ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Οι αναμνήσεις ενός από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ των αρχών του 20ού αιώνα, οι δυσκολίες προσαρμογής, η φρίκη της ζωής στα εργοτάξια κατασκευής των αμερικανικών σιδηροδρόμων, η εθελοντική κατάταξη στον στρατό για να γλυτώσει, οι περιπέτειες στην Νέα Υόρκη και η καταστάλαξη σε ένα ήσυχο αγρόκτημα του Λονγκ Άϊλαντ. Όπως περιγράφονται σύντομα σε διήγημα του Ηλία Βενέζη.
Θα μείνουμε απόψε στη φάρμα του Πίτερ. Ο Πίτερ είναι ένας κύκλωπας, γίγαντας. Έχει πελώρια μάτια, χοντρά χείλια. οι χερούκλες του είναι σαν μπίγες βαπορίσες. Η φωνή του είναι τόσο μπάσα που σαν κάνει να πει ας είναι κ’ ένα «ναι», ας είναι κ’ ένα «όχι», θαρρείς πως μιλά δράκος. Ο Πίτερ δεν είναι δράκος. Κάτω απ’ τα κάτασπρα, τα κομμένα στη ρίζα τους, μαλλιά, τα μάτια του έχουν παιδικό φως. Γαλανό φως. Ο Πίτερ στη φάρμα του του Λογκ Άιλαντ φυλάει το χρώμα που έχει ο ουρανός του νησιού του. Εδώ κ’ εξήντα χρόνια γεννήθηκε στην Ίκαριά.
Ο Πίτερ είναι απ’ τους πρώτους μετανάστες που πήγαν στην Αμερική απ’ την Ελλάδα πριν απ’ το 1914. Μιλά καλά τα ελληνικά, μόνο που ανακατώνει πολλές εγγλέζικες λέξεις• στα ελληνικά του. Ένα-δυο λέξεις του είναι καημός. Προπάντων δε μπορεί να ξεφύγει το I mean. Σα να κάθεται και τον γαργαλά μες τα δόντια.
Με πήρε και καθήσαμε κάτω από ένα δέντρο του Λογκ Άιλαντ. Βράδιαζε. Ο Πίτερ έχει ριζώσει για καλά τώρα στη γη του, στο υποστατικό του. Η γυναίκα του γυροφέρνει ανασκουμπωμένη, έχει να φροντίσει για όλα. Είναι πολύ πιο νέα από αυτόν, τα μάγουλά της είναι κατακόκκινα, τα μαλλιά της πολύ ξανθά. Είναι Γερμανίδα. Τα μωρά τους ζούνε μες στα δέντρα και στα θάμνα, παίζουν — όλος ο κόσμος τους είναι το δάσος. Το ένα το παιδί είναι ξανθό, το άλλο μελαψό. Η Ικαρία και η Σιλεσία.
Ο Πίτερ θέλει να θυμάται. Όλη η δύναμή του είναι στο να θυμάται. Αν τον στριμώξεις μοναχά σ’ αυτό που είναι γύρω του, στο παρόν, θα είναι σα να σώπασε η ζωή.
