Η σιωπή του κεφαλαίου
Αν
και έχει λίγο σχολιασθεί ή αναλυθεί, το προφίλ όσων κατέχουν μετοχές
γνώρισε μια ριζική αλλαγή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατέχουν πλέον το 70 τοις εκατό των
αμερικανικών μετοχών, από 8 τοις εκατό που ήταν κάποτε. Παρόμοιες τάσεις
έχουν επικρατήσει και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα των ΗΠΑ - αμοιβαία κεφάλαια, συνταξιοδοτικά ταμεία,
κληροδοτήματα, και διαχειριστές τραπεζών - κατέχουν περισσότερο από τα
δύο τρίτα των μετοχών σχεδόν κάθε εισηγμένης επιχείρησης των ΗΠΑ,
δίνοντάς τους τον πλήρη έλεγχο ψήφου.
Η ιδιοκτησία είναι
πλέον συγκεντρωμένη μεταξύ λίγων γιγαντιαίων διαχειριστών κεφαλαίων. Από
τα $ 9 τρισ. των μετοχών στο χαρτοφυλάκιο των 300 μεγαλύτερων
διαχειριστών κεφαλαίων των ΗΠΑ, περίπου $ 6 τρισ. βρίσκονται στα χέρια
των 25 κορυφαίων. Οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες από μόνες τους -
Vanguard, BlackRock, State Street Global, Fidelity, και American Funds -
κατέχουν σχεδόν $ 3 τρισ. ή αλλιώς το ένα τρίτο του συνόλου.
Αξίζει να σημειωθεί
ότι, αυτοί οι οικονομικοί γίγαντες λάμπουν δια της απουσίας τους στην
άσκηση σημαντικής επιρροής επί των εταιρειών που κατέχουν συλλογικά. «Η
σιωπή των κεφαλαίων» είναι κατά ένα τρόπο, εκκωφαντική. Στη διαδικασία
μεσολάβησης, οι διαχειριστές υποστηρίζουν συντριπτικά τα υπάρχοντα
διοικητικά συμβούλια και τα σχέδια διαχείρισης των αμοιβών, στηρίζοντας
σπάνια τις προτάσεις των μετόχων σχετικά με αμοιβές και παροχές. Κανένας
από τους μεγάλους αυτούς διαχειριστές δεν έχει υποβάλει πρόταση
μεσολάβησης (proxy) σε περιπτώσεις αντιπαραθέσεων έναντι των προτάσεων
της δίκοιησης.
Το 2003, όταν η
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρότεινε να διευκολύνει περισσότερο την πρόσβαση
στην τότε ουσιαστικά κλειστή συμμετοχή στη διαδικασία μεσολάβησης,
κανένας μεγάλος διαχειριστής δεν έκανε έκκληση για μεγαλύτερη πρόσβαση.
Στην πραγματικότητα, αρκετοί υποστήριξαν πρωτοβουλίες για πιο αυστηρούς
περιορισμούς.
Μέρος της αιτίας για
τη στάση αυτή είναι ότι η χρηματιστηριακή αγορά κυριαρχείται από
βραχυπρόθεσμους κερδοσκόπους. Αυτοί οι «ενοικιαστές» μετοχών δεν δίνουν
δεκάρα για την εσωτερική διακυβέρνηση των εταιρειών. Αλλά πώς μπορεί
κανείς να εξηγήσει την αποστασιοποιημένη στάση των μακροπρόθεσμων
επενδυτών, «ιδιοκτητών», και ειδικά τα αμοιβαία κεφάλαια index με
ουσιαστικά άπειρο χρονικό ορίζοντα;
Η απάντηση αφορά τρεις
παράγοντες. Κατ 'αρχάς, ένας κλάδος που επικεντρωνόταν στην διοίκηση
και τη διαχείριση των επενδύσεων επικεντρώνεται πλεόν στις πωλήσεις.
Αναταράξεις στη διοικητική δομή προσελκύουν την προσοχή και γεννούς
αντιπαραθέσεις και δεν έχουν καμία αξία για τις πωλήσεις. Μάλλον έχουν
αρνητικές επιπτώσεις, που εμποδίζουν την αύξηση της αξίας των μετοχών
κάτι που οι διαχειριστές κεφαλαίων θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό.
