ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΡΩΠΗ
Η Μεγάλη Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του λεγόμενου Σιδηρού Παραπετάσματος, παραμένει διαιρεμένη, χωρίς ενιαία υπόσταση, ικανή να τη μετατρέψει σε παγκόσμια δύναμη. Και τα τρία κομμάτια της Μεγάλης Ευρώπης – Ρωσία, Ευρωπαϊκή Ένωση και οι χώρες που είναι ανάμεσά τους – βρίσκονται σε κρίση. Τα αίτια και οι μορφές της κάθε κρίσης διαφέρουν, αλλά οι συνέπειές τους μοιάζουν πολύ.
Η Ρωσία έχει αγγίξει τα όρια της ανάπτυξης που μπορούσε να της αποφέρει η μετα- κομμουνιστική της ανοικοδόμηση. Σήμερα έχει ισχυρούς κρατικούς θεσμούς, έχει ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα και έχει ανακτήσει το κύρος της σαν μεγάλος βασικός παράγοντας της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής.
Παρ’ όλα αυτά το μέλλον της Ρωσίας είναι υπό αμφισβήτηση. Οι σοβιετικοί πόροι, σε όρους τόσο υποδομών όσο και ιδεολογίας, έχουν εξαντληθεί. Η οικονομία της χώρας δεν καταφέρνει να πετύχει τη βέλτιστη χρήση των σχετικά υψηλών εξαγωγικών της εσόδων από τους ενεργειακούς πόρους. Η ρωσική κοινωνία και οι Ρώσοι πολιτικοί ηγέτες δεν έχουν ξεκάθαρο όραμα για το μέλλον, η δε δημογραφική κάμψη της χώρας δεν τροφοδοτεί ελπίδες για ταχεία και βιώσιμη ανάκαμψη. Αυτό σημαίνει πως η Ρωσία, εφόσον δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες, θα υποχρεωθεί να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στην προστασία των φθινόντων περιουσιακών της στοιχείων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάλι, δίνει εξωτερικά την εντύπωση ενός πετυχημένου σχεδίου. Οι Ευρωπαίοι έζησαν μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας δίχως προηγούμενο. Το μοντέλο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης απλώθηκε και περιέλαβε το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αλλά η διακυβέρνηση της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέστη πιο δύσκολη και λιγότερο αποτελεσματική. Η παγίωση της ΕΕ έδωσε τη θέση της σε προστριβές, και σήμερα απαιτείται πολύ περισσότερη δραστηριότητα για την υπέρβαση των εσωτερικών προβλημάτων της Ένωσης.
Τα αδύναμα σημεία της ΕΕ, σε συνδυασμό με τις αλλαγές διεθνών προτεραιοτήτων ορισμένων κρατών μελών της, έχουν οδηγήσει σε μείωση της πολιτικής της εμβέλειας. Αν οι τάσεις αυτές επιμείνουν, η φθίνουσα επιρροή της ΕΕ θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε εξασθένηση της οικονομικής της θέσης και σε μείωση της ανταγωνιστικότητας της. Η μελλοντική επέκταση της ΕΕ σε γειτονικά κράτη – που αποτέλεσε την ουσία της εξωτερικής της πολιτικής τα τελευταία 15 χρόνια – θα γίνεται όλο και λιγότερο πιθανή. Με δυο λόγια, η ΕΕ δεν αντιπροσωπεύει πια εκείνες τις ελκυστικές προοπτικές συμμετοχής σε αυτήν για τις γειτονικές της χώρες, ούτε μπορεί να κινητοποιεί τους πόρους που κινητοποιούσε παλιότερα για διάφορα σχήματα συνεργασίας.
Το δίλημμα αυτό έχει αρχίσει να αποκτά αρνητικές επιπτώσεις για τις χώρες που βρίσκονται μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ. Μετά την πτώση του κομμουνισμού οι εξελίξεις στις χώρες αυτές σηματοδοτούν μια βαθμιαία μεταστροφή τους από την ρωσική στην ευρωπαϊκή επιρροή. Αλλά αυτό μπορεί κάλλιστα να αντιστραφεί.
Γεγονός είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ δεν έχουν τη δυνατότητα περαιτέρω επέκτασής τους, ακόμη κι αν θέλουν να διατηρήσουν το ενδιαφέρον συμμετοχής των πρώην σοβιετικών χωρών σε αυτές για να αποτρέψουν πιθανή επιστροφή τους στη ρωσική επιρροή. Αυτές οι ‘ενδιάμεσες’ χώρες παραμένουν συνεπώς σε εκκρεμότητα. Μια εκκρεμότητα που επιδεινώθηκε με την παγκόσμια οικονομική κρίση, καθώς μειώθηκε δραστικά η ροή των πόρων που λάμβαναν αυτές οι φτωχές χώρες.
Τα τρία κομμάτια της Μεγάλης Ευρώπης βρίσκονται συνεπώς σε κατάσταση στρατηγικής αβεβαιότητας. Η μεταβατική μετα-κομμουνιστική πολιτική ατζέντα έχει εξαντληθεί δίχως να έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια βιώσιμη ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική δομή. Και καθώς καμιά νέα προοπτική δεν διαφαίνεται, υπάρχουν δύο βασικά σενάρια.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει τη συνέχιση της παρούσας κατάστασης. Η Ρωσία και η ΕΕ θα συνεχίσουν να σταθεροποιούν τις θέσεις τους ανταγωνιζόμενες για επιρροή πάνω στους κοινούς γείτονές τους.
