Αστέριος Ι. Κουκούδης 1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς νεολατινική - ρωμανική γλώσσα, με βαθιές επιρροές της ελληνικής, κυρίως σε επίπεδο λεκτικών δανείων. Επομένως, θα πρέπει να θεωρείται ως μια πολιτισμική απόρροια της μακράς ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αρχαιολογικές και κυρίως επιγραφολογικές έρευνες και μελέτες έρχονται να πιστοποιήσουν την παρουσία ενός αξιόλογου λατινόφωνου πληθυσμού και κυρίως στα αστικά κέντρα της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως στην περίπτωση των Φιλίππων, κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών Χρόνων. Μόνο υποθετικά θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποια απάντηση στο ερώτημα τι απέγιναν αυτοί οι λατινόφωνοι πληθυσμοί στους πολυτάραχους χρόνους που ακολούθησαν. Μπορεί να εξαφανίστηκαν, να αφομοιώθηκαν ή και να μετακινήθηκαν, καθώς η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μεταλλασσόταν παίρνοντας τη μορφή της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας, κατά την ιουστινιάνια περίοδο στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα. Όπως και να έχει, η πρώτη αναφορά με χρήση του όρου «Βλάχος» γίνεται μερικούς αιώνες αργότερα, προς τα τέλη του 10ου αιώνα, για κάποιους «Βλάχους οδίτες» που έδρασαν αρκετά μακριά προς τα δυτικά στην περιοχή των Πρεσπών. Σταδιακά, οι αναφορές πληθαίνουν και είναι γεγονός πως υπάρχουν αρκετές αναφορές σε πηγές των Βυζαντινών Χρόνων που ακολούθησαν, οι οποίες μας μιλούν για την παρουσία «Βλάχων» ή «βλάχικων πληθυσμών» σε περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας, και ακόμη περισσότερες για περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας μέχρι και τα εδάφη της Ανατολικής Θράκης. Ωστόσο, οι αναφορές αυτές δεν μπορούν να γίνονται αβασάνιστα αποδεκτές ως μαρτυρίες μίας αδιατάραχτης λατινόφωνης - βλάχικης παρουσίας. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως σχετίζονται άμεσα με προγόνους των ανθρώπων που είναι, σήμερα, γνωστοί σε εμάς ως Βλάχοι των ελληνικών χωρών στη νότια Βαλκανική. Επιπλέον, θα ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο να θεωρούμε πως όλα τα πρόσωπα ή οι πληθυσμοί που αναφέρονται στις πηγές ως «Βλάχοι» αποτελούσαν μία ομάδα με κοινή καταγωγή ή προέλευση, κι ακόμη λιγότερο με κοινή αίσθηση ταυτότητας. Κι ακόμη, η εδραίωση της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας, από το 14ο αιώνα, σηματοδοτεί την εξαφάνιση των «βλάχικων πληθυσμών» που ίσως ζούσαν στην Ανατολική Μακεδονία σε προηγούμενους χρόνους. Είναι διαπιστωμένο πως οι πρόγονοι των ανθρώπων βλάχικης καταγωγής, που σήμερα ζουν στα ανατολικά του Αξιού, βρέθηκαν εδώ με τα κύματα της βλάχικης διασποράς, με ιστορικό και χρονικό ορόσημο την πρώτη «καταστροφή» της Μοσχόπολης στα 1769. Προέρχονταν από τις βλάχικες προγονικές, μητροπολιτικές εστίες, όπως αυτές αναπτύχθηκαν κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου και των άμεσων προεκτάσεών της, ήδη από τους Βυζαντινούς Χρόνους. Ήταν απομεινάρια της ηγεμονίας της Μεγάλης Βλαχίας στην περιοχή της