Σίγκμουντ Φρόιντ: O μελετητής του ασυνείδητου και της γυναικείας υστερίας
Σαν σήμερα συμπληρώνονται 73 χρόνια από τον θάνατο του πατέρα της
ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος θεωρείται θεμελιωτής της
ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας, ενώ οι μελέτες του για
το ασυνείδητο τη γυναικεία υστερία αλλά και τις κλινικές χρήσεις της
κοκαΐνης και της μορφίνης, τον έχουν καθιερώσει παγκοσμίως ως μία από
τις σημαντικότερες προσωπικότητες της επιστήμης.
Γεννημένος τον Μάιο του 1856 στο Πρζίμπορ (Φράιμπεργκ) της Τσεχίας απο Εβραίους γονείς, γνώρισε απο νωρίς την αντισημιτική δράση που σιγόβραζε τα χρόνια εκείνα στην Ευρώπη και ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Γερμανόφωνοι Εβραίοι από Τσέχους εθνικιστές, αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Λειψία και στη στυνέχεια στη Βιέννη όπου και έζησε μέχρι το 1938.
Το φθινόπωρο του 1873 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στη σχολή του Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ωστόσο, ανήσυχη φύση καθώς ήταν, πέρα από τα καθιερωμένα μαθήματα που απαιτούνταν, παρακολούθησε επίσης με ενδιαφέρον διαλέξεις στη φιλοσοφία.
Στο τέλος του τρίτου έτους σπουδών του, άρχισε να συνεργάζεται με τον φυσιολόγο Ερνστ Βίλελμ φον Μπρύκε (Ernst von Brücke), εκπρόσωπο της σχολής φυσιολογίας του Helmholtz, η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα βάσει φυσικοχημικών διεργασιών, νοοτροπία η οποία επηρρέασε πολύ τον νεαρό Φρόιντ και εξηγεί σε ένα βαθμό την προσπάθειά του να ερμηνεύσει κάθε φυσική αντίδραση του οργανισμού μέσω διεργασιών του σώματος.
Το 1876 έγινε δεκτός ως ερευνητής φοιτητής στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπρύκε και ξεκινώντας την έρευνά του από ένα συγκεκριμένο είδος ψαριών, οδηγήθηκε σε έναν ευρύτερο προβληματισμό, σχετικά με το αν το νευρικό σύστημα των ανώτερων ζώων διαφέρει από εκείνο των κατώτερων.
Η έρευνά του αυτή τον οδήγησε στην ανακάλυψη ότι τα κύτταρα του νευρικού συστήματος των κατώτερων ζώων εμφάνιζαν μία συνέχεια με εκείνα των ανώτερων, γεγονός που θα μπορούσε να τον κατατάξει στους πρωτοπόρους της νευρωνικής θεωρίας.
Tο 1879 διέκοψε για ένα χρόνο τις έρευνές του προκειμένου να υπηρετήσει στον στρατό, και τελικά στις 30 Μαρτίου 1881 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα, αριστεύοντας στις τελικές εξετάσεις. Ωστόσο η καριέρα του ως ερευνητή, όχι μόνο καθυστερούσε τις σπουδές του, αλλά δεν του απέφερε αρκετά χρήματα κι έτσι όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί την αγαπημένη του Μάρθα Μπέρναϋς με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος, αναγκάστηκε να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου θα εξασφάλιζε περισσότερα χρήματα, προκειμένου να συντηρήσει οικογένεια.
Ως γιατρός, απέκτησε την εμπειρία και τις γνώσεις που του χρειάστηκαν μετέπειτα προκειμένου να αναπτύξει τις νευρολογικές και ψυχαναλυτικές του θεωρίες. Αρχικά επέλεξε να ασχοληθεί με τη χειρουργική, ωστόσο παρέμεινε εκεί για δύο μόλις μήνες. Στη συνέχεια εργάστηκε για έξι μήνες στο τμήμα παθολογίας του διακεκριμένου ιατρού Χέρμαν Νότναγκελ, πριν μετατεθεί τελικά στην ψυχιατρική κλινική, στην οποία ήταν επικεφαλής ο διευθυντής του νοσοκομείου και διακεκριμένος ανατόμος της εποχής, Theodor Meynert. Τον Οκτώβριο του 1883 μεταφέρθηκε στο δερματολογικό τμήμα, επιθυμώντας να αποκτήσει εμπειρία στις συφιλιδικές ασθένειες, καθώς η σύφιλη συνδεόταν με τις παθήσεις του νευρικού συστήματος, ενώ στις αρχές του 1884 επέστρεψε στην νευρολογία και εργάστηκε στο τμήμα των νευρικών ασθενειών όπου αποκόμισε σημαντική εμπειρία.