Η μεγαλύτερη οικονομική ισχύς της ΕΕ ασκεί ακόμα σημαντική έλξη σε αυτές τις χώρες, όμως δεν αποκλείεται η ευρωπαϊκή έλξη να περιοριστεί στο βαθμό που η Ευρώπη θα συνεχίσει να απογοητεύει τα ενδιάμεσα κράτη μη ανταποκρινόμενη στις προσδοκίες τους. Κι ενώ η Ρωσία δεν ασκεί την ίδια πολιτική και οικονομική έλξη με την ΕΕ, έχει στη διάθεσή της τους πλούσιους φυσικούς πόρους της που μπορεί να χρησιμοποιήσει προκειμένου να υπηρετήσει τους πολιτικούς της στόχους στις χώρες αυτές. Επιπλέον τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Κίνα βρίσκουν σήμερα τη Ρωσία πολύ πιο ενδιαφέρουσα στρατηγικά από την Ευρώπη, και αυτό γίνεται αντιληπτό στο Κίεβο και στο Μινσκ.
Από τη στιγμή που και η ΕΕ και η Ρωσία έχουν κάθε μια τα δικά της πλεονεκτήματα να προσφέρουν, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους θα είναι πυρετώδης.
Αλλά ο ανταγωνισμός αυτός θα λάβει χώρα σε μια Μεγάλη Ευρώπη που με παγκόσμιους όρους περιθωριοποιείται. Η διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή που έλαβε χώρα στην Κοπεγχάγη τον περασμένο Δεκέμβριο μας έδωσε μια εύγλωττη εικόνα της ευρωπαϊκής περιθωριοποίησης. Ήταν στις διαπραγματεύσεις με τις τέσσερις μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες – Κίνα, Ινδία, Βραζιλία και Νότιος Αφρική – όπου παρενέβη ενεργά ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα. Η Ρωσία είχε κρατήσει χαμηλό προφίλ, ενώ η ΕΕ που θεωρεί εαυτόν ηγέτη της πολιτικής για την κλιματική αλλαγή απλά ενημερώθηκε εκ των υστέρων. Κι αν δεν ανατραπεί κάτι στο πολιτικό περιβάλλον, η μεγάλη Ευρώπη, διαιρεμένη από τις συγκρούσεις που πηγάζουν από το παρελθόν της, θα περάσει σε δεύτερο ρόλο στην παγκόσμια σκηνή.
Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, η Ρωσία και η ΕΕ θα συνδυάσουν τις προσπάθειές τους και να συνεργαστούν. Η Μεγάλη Ευρώπη θα μπορέσει έτσι να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων υποθέσεων. Από τη στιγμή που η Ρωσία και η ΕΕ θα προχωρήσουν σε συνδυασμό των προσπαθειών τους, θα αντιμετωπίσουν και τις δυσκολίες των γειτόνων τους στο πλαίσιο αυτό, βασιζόμενες δηλαδή στην κοινή ευθύνη και όχι στην αντιπαλότητα. Η στενότερη συνεργασία της Ρωσίας με την ΕΕ θεωρείται συνεπώς σημαντική και για την ευόδωση του οικονομικού μετασχηματισμού και της ίδιας της Ρωσίας.
Αλλά το μοντέλο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που εφαρμόστηκε από το 1995 προς το 2005 δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχές και τα εμπόδια γι' αυτό πήγασαν τόσο από την αδυναμία ή την άρνηση της Ρωσίας να μετασχηματιστεί σε κάτι πιο σύμφωνο με το ευρωπαϊκό μοντέλο, όσο και την έλλειψη φιλοδοξίας και φαντασίας της Ευρώπης για την προώθηση ενός νέου σχεδίου μιας γνήσιας ενοποίησης ολόκληρης της Ευρώπης.
Αν τα τρία τμήματα που σχηματίζουν τη Μεγάλη Ευρώπη παραμείνουν χωριστά, θα περιθωριοποιηθούν πολιτικά. Για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου απαιτείται πολιτική βούληση, ιδίως στους κόλπους της ΕΕ, που κατά κανόνα δείχνει να προτιμά έναν ρόλο ουδετερότητας. Για να υπάρξει, η ολοκλήρωση πρέπει να είναι ισορροπημένη και ισότιμη, με τη Ρωσία και την ΕΕ να υιοθετούν κομμάτια των ιδεών η μια της άλλης.
Η διαδικασία αυτή μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από τη στιγμή που τα δύο μέρη θα αρχίσουν να ορίζουν προτεραιότητες για αλληλεπίδραση, με αφετηρία το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο καθώς και τη στρατιωτική - τεχνική και αεροδιαστημική συνεργασία. Δίχως μια τέτοια διαδικασία, η Ευρώπη θα παραμείνει διαιρεμένη και δίχως ηγετικό ρόλο στον 21ο αιώνα.
Σχόλια