Λέει:
-«Ήταν, φίλε, τότες ο πόλεμος του Μέξικο, εδώ και πολλά χρόνια. Ζούσε τότες ληστής σπουδαίος, I mean μοβόρος, τον λέγαν Πάντζο Βίλλα. Ο Πάντζο Βίλλα έκανε φονικό μεγάλο — άλλο δεν έκανε ο μοβόρος ο ληστής από φονικά. Βρίσκονταν κείνον τον καιρό άνθρωποι άγιοι, τους ελέγανε Μορμόνους. Αυτοί είχανε δικό τους Θεό, θέλαν να πορευτούν κατά το Θεό τους. Ο Θεός τους τους άφηνε να ‘χουνε και
πολλές γυναίκες ο καθένας, I mean χαρέμι, όσα χαρέμια θέλουνε Λοιπόν, επειδή τους κυνηγούσαν, οι Μορμόνοι είπανε: “Άλλο δε γίνεται, μόνο να πάμε στην ερημιά, να κάμουμε εκεί πατρίδα, η ερημία να είναι ο τόπος μας.” Επήγανε, λοιπόν, στο Νιου Μέξικο. Εκεί είναι έρημος φοβοτερή, άμμος και ποταμός, I mean Ζαχάρα. Όταν εμείς περάσαμε ως στρατός απ’ το Νιου Μέξικο εβάζαμε στον άμμο τηγάνι και ψήναμε αυγά. Και το βράδυ ερίχναμε απάνω μας παπλώματα — τέτοια Ζαχάρα. Εκεί ζει και ζώον πολλά περίεργον, άλλο δε ζει παρά αυτό το ζώον. Το λένε Χονιτό. Είναι ως οι χελώνες της πατρίδος. Το βάζεις κάτω απ’ τη μασχάλη σου και κάθεται ήσυχο. Βγάζεις με μαχαίρι το κρέας του και κάνεις το καβούκι του ταμπακέρα. Ζώον Χονιτό.»
Ο Πίτερ σταματά λίγο, να πάρει ανάσα. Δε θέλει να τον διακόπτουν. Θέλει να λέει τις ιστορίες του όπως του ‘ρχονται, γιατί έτσι την έμαθε τη ζωή: χωρίς τάξη. Η μόνη τάξη να είναι το απίθανο. Και το ανεξήγητο: Ικαρία και Νιου Μέξικο και ζώον Χονιτό και ο ληστής Πάντζο Βίλλα.
- «... Λοιπόν οι Μορμόνοι φτάσανε στην έρημο του Νιου Μέξικο να κάμουν την πατρίδα τους, άγιοι άνθρωποι, φέραν νερό από τρακόσα μίλια αλάργα, από ποταμόν Ρίο Γκράντε. Ρίξανε το ποτάμι στον άμμο, φυτέψανε καλαμπόκι. Φύτρωσε το καλαμπόκι, βλάστησε ως δένδρον στον άμμο — τέτοια γης. Φέρανε και ινδιάνους, I mean γάλους. Βρήκανε και άλλα πουλιά εκεί με μεγάλους φούντους στο κεφάλι, ως τσαλαπετεινοί της πατρίδος ή ως φασιανοί. Έτσι εζούσαν οι Μορμόνοι, άγιοι άνθρωποι, κατά τη θρησκεία τους. Επήγαν μαζί τους να ζήσουν και Ίντιανς, άγριοι άγιοι άνθρωποι κι αυτοί. Ίντιανς και Μορμόνοι. Όπου αυτά βλέποντας ο ληστής ο Πάντζο Βίλλα, με τη συμμορία του πάει και τους εξολοθρεύει διά πυρός. Είχε τη συνήθεια αυτός ο μοβόρος ληστής και ετρυπούσε τα νύχια των ανθρώπων, ύστερα ετρυπούσε τα δάχτυλα, ύστερα τούς εκρεμνούσε. Και έτσι εχάθηκαν οι άγιοι άνθρωποι από την έρημο. Όπου ο Πάντζο Βίλλα έκαμε και άλλον σκοτωμό, εθανάτωσε εκατόν και πλέον Αμερικανούς. Τότε η Αμερική έκαμε πόλεμον στο Μέξικο, και εγώ επήγα εθελοντής...»
Βράδιαζε στη φάρμα του Πίτερ στο Λογκ Άϊλαντ. Φυσούσε αγέρι υγρό. Ψηλά τα φύλλα στις αγριοκαστανιές, στις αγριοβαλανιδιές σάλευαν. Ένα άστρο φάνηκε. Τόση γαλήνη στο Λογκ Άϊλαντ!
