Αυξανόμενη απειλή για το ΝΑΤΟ οι κινήσεις της Τουρκίας κατά της Ελλάδας
Τα εμπόδια που βάζει η Τουρκία για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, η περιορισμένες επιθέσεις της στο Ιράκ και η ενδεχόμενη επίθεσή της στη Συρία έχουν τραβήξει τη διεθνή προσοχή. Αλλά πιο σημαντική είναι η αυξανόμενη διπλωματική ένταση της Τουρκίας με την Ελλάδα, μια πληγή που διαρκώς κακοφορμίζει και κινδυνεύει να σκάει, γράφει ο Seth Cropsey (*), ιδρυτής και πρόεδρος του Yorktown Institute σε άρθρο του στο “The Hill”.
Όπως επισημαίνει, δεδομένης της εσωτερικής κατάστασης στην Τουρκία και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ πρέπει να είναι προσεκτικές. Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη διεθνή αναστάτωση και προχωρήσει σε μια σύρραξη αντιπερισπασμού για να τονώσει την δημοφιλία του, κίνηση που θα διατάραζε τη συνοχή του ΝΑΤΟ και θα απειλούσε τη συμμαχία.
Ο Ερντογάν κυριαρχεί στην τουρκική πολιτική από το 2001, όταν το κόμμα του, AKP, κέρδισε για πρώτη φορά πλειοψηφία δυο τρίτων στη βουλή. Αν και ο ίδιος αποκλείστηκε από την τουρκική πολιτική για αντι-κοσμική υποκίνηση, ο προκάτοχός του στην πρωθυπουργία -και αργότερα στην προεδρία- Αμπουλάχ Γιούλ, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2010, λειτουργούσε ουσιαστικά ως προσωρινός αντικαταστάτης του.
Ο Ερντογάν μπορεί να περιόρισε την ισλαμιστική τάση του και την διεθνή επιθετικότητα μέχρι να εδραιώσει την εξουσία του το 2014-2016. Αλλά η ρήξη με της Τουρκίας με τις ΗΠΑ λόγω της τουρκικής εισβολής στο Ιράκ και η αυξανόμενη επιθετικότητα της απέναντι στο Ισραήλ, έδειξαν ένα βαθύτερο ρήγμα μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Άγκυρας.
Ο Ερντογάν διεκδικούσε με συνέπεια έναν μεγαλύτερο περιφερειακό ρόλο: μέσω διπλωματικών πιέσεων κατά του Ισραήλ που είχαν ως αποκορύφωμα το επεισόδιο με τον στολίσκο στη Γάζα –μια απροκάλυπτη απόπειρα να παρακινήσει μια αντιπαράθεση με το Ισραήλ- ήλπιζε να πάρει τη θέση του πνευματικού ηγέτη του Ισλαμικού κόσμου.
Όμως, η Αραβική Άνοιξη άλλαξε τις περιφερειακές ισορροπίες. Καμία δύναμη δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως το «Παλαιστινιακό Ζήτημα» εξακολουθούσε να καθορίζει την περιφερειακή πολιτική. Οι εμφύλιοι πόλεμοι σε Λιβύη και Συρία, και η άνοδος του ISIS, έφεραν τον Ισλαμισμό για ακόμα φορά στο προσκήνιο, ενώ η ιρανική επέκταση στο Ιράκ, στη Συρία και στον Λίβανο έδειξε το πόσο σχετικός είναι ο παραδοσιακός ανταγωνισμός των συμμάχων, αντί για τη θρησκευτική αντιπαλότητα.
Η απάντηση της Τουρκίας ήταν να επιταχύνει την απομάκρυνσή της από τις ΗΠΑ, ακολουθώντας πότε ρωσόφιλες και πότε ρωσοφοβικές πολιτικές.
Η δίνη στη Μεσόγειο που ξεκίνησε στη Συρία και εξερράγη στο Ιράκ προκάλεσε τους φόβους της Τουρκίας για Κουρδικό ρεβανσισμό. Ακόμα και πριν από αυτό, η ρωσική παρουσία στη Συρία είχε οδηγήσει την Τουρκία να επιδιώξει μια πιο επιθετική πολιτική, υποστηρίζοντας ισλαμιστικά στοιχεία της συριακής αντιπολίτευσης και καταρρίπτοντας ένα ρωσικό μαχητικό Su-24 που παραβίασε στιγμιαία τον τουρκικό εναέριο χώρο. Δυο χρόνια αργότερα, η Τουρκία συμφώνησε να αγοράσει τα αντιαεροπορικά συστήματα S-400 από τη Ρωσία, κάτι που το 2019 οδήγησε στην αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και σε επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ.
