Το τουρκικό δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας … και οι προκλήσεις της ελληνικής στρατηγικής

05102021-1.jpg
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, μιλά κατά την διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Έλληνα ομόλογό του, Νίκο Δένδια, στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2021. REUTERS/Costas Baltas













Μιχαήλ Χατζηάστρο

Το παρόν δοκίμιο αποτελεί επισκόπηση ομότιτλης μεταπτυχιακής ερευνητικής εργασίας, πυρήνα της οποίας αποτέλεσε το τουρκικό ναυτικό δόγμα με το όνομα «Γαλάζια Πατρίδα», με το ενδιαφέρον να διαμοιράζεται σε δύο πυλώνες: αφενός την δυνατότητα υλοποίησής του από πλευράς Τουρκίας, αφετέρου τα μέτρα ανάσχεσής του από πλευράς Ελλάδος.

Για να εξεταστεί ο πρώτος πυλώνας στο απαιτούμενο βάθος, πραγματοποιήθηκε αρχικά μια ιστορική αναδρομή στις συνθήκες που διαμόρφωσαν την εξωτερική πολιτική της γείτονος μέχρι σήμερα, και που ουσιαστικά επέτρεψαν τη σημερινή νεο-οθωμανική στροφή της, κι εν συνεχεία, αναλύθηκαν οι δυνατότητές της σε τρία πλαίσια: το εθνικό, το περιφερειακό και το διεθνές. Για την εξέταση του δεύτερου πυλώνα από την πλευρά της Ελλάδος, εκτελέστηκε αφενός η αντίστοιχη ιστορική αναδρομή στις στρατηγικές αντιμετώπισης των τουρκικών βλέψεων σε βάθος εκατονταετίας, ώστε να εξεταστούν οι νοοτροπίες των σύγχρονων πολιτικών ταγών που επηρεάζουν την λήψη αποφάσεων στην παρούσα χρονική συγκυρία, αφετέρου αναλύθηκε στα ίδια τρία πλαίσια η στρατιωτική και διπλωματική πολιτική της Ελλάδος προς αντιμετώπιση του παραπάνω δόγματος.

ΤΟΥΡΚΙΑ: ΑΠΟ ΤΟ 1923 ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

Το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας έρχεται ως συνέχεια μιας νοοτροπίας δεκαετιών, και έχει συμπέσει με την πρόσφατη ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ. Αυτή η ανακάλυψη αποτελεί απλώς μια αφορμή, η οποία δίνει δυνατότητες στην Τουρκία να προβεί εκ νέου σε εδαφικές διεκδικήσεις, την ίδια στιγμή που η τουρκική κοινωνία έχει αφενός συνηθίσει στον εθνικιστικό αναθεωρητισμό και τις μαξιμαλιστικές εθνικές επιδιώξεις, αφετέρου έχει αποκτήσει ανοχή στην ιδέα του πολέμου και των απωλειών, τόσο στις τάξεις του στρατού όσο και μεταξύ των αμάχων, ως αποτέλεσμα της συνεχούς δραστηριότητας του τουρκικού στρατού.

Στην πορεία προς την υλοποίηση του εθνικού οράματος, βλέπουμε τον Ερντογάν, με τις οικονομικές πολιτικές της πρώτης περιόδου της διακυβέρνησής του ως πρωθυπουργός, να επιτυγχάνει να αποκτήσει δημοφιλία στα μάτια ενός τουρκικού λαού γαλουχημένου να ακολουθεί μεσσιανικές φιγούρες, κι έπειτα με μια μέθοδο παρόμοια με αυτή του Κεμάλ, να καταπολεμά τους πολιτικούς αντιπάλους του και να εγκαθιστά σε καίριες θέσεις ανθρώπους πιστούς σε αυτόν. Στην συνέχεια, κεφαλαιοποιώντας τη νομιμοποίησή του και εφαρμόζοντας τις διδαχές του «Στρατηγικού Βάθους», ο Τούρκος ηγέτης προέβη σε μια σειρά ενεργειών οι οποίες τον οδήγησαν στο να έχει αποκτήσει έντονη στρατιωτική παρουσία σε πλήθος τρίτων κρατών. Την ίδια, όμως, στιγμή μια σειρά συνθηκών στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπως η εντεινόμενη οικονομική κρίση, η πανδημία του κορωνοϊού, το κουρδικό και το μεταναστευτικό οδηγούν σε μια διαρκή πτώση του βιοτικού επιπέδου του Τούρκου πολίτη, που σε συνδυασμό με τους περιορισμούς των δικαιωμάτων του έχει οδηγήσει σε ολοένα και αυξανόμενη δυσαρέσκεια εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν. Αυτή η δυσαρέσκεια καθιστά την εμφάνιση αποτελεσμάτων υπέρ του εθνικού οράματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» ακόμα πιο επιτακτική.

