ΣΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Ο φύλακας της πολιτείας[1]
και οι λωποδύτες
Η κυρά αλεπού αποφάσισε να κάμει επίσκεψη στην κοινότητα. Αφού ήρθαν ξένοι, πώς μπορεί να μην τους πει το καλωσόρισες ;
Κίνησε λοιπόν από την τρύπα της κι ήρθε. Μέτρησε τις κατοικίες : μία, δύο, τρεις ... πέντε ... οχτώ.
«Πωπώ», είπε, «τί μεγάλη πολιτεία !».
Πλησίασε και τις κοίταξε από κοντά μια – μια. Έπειτα έβαλε το αυτί της ν’ αφουγκραστεί.
Μόνο η αναπνοή των κατοίκων ακούστηκε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και κοιμόταν βαθιά. Τέτοια ώρα κάνει η αλεπού τις επισκέψεις της.
Περπατούσε σιγά πολύ, από ευγένεια μήπως ξυπνήσει κανένα. Είδε το μεγειρειό κάτω από το πεύκο, κοίταξε τη μεγάλη κατσαρόλα που γυάλιζε από την πάστρα, είδε την κουτάλα βαλμένη στη θέση της, είδε και την πατσαβούρα.
«Όλα νοικοκυρεμένα», είπε. «Ας δω και το κοτέτσι, τό ‘χουν καλά ;»
...
Ως τώρα η κοινότητα δε φρόντιζε να φυλάξει την περιουσία της. Τα καταστήματά της ήταν ανοιχτά. Ούτε ντουλάπι, ούτε συρτάρι πουθενά, ούτ’ ένα κλειδί.
Η αλεπού όμως δεν το βρήκε σωστό αυτό. Μια πολιτεία πρέπει να έχει κι ένα φύλακα.
Στη θέση αυτή διορίστηκε μοναχή της. Κι έκαμε πολύ καλά. Ποιός άλλος να την πάρει ; Μήπως το κουνάβι, μήπως η νυφίτσα ; Αυτοί δεν είναι για τέτοια υπηρεσία.
«Είναι λωποδύτες !» λέει η αλεπού.
[1] Ζαχαρία Παπαντωνίου, «τα ψηλά βουνά», σ. 64-65, Εστία 1991.
και οι λωποδύτες
Η κυρά αλεπού αποφάσισε να κάμει επίσκεψη στην κοινότητα. Αφού ήρθαν ξένοι, πώς μπορεί να μην τους πει το καλωσόρισες ;
Κίνησε λοιπόν από την τρύπα της κι ήρθε. Μέτρησε τις κατοικίες : μία, δύο, τρεις ... πέντε ... οχτώ.
«Πωπώ», είπε, «τί μεγάλη πολιτεία !».
Πλησίασε και τις κοίταξε από κοντά μια – μια. Έπειτα έβαλε το αυτί της ν’ αφουγκραστεί.
Μόνο η αναπνοή των κατοίκων ακούστηκε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και κοιμόταν βαθιά. Τέτοια ώρα κάνει η αλεπού τις επισκέψεις της.
Περπατούσε σιγά πολύ, από ευγένεια μήπως ξυπνήσει κανένα. Είδε το μεγειρειό κάτω από το πεύκο, κοίταξε τη μεγάλη κατσαρόλα που γυάλιζε από την πάστρα, είδε την κουτάλα βαλμένη στη θέση της, είδε και την πατσαβούρα.
«Όλα νοικοκυρεμένα», είπε. «Ας δω και το κοτέτσι, τό ‘χουν καλά ;»
...
Ως τώρα η κοινότητα δε φρόντιζε να φυλάξει την περιουσία της. Τα καταστήματά της ήταν ανοιχτά. Ούτε ντουλάπι, ούτε συρτάρι πουθενά, ούτ’ ένα κλειδί.
Η αλεπού όμως δεν το βρήκε σωστό αυτό. Μια πολιτεία πρέπει να έχει κι ένα φύλακα.
Στη θέση αυτή διορίστηκε μοναχή της. Κι έκαμε πολύ καλά. Ποιός άλλος να την πάρει ; Μήπως το κουνάβι, μήπως η νυφίτσα ; Αυτοί δεν είναι για τέτοια υπηρεσία.
«Είναι λωποδύτες !» λέει η αλεπού.
[1] Ζαχαρία Παπαντωνίου, «τα ψηλά βουνά», σ. 64-65, Εστία 1991.
Σχόλια