Θεσσαλίας και των όμορων περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια των Οθωμανικών Χρόνων, οι Βλάχοι των μητροπόλεων της Πίνδου ανέπτυξαν τα νεότερα πολιτισμικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά τους, συνυφασμένα στενά με αυτά της Ρωμιοσύνης, του Νεότερου Ελληνισμού, και τα μετέφερα μαζί τους οπουδήποτε τους οδήγησε η μαρτυρημένη διασπορά τους προς τα βόρεια και τα ανατολικά της βαλκανικής ενδοχώρας μέχρι και πέρα από το Δούναβη. Όταν τα κύματα της βλάχικης διασποράς έφτασαν στην Ανατολική Μακεδονία, προερχόμενα από τα νοτιοδυτικά, είναι βέβαιο πως δε συνάντησαν στην περιοχή κάποιους προϋπάρχοντες βλάχικους πληθυσμούς. 2. Οι εστίες εκκίνησης και τα αίτια της διασποράς στην Ανατολική Μακεδονία Στις ορεινές περιοχές της Πίνδου και των άμεσων προεκτάσεών της, όπου βρέθηκαν να αναπτύσσουν τις μητροπολιτικές τους εστίες, οι Βλάχοι εκμεταλλεύτηκαν συστηματικά και με επιτυχία τις ευκαιρίες που τους έδινε ο χώρος και ο χρόνος. Σχεδόν ταυτίστηκαν με τις διάφορες μορφές της κτηνοτροφίας, από την απλή οικόσιτη μορφή της μέχρι την απόλυτα νομαδική. Έχοντας στα χέρια τους άφθονες πρώτες ύλες εξελίχθηκαν σε βιοτέχνες, αρχικά της κτηνοτροφικής παραγωγής τους. Ανέπτυξαν τις μεταφορές με τα πολυάριθμα καραβάνια φορτηγών ζώων, που ήδη διέθεταν, διατρέχοντας τα Βαλκάνια. Δεν άργησαν να γίνουν ικανοί εμποροβιοτέχνες, γνωστοί και ως πραματευτάδες, με παρουσία μακριά από τις προγονικές τους εστίες. Η ευημερία έδωσε σε ορισμένους από αυτούς τις ευκαιρίες για την ανάπτυξη και την απόκτηση σύγχρονης ελληνικής εκπαίδευσης, ενώ κάποιοι άλλοι παραμένοντας στενά συνδεδεμένοι με την παραδοσιακή νομαδοκτηνοτροφία βρέθηκαν να συμμετέχουν στην ανάπτυξη του κλεφταρματολισμού. Όλη αυτή η πρόοδος δε σημειώθηκε δίχως προβλήματα και εμπόδια. Αναζητώντας άλλοτε νέες ευκαιρίες και άλλοτε λύσεις για τα προβλήματα, οι Βλάχοι της Πίνδου ανέπτυξαν μια κινητικότητα η οποία σε πολλές περιπτώσεις πήρε τη μορφή μαζικών, συλλογικών εξόδων. Πολλά από τα αίτια των εξόδων ήταν κοινά και επηρέασαν σχεδόν όλους τους μητροπολιτικούς οικισμούς. Σε άλλες περιπτώσεις οι έξοδοι αφορούσαν μεμονωμένα πρόσωπα, μικρές ομάδες και συγκεκριμένα χωριά. Μπορεί κατά τη διάρκεια των κρίσεων οι έξοδοι να παρουσίαζαν μία μάλλον τραγική εικόνα, ωστόσο μακροπρόθεσμα, οι έξοδοι έδωσαν μία νέα διάσταση στη βλάχικη παρουσία στα Βαλκάνια. Κι αυτό γιατί γεννήθηκε μία διασπορά, καθώς δόθηκαν ευκαιρίες για την ανάπτυξη νέων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων μακριά από τις προγονικές εστίες τους. Τα κύματα των εξόδων διαδέχθηκαν το ένα το άλλο και δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστούν με σαφήνεια. Το ίδιο δύσκολο είναι να προσδιοριστούν ευκρινώς οι συνθήκες της εδραίωσης των νέων οικισμών και εγκαταστάσεων στη διασπορά. Η επιλογή τόσων πολλών Βλάχων να αναζητήσουν ασφάλεια και προοπτική στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας δεν ήταν εντελώς τυχαία. Πέρα από άλλους ιδιαίτερους λόγους, αξίζει να αναφερθεί ο ρόλος που έπαιξε ο ισχυρός τοπάρχης της