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

Στο Εθνικό Πλαίσιο, μετά την άνοδο του AKP, παρατηρείται η ραγδαία ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας, η ενίσχυση της τουρκικής ναυτιλίας, και η προβολή ναυτικής ισχύος που είχαν ως αποτέλεσμα το 2020 να προωθηθεί περεταίρω η συλλογιστική των «Γκρίζων Ζωνών» με αποκορύφωμα το επεισόδιο με το ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις. Στον ενεργειακό τομέα, η κομβική θέση την οποία κατέχει ανάμεσα στην πλούσια σε υδρογονάνθρακες Ρωσία, στα πετρελαιοπαραγωγά κράτη της Μέσης Ανατολής, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας και την πάντα ακόρεστη για ενέργεια Ευρώπη, την καθιστά αναγκαία στην τελευταία για τον διαμετακομιστικό της ρόλο. Ωστόσο, τροχοπέδη στις επιδιώξεις της για το Δόγμα «Γαλάζια Πατρίδα» αποτελούν η οικονομική δυστοκία και οι κυρώσεις των ΗΠΑ για την αγορά του συστήματος S-400.

Στο Περιφερειακό Πλαίσιο, η Τουρκία με την εξωτερική της πολιτική στη Μέση Ανατολή, έχει πετύχει να διατηρήσει γνήσια καλές σχέσεις μόνο με το Κατάρ και τμήμα της Λιβύης, ενώ κατάφερε να αποξενώσει πολλά κράτη του Αραβικού Κόσμου και το Ισραήλ. Όμως, το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, ανεξαρτήτως της νομιμότητάς του, αποτελεί ένα από τα βασικά πλέον επιχειρήματα στην υποστήριξη του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» και η ενδεχόμενη ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων στην Λιβύη, ναυτικών και αεροπορικών στα νώτα της Ελλάδος, δημιουργεί πρωτόγνωρες προκλήσεις για την στρατιωτική ανάσχεση του τουρκικού δόγματος. Στα Βαλκάνια, παρά τις προσπάθειες που καταβάλει η Τουρκία, και ιδιαίτερα στην Αλβανία, δεν φαίνεται να επιφέρουν κάποια αξιοσημείωτη επιρροή που θα ενίσχυε έμμεσα τις δυνατότητες για την υλοποίηση του δόγματος. Αντίθετα, τα πράγματα είναι καλύτερα για την Τουρκία στις σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν και την Ουκρανία, μέλη της ομάδας χωρών του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη. Παρόλο που τα κράτη αυτά γεωγραφικά δεν εμπλέκονται άμεσα στα σχέδια της Τουρκίας για την υλοποίηση του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα», εντούτοις οι οικονομικές, ενεργειακές και στρατιωτικές συνεργασίες που συνάπτει με αυτές, ενισχύουν την χώρα και την επεκτατική πολιτική της.