Γενικότερα, η Τουρκία ύψωσε το ανάστημα της στρατιωτικά από το 2016, παρεμβαίνοντας άμεσα στη Συρία και στη Λιβύη. Στον πόλεμο της Λιβύης, η Τουρκία συμμάχησε με την Κυβέρνηση της Εθνικής Συμφωνίας, με έδρα στην Τρίπολη, και αντιτάχθηκε στην υποστηριζόμενη από τη Γαλλία, τη Ρωσία, τα ΗΑΕ και την Αίγυπτο Βουλή των Αντιπροσώπων, με έδρα στο Τομπρουκ. Αν και οι μάχες εκεί έχουν υποχωρήσει, ωστόσο εντάσεις μπορεί και πάλι να υπάρξουν –και με το να συνάψει «Μνημόνιο» με τη χώρα η Τουρκία προσπαθεί να διεκδικήσει κοιτάσματα φυσικού αερίου της ανατολικής Μεσογείου, απειλώντας το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ελλάδα.
Οι τουρκικές ενέργειες κατά τη διάρκεια του ουκρανικού πολέμου έχουν δείξει την επιθυμία της Άγκυρας να επιστρέψει στο δυτικό «μαντρί». Αρχικά, η Τουρκία απέφυγε να εμπλακεί, πιθανότατα θέλοντας να δει αν η Ουκρανία θα κατέρρεε εντός ημερών. Ωστόσο, τρεις ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, όταν έγινε εμφανές πως η Ουκρανία θα αντιστέκονταν, η Τουρκία έκλεισε τα Στενά του Βοσπόρου για τη Ρωσία· ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας στη λεκάνη της Μεσογείου μπορεί και πάλι να επιστρέψει στον λιμένα του στη Σεβαστούπολη, όμως το ότι δεν μπορεί να αναχωρήσει από τη Σεβαστούπολη για τη Μεσόγειο.
Η Τουρκία αποπειράθηκε επίσης να επιβληθεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ του Κιέβου και της Μόσχας, και πρωτοστάτησε σε μια χλιαρή προσπάθεια (παρά τη φαμφάρα με την οποία παρουσιάστηκε δημοσίως) για να διασφαλιστούν οι εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία.
Ωστόσο, η αρνητική στάση της Τουρκίας για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ είναι ένα κόλπο για να αποσπάσει παραχωρήσεις από την Ουάσινγκτον: αν η κυβέρνηση Μπάιντεν επαναφέρει την Τουρκία στο πρόγραμμα για τα F-35 και εγκρίνει τις πωλήσεις F-16, τότε ο Ερντογάν πιθανότατα θα κάνει πίσω.
Όμως, όπως σχολιάζει ο Cropsey στο άρθρο του, το να αγοράζεις την τουρκική συναίνεση δεν είναι τρόπος για να διασφαλίσεις μια μακροπρόθεσμη στρατηγική συνεργασία. Πράγματι, ο Ερντογάν βάζει τα θεμέλια για μια ακόμα ελληνοτουρκική αντιπαράθεση.
Το επίκεντρο, για μια ακόμα φορά, είναι η Κύπρος. Αν η Κρήτη είναι το όριο του Αιγαίου, τότε η Κύπρος παρέχει στην Ελλάδα ένα σημείο πίεσης ενάντια σε οποιαδήποτε δύναμη της Ανατολίας ή της Εγγύς Ανατολής που θα την απειλούσε.
Η συμφωνία της Τουρκίας με τη Λιβύη παγίωσε τις διεκδικήσεις της στα πετροχημικά της Ανατολικής Μεσογείου. Με την προφανή ολοκλήρωση του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη και με την επιθυμία της Τουρκίας να επιστρέψει στο δυτικό «στρατόπεδο», ο Ερντογάν μπορεί να αναμένεται ότι θα αποφύγει να χαλάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με κινήσεις στην Κύπρο ή αλλού, ωστόσο έχει κάνει το αντίθετο. Η Τουρκία έχει συνάψει μια σημαντική οικονομική συμφωνία με το Ψευδοκράτος που θα αυξήσει την άμεση επιρροή της Άγκυρας· θα περιλαμβάνει το αεροδρόμιο Ercan ως εσωτερικό προορισμό των τουρκικών πτήσεων. Οι κυπριακές αρχές φοβούνται πως αυτό είναι το πρώτο βήμα προς μια ξεκάθαρη προσάρτηση, κάτι που θα διέλυε την εκεχειρία για την οποία είχε μεσολαβήσει ο ΟΗΕ, και αναμφίβολα θα προκαλούσε ελληνική αντίδραση. Ο Ερντογάν έχει επίσης απειλήσει την Ελλάδα για την υποτιθέμενη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, παρά την μακροχρόνια στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Με τη σειρά της, η κλιμακούμενη οικονομική κρίση σαρώνει την Τουρκία. Οι διαταράξεις στην προμήθεια τροφίμων και ενέργειας έχουν οξύνει τις πληθωριστικές πιέσεις με τις οποίες παλεύει η Τουρκία από το 2017. Η άρνηση του Ερντογάν να αυξήσει τα επιτόκια και να σφίξει την παροχή χρήματος είναι μια προηγμένη μορφή μακροοικονομικής ανοησίας· το 2021 η αξία της τουρκικής λίρας μειώθηκε στο μισό. Ωστόσο, ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από το 60% και πιθανό θα αυξηθεί.