Από τις σημαντικότερες μελέτες του είχε τον τίτλο Uber Coca (περί Κοκαΐνης) και αφορούσε την περίοδο που ασχολήθηκε με την κλινική χρήση της κοκαΐνης σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή νευρικής κατάπτωσης, ως φάρμακο ικανό να αντικαταστήσει την μορφίνη που χορηγούνταν μέχρι τότε.
Το Σεπτέμβριο του 1885 διορίστηκε με τον τίτλο του Privatdozent (υφηγητή) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο τμήμα Νευροπαθολογίας, ενώ καίριο σημείο στην καριέρα του υπήρξε η γνωριμία και φιλία του Φρόιντ με τον διακεκριμένο γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ, ο οποίος είχε αναλάβει μία κλασική περίπτωση υστερίας, γνωστή στην ιατρική βιβλιογραφία ως η περίπτωση της «Άννας Ο.» και είχε ανακαλύψει τυχαία πως όταν στη διάρκεια της ύπνωσής της, η ασθενής θυμόταν λεπτομερώς και εξέφραζε την αρχική κατάσταση που είχε οδηγήσει στο υστερικό σύμπτωμα, τότε αυτό εξαφανιζόταν.
Την μέθοδο αυτή του Μπρόιερ εφάρμοσε ο Φρόυντ για πρώτη φορά το 1889, αποκτώντας σταδιακά σημαντική εμπειρία. Μαζί με τον Μπρόιερ δημοσίευσε αποτελέσματα των δοκιμών τους στις Μελέτες για την Υστερία (Studien über Hysterie, 1895), έργο από το οποίο θεωρείται πως αναδύθηκε η Ψυχανάλυση.
Ωστόσο ο Φρόιντ, απαρνήθηκε επίσημα την ύπνωση ως καθαρτική μέθοδο το 1896 και προσπάθησε να θεραπεύσει την υστερία με την ψυχαναλυτική μέθοδο. Μέσα από μία τεχνική ελεύθερων συνειρμών του ασθενούς, παρατήρησε πως αναδυόταν στην επιφάνεια ένας σημαντικός αριθμός από μνήμες του, που αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που τον οδήγησε στη βαθύτερη διερεύνηση του ρόλου των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις.
H περίοδος μέχρι το 1906 υπήρξε εν γένει μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του Φρόυντ, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του,όπως την ανακάλυψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος αλλά και το κορυφαίο βιβλίο του, «Η Ερμηνεία των Ονείρων» (Die Traumdeutung), με βασικό θέμα τη διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας, υποστηρίζοντας ότι τα όνειρα (ακόμη και οι εφιάλτες) αποτελούν πάντοτε την εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως λογοκρίνεται πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η χρήση συμβόλων.
Κλειστός άνθρωπος ο ίδιος και απομονωμένος, έδειχνε να ενοχλείται απο την δημοτικότητα που άρχισε να αποκτά τα επόμενα χρόνια, αφού ήδη από το 1920, τα βιβλία του είχαν γίνει παγκοσμίως περιζήτητα, ωστόσο ο ίδιος , αντιμετώπιζε την δημοτικότητά του ως «βάρος» χαρακτηρίζοντας τη ως «απωθητική», καθώς τον αποσπούσε από το «ήρεμο επιστημονικό έργο»
Το 1920 θεωρήθηκε επίσης μία ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος για τον Φρόιντ, αφού τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου «Πέραν της αρχής της ηδονής», στο οποίο εξέφραζε τη σχέση της ζωής με το θάνατο, εισάγοντας την έννοια του «ενστίκτου θανάτου» και τον καταναγκασμό της επανάληψης ως τυπικό γνώρισμα της ενστικτικής ζωής, ενώ την ίδια περίοδο έγραψε ίσως το σημαντικότερο από τα έργα του: το βιβλίο «Το Εγώ και το Αυτό», στο οποίο ανέπτυξε μία νέα θεωρία γύρω από την ψυχική δομή, διαμορφώνοντας ένα ευρύτερο θεωρητικό σύστημα για το σύνολο της προσωπικότητας.