Στο Διεθνές Πλαίσιο βαρύνουν αντίστοιχα οι διπλωματικές και στρατιωτικές δυνατότητες που απορρέουν από την συμμετοχή της σε Οργανισμούς (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, Ισλαμικό Οργανισμό Συνεργασίας), ή σε θεσμούς που επιθυμεί να συμμετάσχει όπως η ΕΕ και οι ιδιαίτερες οικονομικές σχέσεις αλληλεξάρτησης που έχει δημιουργήσει με κάποια μέλη της (Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία), καθώς και οι σχέσεις με δρώντες παγκόσμιας εμβέλειας όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, αλλά και το πυρηνικό Πακιστάν. Αν κάποιος αναλύσει τα μοτίβα πίσω από την αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας των κρατικών δρώντων διεθνώς απέναντι στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας των τελευταίων ετών, θα παρατηρήσει ότι αυτή δεν εξασφαλίζει την υποστήριξη τους, αλλά μετά βίας την ανοχή και συχνά την ανοιχτή αντίθεσή τους. Η υπερ-εξάπλωση στην οποία έχει προβεί η Τουρκία και οι επιλογές της για εξοπλισμό από την Ρωσία, ήδη την έχει φέρει αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ, με σημαντικές επιπτώσεις στο εξοπλιστικό της πρόγραμμα και κατ’ επέκταση στην υλοποίηση του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα». Την ίδια στιγμή και η Ρωσία προσεγγίζει την Τουρκία με επιφυλακτικότητα λόγω της υποστήριξης της πρώτης στην Ουκρανία. Εξαίρεση αποτελεί το Πακιστάν που διατηρεί ιστορικά ισχυρούς δεσμούς με την Τουρκία και συνδράμει ενεργά στην προβολή στρατιωτικής ισχύος της τελευταίας για την υλοποίηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τέλος στην ανάλυση των δυνατότητων της Τουρκίας στο πλαίσιο του Διεθνούς Δίκαιου προκύπτει μια «στρεβλή σχέση» ως προς την επιλογές της. Η Τουρκία δεν αποδέχεται την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ούτε έχει υπογράψει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό, ωστόσο, δεν την έχει αποτρέψει από το να χρησιμοποιήσει τις επιταγές του σε περιπτώσεις όπου αυτό είναι προς το συμφέρον της, ενώ σε αντίθετη περίπτωση προωθεί τις επιδιώξεις της με βάση της δικές τις αυθαίρετες ερμηνείες περί Διεθνούς Δικαίου και Συνθηκών. Ωστόσο, το μέγεθός της και οι δυνατότητές της δεν είναι ικανά να επιβάλουν de facto την βούλησή της σε αντιστοιχία με αυτό που πράττει ήδη η Κίνα στην Ν. Σινική Θάλασσα.

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ

Γνωρίζοντας, λοιπόν, τις νομικές αδυναμίες του εγχειρήματος επιβουλής του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα», ένα σημαντικό μέρος της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας σχετίζεται με την προβολή ισχύος στην θάλασσα έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, ριζοσπαστικοποιώντας μια εξωτερική πολιτική που ήδη ακολουθείται από την δεκαετία του 1970 και στηρίζοντάς την με ένα ενισχυμένο Πολεμικό Ναυτικό. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής έχει αυξήσει δραματικά τις παραβιάσεις στην θάλασσα, όχι μόνο αριθμητικά αλλά και σε προκλητικότητα. Η προσπάθεια για την κύρωση από την διεθνή κοινότητα του τουρκολιβυκού μνημονίου, οι παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις σε Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ, αντίστοιχα, και η παραβίαση του εμπάργκο όπλων στην Λιβύη, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα που βασίζονται στην άμεση επίδειξη ναυτικής ισχύος, ενώ συμπληρώνονται και από ένα πλέγμα άλλων ενεργειών που στόχο έχουν την παράλυση των αντιπάλων της, όπως είναι η οπλοποίηση των μεταναστευτικών ροών. Με τις ενέργειες αυτές η Τουρκία έχει ως πρωτεύοντα στόχο, οι αντίπαλοί της να οδηγηθούν στην παραίτηση από τα δικαιώματά τους χωρίς την πρόκληση αμέσων πολεμικών συγκρούσεων, στο πλαίσιο μιας πολιτικής εξαναγκασμού χαμηλού κόστους, καθώς υπάρχουν και άλλα μέτωπα στα οποία καλείται να αφιερώσει πόρους και στρατιωτικό υλικό, χωρίς πάντως να αποκλείεται και μια προσπάθεια κατάληψης νησιωτικού εδάφους.