Δεύτερον, αυτοί οι
μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων αποτελούν ιδιοκτησία ομίλων εισηγμένων
στο χρηματιστήριο. Οι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν καθήκον να
εξυπηρετούν τους μετόχους τους και τους δικαιούχους του ταμείου
συντάξεων με τη βελτιστοποίηση της απόδοσης των κεφαλαίων τους. Επίσης,
έχουν καθήκον να υπηρετούν τους δημόσιους μετόχους τους, σε μεγάλο βαθμό
και οι ίδιοι τεράστιοι όμιλοι που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη
μέγιστη δυνατή απόδοση των κεφαλαίων τους - μια σαφή σύγκρουση
συμφερόντων και παραβίαση της βασικής αρχής ότι «κανένας άνθρωπος δεν
μπορεί να υπηρετεί δύο αφέντες».
Τρίτον, οι
διαχειριστές κεφαλαίων οφείλουν την κερδοφορία τους σε μεγάλο βαθμό στις
εταιρείες των οποίων τα συνταξιοδοτικά προγράμματα διαχειρίζονται.
Φαίνεται να υπάρχει λίγο ενδιαφέρον να εναντιωθούν ουσιαστικά στους
καλύτερους πελάτες τους. Όπως έχει ειπωθεί συχνά, υπάρχουν μόνο δύο είδη
πελατών που οι διαχειριστές κεφαλαίων δεν θέλουν να προσβάλουν: τους
πραγματικούς και τους πιθανούς.
Σήμερα, η σιωπή των
κεφαλαίων είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Και τα δύο από τα σημαντικότερα
ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες κλίνουν υπέρ της διοίκησης και
όχι των ιδιοκτητών. Ένα ζήτημα είναι οι αποδοχές των διευθυντικών
στελεχών. Αυτή η βαθιά εσφαλμένη προσέγγιση είναι αποτέλεσμα, εν μέρει,
ενός συστήματος που επικεντρώνεται στην αμοιβή άλλων στελεχών του κλάδου
και όχι στην εταιρική απόδοση, μια κατάσταση που επιδεινώνεται χρόνο με
το χρόνο. Οι μισθοί των διευθυντών έχουν ως βάση την αύξηση της
βραχυπρόθεσμης τιμής της μετοχής, που βαφτίζεται «αύξηση της αξίας για
τους μετόχους», και όχι τη δημιουργία εσωτερικής εταιρικής αξίας
μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, τα στελέχη επιχειρήσεων κάνουν ότι θέλουν
πρακτικά αφού οι αμοιβές που λαμβάνουν δεν απαιτούν κάποια συγκεκριμένη
απόδοση.
Το δεύτερο ζήτημα
είναι οι εταιρικές πολιτικές δωρεές. Ενώ οι φωνές για την πλήρη
αποκάλυψη των συνεισφορών σε πολιτικά πρόσωπα εντείνονται, η απλή
γνωστοποίηση και μόνο δεν είναι αρκετή. Οι μέτοχοι θα πρέπει να έχουν το
δικαίωμα να αποφασίζουν εάν οι εταιρείες τους μπορούν να προχωρήσουν
στις συναλλαγές αυτές. Αλλά τα στελέχη δεν έχουν κανένα συμφέρον να
διευκολύνουν την εταιρική δημοκρατία και οι θεσμικοί ιδιοκτήτες
ενδιαφέρονται ακόμα λιγότερο για την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου τους.
Είναι καιρός για τους
διαχειριστές κεφαλαίων να ασκήσουν τα δικαιώματα τους, και να αναλάβουν
τις ευθύνες τους στην εταιρική διακυβέρνηση. Οι θεσμικοί επενδυτές θα
πρέπει να σπάσουν τη μακρά σιωπή τους και να κάνουν τις δικές τους
προτάσεις για την ένταξη τους στην εταιρική διοίκηση. Αυτά τα βήματα
προς μεγαλύτερη δραστηριοποίηση στην εταιρική διακυβέρνηση από τους
επενδυτικούς γίγαντες είναι απαραίτητα για σοβαρές μακροπρόθεσμες
επενδύσεις, αλλά και για το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα και το εθνικό
συμφέρον των ΗΠΑ. Η βιομηχανία αμοιβαίων κεφαλαίων θα πρέπει να
πρωτοστατήσει στο κίνημα αυτό. sofokleous 10.gr
Σχόλια