελληνικό κράτος. Ακόμη, στα δυτικά, το διοικητικό κέντρο, το Μοναστήρι, ήταν ουσιαστικά αποκομμένο από πολλά θέατρα των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με την πολυτέλεια της σιδηροδρομικής σύνδεσης με όλα τα κέντρα της δικαιοδοσίας του, που διέθετε ο Κορομηλάς. Eτσι, η απόσταση από τις επιχειρήσεις στα Γρεβενά, τα Καστανοχώρια και τα Κορέστια πολλαπλασίαζε τις αδυναμίες συντονισμού των πολυπληθών ενόπλων, ενώ οι εγγενείς δυσχέρειες των επικοινωνιών επέτειναν την εικόνα του χάους. Από το 1907 το διπλωματικό σκηνικό άλλαξε. Η αντίστροφη μέτρηση για τη μακεδονική πολιτική της Σόφιας είχε ξεκινήσει, αλλά και για την Ελλάδα ο κίνδυνος δεν ήταν μικρότερος. Η πίεση των δυνάμεων προς την Τουρκία για την εκκαθάριση της Μακεδονίας έγινε αφόρητη. Στο πλαίσιο, της ευρωπαϊκής επίνευσης τουρκικής αντεπίθεσης, εντάσσεται μια σειρά από γεγονότα: ο προγραμματισμός και η εκτέλεση της τουρκικής «εκκαθαριστικής» εκστρατείας στα έλη των Γιαννιτσών από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1907 -η αυξανόμενη τάση γι' αντιχριστιανικές εκδηλώσεις από μουσουλμανικούς πληθυσμούς- και η υποκριτική «συμπαράσταση» της τουρκικής διπλωματίας. Ο γενικός διοικητής της Μακεδονίας Χιλμή πασάς έδινε συχνότατα -όχι κατ' ανάγκην άχρηστα- «μαθήματα» στους Eλληνες διπλωμάτες: το 1907, έλεγε, η προσπάθεια των ελληνικών σωμάτων να επαναφέρουν στο Πατριαρχείο χωριά εξαρχικά πολύ πριν από το 1903 μόνον προβλήματα δημιουργούσε στην Ελλάδα. Oχι μόνον υπήρχε ειλημμένη απόφαση να μην επικυρώνονται τέτοιες μεταστροφές αλλά επιπλέον χειροτέρευε τη διεθνή εικόνα της. Τα παραδείγματα δεν έλειπαν. Οι προσπάθειες του aγρα και του Νικηφόρου, κάτω από πραγματικά μυθιστορηματικές συνθήκες, είχαν αποδώσει αποτελέσματα όχι ανάλογα με τις θυσίες, έως τη στιγμή που ο Νικηφόρος ανέλαβε επιχειρήσεις εκτός του Βάλτου εναντίον εξαρχικών χωριών. Η ευρωπαϊκή όμως κατακραυγή προκάλεσε την άμεση αναστολή των επιχειρήσεων. Στη Δυτική Μακεδονία πάλι, σειρά κακοτυχιών και σφαλμάτων οδήγησε σε λιγότερο από δύο μήνες (Μάιος-Ιούνιος 1907) στην καταστροφή των σωμάτων των καπεταναίων Φιωτάκη, Φούφα, Ζιάκα, Γκούρα, Φλάμπουρα, Δοξογιάννη, αλλά και σε συλλήψεις πολυάριθμων στελεχών. Oργανωτικές αλλαγές Στις αρχές του 1908 η κατάσταση της ηθελημένης απραξίας φαινόταν να γενικεύεται από το Μοναστήρι έως την περιοχή της Δράμας. Oμως, ήταν πλέον αργά για θεαματικούς ανασχηματισμούς των ελληνικών δραστηριοτήτων. Η ελληνική οργάνωση στη Μακεδονία είχε φτάσει στα όριά της. Μετά την οριστική απομάκρυνση του Κορομηλά τον Σεπτέμβριο του 1907, είχε ανοίξει ουσιαστικά ο δρόμος για την ενοποίηση της διοικητικής οργάνωσης του Μακεδονικού Αγώνα. Η βάσιμη υπόνοια ότι και το Βιλαέτι Θεσσαλονίκης θα περιερχόταν υπό την ευθύνη του Μακεδονικού Κομιτάτου, δηλαδή των ιδιωτών, προκάλεσε την αντίδραση των αξιωματικών (ειδικών γραφέων) του προξενείου Θεσσαλονίκης, οι οποίοι πρόβαλαν ως εναλλακτική λύση την ανάθεση της διεύθυνσης του Κομιτάτου στον συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή. Την ώρα που ο Δαγκλής έκανε τις πρώτες επαφές του και κατάστρωνε σχέδια, ήδη η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. Η δολοφονία του διερμηνέα του προξενείου Θεόδωρου Ασκητή λίγες μόνον ημέρες αργότερα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη ακόμη περισσότερο. Σε συλλαλητήριο στις 16 Μαρτίου του 1908 στην πλατεία του Βαρβακείου Λυκείου ο «Λαός των Αθηνών και του Πειραιώς» -στην πραγματικότητα οι κύκλοι των μακεδονολογούντων και των Μακεδονομάχων- δήλωσαν προς τον πρωθυπουργό Θεοτόκη και τον διάδοχο ότι το Μακεδονικό Κομιτάτο δεν απολάμβανε πλέον την εμπιστοσύνη τους και ότι ήταν υπεύθυνος για τη χειροτέρευση της κατάστασης στη Μακεδονία. Τουλάχιστον στο δεύτερο σκέλος δεν είχαν απόλυτο δίκαιο, αλλά τη σχετική αναφορά υπέγραφαν σχεδόν 400 οπλαρχηγοί. Παρά τις πιέσεις, τα υπομνήματα, τις απειλές παραίτησης των αξιωματικών των προξενείων και του ίδιου του Δαγκλή το εγχείρημα της χειραγώγησης του Κομιτάτου τελικά απέτυχε. Ο Δαγκλής δεν διέθετε την επιρροή των αντιπάλων του και ο πρωθυπουργός Θεοτόκης, που διήνυε τους τελευταίους του μήνες στο αξίωμα, ήταν εκ φύσεως απρόθυμος να εξωθήσει την κατάσταση στα άκρα. Κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι αξιομνημόνευτο ότι, σαν από αδράνεια, συγκρατήθηκε η κατάσταση στη Μακεδονία και είναι απολύτως κατανοητή η ανακούφιση που προκάλεσε στην Αθήνα η πρωτοβουλία των Νεοτούρκων πραξικοπηματιών. Ο σπόρος του Μελά είχε φέρει καρπούς. Μονογραφιες για το Μακεδονικο Αγωνα στα ελληνικα Dakin, Dooglas, «Ο ελληνικός αγώνας για τη Μακεδονία 1897-1913», μετάφραση από τα αγγλικά Ιωάννης Δ. Στεφανίδης & Ξανθίππη Κοτζαγιώργη, (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Κυριακίδη, 1996). ΓΕΣ, «Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα» (Αθήνα: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, 1979). Γούναρης, Βασίλης Κ., «Ο Μακεδονικός Αγώνας μέσα από τις φωτογραφίες του» (Αθήνα: Eφεσος, 2001). Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., «Μακεδονικός Αγώνας. Η ένοπλη φάση 1904-1908» (Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 1987). Βλάχος, Νικόλαος Β., «Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908» (Αθήνα: Γερτρούδη Σ. Χρήστου, 1935). Παύλος Λ.Τσάμης, «Μακεδονικός Αγών» (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1975). | |||||
Σχόλια