Το Φεβρουάριο του 1923, ο Φρόυντ ανακάλυψε έναν καρκινώδη όγκο στη δεξιά πλευρά του ουρανίσκου, τον οποίο αφαίρεσε. Ακολούθησαν πρόσθετες θεραπείες και άλλες τριάντα δύο εγχειρήσεις, στις οποίες υποβλήθηκε μέχρι το θάνατό του, υποφέροντας για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια από υποτροπές της κατάστασής του και γενική καταπόνηση,ενώ το ηθικό του καταρράκωσε και ο θάνατος του εγγονού του, Heinerle.
Λίγο καιρό μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, στα τέλη Μαΐου του 1933, βιβλία του Φρόυντ κάηκαν, όπως και άλλα ψυχαναλυτικά έργα, την ίδια στιγμή που σύμφωνα με διαταγή απαγορευόταν η συμμετοχή Εβραίων σε επιστημονικά συμβούλια. Η ναζιστική εισβολή στην Αυστρία, το Μάιο του 1938, ανάγκασε τον Φρόιντ να μεταναστεύσει οριστικά στο Λονδίνο,ενώ η κόρη του, Άννα Φρόυντ, συνελήφθη για μία ημέρα από τη Γκεστάπο και ανακρίθηκε.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, υπομένοντας μεγάλη σωματική καταπόνηση μέχρι το θάνατό του στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939. Η σορός του αποτεφρώθηκε τρεις ημέρες αργότερα και η τέφρα του φυλάσσεται μέσα σε μία ελληνική υδρία, από την πλούσια συλλογή αρχαιοτήτων που διέθετε ο Φρόυντ. Η τεφροδόχος περιέχει επίσης την τέφρα της Μάρθας Φρόυντ και βρίσκεται στο κρεματόριο του Γκόλντεν Γκρην στο Λονδίνο.
Γεννημένος τον Μάιο του 1856 στο Πρζίμπορ (Φράιμπεργκ) της Τσεχίας απο Εβραίους γονείς, γνώρισε απο νωρίς την αντισημιτική δράση που σιγόβραζε τα χρόνια εκείνα στην Ευρώπη και ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Γερμανόφωνοι Εβραίοι από Τσέχους εθνικιστές, αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Λειψία και στη στυνέχεια στη Βιέννη όπου και έζησε μέχρι το 1938.
Το φθινόπωρο του 1873 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στη σχολή του Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ωστόσο, ανήσυχη φύση καθώς ήταν, πέρα από τα καθιερωμένα μαθήματα που απαιτούνταν, παρακολούθησε επίσης με ενδιαφέρον διαλέξεις στη φιλοσοφία.
Στο τέλος του τρίτου έτους σπουδών του, άρχισε να συνεργάζεται με τον φυσιολόγο Ερνστ Βίλελμ φον Μπρύκε (Ernst von Brücke), εκπρόσωπο της σχολής φυσιολογίας του Helmholtz, η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα βάσει φυσικοχημικών διεργασιών, νοοτροπία η οποία επηρρέασε πολύ τον νεαρό Φρόιντ και εξηγεί σε ένα βαθμό την προσπάθειά του να ερμηνεύσει κάθε φυσική αντίδραση του οργανισμού μέσω διεργασιών του σώματος.
Το 1876 έγινε δεκτός ως ερευνητής φοιτητής στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπρύκε και ξεκινώντας την έρευνά του από ένα συγκεκριμένο είδος ψαριών, οδηγήθηκε σε έναν ευρύτερο προβληματισμό, σχετικά με το αν το νευρικό σύστημα των ανώτερων ζώων διαφέρει από εκείνο των κατώτερων.
