Η πέμπτη φορά;
Ως λεζάντα, δανείζομαι τον τίτλο από το κυριακάτικο άρθρο του φίλου Κώστα Ιορδανίδη: «Η Αγγλία που αγαπήσαμε»...
«Δύσκολο να προβλέψεις και, ιδίως, να
προβλέψεις το μέλλον». Το ξέρω: πρέπει να είναι η εικοστή φορά,
τουλάχιστον, που παραπέμπω στη σοφία του (αειμνήστου πλέον) Αμερικανού
φουτμπολιστή Γιόγκι Μπέρα. Αν όμως η αλήθεια της ισχύει για κάτι, είναι
για την απόφαση που θα πάρουν σήμερα οι Βρετανοί με το δημοψήφισμά τους
σχετικά με την παραμονή ή όχι της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Εντούτοις, αν έριχνα μια βολή στα τυφλά, με βάση το ένστικτο, θα
στοιχημάτιζα ότι οι Βρετανοί τελικά θα μείνουν, για ένα λόγο και μόνον:
επειδή η γοητεία του άγνωστου δεν τους ταιριάζει. Αδυνατώ να φαντασθώ
ότι θα γυρίσουν την πλάτη στο εθνικό συμφέρον τους και θα τολμήσουν ένα
άλμα στο κενό. (Ως προς το τελευταίο, οι συνέπειες της εξόδου είναι, σε
μεγάλο βαθμό, αδύνατο να υπολογισθούν επακριβώς και αυτό η πλευρά του
«Leave» κατάφερε να το κρύψει καλά στη διάρκεια της προεκλογικής
εκστρατείας.)
Επί 400 χρόνια το εθνικό συμφέρον της χώρας που ονομάζουμε σήμερα Βρετανία ήταν να αξιοποιεί τη θέση της στο δυτικό άκρο της Ευρώπης για να χτίζει ένα δίκτυο διεθνούς εμπορίου και, συγχρόνως, να φροντίζει ώστε καμία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη να μην επικρατεί στην ήπειρο. Και σήμερα ακόμη, έστω και χωρίς αυτοκρατορία, το συμφέρον της Βρετανίας εξακολουθεί να είναι το ίδιο και εξυπηρετείται καλύτερα με τη συμμετοχή της στην Ε.Ε., όχι με την αποχώρησή της. Βεβαίως, πολύ λίγοι από εκείνους που ψηφίζουν σήμερα εξετάζουν το ζήτημα «υπό το βλέμμα της αιωνιότητος», κατά τη γνωστή φράση του Σπινόζα. Οι περισσότεροι συζητούν για την επιβάρυνση στο κόστος λειτουργίας του ΕΣΥ από την ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση και άλλα τέτοια πρακτικά, αλλά μάλλον δευτερεύοντα ζητήματα εν σχέσει με τη γενική εικόνα.
Δύο είναι οι κυρίαρχοι παράγοντες που έχουν οδηγήσει τους Βρετανούς στην πιο σοβαρή αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πειράματος μέχρι σήμερα. Ο πρώτος είναι κοινός πανευρωπαϊκά και, απλώς, προσαρμόζεται στις ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Είναι η εξάντληση του μοντέλου κοινωνικής ανάπτυξης που επικράτησε την περίοδο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαιτίας της οποίας ξεπετάγονται ανά την Ευρώπη διάφορα μαζικά κινήματα, πάντα των άκρων. Ποτέ άλλοτε αυτή η περιοχή του κόσμου δεν είχε γνωρίσει μια τόσο μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Για όσους γεννήθηκαν μέσα στην εποχή αυτή, είναι πολύ φυσικό να μη δέχονται εύκολα ότι έλαχε σε αυτούς να ζήσουν το τέλος του ονείρου· είναι φυσικό, λοιπόν, να αντιδρούν στην αβεβαιότητα του μέλλοντος και στις θυσίες των αναγκαίων προσαρμογών.
