Ελλάδα και Αλβανία: ο δύσβατος δρόμος των ψευδαισθήσεων και ο αξιότιμος κ. Ράμα


Albanian Prime Minister Edi Rama listens to the speech of Serbian prime minister Aleksandar Vucic during the Business Forum Serbia - Albania, in the city Nis in Serbia. EPA, DJORDJE SAVIC

Του πρέσβη ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΛΛΙΑ
Ο δρόμος της αναζήτησης εξόδου από το τέλμα των σχέσεών μας με την Αλβανία είναι δύσκολος και ανηφορικός. Οι προσδοκίες των Αθηνών για «αλλαγή στάσης των Τιράνων»,  μετά από κάθε αλβανικές εκλογές, στηρίζονται σε ψευδαισθήσεις. Όπως συνέβη στο παρελθόν, συμβαίνει, πάλι, τώρα.

Τον Ιούνιο του 2013, κάποιοι  επέλεξαν να πιστέψουν ότι, με την εκλογή του  κ. Έντι Ράμα στη θέση του πρωθυπουργού, όλα θα αλλάξουν πορεία. Αυτό έλεγαν δημόσια εδώ, στην Αθήνα. Κάποιοι άλλοι, τον Ιούλιο του 2010, δέχονταν με ανοιχτές αγκάλες τον τότε πρόεδρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αλβανίας κ. Ράμα στον Πόρο. Ενώ, δηλαδή,  είχε φροντίσει, ήδη από τον Ιούλιο του 2009, να τορπιλίσει την Συμφωνία  για τις Θαλάσσιες Ζώνες ( Α.Ο.Ζ.). Η θέση του ήταν  καθαρή και δημόσια.

Παρά τις αδυναμίες τους, η πολιτική των Αλβανών  γειτόνων μας δεν εξαρτάται πλέον από την κομματική  ταυτότητα ή το όνομα των Πρωθυπουργών. Έχει συνέχεια. Και στηρίζεται σε καθαρές θέσεις. Ας αντιληφθούμε, επίσης, ότι οι επαναλαμβανόμενες από όλους σχεδόν  τους Υπουργούς Εξωτερικών, από το καλοκαίρι του 2012 μέχρι πρόσφατα, δηλώσεις του τύπου «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας» αντανακλούσαν περισσότερο μιαν ευχή, παρά την πραγματικότητα. Ψευδαισθήσεις αντί  της πραγματικότητας!
Η πολιτική και οικονομική μας κρίση και οι επιπτώσεις της στην διπλωματική μας ισχύ αναλύεται σταθερά από τις δομές της Αλβανίας. Ας μην τις υποτιμούμε. Μετά λόγου γνώσης ισχυρίζομαι ότι είχαν και έχουν καλή και ακριβή πληροφόρηση.
Η ερμηνεία που δίνουν, τα τελευταία χρόνια, τα Τίρανα είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο από την Αλβανία την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων. Η ισχυρότερη απόδειξη στα μάτια των ιθυνόντων και των διπλωματών της Αλβανίας  είναι ότι η Ελλάδα άνευ προϋποθέσεων -ή άνευ  πλήρωσης των προϋποθέσεων- συμφώνησε στην απόδοση του καθεστώτος υποψήφιου για ένταξη στην Ε.Ε. στην Αλβανία, τον Ιούνιο του 2014, επί της Ελληνικής, δηλαδή, Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Αλβανοί εκτιμούν ότι,  όταν δίνουμε  χωρίς να απαιτούμε αντάλλαγμα, είναι προϊόν αδυναμίας και όχι χειρονομία καλής θέλησης. Χάθηκε, δηλαδή, μια μεγάλη ευκαιρία να θέσουμε από τότε, εντός του πλαισίου των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, την επίλυση των ζητημάτων που μας ενδιαφέρουν και μας ενοχλούν.
Κατά την τελευταία επταετία, τα Τίρανα, ανεξαρτήτως Πρωθυπουργών, κομμάτων και κυβερνήσεων, νιώθουν, κατά συνέπεια, ότι ο νότιος γείτονάς τους χάνει ισχύ. Τώρα, λοιπόν, προστέθηκε και  η ρητορική της αλαζονείας. Να μην ξεχνάμε όμως ότι συχνά η Αλβανία, στο παρελθόν, αντιμετωπίσθηκε με υπεροψία από την Ελλάδα.
Για την ελληνική πλευρά δεν υφίσταται Εμπόλεμο. Για την αλβανική, όμως, δεν έχει νομικά αρθεί, εφόσον εξακολουθούν να μην έχουν καταργηθεί και ισχύουν συγκεκριμένοι νόμοι. Καλόν θα ήταν η Αθήνα να προσπαθήσει να καταλάβει την κρίση που προκάλεσε στις σχέσεις μας με τα Τίρανα και την ριζική ανατροπή των ισχυόντων η Ρηματική Διακοίνωση μιας Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ προς την Πρεσβεία της Αλβανίας στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1999. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η αλβανική πλευρά την επικαλείται στις τακτικές συναντήσεις με Έλληνες αξιωματούχους, επιμένοντας σταθερά στην ανάγκη η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, της 28ης Αυγούστου 1987, να περιβληθεί την μορφή και την ισχύ Νόμου.
Διάλογος Αθηνών-Τιράνων