05102021-2.jpg
Οι ισχυρισμοί και οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο. Πηγή: Jonathan Marcus, BBC News














Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας, εκπεφρασμένες μέσω της «Γαλάζιας Πατρίδας», αποτελούν για την ίδια διακύβευμα υψηλής γεωστρατηγικής σημασίας, καθώς η επίτευξη τους θα οδηγήσει σε δορυφοροποίηση τις γειτονικές της Κύπρο και Ελλάδα, με άμεση συνέπεια τον έλεγχο της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου, που αποτελεί γεωγραφικό χώρο υψίστης σημασίας. Παράλληλα με τη συνεργασία της με την Λιβύη, η Τουρκία απομονώνει την Αίγυπτο και το Ισραήλ και αποκτά έλεγχο έναντι των οδεύσεων ενέργειας από την Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, σε περίπτωση που η αναθεωρητική της πολιτική στο Αιγαίο ευοδωθεί εις βάρος της Ελλάδος, είτε με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση από το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων από την τελευταία, είτε με την κατάληψη νησιωτικού εδάφους, η τουρκική κυβέρνηση θα αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στον λαό, παρά την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην οποία έχει υποπέσει και τα όποια σφάλματα έχει πράξει στις οικονομικές τις πολιτικές, κάτι που θα της επιτρέψει να προβεί σε ακόμη πιο ακραίες αναθεωρητικές πολιτικές.

ΕΛΛΑΔΑ: ΑΠΟ ΤΟ 1923 ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

Περνώντας στην Ελλάδα, σε μια αντίστοιχη ιστορική αναδρομή, μελετώντας τη στάση της χώρας έναντι της τουρκικής φιλοδοξίας, αναδεικνύονται οι καταβολές της «Στρατηγικής του Κατευνασμού» που ακολούθησαν οι πολιτικοί ταγοί της χώρας και τα αποτελέσματα που αυτή επέφερε. Στην εκατονταετή αναδρομή συναντάμε την υλοποίηση της «Στρατηγικής του Κατευνασμού» καταρχάς στην Συμφωνία της Άγκυρας του 1930 με την αποδοχή της μη συμφέρουσας αποζημίωσης των περιουσιών από την ανταλλαγή πληθυσμών στο πλαίσιο της συνθήκης της Λωζάνης, συνεχίζει με την αδράνεια στο πογκρόμ των Σεπτεμβριανών του 1955, την απόσυρση της μεραρχίας της Κύπρου το 1967, την αδράνεια μεταξύ Αττίλα Ι και ΙΙ το 1974, και φτάνουμε στο πιο πρόσφατο παρελθόν με το Χόρα, το Πίρι Ρέις και τα Ίμια, και μιας σειράς από υποχωρητικές συμφωνίες ως συνεπακόλουθα αποτελέσματα των κρίσεων αυτών, μέχρι και το 2020 που το Ορούτς Ρέις μετατοπίζει τις ελληνικές «κόκκινες γραμμές» στα 6 ναυτικά μίλια. Αν και βιβλιογραφικά συναντούμε κατά το παρελθόν την Στρατηγική του Κατευνασμού ως μια επιτυχημένη επιλογή σε κάποιες περιπτώσεις μεταξύ κρατικών δρώντων, ωστόσο στο Ελληνοτουρκικό Σύστημα αυτή η στρατηγική φάνηκε πως δεν λειτουργεί.