Τα μάτια του Πίτερ πήραν άλλο χρώμα μες στο βράδυ. Ήταν σα μάτια βοδιού, αγαθά, έτοιμα να υποκύψουν. Τι απ’ όσα έλεγε ήταν ιστορία αληθινή, τι όχι; Οι Μορμόνοι ζούνε και σήμερα ακόμα στην έρημο της Γιούτας, στο Σωλτ Λέικ Σίτυ. Φτάσαν ποτές στο Νέο Μεξικό; Και, αλήθεια, ο Πάντζο Βίλλα τους ρήμαξε;
Τι σημασία είχε! Ο Πίτερ ζούσε τη δική του την ιστορία καμωμένη παραμύθι και μαγεία. Η φωνή του πήρε πάλι τους άγριους βαθιούς τόνους σα να ερχόταν από σπήλαιο.
Λέει:
«Όταν επήγα εθελοντής εις τον πόλεμον του Μέξικο έγινα επιλοχίας. Μια μέρα, νύχτα ήταν, ότι μας είχε έρθει καινούργιος αξιωματικός, έβαλα φωνή. Ακούει τη φωνή ο αξιωματικός, λέει:
“Έλα εσύ. Η φωνή σου είναι θερίο!”
“Είναι”, του αποκρινομαι.
“Να πάρεις, μου λέει, τους στρατιώτες τους τιμωρημένους να καθαρίσουνε την αποθήκη.”
Είχαμε αποθήκη γεμάτη, όλο τροφή. Του λέω:
“Καλώς.”
Πήρα τους τιμωρημένους στρατιώτες, τους μπήγω μια φωνάρα. Λένε αυτοί:
“Λεοντάρι θα είναι, θα μας φάει. Να φύγουμε.”
Ήταν κ’ ένα-δυο Γραικοί μαζί τους, εγώ τους ήξερα, αυτοί δε με ξέραν. Πάω κοντά τους, των Γραικών, τους μπήγω φωνή μεγαλύτερη. Ύστερα λιγοστεύω τη φωνή, να μην ακούνε άλλοι, λέω γραικικά:
“Τρώτε και κανένα γλυκό απ’ την αποθήκη, βρε εσείς!”
Ακούνε αυτοί.
“Βρε φίλε, Γραικός είσαι; κάνουν. Κ’ εμείς λέγαμε θα μας φας! Τι φωνή λεοντάρι είναι αυτή, βρε φίλε;”
Η Μεγάλη Άρκτος γράφτηκε καθαρά από πάνω μας. Ο Πίτερ σώπασε. Ρώτησα:
- Και τι σας βίαζε τώρα εσάς, που πήγατε να βγάλετε στην Αμερική το ψωμί σας, τι σας βίαζε να βρεθείτε εθελοντές στον πόλεμο του Μέξικο και να πολεμάτε το ληστή τον Πάντζο Βίλλα;
- «Το ‘ξερα πως θα το ρωτούσες, είπε ο Κύκλωπας. ‘Ολοι εσείς που μας ερχόσαστε απ’ την πατρίδα και δεν ξέρετε, κάτι τέτοια ρωτάτε. Λοιπόν, σου λέω: Για τούτο, μωρέ φίλε, επήγαμε: γιατί ο Πάντζο Βίλλα ήταν για μας ψωμί. Πολεμούσες το Πάντζο Βίλλα κ’ έτρωγες ψωμί. Καλύτερα να τρως ψωμί και να σκοτώνεσαι, παρά να πεθαίνεις στρώνοντας με ράγες τη γραμμή του Σάουθ Πασίφικ.»
Τα βοδίσα μάτια του γινήκαν ακόμα πιο μεγάλα, η φωνή του βαθιά. Και οι «μπίγες» τα γυμνά του τα μπράτσα γέρναν ασάλευτα στη γη σα να θέλαν να δείξουν τι αγώνας χρειάστηκε ίσαμε που να πιάσουν οι ρίζες σ’ αυτή τη γη.