Η ισχύς του Σύμφωνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, που υπεγράφη το Μάρτιο του 1996, λήγει το 2018. Μπορεί να ανανεωθεί αυτόματα για μια πενταετία, εφόσον δεν καταγγελθεί μονομερώς είτε από την Ελλάδα είτε από την Αλβανία μέσα στο 2017. Τη στιγμή αυτή πιθανολογώ ότι τόσο η Αθήνα, όσο και τα Τίρανα, σταθμίζουν  τις επιλογές τους. Τι επιδιώκει η Αθήνα τη στιγμή αυτή;
Εγκατάλειψη, στην πράξη, από την Αλβανία των πράξεων και των λόγων που εξακολουθούν να τίθενται με έμφαση και ένταση, τροφοδοτώντας αρνητικά τα Μέσα Ενημέρωσης, την πολιτική ατζέντα. Δηλητηριάζουν τη νέα γενιά. Αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό φαινόμενο.
Αν μελετήσει κανείς τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων στην Αλβανία και στην  Ελλάδα, που δημοσιοποίησε το ΕΛΙΑΜΕΠ, θα αντιληφθεί ότι και οι δύο χώρες έχουμε κάθε συμφέρον να μην αφήσουμε να εδραιωθούν τα αισθήματα και συναισθήματα αντιπάθειας -ίσως και εχθρότητας- που σήμερα επικρατούν ειδικά στους νέους της Αλβανίας
Λύση πραγματική των εκκρεμοτήτων που εξακολουθούν να υφίστανται στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα, από την εποχή του Ενβέρ Χότζα.
Καμία αλβανική κυβέρνηση  δεν έχει κάνει ένα βήμα εμπρός για την επίσημη «κατάργηση των μειονοτικών ζωνών» στην Αλβανία. Κατάργηση με Νόμο. Όχι με λόγια που αναιρούνται στην πράξη. Επιπλέον, η χάραξη και ανακατανομή των διοικητικών, άρα και εκλογικών,  περιφερειών είναι, καθαρά, σε βάρος των συμφερόντων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Στη δημοκρατική και μέλος του ΝΑΤΟ Αλβανία, η οποία μάλιστα επιθυμεί να ενταχθεί στην  Ευρωπαϊκή Ένωση,  τα  μέλη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας αντιμετωπίζονται  ακόμη με την πολιτική του Ενβέρ Χότζα. Δηλαδή, θεωρούνται ως Μειονοτικοί  μόνο όσοι ζουν στη Δρόπολη, στο Βούρκο και στους Αγίους Σαράντα. Αποκλείονται δηλαδή, μεταξύ άλλων,  ο Ελληνισμός της Χειμάρρας, της περιοχής της Αυλώνας  και της Κορυτσάς.
Α. Ο. Ζ. – Αποκατάσταση της εμπιστοσύνης
Σε ό,τι αφορά στη Συμφωνία για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλάσσιων Ζωνών, θυμίζω ότι η Αλβανία υπέγραψε μια Συμφωνία με την Ελλάδα, από την οποία υπαναχώρησε. Άρα, δεν μπορεί να ελπίζει στην αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης με την Ελλάδα. Χρειάζεται   «μπέσα».
Υπάρχει όμως ένα ερωτηματικό που αφορά αποκλειστικά  την Αθήνα. Μένει αναπάντητο εδώ και οκτώ χρόνια. Γιατί δεν έχει κυρωθεί η Συμφωνία από την Βουλή των Ελλήνων; Έστω, γιατί δεν ήλθε τότε, το 2009, προς κύρωση; Προφανώς, εκείνοι  που γνωμοδότησαν ή προέκριναν την μη παραπομπή τότε της Συμφωνίας στην Βουλή δεν έχουν ούτε την αξιοπρέπεια ούτε το θάρρος να επιχειρηματολογήσουν και να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.
Στρατιωτικά Νεκροταφεία
Ξαναδιάβασα πρόσφατα το συγκλονιστικό βιβλίο του Ισμαήλ Κανταρέ «Ο Στρατηγός του Νεκρού Στρατού». Σήμερα, 72 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου και 76 χρόνια μετά τις μάχες στο Αργυρόκαστρο, στην Κορυτσά, στην Κλεισούρα και στο Τεπελένι εξακολουθεί να υπάρχει ένας άταφος στρατός των νεκρών Ελλήνων στρατιωτών.
Διαβάζοντας το βιβλίο, στέκομαι σε μία φράση που ένας Αλβανός γέρος (στην Αλβανική γλώσσα αποκαλείται «Κρούε Κουκ»), λέγει προς τον Ιταλό στρατηγό: «κάνεις καλά να περισυλλέγεις τις σορούς και τα υπολείμματα των νεκρών σας στρατιωτών με τον τρόπο που εσύ το κάνεις. Όλα τα πλάσματα του Θεού θα έπρεπε να μπορούν να αναπαυθούν στην γη στην οποία βλάστησαν».
Θα περίμενα τα Τίρανα να δείξουν την ευαισθησία που αρμόζει σε μια χώρα της Ευρώπης, μέλος του ΝΑΤΟ, η οποία επιδιώκει να γίνει και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ένα ζήτημα που αγγίζει τις καρδιές όλου του Ελληνισμού. Πρόκειται για τους πεσόντες Έλληνες στη μάχη κατά του φασισμού και του ναζισμού. Το αναγνωρίζουν ή όχι αυτό τα Τίρανα; Γιατί άραγε επιμένουν τα Τίρανα και οι πολιτικοί τους ότι οι νεκροί Ιταλοί που έπεσαν το 1940-41 έπρεπε να τύχουν, όπως έτυχαν, καλύτερης μεταχείρισης από τους Έλληνες νεκρούς που έπεσαν απέναντί τους, μαχόμενοι κατά της επίθεσης της φασιστικής Ιταλίας;
Η απάντηση  ή η σιωπή  των κυβερνητών της Αλβανίας ειδικά σήμερα, ειδικά στη σημερινή συγκυρία στην Ευρώπη, ερμηνεύεται μάλλον εύκολα. Αυτό είναι ένα πρόσθετο  πολιτικό επιχείρημα το οποίο η ελληνική διπλωματία μπορεί να  αξιοποιήσει. Τώρα, κατεξοχήν
Τελικά τι ισχύει μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας;
Η ανάγνωση του θεμελιώδους Σύμφωνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, που υπεγράφη την 21 Μαρτίου 1996, συντηρεί την αμηχανία, επιτρέποντας  αυθαίρετες παρερμηνείες σε σχέση με την οριοθέτηση των χερσαίων συνόρων.