Ο δεύτερος παράγων είναι τελείως εγγλέζικος. Τον συνοψίζει ο δημοσιογράφος Χιούγκο Γιανγκ στο βιβλίο του «This Blessed Plot» του 1999 (την καλύτερη πραγματεία που γνωρίζω για τις σχέσεις Βρετανίας και Ευρώπης μετά τον Β΄ Π.Π.) και είναι «ο αγώνας της Βρετανίας να συμφιλιώσει ένα παρελθόν που δεν μπορεί να λησμονήσει με ένα μέλλον που δεν μπορεί να αποφύγει». (Ως προς το παρελθόν τους αυτό, το οποίο και πρόσφατο είναι και πραγματικό, εμείς τουλάχιστον, που ακόμη δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ένα παρελθόν που το επινοήσαμε, θα πρέπει λίγο να κατανοούμε τη στάση των Βρετανών...) Για τους Βρετανούς, η συμμετοχή τους στην Ευρώπη των ηττημένων του πολέμου ήταν πάντα ένα δύσκολο θέμα, επειδή ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν πλήρως με την ιδέα ότι, παρά την τεράστια συμβολή τους στην ήττα του ναζισμού, εν τέλει ανήκουν και αυτοί στους ηττημένους του πολέμου. Για τον λόγο αυτόν, η ευρωπαϊκή πολιτική τους από το 1945 και ύστερα, πολύ εντονότερα δε από το 1973 και μετά, ήταν ένα συνονθύλευμα, πάντα εξαρτημένο από τις προσωπικές απόψεις και επιδιώξεις των προσώπων που χειρίζονταν τα ζητήματα, ενώ μεγάλη ευθύνη στη διαμόρφωση των βρετανικών θέσεων περί τα ευρωπαϊκά γενικώς (μεγαλύτερη, πάντως, εν συγκρίσει με άλλες χώρες) είχαν πάντοτε και οι αρνητές της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Κάτι άλλο το οποίο αδυνατώ, επίσης, να φαντασθώ είναι την Ευρώπη χωρίς τη Βρετανία. Χωρίς τον εξισορροπητικό ρόλο της, παύει πια να είναι απίθανη η αναζωπύρωση του ιστορικού ανταγωνισμού Γερμανίας και Γαλλίας. (Ολα ξεκίνησαν μεταξύ τους από τη διαδοχή του Καρλομάγνου – αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία...) Και μάλιστα, η αναζωπύρωση είναι πιθανή σε εντελώς νέα βάση: από τη μία, ο γαλλικός κρατισμός και η πολιτική των ελλειμμάτων, με όλες τις χώρες του Νότου συντεταγμένες πίσω από τους Γάλλους, και, από την άλλη, η γερμανική πολιτική της μείωσης των ελλειμμάτων και της προσαρμογής στις διεθνείς συνθήκες, με τις χώρες του προτεσταντικού Βορρά μαζί της. Και, για να προσθέσουμε μια πινελιά από Monty Python στην εικόνα, φαντασθείτε ότι αυτή η διαμάχη θα διεξάγεται στη γλώσσα εκείνων που θα έχουν μόλις αποφασίσει να φύγουν: την αγγλική. Τρελά πράγματα! Το ότι όμως η φαντασία μου αδυνατεί να τα συλλάβει δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβούν και να τα ζήσουμε. Ολα τα ανθρώπινα αλλάζουν και ό,τι δεν αλλάζει πεθαίνει – αυτό είναι το μόνο βέβαιο που μας μαθαίνει η μελέτη της Ιστορίας.
Στην ιστορία των Νεοτέρων Χρόνων, οι Βρετανοί ή, μάλλον, οι Αγγλοι έχουν μέχρι τώρα εμποδίσει τρεις φορές την ενοποίηση της Ευρώπης. Την πρώτη υπό τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, τον βασιλέα Ηλιο (τον Βρωμύλο, όπως θα έπρεπε να τον λένε, καθότι παιδιόθεν απεχθανόταν την επαφή με το νερό), τη δεύτερη υπό εκείνο τον ακατονόμαστο Κορσικανό και την τρίτη υπό τον Αυστριακό δεκανέα με το γελοίο μουστάκι. Υπήρξε και μία τέταρτη απόπειρα, η ενοποίηση υπό τον σοβιετικό κομμουνισμό. Αλλά σε αυτή τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι Αμερικανοί (και γι’ αυτό τους αγαπάμε).