- «Τι ήμαστε, θαρρείς, σα φτάναμε οι μετανάστες απ’ την πατρίδα; Χωρίς γράμματα, χωρίς γλώσσα, χωρίς χρήμα. Κοπάδια ήμαστε ζωντανά, I mean βόδια. Μόλις ζεμπαρκαίρναμε μας πουλούσανε στις κομπανίες των τρένων. Μας βάζαν μια ταμπέλα στο λαιμό, έγραφε η ταμπέλα τ’ όνομά μας και πού πηγαίναμε, μας βάζαν στα τρένα να πάμε χιλιάδες μίλια βαθιά στη χώρα να στρώσουμε γραμμές. Πού πηγαίναμε; Βλέπαμε απ’ το τζάμι τη χώρα τη μεγάλη, λέγαμε: “ε πατριώτες, χανόμαστε πια σε τούτο το χάος”. Κανένα δεν ξέραμε, τίποτα. Προς νερού μας θέλαμε να πάμε και δεν ξέραμε πώς να το πούμε, που να πάμε. Ήταν ένας Γραικός στη Νέα Υόρκη, τομάρι, I mean θεομπαίχτης, μας αγόραζε, μας πουλούσε στις κομπανίες. Αυτός ήξερε τη γλώσσα, εμείς λέξη. Αχρείος πολύ ο βλάσφημος, μας ελήστευε — αυτός ο Γραικός Πάντζο Βίλλα. Έτσι, κόσμος εχάθηκε κι άφησε τα κόκκαλά του εις την έρημο δουλεύοντας στο Σάουθ Πασίφικ να στρωθούν οι γραμμές του τρένου. Θα ερωτήσεις: “Και τι απέγινε αυτός ο Γραικός Πάντζο Βίλλα;” Θα σου αποκριθώ: Γύρισε, φίλε, στην πατρίδα με πλούτος. Και όταν χρόνια πολλά ύστερα γύρισα κ’ εγώ, για λίγο, στην Ικαριά να φιλήσω το χέρι του γονέως μου που πέθαινε, βρίσκω και τον Γραικό Πάντζο Βίλλα τον βλάσφημο. Είχε ένα σύννεφο γένια εις το μούτρο του και έκανε τον παπά.
“Βρε, του λέω, πώς έβαλες το σχήμα και ξέχασες το τι έκανες στους χριστιανούς, ελεεινέ Πάντζο Βίλλα!”
“Σιωπή, μου λέει αυτός. Τώρα είμαι άγιος.
“Και αυτοί οπού έκλεψες, οπού έφαγες το δίκιο τους, και οι άνθρωποι εχάθηκαν, μοβόρε άπληστε;!”
“Σιωπή, λέει αυτός, και είμαι άγιος.”
Ο Πίτερ χαμήλωσε το κεφάλι. Δεν κοίταξε τον Πολικό. Η νύχτα ήταν ξάστερη και πυκνή στο σύνορο του Ατλαντικού.
- «Εγώ, δόξα σοι ο Θεός, συνέχισε το παραμύθι του ο Κύκλωπας, έμεινα λίγο μόνο στις ράγες. Ήμουνε δεκαπέντε χρονώ όταν με στείλανε οι γονέοι μου απ’ την Ικαριά να πάω στην Αμερική να βγάλω το ψωμί μου και να γενώ άνθρωπος. Μετά από τις ράγες με βάλανε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, ήμουνε ζώον, δεν ήξερα λέξη από την ξένη γλώσσα, απ’ τους ξένους ανθρώπους. Ο ζαχαροπλάστης, Γραικός, μου λέει:
“Φίλε, εδώ θα πληρώνεσαι με τη χρονιά. Δέκα τάλαρα το μήνα.”
“Καλώς”, του λέω.
Δούλευα από χαράματα έως μεσονύχτι, μ’ έδερνε πολύ ο ζαχαροπλάστης, I mean ο Γραικός. Του λέω:
‘Φίλε, να λογαριαστούμε. Δε βαστώ άλλο το ξύλο. Θα φύγω.”
“Tράβα!” μου λέει.