περιοχής, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Ξένοι περιηγητές, όπως ο W. M. Leake κι ο M. E. M. Cousinery, αναφέρουν πως ο Ισμαήλ μπέης των Σερρών και ο γιος του Γιουσούφ, αντίπαλοι κι οι δυο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, προσέλκυσαν στην επικράτειά τους και στη συνέχεια υποστήριξαν και προστάτεψαν εμποροβιοτέχνες, νομαδοκτηνοτρόφους και πολεμιστές, Βλάχους και μη, που είτε είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με τον Αλή είτε αναζητούσαν εδώ μια καλύτερη τύχη. Το αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό τόσο για τους τοπάρχες όσο και για τους φυγάδες. 2.1. Από την Μοσχόπολη και την περιοχή της Οι περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας δεν ήταν διόλου άγνωστες στους εμποροβιοτέχνες Βλάχους της Μοσχόπολης και της περιοχής της. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, τα μοσχοπολίτικα καραβάνια περνούσαν συχνά από εδώ είτε πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη, είτε γιατί αναζητούσαν εδώ πελατεία και προϊόντα. Ωστόσο, η ευμάρεια της Μοσχόπολης την οδήγησε σε αντιπαράθεση με τους Αλβανούς γείτονές της, οι οποίοι σταδιακά εξισλαμίζονταν διεκδικώντας να κατοχυρώσουν το ρόλο των τοπικών ρυθμιστών και ηγεμόνων. Όταν, τελικά, οι Μοσχοπολίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μαζικά τις πατρογονικές εστίες τους, στα 1769, ένας ικανός αλλά απροσδιόριστος αριθμός τους αναζήτησε ασφάλεια και προοπτική στις γνώριμες για αυτούς πολιτείες της Ανατολικής Μακεδονίας. Ανάλογα κύματα προσφύγων είναι πιθανό να έφτασαν στην περιοχή, κοντά σε συγγενείς και φίλους, ακολουθώντας τα κύματα της δεύτερης εξόδου από τη Μοσχόπολη στα 1788. Αιτία αυτής της εξόδου ήταν νέες αντιπαραθέσεις με τους Τουρκαλβανούς γείτονες και τον ανερχόμενο Αλή Πασά των Ιωαννίνων, αλλά και αξεπέραστες ενδοκοινοτικές έριδες. Πολλές οικογένειες εγκαταστάθηκαν κυρίως στις Σέρρες, όπως και στη Δράμα και την Καβάλα και μέχρι την Ξάνθη και τη Φιλιππούπολη, αλλά και σε μικρότερους οικισμούς όπως η Προσωτσάνη και η Πέστερα στα ορεινά της Ροδόπης. Άλλοι από αυτούς ρίζωσαν οριστικά στις νέες τους εστίες και άλλοι αφού παρέμειναν εδώ για κάποια χρόνια στράφηκαν προς τις παροικίες στα εδάφη των Αψβούργων βόρεια του Δούναβη. Οι δραστήριοι Μοσχοπολίτες, αναπτύσσοντας παραδοσιακά οικογενειακά και συγγενικά δίκτυα αλληλοβοήθειας, ενίσχυσαν τις εμπορικές επαφές των Σερρών, και όχι μόνο, με τις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης. Είναι σίγουρο πως μέλη των μοσχοπολίτικων οικογενειών Σίνα και Δούμπα ακολούθησαν μια τέτοια πορεία πριν βρεθούν εγκατεστημένα στη Βιέννη. 