Η σχετική διατύπωση του Άρθρου 1 έχει ως εξής: «… Διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στην αρχή του απαραβίαστου των υπαρχόντων, διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων, σύμφωνα με την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και την Χάρτα των Παρισίων, επίσης δε ότι η μεθόριος μεταξύ των δύο χωρών θα είναι μεθόριος ειρήνης και φιλίας…».
Υπάρχουν αφορμές και αίτια συντήρησης της καχυποψίας, για τα οποία εκτιμώ ότι μόνο αν υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση θα μπορούσαν να αρθούν.
Κοιτάζοντας στο μέλλον ή επιστροφή στο παρελθόν ;
Το διμερές συμβατικό πλαίσιο, και δη το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας του 1996, θα έπρεπε κανονικά να σηματοδοτεί και το τέλος του αλυτρωτισμού, του αναθεωρητισμού και των διεκδικήσεων. Να θυμίσω απλά ότι η περί Άρσης του Εμπόλεμου απόφαση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, του  Αυγούστου 1987, επικρίθηκε με σφοδρότητα στην Ελλάδα. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών και πρωτεργάτης της οικοδόμησης των ελληνοαλβανικών σχέσεων, Κάρολος Παπούλιας, επικρίθηκε έντονα και άδικα.

Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Αν η Αλβανία επιμείνει να προτάσσει το παρελθόν και τις διεκδικήσεις του χθες  σαν την κυρίαρχη επιλογή της σήμερα, φοβούμαι ότι κοντεύει να πετύχει τον στόχο της.
Βρίσκοντας μιμητές και στην Ελλάδα στον εύκολο, αλλά επικίνδυνο  αυτό δρόμο της επιστροφής στο παρελθόν: της επιλογής της σύγκρουσης αντί της συνεννόησης. Για παράδειγμα, μια ερμηνεία νομικών με πολιτικό όμως στόχο, η οποία  θα σήμαινε την επιστροφή στο παρελθόν των διεκδικήσεων, είναι ότι τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος με την Αλβανία δεν έχουν οριστικοποιηθεί και αναγνωρισθεί de jure από την Ελλάδα. Πράγμα που θα επέτρεπε στην Αθήνα –αν υποθέσουμε ότι το επεδίωκε– να παραμείνει στην πάγια θέση της περί της μη αναγνώρισης του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1925.
Ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και ο αλυτρωτισμός συντηρούν τις ψευδαισθήσεις, τρέφουν τις αυταπάτες και ανοίγουν νέες πληγές. Δεν λύνουν όμως τα προβλήματα. Να το έχουν αυτό υπόψη τους τα Τίρανα. Επιπλέον ,σημειώνω  και τα εξής :
ΠΡΩΤΟΝ, το θέμα της ιστορίας. Η δική μας ιστορία είναι γραμμένη και δεν μπορεί να ξαναγραφεί. Γνωρίζω, επίσης, ότι η ιστορία στην Αλβανία είναι γραμμένη διαφορετικά. H διαφορετική αυτή ερμηνεία της ιστορίας έχει σήμερα στην Αλβανία πολιτική και κομματική ταυτότητα και ισχυρή φωνή. Ξεκαθαρίζουμε λοιπόν : Δεν πρόκειται να έχουμε στην Ελλάδα «λευκές σελίδες».
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: είναι χρέος και καθήκον μας τα προβλήματα του παρελθόντος, που μας κληροδότησαν οι παλιότερες γενιές, να μην τα μεταφέρουμε στις επόμενες.
ΤΡΙΤΟΝ, η έξοδος από το παρελθόν. Αν υπάρξει από την Αλβανία θέληση να προχωρήσουμε κοιτάζοντας στο μέλλον, θα μπορούσα να σκεφθώ στο τέλος  της διαδρομής μια κοινή δήλωση πάνω στις ακόλουθες γραμμές:
Οι δεσμοί μεταξύ των δυο λαών και των δυο χωρών είναι ισχυροί και ιστορικοί. Σήμερα, αυτά που μας συνδέουν είναι πολλά και πιο σημαντικά από αυτά που μας χωρίζουν. Επιθυμούμε να ζήσουμε σαν φίλοι και όχι απλά σαν γείτονες.
Δυστυχώς, όμως, στην ιστορία των σχέσεών μας είχαμε και δύσκολες στιγμές, άσχημες στιγμές, που προκάλεσαν ανθρώπινο πόνο και ανθρώπινη δυστυχία. Είχαμε γκρίζες σελίδες. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία.
Εκφράζουμε τη λύπη μας για τις στιγμές αυτές για τις οποίες δεν ευθύνονται ούτε οι σημερινές κυβερνήσεις ούτε οι σημερινές πολιτικές παρατάξεις. Κυρίως, όμως, δεν ευθύνονται οι σημερινές γενιές ούτε μπορούν να επιβαρυνθούν με αυτές οι επόμενες.
Να κοιτάξουμε προς το Μέλλον
Πρέπει  να προχωρήσουμε εμπρός, αφήνοντας τους λίγους ή τους λιγότερους στο περιθώριο.