“Τι έχω να πάρω, δώσε μου το.”
Μου λέει:
“Τίποτα δε σου δίνω, δε σ’ έχω εμπιστοσύνη. Θα τα στείλω στον γονέο σου.”
Δεν τα ‘στειλε ποτές, μου ‘μεινε το ξύλο. Έφυγα και ήρθα εις Νέα Υόρκη.
Η ανάμνηση της μεγάλης πόλης του κόσμου, της πάμφωτης δε φέρνει αυτή τη στιγμή τίποτα απ’ τη μαγεία της. Μονάχα πικρία.
- «... Με βάλανε στου Τσάελς, εστιατόρια, είπε ο Πίτερ. Εδούλευα όμνιμπους, I mean βοηθός σερβιτόρου. Μία ημέρα μάγειρας —Αϊρίστας ήτον, I mean Ιρλανδός, θερίο— μου λέει:
Πήγαινε να μου φέρεις απ’ το υπόγειο, απ’ την αποθήκη butter milk, να γεμίσεις το δοχείο.”
Δεν κατάλαβα καλά, ολίγα ήξερα, ενόμιζα ήθελε βούτυρο, butter. Κατεβαίνω κάτω, πήρα ένα ντενεκέ, άνοιξα το ice box, άρχισα να κόβω βούτυρο να γεμίσω το ντενεκέ. Αργουσα. Ακούω φωνήν από πάνω. Ο Ιρλανδός φώναζε:
“Τελειώνεις;
“Τελειώνω!”
Σε λίγο πάλι:
“Ακόμα;!”
“Έρχομαι!”
‘Ερχομαι, μα ο ντενεκές δε γέμιζε. Όπου χιμά κάτω ο μάγερας, βλέπει τι κάνω, μου δίνει μια γροθιά λεονταριού, έχασα τον μπούσουλα, I mean ζαλιστηκα.
“Δρόμο, μου λέει, από δω!” και με τη γροθιά του λεονταριού που είπα μου δίνει άλλη μια και χώνουμαι ολάκερος στο ice box. Άνοιξαν τα αίματα, είχα και ολίγα σεντς, χυθήκαν, χάθηκαν. Εκάθισα τότε σε μια σκάλα και έκλαιγα. Και εκεί που
καθόμουν περνούσε ο ένας σερβιτόρος, έλεγε:
“Are you Spaniard?”
“Νο”, ελεγα.
“Are you French?”
Περνούσε άλλος:
“Are you Portuguese?”
“No.”
Έφευγε. Περνούσε άλλος, όλοι βιαστικοί. Ώσπου ένας λέει:
“Are you Greek?”
“Ναι!” του λέω.
“Mώρε φίλε Γραικός είσαι; Τι έπαθες;
Του λέω:
“Αυτό. Δεν κατάλαβα, τι ήθελε και με χτύπησε, το λεοντάρι, και με έδιωξε, κ’ έχασα και τα σεντς που είχα. Και τώρα δεν έχω να πληρώσω το τρένο να γυρίσω στο σπίτι που κοιμούμαι.
Με λυπήθηκε ο άνθρωπος, μου λέει:
“Πάρε, φίλε, μισό δολάριο. Να σου γράψω σ’ ένα χαρτί και τη διεύθυνση του σπιτιού σου να φύγεις.”
Του λέω:
“Έχω σημάδια, να βρίσκω το σπίτι μου, κάτι τάφους.”
Έφυγα, εμπήκα στο τρένο, την ελεβέτα, αλλά ήτο νύχτα, δεν έβρισκα τους τάφους. Όλη τη νύχτα την πέρασα στο τρένο που πήγαινε-ερχόταν τον ίδιο δρόμο, απ’ τη μια άκρη της πολιτείας στην άλλη. Έως που ξημέρωσε, και είδα τους τάφους και επήγα στο σπίτι μου.»
Σταμάτησε. Δεν έβλεπα πια το πρόσωπό του μες στη νύχτα.