2.2. Από τα βλαχοχώρια του Γράμμου Οι βλάχικοι οικισμοί που βρέθηκαν να αναπτύσσονται στις πλαγιές Γράμμου ακολούθησαν από κοντά την πορεία της Μοσχόπολης τόσο την περίοδο της ακμής, όσο και σε περιόδους κρίσεων. Ο υπερπληθυσμός των κοπαδιών και η έλλειψη λιβαδιών στις πλαγιές του Γράμμου ίσως ήταν οι πρωταρχικοί λόγοι για τις εξόδους από αυτή την περιοχή. Ωστόσο, οι αντιπαραθέσεις με τους Τουρκαλβανούς στα 1760 με 1770 και με τον Αλή Πασά στα 1790 με 1810 οδήγησαν τελικά σε μαζικές εξόδους. Οι φυγάδες από τη Γράμμοστα, ακολουθούμενοι πιθανά κι από κάποιους άλλους από τους γειτονικούς οικισμούς του Λινοτοπίου και της Αετομηλίτσας, ήταν κυρίως ομάδες οικογενειών που συγκροτούσαν ολόκληρα τσελιγκάτα. Οι περισσότεροι από τους Γραμμοστιάνους, άλλοτε απόλυτα εξαθλιωμένοι και άλλοτε διασώζοντας τα πολυάριθμα κοπάδια τους από τις αρπακτικές διαθέσεις του Αλή, αναζήτησαν ασφάλεια πέρα από τα ανατολικά όρια της επικράτειάς του, που την περίοδο της παντοδυναμίας του έφτανε μέχρι τον Αξιό κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ψάχνοντας για κενά και διαθέσιμα λιβάδια στα ορεινά, βρέθηκαν να αναπτύσσουν ανοργάνωτες, αρχικά, καλυβικές εγκαταστάσεις σε έναν μεγάλο αριθμό ορεινών όγκων πέρα από τον Αξιό. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα παρουσίαζαν μεγάλη κινητικότητα προωθούμενοι όλο πιο ανατολικά και πιο βόρεια. Στην Ανατολική Μακεδονία έστηναν τα θερινά καλύβια τους στις πλαγιές της Κερκίνης, του Μενοίκιου και του Όρβηλου. Βορειότερα, στο έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας, αναζήτησαν ορεινά λιβάδια στις περιοχές του Πιρίν, της Άνω Τζουμαγιάς, της Ρίλα, του Ραζλόγκ, της Δυτικής Ροδόπης (περιοχές Πέστερας, Μπατάκ και Κούτροβα) και μέχρι το δυτικό Αίμο. Στο γειτονικό έδαφος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας βρέθηκαν στις πλαγιές του Ογκράζντεν, της Καντιγίτσα, της Πλατσκοβίτσα, του Γκόλακ, του Οσόγκοβο και του Γέρμαν. Ένα από τα τελευταία κύματα που έφτασε στην Ανατολική Μακεδονία προερχόταν και πάλι από την περιοχή του Γράμμου. Την περίοδο του μεσοπολέμου, μικρές ομάδες νομαδοκτηνοτροφικών οικογενειών από την Αετομηλίτσα αναζήτησαν χειμαδιά στην περιοχή των Σερρών και τελικά εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Νιγρίτα και τη γειτονική Τερπνή. 2.3. Από τα βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου Είναι γνωστό πως τα βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου, στις περιοχές του Ασπροποτάμου, της Ορεινής Καλαμπάκας, της Χώρας Μετσόβου και του Βλαχοτζουμέρκου, παρουσίασαν σημαντική πρόοδο κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Ωστόσο, από την περίοδο των Ορλωφικών στα 1770 και μέχρι την ανεξαρτησία του πρώτου ελληνικού κράτους στα 1830, για 60 περίπου χρόνια και για περισσότερες από δύο γενιές, αξεπέραστες καταστάσεις οδήγησαν σε μαζικές εξόδους από όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια αυτών των περιοχών. Η μεγαλύτερη ασφάλεια που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στις περιοχές της Ανατολική Μακεδονία και οι ευκαιρίες που προσφέρονταν για επιτυχημένη συνέχιση του βιοπορισμού τους, με τους τρόπους που ήδη γνώριζαν, προσέλκυσαν σημαντικού μέρους των φυγάδων. Οι περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας δεν τους ήταν διόλου άγνωστες καθώς τα καραβάνια τους τις διέσχιζαν τακτικά με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι και το Βελιγράδι. Είναι σίγουρο πως είχαν προηγηθεί εγκαταστάσεις εμποροβιοτεχνών, αλλά και κάποιων εκπαιδευτικών, που