Εδώ, στην Αθήνα: αρκετά πια. Δεν μπορούμε να εκπέμπουμε μόνο φόβο και ανασφάλεια. Πολλοί προτιμούν την πολιτική των εύκολων και έντονων δηλώσεων με πολιτικό και κομματικό χρωματισμό και των πυροτεχνημάτων. Ο δύσκολος δρόμος, εδώ στην Ελλάδα, είναι να πιστέψουμε στη δυνατότητα να διαμορφώσουμε ένα ισχυρό εθνικό, διεκδικητικό πακέτο. Η θέση  μου είναι να διαμορφώσουμε μια στρατηγική εξόδου από το σημερινό τέλμα  πάνω σε δυο άξονες:
– α) στην αναζήτηση ενός νέου υψηλού σημείου  ισορροπίας συμφερόντων και β) στην ταυτόχρονη επίλυση των προβλημάτων και εκκρεμοτήτων που μας κληροδότησε το παρελθόν.
Για να γίνει όμως αυτό , αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση στην Ελλάδα είναι η συνεργασία των πολιτικών μας δυνάμεων.
Θεωρώ χρήσιμες τις τακτικές συνομιλίες μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδος και της  Αλβανίας που έχουν δρομολογηθεί εδώ και ένα χρόνο. Αραίωσαν, όμως, λόγω των ανερμάτιστων δηλώσεων και πράξεων του κυρίου Έντι Ράμα.
Επιλέγει να σπέρνει  ανέμους και να θερίζει θύελλες. Αυτό όμως δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Η θέση  μου είναι σαφής. Γνωρίζω εδώ και είκοσι χρόνια τον κύριο Έντι Ράμα. Είχαμε συνεργασθεί  στο παρελθόν με την ιδιότητά του ως υπουργού Πολιτισμού και, κυρίως, ως Δημάρχου Τιράνων. Τον συνάντησα κάποιες φορές και πιο πρόσφατα.
Όταν όμως ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας  δηλώνει σε συνέντευξή του στο Foreign Policy, δηλαδή σε ένα από τα εγκυροτέρα αμερικανικά περιοδικά,  ότι ο τότε υποψήφιος των Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την Προεδρία των ΗΠΑ «είναι η ντροπή για τον πολιτισμό μας» (“Trump Is the Shame of Our Civilization”), αν μη τι άλλο, υποθηκεύει  τις  τύχες  της  χώρας του και του λαού της.
Η σημερινή Αλβανία έχει ήδη, με υπαιτιότητα του εκλεγμένου Πρωθυπουργού της, ένα πολιτικό και διπλωματικό έλλειμμα στις σχέσεις της με τη διοίκηση του Πρόεδρου Ντόναλντ Τράμπ και τις  ΗΠΑ.
Η Ελλάδα και η Ελληνική Ομογένεια στις ΗΠΑ είμαι βέβαιος ότι αξιοποιούν με επιτυχία  την … εξαιρετική αυτή επίδειξη ευθυκρισίας, διορατικότητας και υπευθυνότητας ενός ανθρώπου που μια χώρα –η Αλβανία – του εμπιστεύθηκε τις τύχες της. Τι να προσθέσουμε ή να πούμε εμείς στην Ελλάδα;
Κατά συνέπεια, ουδεμία συνάντηση ή επαφή σε επίπεδο  Πρωθυπουργών είναι επιθυμητή. Επίσης καλόν είναι να κλείσουμε τα αυτιά μας στο νέο «τραγούδι των σειρήνων» που αρχίζει, έμμεσα και άμεσα, να εκπέμπει το πρωθυπουργικό περιβάλλον  των Τιράνων. Κάθε φορά που κάνει μια δήλωση ο κύριος Ράμα να του υπενθυμίζουμε τα όσα έχει πει για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Κλείνω την  παρένθεση περί του κυρίου  Έντι Ράμα.
 Μια πρόταση προς την Αθήνα…
1. Είναι γνωστόν ότι η ελληνική πλευρά έχει γνωστοποιήσει στην αλβανική τη βούληση της και τα όριά της σχετικά με την επικαιροποίηση και αναθεώρηση του Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας. Η επιθυμητή κατάληξη των συνομιλιών είναι μια συνολική λύση  των εκκρεμοτήτων και πραγματικών και όχι μεταφυσικών  προβλημάτων που υπάρχουν μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Είναι όμως  εφικτή;