-Τι τα ενθυμούμαι τώρα! λέει ο Πίτερ. Έλα, πάμε στο φως, Θα σε πειράζει το σκοτάδι.
Πήγαμε κοντά στην πόρτα του υποστατικού του. Εκεί είχε φως. Ο Πίτερ λέει:
- Τώρα αυτά πια είναι καιρός παλαιός. Τι τα ενθυμούμαι, φίλε; Τώρα εγώ έχω δική μου γη. Τούτη εδώ η γη στο Λογκ Άϊλαντ είναι δική μου, η φάρμα. Δικά μου είναι και τα δυο παιδιά. Το ένα μου μοιάζει, το άλλο της μοιάζει. Άρχισα στην Αμερική έχοντας σημάδια τους τάφους. Τώρα είναι δικά μου όλα ετούτα. Τι λες γι αυτό;
Τι να πω; Δεν ήξερα.
- Φίλε, δεν πρέπει να το πεις πως νίκησα; Αυτό λέω: δεν •πρέπει να το πεις;
Σωπαινα.
- Λοιπόν, φίλε εγώ σου λέω πως νίκησα τον Πάντζο Βίλλα. Όχι αυτόν που εννοείς στο Μέξικο. Τον άλλον, λέω. I mean το δικό μου τον Πάντζο Βίλλα.
Καμιά απόκριση.
- Κάθε άνθρωπος δεν έχει να πολεμήσει τον Πάντζο Βίλλα φίλε; Ρώτησε ξανά ο Πίτερ.
Καμιά απόκριση. Για να είναι μόνος με τον εαυτό του σ’ αυτό το καίριο ερωτηματικά. Καμιά απόκριση.
Ήρθε κοντά μας μια στιγμή η γυναίκα του. Ανασκουμπωμέη πάντα, γεμάτη έγνοιες, φορούσε ξυλοπάπουτσα σαν τις Ολλαντέζες. Τώρα είχε να φροντίσει τα μωρά της.
- Άρμεξες τη γελάδα; τη ρώτησε ο Πίτερ.
- Την άρμεξα.
Η γυναίκα πάλι χάθηκε. Μιλούσε τα εγγλέζικα με το χαρακτηριστικό τρόπο των Γερμανών.
Ο Πίτερ λέει:
- Ξέρεις, φίλε, αυτή η γυναίκα το ανάστησε το κτήμα. Αυτή το κουμαντάρει. Χωρίς τη γυναίκα εγώ δεν έκανα τίποτε
Με κοίταξε. Σα να το σκεφτόταν μόλις κείνη τη στιγμή:
- Σε πειράζει που είναι Γερμανιά; ρώτησε. Ξέρω, φίλε, πως κάμανε πολύ κακό οι συντοπίτες της στην πατρίδα μας. Όμως ετούτη δεν ξέρεις τι καθαρή ψυχή που είναι! Στον πόλεμο, κάθε φορά που μαθαίναμε τα φοβοτερά που εκάνανε οι Γερμανοί στην Ελλάδα, της έλεγα:
“Μάρθα, γυναίκα, πως γίνεται να ναι οι συντοπίτες σου έτσι θηρία, I mean μοβόροι ωσάν τον Πάντζο Βίλλα;”
“Τι ξέρω εγώ;” μου αποκρινόταν η δυστυχής.
Της έλεγα:
“Μάρθα, γυναίκα, μπας κ’ έχεις κ’ εσύ κανέναν Πάντζο Βίλλα και τoν κρύβεις μέσα σου ωσάν τους συντοπίτες σου, και δεν τoν πήρα είδηση;”
“Ψάξε και βρες τον, αν τύχει και ζει, και σκότωσέ τον. Εσύ που λες πως πολέμησες τον Πάντζο Βίλλα στο Μέξικο.” Τότες, το λόγο αυτόν ακούγοντας απ’ το στόμα της, eγώ κατάλαβα πως κι αυτή η καλή γυναίκα δεν ήταν σίγουρη για τίποτα. Μήτε για τον εαυτό της. I mean δεν ήξερε: αν τον σκότωσε για δεν τον σκότωσε τον Πάντζο Βίλλα.