αναζήτησαν επαγγελματικές ευκαιρίες στις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και κυρίως στις Σέρρες. Τελικά, η αναστάτωση με την κρίση των Ορλωφικών, οι αντιπαραθέσεις των κλεφταρματολών και των κοτζαμπάσηδων με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο περιορισμός προνομιακών θεσμών και τα πολεμικά επεισόδια κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης επιτάχυναν τις εξόδους. Πολλά χωριά έγιναν τσιφλίκια του Αλή κι άλλα καταστράφηκαν ολοκληρωτικά στα χρόνια της επανάστασης. Οικογενειακές παραδόσεις και αρχειακές πληροφορίες επιβεβαιώνουν την άφιξη φυγάδων από το Μέτσοβο, την Καλομοίρα, την Καστανιά, τον Αμάραντο, το Χαλίκι, την Αγία Παρασκευή, το Γαρδίκι και το Νεραϊδοχώρι, δίχως να μπορούμε να αποκλείσουμε την ύπαρξη φυγάδων κι από άλλα γειτονικά βλαχοχώρια. Φτάνοντας στην Ανατολική Μακεδονία, οι φυγάδες από τη νότια Πίνδο προτίμησαν να εγκατασταθούν σταθερά σε αστικά και ημιαστικά κέντρα, σε πόλεις και χριστιανικά κεφαλοχώρια, είτε στα πεδινά είτε στα ορεινά, συνεχίζοντας τις δραστηριότητές τους ως εμποροβιοτέχνες, μεταφορείς και χανιτζήδες. Πολλοί λιγότεροι ήταν αυτοί που παρέμειναν νομαδοκτηνοτρόφοι και οι οποίοι τελικά συντονίστηκαν και αφομοιώθηκαν με τους πολυπληθέστερους συναδέλφους τους από την περιοχή του Γράμμου. Στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν οι φυγάδες από τη νότια Πίνδο επικράτησε να είναι συλλογικά γνωστοί με το όνομα Μότσιανοι. 2.4. Από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών Τα προβλήματα για τα βλαχοχώρια των Γρεβενών, στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου, κορυφώθηκαν όταν βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με τις διαθέσεις καθυπόταξης και οικονομικής αφαίμαξης του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, στα 1810 με 1820. Ο Αλή μπόρεσε να παρακάμψει τα κατοχυρωμένα προνόμιά τους και να επιβληθεί στις ισχυρές ομάδες των κλεφταρματολών, οδηγώντας σε έξοδο ολόκληρα τσελιγκάτα. Ξεγλιστρώντας από τις φρουρές του Αλή, τα φαλκάρια ξεστράτιζαν, επιδιώκοντας να βρεθούν μακριά από την επικράτεια του, πέρα από τον Αξιό. Οι περισσότεροι φυγάδες από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών που αναζήτησαν ασφάλεια και προοπτική στην Ανατολική Μακεδονία, σε εκείνους τους χρόνους, προέρχονταν κυρίως από την Αβδέλλα και λιγότερο από τη Σμίξη και το Περιβόλι. Όταν, τελικά, ο Αλή Πασάς εξουδετερώθηκε από το σουλτάνο, στα 1822, και τα επαναστατικά γεγονότα στην περιοχή της Νάουσας και του Βερμίου καταπνίγηκαν από τα οθωμανικά στρατεύματα, πολλοί ήταν αυτοί που προτίμησαν να αφήσουν πίσω τους την Ανατολική Μακεδονία και να εγκατασταθούν πάνω στο Βέρμιο. Τα τσελιγκάτα που παρέμειναν οριστικά στην περιοχή αναζήτησαν, αρχικά, θερινά λιβάδια στις πλαγιές της Κερκίνης και από εκεί, σταδιακά, πέρασαν στις απέναντι πλαγιές του Μενοίκιου και του Όρβηλου κι ακόμη πιο βόρεια στο Πιρίν και τη Δυτική Ροδόπη στο σημερινό βουλγαρικό έδαφος. Οι περισσότεροι παρέμειναν νομαδοκτηνοτρόφοι για αρκετές γενιές, συμβιώνοντας στενά με τους φυγάδες από