Το γεγονός αυτό είναι που δημιουργεί και τις προκλήσεις της ελληνικής υψηλής στρατηγικής έναντι του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική πολιτική σκηνή, είναι ο απεγκλωβισμός της από έναν ατέρμονα κύκλο αναποτελεσματικών και φοβικών στρατηγικών αντιμετώπισης των τουρκικών προκλήσεων, που η ίδια διαμόρφωσε στο πέρασμα των ετών. Πράγματι, η Ελλάδα από το 1930, επιχείρησε να εφαρμόσει άλλοτε «Στρατηγική Κατευνασμού» με παραχωρήσεις και άλλοτε «Στρατηγική Εξισορρόπησης», που σκοπό είχε να εξουδετερώσει τις παρουσιαζόμενες απειλές με χαμηλό κόστος για την ίδια, κυρίως με την χρήση της διπλωματίας και την εξασφάλιση ισορροπιών μεταξύ των άλλων δρώντων, ώστε η Τουρκία να μη μπορέσει να εστιάσει την προσπάθειά της εναντίον της. Ακόμα και έπειτα από τα γεγονότα της κρίσης με το ερευνητικό πλοίο Χόρα και την επιτυχή αντιμετώπισή της σε τακτικό στρατιωτικό επίπεδο, με την εφαρμογή «Στρατηγικής Στρατιωτικής Ανάσχεσης», εντούτοις, η ελληνική πολιτική μετέπεσε ξανά σε αυτήν του «Κατευνασμού». Ωστόσο, υπάρχει ένα σημείο καμπής που δημιουργεί ανακατανομές στην διπλωματική σκηνή και δεν είναι άλλο από την εξεύρεση σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, ήδη αναγκάζει την Ελλάδα να μετατοπιστεί προς την εφαρμογή νέων στρατηγικών. Η υψηλή στρατηγική της Ελλάδας βρίσκεται σε στάδιο μετάβασης κάτι που διευκολύνεται και από τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας στο εθνικό, περιφερειακό, και διεθνές πλαίσιο.

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

Εξετάζοντας τις δυνατότητες της χώρας στο Εθνικό Πλαίσιο, την οικονομική κρίση χρέους και τις επιπτώσεις του στην άμυνα της χώρας, την υφιστάμενη ναυτική ισχύ, το στρατιωτικό υλικό και τις δυνατότητες της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας, τις προοπτικές που δημιουργεί το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα αλλά και τις προοπτικές στον ενεργειακό τομέα, προέκυψαν δύο σημαντικές δυνατότητες ανάσχεσης του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα».
Η πρώτη αφορά τον γεωστρατηγικό ρόλο που διαδραματίζει η χώρα στον ενεργειακό τομέα, στο πλαίσιο υλοποίησης της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, τόσο για τον περιορισμό της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, όσο και από την Τουρκία ως μια επισφαλή διαμετακομιστική χώρα, με την Ελλάδα να λειτουργεί, όχι μόνο ως πύλη και εναλλακτική οδός διέλευσης φυσικού αερίου αλλά και ως εν δυνάμει παραγωγός χώρα. Το γεγονός αυτό οδηγεί τα τελευταία χρόνια σε μια ολοένα αυξανόμενη δραστηριότητα της ελληνικής διπλωματίας, με την προσέγγιση όμορων και μη κρατών στο πλαίσιο της δημιουργίας συμμαχιών απέναντι στον καινοφανή τουρκικό αναθεωρητισμό και επιθετικότητα, έχοντας μετατραπεί σε πυλώνα περιφερειακής ενοποίησης στον ενεργειακό τομέα.

Η δεύτερη αφορά τις στρατιωτικές επιχειρησιακές δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει η αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις στο πλαίσιο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Η Ελλάδα υλοποιώντας με γοργούς ρυθμούς το νέο εξοπλιστικό της πρόγραμμα και εμπλουτίζοντας τις επιλογές της στη διεξαγωγή ενός Δικτυοκεντρικού και Βληματοκεντρικού πολέμου, μπορεί να μετατρέψει σύντομα την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου, ίσως την πιο επικίνδυνη περιοχή του πλανήτη, σε μια ενιαία θαλασσο-χερσαία πολεμική ενότητα, που ότι μπαίνει μέσα δεν έχει περιθώριο επιβίωσης, παράλληλα δίνει τεράστιες δυνατότητες απορρόφησης πληγμάτων, καθώς λόγω εγγύτητας των νήσων και μεγάλης εμβέλειας των «έξυπνων» πυρομαχικών, η μια περιοχή ενισχύει την άλλη, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει τεράστιες δυνατότητες προβολής ισχύος προς την απέναντι ακτή. Το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει το αρχιπέλαγος, είναι ένα τρομακτικά μεγάλο γεωπολιτικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας.