Το AKP έχασε έδαφος σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις στις τοπικές εκλογές του 2019. Καθώς πλησιάζουν οι κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2023, ο Τούρκος Πρόεδρος μπορεί να προσπαθήσει να στρέψει την προσοχή αλλού, με μια μεγάλη κρίση εξωτερικής πολιτικής, όπως θα ήταν μια αντιπαράθεση με την Ελλάδα, όπως εκτιμά ο Cropsey.
Για να αποφευχθεί μια κρίση, απαιτούνται τρία βήματα, έναν στρατιωτικό και δυο διπλωματικά, γράφει ο Cropsey.
Πρώτον, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αυξήσουν τη ναυτική τους παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ιδανικά, θα διατηρούσαν μια συνεχή ανάπτυξη αεροπλανοφόρων στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ή τότε που οι ρωσικοί σχεδιασμοί κατά της Ουκρανίας έφταναν στο «σημείο βρασμού» τους. Η ίδια η παρουσία ενός αεροπλανοφόρου των ΗΠΑ, με τη μαχητική ισχύ που παρέχει, μπορεί να είναι αρκετή για να αποτρέψει την τουρκική κλιμάκωση και να αποδείξει στην Άγκυρα ότι μια αποπροσανατολιστική κρίση θα προκαλέσει μόνο περισσότερες πιέσεις για το καθεστώς του Ερντογάν.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ θα πρέπει να συγκαλέσουν μια σειρά διμερών ελληνοτουρκικών συνόδων κορυφής, αντίστοιχα με τις τακτικές διπλωματικές συναντήσεις που εφάρμοσαν τη δεκαετία του 1970 μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων αντιπάλων του. Τουλάχιστον, αν αναγκαστεί η Τουρκία να συμμετέχει σε έναν ουσιαστικό διάλογο, αυτό θα επιβραδύνει έναν κύκλο κλιμάκωσης. Στην καλύτερη περίπτωση, οι ΗΠΑ, μέσω μιας επιδέξιας άσκησης ισορροπίας, μπορούν να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές διπλωματικές απαιτήσεις και να διευθετήσουν ζητήματα με πιο γενικό τρόπο.
Τρίτον, οι ΗΠΑ θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην επαναφορά της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο την πώληση F-35 όσο και F-16 με την επιφύλαξη ότι η Τουρκία πρέπει να υποστηρίξει τη δραστηριότητα των ΗΠΑ στη Μαύρη Θάλασσα. Η Τουρκία πρέπει να λάβει ανταμοιβή για την καλή συμπεριφορά. Αλλά θα πρέπει επίσης να προσφέρει κάτι σε αντάλλαγμα — για παράδειγμα, να μειώσει τις εντάσεις στην Κύπρο ή να επιτρέψει στα δυτικά πλοία να εισέλθουν στη Μαύρη Θάλασσα για να καθαρίσουν ρωσικές νάρκες και να συνοδεύσουν εμπορικά πλοία που μεταφέρουν ουκρανικά σιτηρά σε παγκόσμια λιμάνια.
Καθώς ο πόλεμος της Ουκρανίας συνεχίζεται, η μεγαλύτερη απειλή για τους δυτικούς στόχους δεν θα είναι οι ρωσικές στρατιωτικές δυνατότητες αλλά τα τμήματα εντός του ΝΑΤΟ. Μια ελληνοτουρκική σύγκρουση θα απειλούσε να ανατρέψει την Ατλαντική Συμμαχία τη λάθος στιγμή. Πρέπει να αποτραπεί, καταλήγει ο Cropsey.
(*) Ο Seth Cropsey είναι ιδρυτής και πρόεδρος του Yorktown Institute. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και αναπληρωτής υφυπουργός Πολεμικού Ναυτικού και είναι συγγραφέας των βιβλίων “Mayday: The Decline of American Naval Supremacy” (2013) και “Seablindness: How Political Neglect Is Choking American Seapower and What to Do About It” (2017).
Σχόλια