το Γράμμο. Λιγότεροι ήταν αυτοί που συμμετείχαν μαζί με άλλους Βλάχους στην ανάπτυξη εδραίων εγκαταστάσεων σε κεφαλοχώρια και ημιαστικά κέντρα, όπως στις περιπτώσεις των Άνω Ποροϊων, της Φιλύρας, της Ράμνας και της Ηράκλειας. Υπάρχουν ενδείξεις πως μικρές ομάδες από την περιοχή των Γρεβενών συνέχισαν να φτάνουν στην περιοχή και μετά τη λήξη της Ελληνικής Επανάστασης, είτε γιατί αναζητούσαν καλύτερες προοπτικές κοντά σε συγγενείς και φίλους είτε γιατί είχαν επηρεαστεί από τα επαναστατικά γεγονότα του 1854 κι ίσως και του 1878. 2.5. Από τα βλαχοχώρια του Ζαγορίου και της Κόνιτσας Είναι γεγονός πως τα χωριά της Ζαγορίσιας Ομοσπονδίας αποτέλεσαν λαμπρό παράδειγμα προόδου στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Αδυνατώντας ο τόπος τους να δώσει ζωή σε όλους, ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι ζαγορίσιοι αναζητούσαν την τύχη τους στην ξενιτιά, φτάνοντας μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τις ελληνορθόδοξες παροικίες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και της Ρωσίας, καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα. Ιδιαίτερα, οι Βλάχοι του Ζαγορίου ήταν γνωστοί για τα πολυπληθή καραβάνια τους με τα οποία μετέφεραν αγαθά και ανθρώπους στα μήκη και τα πλάτη των Βαλκανίων. Γνώριζαν καλά την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας πολύ πριν αρκετοί από αυτούς να καταλήξουν να ριζώσουν οριστικά εδώ. Τα διαδοχικά κύματα των μαζικών εξόδων γνώρισαν περιόδους έξαρσης κατά περιόδους. Άλλοτε η ανέχεια κι η παραδοσιακή κλίση τους προς την ξενιτιά, άλλοτε ο περιορισμός των προνομίων και τα πολεμικά γεγονότα κι άλλοτε πάλι οι ληστρικές ομάδες επιτάχυναν κι έδωσαν μαζική διάσταση στις εξόδους. Ομάδες οικογενειών από τη Βωβούσα ήταν οι πρώτοι Βλάχοι του Ζαγορίου που ρίζωσαν στην Ανατολική Μακεδονία. Αντιπαραθέσεις με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, στα 1803 και στα 1817, δημιούργησαν τα δύο πρώτα κύματα εξόδων με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Ένα τρίτο κύμα ακολούθησε στα 1824, μέσα στον απόηχο της Ελληνικής Επανάστασης. Φτάνοντας στις Σέρρες, οι Βωβουσιώτες σκόρπισαν σε μικρές ομάδες και ορισμένοι έφτασαν μέχρι την Πέστερα της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Δυτική Ροδόπη. Συμμετείχαν στην πύκνωση των τάξεων των Βλάχων κι από άλλες περιοχές που σχημάτισαν εδραίες εγκαταστάσεις με εμποροβιοτεχνικό χαρακτήρα σε πόλεις και ημιαστικά κέντρα, όπως στις περιπτώσεις των Σερρών, των Άνω Ποροϊων, της Ράμνας, της Ηράκλειας, του Σιδηροκάστρου, του Μελένικου και του Νευροκοπίου. Ορισμένοι από αυτούς σχημάτισαν τους πρώτους βλάχικους πυρήνες σε ορεινά κεφαλοχώρια του Σιδηροκάστρου, όπως στο Αχλαδοχώρι και το Άγγιστρο. Στα 1868, μέσα στα πλαίσια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Tanzimat, τα προνόμια της Ζαγορίσιας Ομοσπονδίας καταργήθηκαν οριστικά. Από εκείνη την περίοδο, όλο και περισσότεροι άντρες από τη Λάιστα πρωτοστάτησαν στην αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών στα μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Οι