Ομως η πέμπτη απόπειρα ευρωπαϊκής ενοποίησης στο πλαίσιο της υπάρχουσας Ε.Ε., με τα χίλια μύρια ελαττώματά της, δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες. Την ουσιώδη διαφορά εντοπίζει εύστοχα ένας Βρετανός ιστορικός, ο Ιαν Μόρις. Επί 5.000 χρόνια, γράφει, αφότου εμφανίζονται τα πρώτα κράτη στο σημερινό Ν. Ιράκ, το μοντέλο της ενοποίησης ξεκινά πάντα με την πολιτική ενοποίηση διά της κατάκτησης και από εκεί προχωρεί προς την οικονομική και πολιτισμική ενοποίηση. Η πρώτη φορά που επιχειρείται αντιστροφή του υποδείγματος, δηλαδή να προηγείται η οικονομική ενοποίηση και να έπεται η πολιτική και μάλιστα με δημοκρατικά μέσα, είναι με αυτή την Ε.Ε. Οσο θα παραμένει στην ιστορική μνήμη εικοστός αιώνας (δηλαδή ένας πόλεμος που κράτησε, με διαφορετικές μορφές, από το 1914 έως το 1989), η Ε.Ε. θα παραμένει «ένας θρίαμβος που γεννήθηκε μέσα από την ήττα». Μεθαύριο μάλλον θα ξέρουμε αν οι φίλοι μας θα έχουν καταφέρει να την εμποδίσουν... http://www.kathimerini.gr
Επί 400 χρόνια το εθνικό συμφέρον της χώρας που ονομάζουμε σήμερα Βρετανία ήταν να αξιοποιεί τη θέση της στο δυτικό άκρο της Ευρώπης για να χτίζει ένα δίκτυο διεθνούς εμπορίου και, συγχρόνως, να φροντίζει ώστε καμία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη να μην επικρατεί στην ήπειρο. Και σήμερα ακόμη, έστω και χωρίς αυτοκρατορία, το συμφέρον της Βρετανίας εξακολουθεί να είναι το ίδιο και εξυπηρετείται καλύτερα με τη συμμετοχή της στην Ε.Ε., όχι με την αποχώρησή της. Βεβαίως, πολύ λίγοι από εκείνους που ψηφίζουν σήμερα εξετάζουν το ζήτημα «υπό το βλέμμα της αιωνιότητος», κατά τη γνωστή φράση του Σπινόζα. Οι περισσότεροι συζητούν για την επιβάρυνση στο κόστος λειτουργίας του ΕΣΥ από την ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση και άλλα τέτοια πρακτικά, αλλά μάλλον δευτερεύοντα ζητήματα εν σχέσει με τη γενική εικόνα.
Δύο είναι οι κυρίαρχοι παράγοντες που έχουν οδηγήσει τους Βρετανούς στην πιο σοβαρή αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πειράματος μέχρι σήμερα. Ο πρώτος είναι κοινός πανευρωπαϊκά και, απλώς, προσαρμόζεται στις ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Είναι η εξάντληση του μοντέλου κοινωνικής ανάπτυξης που επικράτησε την περίοδο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαιτίας της οποίας ξεπετάγονται ανά την Ευρώπη διάφορα μαζικά κινήματα, πάντα των άκρων. Ποτέ άλλοτε αυτή η περιοχή του κόσμου δεν είχε γνωρίσει μια τόσο μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Για όσους γεννήθηκαν μέσα στην εποχή αυτή, είναι πολύ φυσικό να μη δέχονται εύκολα ότι έλαχε σε αυτούς να ζήσουν το τέλος του ονείρου· είναι φυσικό, λοιπόν, να αντιδρούν στην αβεβαιότητα του μέλλοντος και στις θυσίες των αναγκαίων προσαρμογών.
Ο δεύτερος παράγων είναι τελείως εγγλέζικος. Τον συνοψίζει ο δημοσιογράφος Χιούγκο Γιανγκ στο βιβλίο του «This Blessed Plot» του 1999 (την καλύτερη πραγματεία που γνωρίζω για τις σχέσεις Βρετανίας και Ευρώπης μετά τον Β΄ Π.