Η έρευνά του αυτή τον οδήγησε στην ανακάλυψη ότι τα κύτταρα του νευρικού συστήματος των κατώτερων ζώων εμφάνιζαν μία συνέχεια με εκείνα των ανώτερων, γεγονός που θα μπορούσε να τον κατατάξει στους πρωτοπόρους της νευρωνικής θεωρίας.
Tο 1879 διέκοψε για ένα χρόνο τις έρευνές του προκειμένου να υπηρετήσει στον στρατό, και τελικά στις 30 Μαρτίου 1881 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα, αριστεύοντας στις τελικές εξετάσεις. Ωστόσο η καριέρα του ως ερευνητή, όχι μόνο καθυστερούσε τις σπουδές του, αλλά δεν του απέφερε αρκετά χρήματα κι έτσι όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί την αγαπημένη του Μάρθα Μπέρναϋς με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος, αναγκάστηκε να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου θα εξασφάλιζε περισσότερα χρήματα, προκειμένου να συντηρήσει οικογένεια.
Ως γιατρός, απέκτησε την εμπειρία και τις γνώσεις που του χρειάστηκαν μετέπειτα προκειμένου να αναπτύξει τις νευρολογικές και ψυχαναλυτικές του θεωρίες. Αρχικά επέλεξε να ασχοληθεί με τη χειρουργική, ωστόσο παρέμεινε εκεί για δύο μόλις μήνες. Στη συνέχεια εργάστηκε για έξι μήνες στο τμήμα παθολογίας του διακεκριμένου ιατρού Χέρμαν Νότναγκελ, πριν μετατεθεί τελικά στην ψυχιατρική κλινική, στην οποία ήταν επικεφαλής ο διευθυντής του νοσοκομείου και διακεκριμένος ανατόμος της εποχής, Theodor Meynert. Τον Οκτώβριο του 1883 μεταφέρθηκε στο δερματολογικό τμήμα, επιθυμώντας να αποκτήσει εμπειρία στις συφιλιδικές ασθένειες, καθώς η σύφιλη συνδεόταν με τις παθήσεις του νευρικού συστήματος, ενώ στις αρχές του 1884 επέστρεψε στην νευρολογία και εργάστηκε στο τμήμα των νευρικών ασθενειών όπου αποκόμισε σημαντική εμπειρία.
Από τις σημαντικότερες μελέτες του είχε τον τίτλο Uber Coca (περί Κοκαΐνης) και αφορούσε την περίοδο που ασχολήθηκε με την κλινική χρήση της κοκαΐνης σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή νευρικής κατάπτωσης, ως φάρμακο ικανό να αντικαταστήσει την μορφίνη που χορηγούνταν μέχρι τότε.
Το Σεπτέμβριο του 1885 διορίστηκε με τον τίτλο του Privatdozent (υφηγητή) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο τμήμα Νευροπαθολογίας, ενώ καίριο σημείο στην καριέρα του υπήρξε η γνωριμία και φιλία του Φρόιντ με τον διακεκριμένο γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ, ο οποίος είχε αναλάβει μία κλασική περίπτωση υστερίας, γνωστή στην ιατρική βιβλιογραφία ως η περίπτωση της «Άννας Ο.» και είχε ανακαλύψει τυχαία πως όταν στη διάρκεια της ύπνωσής της, η ασθενής θυμόταν λεπτομερώς και εξέφραζε την αρχική κατάσταση που είχε οδηγήσει στο υστερικό σύμπτωμα, τότε αυτό εξαφανιζόταν.
Την μέθοδο αυτή του Μπρόιερ εφάρμοσε ο Φρόυντ για πρώτη φορά το 1889, αποκτώντας σταδιακά σημαντική εμπειρία. Μαζί με τον Μπρόιερ δημοσίευσε αποτελέσματα των δοκιμών τους στις Μελέτες για την Υστερία (Studien über Hysterie, 1895), έργο από το οποίο θεωρείται πως αναδύθηκε η Ψυχανάλυση.