επιθέσεις ληστρικών ομάδων στα 1878 με 1883, μέσα στον απόηχο της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα, επιτάχυναν την έξοδο ακόμη κι ολόκληρων οικογενειών. Η ανέχεια μέχρι την απελευθέρωση στα 1912 και η πρόοδος που σημείωσαν στην ξενιτιά γέννησαν νέα κύματα εξόδων. Τους Λαϊστινούς ακολούθησαν από κοντά άντρες από το Παλαιοχώρι Λάιστας, το Βρυσοχώρι και το Ηλιοχώρι, αλλά και από τα γειτονικά βλαχοχώρια της Λάκας Αώου στην περιοχή της Κόνιτσας, όπως από το Παλιοσέλι, τις Πάδες και τα Άρματα. Βλάχοι αυτής της προέλευσης πύκνωσαν με μεγάλη επιτυχία τις τάξεις των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων σε πόλεις και χωριά στους νομούς Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης και Ροδόπης μέχρι την κοιλάδα του Έβρου. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές ήταν οι εγκαταστάσεις τους στην Ξάνθη και τη Χρυσούπολη. Παρά τις διάφορες περιπέτειες, τελικά, στα χρόνια πια του μεσοπολέμου οι γυναίκες και τα παιδιά ακολούθησαν οριστικά τους ξενιτεμένους άντρες, αφήνοντας πίσω σχεδόν έρημα χωριά και ολοκληρώνοντας την πρόοδο στις νέες τους εστίες. 2.4. Από τα βλαχοχώρια στην περιοχή του Ολύμπου Οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου αντιστάθηκαν ιδιαίτερα δυναμικά και για αρκετά χρόνια στις διαθέσεις του Αλή Πασά. Οι ισχυρότεροι αντίπαλοί του στην περιοχή, οι Λαζαίοι, έχασαν την τελική μάχη στη Μηλιά των Πιερίων, στα 1813, κι ο Αλή μπόρεσε να επιβάλει την κυριαρχία του και εδώ. Στην περίπτωση των Βλάχων της περιοχής του Ολύμπου, τα πολεμικά γεγονότα και ο οικονομικός μαρασμός είχαν σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την έξοδο προσώπων και οικογενειών, αλλά και πολυπληθών ομάδων κλεφταρματολών. Η κατεύθυνση που ακολούθησαν ήταν και πάλι προς τα ανατολικά. Οι πολεμιστές, μαζί με άλλους από τη Δυτική Μακεδονία, βρέθηκαν στη δούλεψη του Ισμαήλ Μπέη των Σερρών και του γιου του Γιουσούφ στη Θεσσαλονίκη, όπου φαίνεται πως ανέλαβαν τη φύλαξη του αρματολικιού της Καλαμαριάς. Νέα κύματα εξόδων ακολούθησαν την εμπλοκή των Ολύμπιων Βλάχων στα γεγονότα της επανάστασης του 1821. Αν και οι περισσότερες οικογένειες των φυγάδων βρέθηκαν να συγκεντρώνονται στη Θεσσαλονίκη και την ορεινή Χαλκιδική, δεν ήταν λίγοι αυτοί που εγκαταστάθηκαν οριστικά στους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως στις Σέρρες, τη Νιγρίτα, την Ηράκλεια και τα Άνω Πορόια. Προέρχονταν από το Λιβάδι, τον Κοκκινοπλό κι ίσως κι από τη Φτέρη. Την περίοδο του μεσοπολέμου αρκετές οικογένειες, κυρίως κτηνοτρόφων, από το Λιβάδι αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στην περιοχή και πολλοί ήταν αυτοί που εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Δράμα, την Καβάλα και στα γειτονικά χωρία Αμυγδαλεώνας και Κρινίδες. 