Έκανε ψύχρα πολλή. Και υγρασία. Η μαύρη γη του Λογκ Α:iλαντ, το δάσος, η ησυχία όλα ήταν κόσμος μυστικός.
- Θέλω να περπατήσω λίγο στη γη σου, είπα στον Πίτερ.
- Δεν αφήνεις για αύριο; Θα γυρίσουμε μαζί τη φάρμα.
- Αύριο την αυγή θα φύγω. Δεν έχω καιρό.
- Πάμε, είπε ο Κύκλωπας και σηκώθηκε.
Πήγαινε μπροστά στο μονοπάτι, για να ξεφύγουμε τα χαμόδεντρα. Τα κραταιά δέντρα δε σαλεύαν καν από πάνω μας.
- Εδώ ζούσαν Ίντιανς, λέει ο Πίτερ. Ύστερα ήρθε ο Σμιθ. ο Ιγγλέζος ο αρχηγός λέει στον Σμιθ: “Πάρε τ’ άλογό σου και τρέξε όλη τη μέρα. Ο τόπος που θα γυρίσεις θα ‘ναι δικός σου.” Ύστερα ήρθαν κι άλλοι άποικοι. Έγινε το Σμιθ Τάουν. Μα το μέρος τούτο που πατούμε εδώ ήταν ξεχέρσωτο και άγριο ίσαμε που ήρθα εγώ. Το όριζε μια φαμίλια άποικοι, τους λέγαν Χόκινς. Εδώ και τρακόσα χρόνια το όριζαν, ξεχερσώναν ό,τι μπορούσαν, πέθαιναν. Όμως τούτο το μέρος, μες στα τόσα χρόνια, δε μπόρεσαν να το μερώσουν. Και το αγόρασα εγώ και είπα: “Βρε Πίτερ, πού κατάντησες στο άγριο μέρος; Τι θα κάμεις εσύ, αφού οι Χόκινς δεν έκαμαν τίποτα μέσα σε τρακόσια χρόνια;” Αυτό έλεγα, όμως ντρεπόμουνα να το παρατήσω. Ήθελα να νικήσω το ληστή τον Πάντζο Βίλλα...
Προχωρήσαμε. Άξαφνα πέσαμε απάνω σε χαμηλό φράχτη.
- Βέβαια είναι και τούτα! λέει ο Πίτερ. Ξέρεις τι είναι; Είναι κι αυτό μες στο σύνορά μου. Το ορίζω εγώ.
- Τι είναι;
- Είναι οι τάφοι. I mean οι πρώτοι άσπροι που ήρθαν ύστερα απ’ τους Ίντιανς να πάρουνε τον τόπο. Αυτοί οι Χόκινς. Όλο Χόκινς είναι, σωμό δεν είχαν.
Ο Πίτερ λίγο το συλλογίζεται. Λέει:
- Δες τώρα, φίλε! Σου είπα: σαν πρωτάρχισα στη Νέα Υόρκη είχα σημάδια κάτι τάφους. Τώρα που τελειώνω έχω πάλι τάφους. Όσους θέλεις. Δικούς μου, μες στο σύνορό μου. Έλα να δεις!
Δρασκέλισε το φράχτη, ανατρίχιασα. Τον ακολούθησα. Δεν •είχε τίποτα το αγριωπό ο τόπος. Η νύχτα. Η χλοϊσμένη γη. Επιτύμβιες πλάκες μαυρισμένες απ’ τον καιρό. Άκουγαν μες στους αιώνες τη βουή του Ωκεανού.
Ο Πίτερ άναψε το ηλεχτρικό του το φανάρι. Έριξε το φως απάνω στις πλάκες.