Ωστόσο ο Φρόιντ, απαρνήθηκε επίσημα την ύπνωση ως καθαρτική μέθοδο το 1896 και προσπάθησε να θεραπεύσει την υστερία με την ψυχαναλυτική μέθοδο. Μέσα από μία τεχνική ελεύθερων συνειρμών του ασθενούς, παρατήρησε πως αναδυόταν στην επιφάνεια ένας σημαντικός αριθμός από μνήμες του, που αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που τον οδήγησε στη βαθύτερη διερεύνηση του ρόλου των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις.
H περίοδος μέχρι το 1906 υπήρξε εν γένει μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του Φρόυντ, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του,όπως την ανακάλυψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος αλλά και το κορυφαίο βιβλίο του, «Η Ερμηνεία των Ονείρων» (Die Traumdeutung), με βασικό θέμα τη διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας, υποστηρίζοντας ότι τα όνειρα (ακόμη και οι εφιάλτες) αποτελούν πάντοτε την εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως λογοκρίνεται πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η χρήση συμβόλων.
Κλειστός άνθρωπος ο ίδιος και απομονωμένος, έδειχνε να ενοχλείται απο την δημοτικότητα που άρχισε να αποκτά τα επόμενα χρόνια, αφού ήδη από το 1920, τα βιβλία του είχαν γίνει παγκοσμίως περιζήτητα, ωστόσο ο ίδιος , αντιμετώπιζε την δημοτικότητά του ως «βάρος» χαρακτηρίζοντας τη ως «απωθητική», καθώς τον αποσπούσε από το «ήρεμο επιστημονικό έργο»
Το 1920 θεωρήθηκε επίσης μία ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος για τον Φρόιντ, αφού τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου «Πέραν της αρχής της ηδονής», στο οποίο εξέφραζε τη σχέση της ζωής με το θάνατο, εισάγοντας την έννοια του «ενστίκτου θανάτου» και τον καταναγκασμό της επανάληψης ως τυπικό γνώρισμα της ενστικτικής ζωής, ενώ την ίδια περίοδο έγραψε ίσως το σημαντικότερο από τα έργα του: το βιβλίο «Το Εγώ και το Αυτό», στο οποίο ανέπτυξε μία νέα θεωρία γύρω από την ψυχική δομή, διαμορφώνοντας ένα ευρύτερο θεωρητικό σύστημα για το σύνολο της προσωπικότητας.
Το Φεβρουάριο του 1923, ο Φρόυντ ανακάλυψε έναν καρκινώδη όγκο στη δεξιά πλευρά του ουρανίσκου, τον οποίο αφαίρεσε. Ακολούθησαν πρόσθετες θεραπείες και άλλες τριάντα δύο εγχειρήσεις, στις οποίες υποβλήθηκε μέχρι το θάνατό του, υποφέροντας για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια από υποτροπές της κατάστασής του και γενική καταπόνηση,ενώ το ηθικό του καταρράκωσε και ο θάνατος του εγγονού του, Heinerle.
Λίγο καιρό μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, στα τέλη Μαΐου του 1933, βιβλία του Φρόυντ κάηκαν, όπως και άλλα ψυχαναλυτικά έργα, την ίδια στιγμή που σύμφωνα με διαταγή απαγορευόταν η συμμετοχή Εβραίων σε επιστημονικά συμβούλια. Η ναζιστική εισβολή στην Αυστρία, το Μάιο του 1938, ανάγκασε τον Φρόιντ να μεταναστεύσει οριστικά στο Λονδίνο,ενώ η κόρη του, Άννα Φρόυντ, συνελήφθη για μία ημέρα από τη Γκεστάπο και ανακρίθηκε.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, υπομένοντας μεγάλη σωματική καταπόνηση μέχρι το θάνατό του στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939. Η σορός του αποτεφρώθηκε τρεις ημέρες αργότερα και η τέφρα του φυλάσσεται μέσα σε μία ελληνική υδρία, από την πλούσια συλλογή αρχαιοτήτων που διέθετε ο Φρόυντ. Η τεφροδόχος περιέχει επίσης την τέφρα της Μάρθας Φρόυντ και βρίσκεται στο κρεματόριο του Γκόλντεν Γκρην στο Λονδίνο.
Σχόλια