Για να γίνει αυτό χρειάζεται να στραφούμε –κυρίως η Αλβανία– στο μέλλον. Επίσης, πρέπει να αποδείξει στην πράξη ότι έχει την αναγκαία βούληση. Για να χρησιμοποιήσω έναν αλβανικό όρο, ότι έχει «μπέσα».
2. Η Μειονότητα και το ΚΕΑΔ
Η Κυβέρνηση, η αντιπολίτευση τα  πολιτικά κόμματα, τα υπουργεία και οι Υπηρεσίες και άλλα κάθε είδους κομματάρχες, νομάρχες και περιφερειάρχες συχνά εμφανιζόμενοι ως  αυτόκλητοι προστάτες και κηδεμόνες της Μειονότητας -ιδιαίτερα ενόψει εκλογών- πρέπει να   σταθούν καθαρά και σταθερά στο πλευρό του Κόμματος της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι δηλώσεις κάποιων πολιτικών στην  Αθήνα του τύπου «είμαστε μαζί σας κ.λπ.» μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Γνωρίζουμε ότι οι προσπάθειες διάσπασης του ΚΕΑΔ , με αποτέλεσμα δυστυχώς την απώλεια δύναμης, είχαν πολιτικό και κομματικό πρόσημο και στην Αθήνα. Ας περιορισθώ σε αυτά.
Καθαρά λόγια. Όταν η Αθήνα εμφανίζεται να μην στηρίζει ή να αποστασιοποιείται  από το ΚΕΑΔ, τότε τα Τίρανα θεωρούν ότι δεν έχουν σοβαρό πρόβλημα στο πακέτο των προβλημάτων που αφορούν στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα. Ιδίως δε σε σχέση με την Χειμάρρα.

Τα παθήματα παλαιότερα και πιο πρόσφατα -διότι υπήρξαν- ας μας γίνουν μαθήματα.
3. Ο Δήμος Χειμάρρας δεν είναι το γεωγραφικό  όριο της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία. Είναι  ο βηματοδότης της. Χάρις, κυρίως,  στη καταγεγραμμένη (από τον ΟΑΣΕ) νοθεία και παρατυπίες των εκλογών στη Χειμάρρα και στις εμπρηστικές δηλώσεις και εκδηλώσεις των κυβερνήσεων και πρωθυπουργών  των Τιράνων. Από το 2000, συνεχώς, μέχρι σήμερα. Από τον κύριο Ίλιρ Μέτα μέχρι και τον κύριο Έντι Ράμα. Ευτυχώς, τώρα όλοι έχουμε  συνειδητοποιήσει στην Ελλάδα τη σημασία του ελληνισμού της Χειμάρρας.
4. Να είμαστε ειλικρινείς. Ο φανατισμός και η μεροληψία  που χαρακτηρίζουν  τις  δράσεις, υπόγειες και φανερές, συγκεκριμένων δομών των Τιράνων, με πρωθυπουργική πάντοτε έγκριση και καθοδήγηση, έφεραν το αντίστροφο αποτέλεσμα. Ναι, δεν είναι πλέον υπερβολή: η ευρωπαϊκή πορεία της φιλικής και γειτονικής μας Αλβανίας περνά  πλέον μέσα από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και περιουσιών των μελών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στη Χειμάρρα. Αυτή είναι η ορθή ερμηνεία των Συμπερασμάτων, του Δεκεμβρίου 2016, του Συμβουλίου Εξωτερικών  Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Αυτό πέτυχαν με δικές τους πράξεις και παραλείψεις οι κυβερνήτες των Τιράνων. Ας κάνουν τον απολογισμό τους. Από τις εκλογές του  Οκτωβρίου  2000 -ήμουν τότε πρέσβης στα Τίρανα- μέχρι σήμερα. Έφεραν την Χειμάρρα εκεί που της άξιζε. Στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος και προτεραιοτήτων της Ελλάδος, των ελληνοαλβανικών Σχέσεων και, σταδιακά, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Σεπτέμβριο του 2005, με απόφαση του (τότε) Δημάρχου  Χειμάρρας, Βασίλειου Μπολάνου , έγινα επίτιμος δημότης Χειμάρρας. Άρκεσαν λοιπόν μόνο  δεκαεπτά  χρόνια λάθος χειρισμών και αποφάσεων,  εκ μέρους κάποιων πολιτικών της Αλβανίας, για να θυμηθούν όλοι και τη «δική μου» Χειμάρρα.                              http://www.analystsforchange.org

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»