Π.) και είναι «ο αγώνας της Βρετανίας να συμφιλιώσει ένα παρελθόν που δεν μπορεί να λησμονήσει με ένα μέλλον που δεν μπορεί να αποφύγει». (Ως προς το παρελθόν τους αυτό, το οποίο και πρόσφατο είναι και πραγματικό, εμείς τουλάχιστον, που ακόμη δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ένα παρελθόν που το επινοήσαμε, θα πρέπει λίγο να κατανοούμε τη στάση των Βρετανών...) Για τους Βρετανούς, η συμμετοχή τους στην Ευρώπη των ηττημένων του πολέμου ήταν πάντα ένα δύσκολο θέμα, επειδή ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν πλήρως με την ιδέα ότι, παρά την τεράστια συμβολή τους στην ήττα του ναζισμού, εν τέλει ανήκουν και αυτοί στους ηττημένους του πολέμου. Για τον λόγο αυτόν, η ευρωπαϊκή πολιτική τους από το 1945 και ύστερα, πολύ εντονότερα δε από το 1973 και μετά, ήταν ένα συνονθύλευμα, πάντα εξαρτημένο από τις προσωπικές απόψεις και επιδιώξεις των προσώπων που χειρίζονταν τα ζητήματα, ενώ μεγάλη ευθύνη στη διαμόρφωση των βρετανικών θέσεων περί τα ευρωπαϊκά γενικώς (μεγαλύτερη, πάντως, εν συγκρίσει με άλλες χώρες) είχαν πάντοτε και οι αρνητές της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Κάτι άλλο το οποίο αδυνατώ, επίσης, να φαντασθώ είναι την Ευρώπη χωρίς τη Βρετανία. Χωρίς τον εξισορροπητικό ρόλο της, παύει πια να είναι απίθανη η αναζωπύρωση του ιστορικού ανταγωνισμού Γερμανίας και Γαλλίας. (Ολα ξεκίνησαν μεταξύ τους από τη διαδοχή του Καρλομάγνου – αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία...) Και μάλιστα, η αναζωπύρωση είναι πιθανή σε εντελώς νέα βάση: από τη μία, ο γαλλικός κρατισμός και η πολιτική των ελλειμμάτων, με όλες τις χώρες του Νότου συντεταγμένες πίσω από τους Γάλλους, και, από την άλλη, η γερμανική πολιτική της μείωσης των ελλειμμάτων και της προσαρμογής στις διεθνείς συνθήκες, με τις χώρες του προτεσταντικού Βορρά μαζί της. Και, για να προσθέσουμε μια πινελιά από Monty Python στην εικόνα, φαντασθείτε ότι αυτή η διαμάχη θα διεξάγεται στη γλώσσα εκείνων που θα έχουν μόλις αποφασίσει να φύγουν: την αγγλική. Τρελά πράγματα! Το ότι όμως η φαντασία μου αδυνατεί να τα συλλάβει δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβούν και να τα ζήσουμε. Ολα τα ανθρώπινα αλλάζουν και ό,τι δεν αλλάζει πεθαίνει – αυτό είναι το μόνο βέβαιο που μας μαθαίνει η μελέτη της Ιστορίας.
Στην ιστορία των Νεοτέρων Χρόνων, οι Βρετανοί ή, μάλλον, οι Αγγλοι έχουν μέχρι τώρα εμποδίσει τρεις φορές την ενοποίηση της Ευρώπης. Την πρώτη υπό τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, τον βασιλέα Ηλιο (τον Βρωμύλο, όπως θα έπρεπε να τον λένε, καθότι παιδιόθεν απεχθανόταν την επαφή με το νερό), τη δεύτερη υπό εκείνο τον ακατονόμαστο Κορσικανό και την τρίτη υπό τον Αυστριακό δεκανέα με το γελοίο μουστάκι. Υπήρξε και μία τέταρτη απόπειρα, η ενοποίηση υπό τον σοβιετικό κομμουνισμό. Αλλά σε αυτή τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι Αμερικανοί (και γι’ αυτό τους αγαπάμε).
Ομως η πέμπτη απόπειρα ευρωπαϊκής ενοποίησης στο πλαίσιο της υπάρχουσας Ε.Ε., με τα χίλια μύρια ελαττώματά της, δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες. Την ουσιώδη διαφορά εντοπίζει εύστοχα ένας Βρετανός ιστορικός, ο Ιαν Μόρις. Επί 5.000 χρόνια, γράφει, αφότου εμφανίζονται τα πρώτα κράτη στο σημερινό Ν. Ιράκ, το μοντέλο της ενοποίησης ξεκινά πάντα με την πολιτική ενοποίηση διά της κατάκτησης και από εκεί προχωρεί προς την οικονομική και πολιτισμική ενοποίηση. Η πρώτη φορά που επιχειρείται αντιστροφή του υποδείγματος, δηλαδή να προηγείται η οικονομική ενοποίηση και να έπεται η πολιτική και μάλιστα με δημοκρατικά μέσα, είναι με αυτή την Ε.Ε. Οσο θα παραμένει στην ιστορική μνήμη εικοστός αιώνας (δηλαδή ένας πόλεμος που κράτησε, με διαφορετικές μορφές, από το 1914 έως το 1989), η Ε.Ε. θα παραμένει «ένας θρίαμβος που γεννήθηκε μέσα από την ήττα». Μεθαύριο μάλλον θα ξέρουμε αν οι φίλοι μας θα έχουν καταφέρει να την εμποδίσουν... http://www.kathimerini.gr
Σχόλια