2.7. Από τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της Βορειοδυτικής Μακεδονίας Οι Βλάχοι της αυτής της περιοχής επηρεάστηκαν πολύ σοβαρά από τις περιπέτειες της Μοσχόπολης. Φυγάδες από την περιοχή της Μοσχόπολης και του Γράμμου φαίνεται πως, αφού έμειναν για λίγα χρόνια σε οικισμούς όπως το Νυμφαίο και η Βλάστη, συμπαρέσυραν στην πορεία τους προς την Ανατολική Μακεδονία και γηγενείς κατοίκους. Νυμφαιώτες, γνωστοί στα βλάχικα ως Νεβεστιάνοι, κατέφυγαν αρχικά στα Άνω Πορόια και τη γειτονική Ράμνα. Εξελικτικά, αρκετοί βρέθηκαν να εγκατεστημένοι στην Ηράκλεια. Μεμονωμένες οικογένειες ή και μικρές ομάδες βρέθηκαν στη Νιγρίτα, την Αλιστράτη και την Προσωτσάνη. Άλλοι έφτασαν ακόμη πιο μακριά, μέχρι την Πέστερα και το Τατάρ Παζαρτζίκ στην Ανατολική Ρωμυλία. Οι μετοικεσίες από τη Βλάστη προς την πόλη των Σερρών παρουσίαζαν την εικόνα μιας σταθερής ροής για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από τα 1784 και μέχρι τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Επιθέσεις Τουρκαλβανών, προβλήματα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οικισμού τους και αντιπαραθέσεις με τον Αλή Πασά ήταν για άλλη μία φορά οι αιτίες των εξόδων. Πέρα από τις περιπτώσεις δραστήριων εμποροβιοτεχνών που κατέφυγαν στις Σέρρες και την περιοχή τους, χαρακτηριστικές παραμένουν οι περιπέτειες που οδήγησαν τον αγωνιστή Ιωάννη Φαρμάκη να καταφύγει στην υπηρεσία του τοπαρχών των Σερρών, όπου εγκαταστάθηκαν οριστικά διάφορα μέλη της οικογένειάς του. Εσωτερικοί μετανάστες και όχι πια φυγάδες, δραστήριοι και ικανοί επαγγελματίες και εμποροβιοτέχνες από τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, έρχονται να συμπληρώνουν την εικόνα των νεώτερων αφίξεων, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Προέρχονταν και πάλι από το Νυμφαίο και τη Βλάστη, αλλά και από την Κλεισούρα, όπως επίσης και από την περιοχή της Πελαγωνίας, από το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, το Τύρνοβο και το Γκόπεσι. Σχημάτισαν ισχυρά παραδοσιακά οικογενειακά δίκτυα αλληλοϋποστήριξης καθώς εγκαταστάθηκαν στα αναπτυσσόμενα διοικητικά, αστικά, εμπορικά και οικονομικά κέντρα της περιοχής, όπως οι Σέρρες, η Δράμα, η Προσωτσάνη, το Δοξάτο, η Καβάλα και η Ξάνθη στο σημερινό ελληνικό έδαφος, και η Άνω Τζουμαγιά και το Νευροκόπι στο σημερινό βουλγαρικό έδαφος. Αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση μίας μεγάλης ομάδας οικογενειών από το Κρούσοβο που κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στη Δράμα, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού στα χρόνια του πολέμου είχαν εξοριστεί στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Ολοκληρώνοντας την απαρίθμηση των αφίξεων, θα πρέπει να επισημανθεί, πως, από τα 1769 και μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου, κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Ανατολική Μακεδονία βλάχικοι πληθυσμοί προερχόμενοι από όλες στις προγονικές, μητροπολιτικές περιοχές και ομάδες, εκτός από Αρβανιτόβλαχους και Μογλενίτες Βλάχους. Την ίδια όμως πορεία και για τους ίδιους, λίγο ή πολύ, λόγους ακολούθησαν μεγάλες ομάδες Σαρακατσάνων, που έφτασαν ακόμη πιο μακριά μέχρι τις πλαγιές του Αίμου στη Βουλγαρία και τα χειμαδιά της Θράκης. Ωστόσο, οι Σαρακατσάνοι δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως Βλάχοι. |
< Προηγ. | Επόμ. > |
---|
Σχόλια