Είναι παλαιοί, καθώς βλέπεις, είπε. Και ξεχασμένοι. Τι μπορεί να βαστάξει σε τόσον καιρό; Κοίταξε τι γράφουν. Πόσον καταλεπτώς!
Γράμματα μισοσβησμένα στις επιτύμβιες πλάκες: του 1600, του 1700.
«Εις μνήμην της Άννης, συζύγον του Μέριτ
Χοκινς, η οποία εγκατέλειψε τον πρόσκαιρον
τούτον κόσμον εις ηλικίαν 39 ετών, 11 μηνών,
και 27ημερων.»
Και έπειτα οι αδέξιοι στίχοι:
«Απέθανε εν Χριστώ ενλογημένη,
πόσον γαλήνιος είναι ο ύπνος της!
Ετελείωσαν πλέον αι θλίψεις και ο πόνος,
αι φροντίδες ετελείωσαν.»
- Βλέπεις; είπε ο Πίτερ. Τον θάνατον, τον περίμεναν για να τους ξεκουράσει. Όλοι κουράζονται εδώ. Κοίτα και τούτο!
Έριξε το φώς σε μια άλλη μαύρη πλάκα. Πάλι ήταν μια Χόκινς, η Τζουλιάνα:
«Αι θλίψεις με περιέζωσον εκ γενετής,
καμίαν βοήθειαν δεν ήτο δυνατόν να περιμένω,
εως που ο Κύριος ήκουσε τα βογκητά μου
και με εβοήθησε να λυτρωθώ.»
Και άλλοι Χόκινς. Κι άλλοι. Ο ουρανός. Η σιωπή. Η γη του Λογκ Άϊλαντ στο σύνορο του Ατλαντικού.
Ο Πίτερ λέει:
- Και εγώ το απεφάσισα: Λέω, φίλε, να μείνω εδώ, να με θάψουν εδώ. Αργότερα θα έρθει κοντά μου και η Μάρθα. Ύστερα και τα παιδιά μας. Και να γράφουνται στις πλάκες καταλεπτώς τα πράματα, όπως στους Χόκινς.
Η σιωπή. Η βουή του Ωκεανού ολοένα πιο ανένδοτη. Είχε βγάλει αγέρα.
- … Κ’ ύστερα από χρόνια πολλά θα κάθονται, ξένοι περαστικοί, και θα διαβάζουν τα δικά μας τα ονόματα, ωσάν καλή ώρα τώρα εμείς. Θα βλέπουν τις ημερομηνίες και θα λένε: “Ετούτος ο Πίτερ φαίνεται να είναι ο πρώτος, ο πιο παλαιός. Από που να ξεκινησε;” Θα διαβάζουν και θα λένε: “Ξεκίνησε, λέει, από νήσον Ικαρίαν. Πού είναι η νήσος Ικαρία; Υπάρχει Ικάρια νήσος;”
Η σιωπή. Η νύχτα. Ο Πολικός. Ο χους. Η βουή του Ωκεανού. Άξαφνα ένιωσα το μούτρο του Κύκλωπα, τα πελώρια βοδίσια μάτια του ν’ ακουμπούν στο πρόσωπό μου. Άκουγα την ανασαμιά του.
- Τι λες τώρα, φίλε; Πες μου! Λες να τον νίκησα τον Πάντζο Βίλλα;
Ήταν η μόνη στιγμή που κατάλαβα να τρέμει η φωνή του. Πάλι δεν αποκρίθηκα. Ποιος μπορεί ν’ αποκριθεί σ’ αυτό; Ο Πάντζο Βίλλα κρατά για τον καθένα τον ύστατο θρίαμβο: κανένας να μην ξέρει αν τον νίκησε κανένας να μην ξέρει αν νικήθηκε απ’ τον Πάντζο Βίλλα.
Η βουή του Ωκεανού σκέπαζε τώρα το Λογκ Άϊλαντ ωσάν σινδόνη Θεού.
- Από το διήγημα του Ηλία Βενέζη «Ο ληστής Πάντζο Βίλλα»
Σχόλια