05102021-3.jpg














Δυνητικό πλέγμα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής στο Ανατολικό και Κεντρικό Αιγαίο με τη χρήση Πυροβολικού Μάχης: α) ΜΜΠ 155 mm εφοδιασμένο με βλήματα βεληνεκούς 80 Km (μπλε κύκλοι) και β) ΠΕΠ συστοιχιών ρουκετών εφοδιασμένο με ρουκέτες βεληνεκούς 150 Km (κόκκινοι κύκλοι). Πηγή: Χατζηάστρου, Μ. (2021) ‘Τουρκικό Δόγμα Γαλάζια Πατρίδα: Προκλήσεις Ελληνικής Στρατηγικής’. Λευκωσία: Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
——————————————————————-

Αντίστοιχα, εξετάζοντας τις διπλωματικές και στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας στο Περιφερειακό Πλαίσιο, αυτή έχει να επιδείξει πολύ σημαντικές συμμαχίες που λειτουργούν ως τροχοπέδη της επιδιώξεις του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα». Η χώρα αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα των δύο συμμαχιών στον ενεργειακό τομέα της Ανατολικής Μεσογείου, αυτών μεταξύ Ελλάδος–Κύπρου–Ισραήλ με την υποστήριξη των ΗΠΑ και μεταξύ Ελλάδος–Κύπρου–Αιγύπτου. Παράλληλα, η χώρα συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος στον οργανισμό East Med Gas Forum, ενώ ο οργανισμό Μed 7 των χωρών της ΕΕ στην Μεσόγειο ευθυγραμμίζεται με τα κοινά συμφέροντα Ελλάδος και ΕΕ στην περιοχή. Την ίδια στιγμή, οι ανταγωνισμοί της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή συσπείρωσαν εναντίον της αρκετά αραβικά κράτη όσο και το Ισραήλ, που πλέον συνεργάζονται στενά με την Ελλάδα στον στρατιωτικό τομέα, με την χώρα να υπογράφει Σύμφωνο Αμοιβαίας Αμυντικής Συνδρομής με τα ΗΑΕ και συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Στα Βαλκάνια παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας, ειδικά στην Αλβανία για δορυφοροποίησή της και δημιουργία στρατιωτικών βάσεων, ο ρόλος της Ελλάδος είναι ρυθμιστικός ως προς την ένταξη των χωρών αυτών στην ΕΕ, γεγονός που της παρέχει ένα σαφές προβάδισμα, έναντι της τουρκικής διπλωματίας.

Σημαντικές, όμως, δυνατότητες ανάσχεσης του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» παρέχονται στην Ελλάδα και ως δρώντα στο Διεθνές Πλαίσιο. Η Ελλάδα, διεθνώς απολαμβάνει ταυτόχρονα τις πρόνοιες της Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ενώ σε αντιδιαστολή με την Τουρκία αναγνωρίζεται ως ο βασικός πυλώνας σταθεροποίησης στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ΕΕ παρά τους μειωμένους ρυθμούς αντίδρασης στις διεθνείς εξελίξεις, παρέχει διαχρονικά αλληλεγγύη έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων, με κάποιους εταίρους, όπως η Γαλλία, της οποίας επίσης τα γεωπολιτικά συμφέροντα πλήττονται από το τουρκικό δόγμα, να έχουν δηλώσει ήδη την βούλησή τους και για στρατιωτική συνδρομή αν αυτή απαιτηθεί, ενώ παράλληλα μέσω προγραμμάτων (Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία, PESCO) και πολιτικών πρωτοβουλιών (Πρωτοβουλία Παρέμβασης Ε12) προσφέρονται ευκαιρίες ανάπτυξης μιας κοινής αμυντικής ευρωπαϊκής στρατηγικής. Η συνεργασία στον αμυντικό και ενεργειακό τομέα με τις ΗΠΑ βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, με τις τελευταίες να έχουν λάβει ανοιχτά θέση υπέρ των ελληνικών σχεδιασμών στην Ανατολική Μεσόγειο. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα αποτελεί στρατηγικό εμπορικό εταίρο της Κίνας, έχει την υποστήριξη των εθνικών της θέσεων από την Ρωσία, και με την Ινδία αναδύεται η προοπτική μιας σημαντικής συμμαχίας στον αντίποδα εκείνης μεταξύ Πακιστάν και Τουρκίας.

Ως προς το Διεθνές Δίκαιο, η Ελλάδα έχει επιδείξει μεγάλη καθυστέρηση στην άσκηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από αυτό, καθώς μόλις το 2020 έκανε κάποια βήματα στο να ξεπεράσει αγκυλώσεις δεκαετιών, κυρίως ως αποτέλεσμα του μνημονίου μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης. Έτσι, το 2020 προχώρησε με την Ιταλία στην εφαρμογή της οριοθετικής γραμμής του 1977 ως βάση οριοθέτησης και άλλων θαλασσίων ζωνών, με την Αίγυπτο στον ορισμό μερικής οροθετικής γραμμή των ΑΟΖ και την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο. Η Ελλάδα είναι πρόθυμη στην υπογραφή συνυποσχετικού για την επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο της μοναδικής διαφοράς που αναγνωρίζει με την Τουρκία: αυτή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Ωστόσο, προ της όποιας προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, κρίνεται σκόπιμη η διενέργεια μιας σειράς ενισχυτικών προς τις ελληνικές θέσεις ενεργειών, με σημαντικότερη αυτή της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια σε όλη την επικράτειά της, γεγονός που θέτει και τις νέες προκλήσεις στην Ελληνική Στρατηγική και οι οποίες επιβάλλονται από το διακύβευμα της χώρας.

ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Η Ελλάδα, έχοντας ως γνώμονα μια ειρηνική εθνική πορεία στο πλαίσιο ενός ταχέως μεταλλασσόμενου διεθνούς συστήματος, την διατήρηση για τους πολίτες της των υψίστων αγαθών της ελευθερίας και της εθνικής ασφάλειας, την προσπάθεια ανοικοδόμησης της οικονομίας της μετά την περιπέτεια της οικονομικής κρίσης του 2008 ώστε να παρέχει στους πολίτες της ένα υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης, και την αντιμετώπιση και άλλων εθνικών προβλημάτων, όπως την υπογεννητικότητα και τη μετανάστευση των νέων της σε άλλες χώρες, δεν μπορεί να επιτρέψει τη μείωση της εθνικής της κυριαρχίας και την δορυφοροποίησή της από ένα κράτος του οποίου η εξωτερική πολιτική είναι συνυφασμένη με την χρήση των όπλων και η εσωτερική με την ανελευθερία. Για να πετύχει αυτούς τους στόχους, οφείλει να ανακόψει την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο χρησιμοποιώντας αποτελεσματική αποτροπή με κάθε νόμιμο μέσο.

Επιτυχής αντιμετώπιση της «Γαλάζιας Πατρίδας» θα σήμαινε την άρση ή αδρανοποίηση του τουρκικού casus belli, την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στη θάλασσα με βάση τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου και τον τερματισμό των θαλάσσιων και εναέριων παραβιάσεων στο Αιγαίο. Συνέπεια αυτών των εξελίξεων θα ήταν η ισχυροποίηση της διπλωματικής θέσης της Ελλάδος στην Ευρώπη, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και η καθιέρωσή της ως ένας ισχυρός περιφερειακός δρων, ικανός να προασπιστεί τα δικαιώματά του εμπράκτως και να αποτελέσει φραγμό απέναντι σε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια απειλεί την σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, οικονομικές διαδικασίες όπως η έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, η αλιεία και άλλες, θα μπορούν να διενεργηθούν με μεγαλύτερη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα, ενώ οι πόροι που τώρα διατίθενται σε κοστοβόρα εξοπλιστικά προγράμματα θα μπορούσαν να ελαττωθούν ανάλογα με τη νέα ελληνο-τουρκική δυναμική και να διοχετευτούν σε άλλους τομείς.

Με βάση το διακύβευμα της χώρας όπως παρουσιάζεται παραπάνω, δεν φαίνεται να υπάρχουν πλέον άλλα περιθώρια παραχωρήσεων από τη μεριά της Ελλάδος, καθώς με τις πρόσφατες ενέργειες της Τουρκίας απειλείται ο σκληρός πυρήνας των εθνικών δικαιωμάτων της πρώτης, γεγονός που την οδηγεί αναγκαστικά σε αλλαγή νοοτροπίας. Όπως δείχνει και η τουρκική περίπτωση του κεμαλισμού, καθίσταται προφανές πως η αλλαγή μιας νοοτροπίας κατευνασμού δεκαετιών δεν είναι εφικτό να γίνει εν μία νυκτί, ωστόσο στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, πέρα από το επείγον της αλλαγής αυτής, συντρέχουν και ορισμένες ακόμη ευνοϊκές συνθήκες, οι οποίες κεντρώνονται γύρω από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αερίου της Ανατολικής Μεσογείου και της αποσταθεροποιητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας, που συσπειρώνουν υπέρ των ελληνικών συμφερόντων την ΕΕ ως σύνολο και την Γαλλία ως κράτος, σημαντικά αραβικά κράτη της Ανατολικής Μεσογείου και τις ΗΠΑ.

Έτσι, το τελευταίο διάστημα, βλέπουμε την Ελλάδα να εισέρχεται σε μια «Στρατηγική Συμμαχιών» και να εξελίσσεται σε άξονα συνεργασίας με τα μεσογειακά κράτη της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, με γνώμονα, είτε την κοινή τουρκική αναθεωρητική απειλή, είτε το κοινό συμφέρον στον ενεργειακό τομέα, και ταυτόχρονα την διάθεσή της να ενισχύσει τις σχέσεις της και με κράτη ακόμη πιο μακρινά, όπως η Κίνα και η Ινδία. Στην εφαρμογή της «Στρατηγικής των Συμμαχιών» ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η σύναψη συμφωνιών που έχουν και ρήτρες αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής, που, παράλληλα με το δεκαετές εξοπλιστικό πρόγραμμα, η χώρα φαίνεται πλέον να ενσωματώνει στις επιλογές της για μια πιο σοβαρή «Στρατηγική Στρατιωτικής Ανάσχεσης» από ότι στο παρελθόν.

Μια «Στρατηγική Στρατιωτικής Ανάσχεσης» αποσκοπεί στην αποτροπή, ως αποτέλεσμα της δυνατότητας της χώρας να επιφέρει συντριπτικά στρατιωτικά πλήγματα, σε περίπτωση που η τουρκική προκλητικότητα ξεπεράσει τα όρια που έχει θέσει η κυβέρνηση. Στην συγκεκριμένη στρατηγική, ιδιαίτερη σημασία έχει η σύναψη συμφωνιών που οδηγούν στην άμεση ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με σύγχρονο στρατιωτικό υλικό και στον εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος. Συνεπώς είναι θεμιτό το κράτος να επιχειρεί, στην παρούσα χρονική συγκυρία, να επιβραδύνει ή και να ανακόψει την πορεία της σύγκρουσης με διπλωματικά μέσα, μέχρι ο συνδυασμός του επανεξοπλισμού της, των συμμαχικών αξόνων της, και των ενεργειακών υποδομών της, να εξαναγκάσουν την Τουρκία στην εγκατάλειψη της αποσταθεροποιητικής συμπεριφοράς της.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω εξελίξεων μπορούμε να προβούμε σε δύο προβλέψεις που επιδρούν τις στρατηγικές επιλογές της χώρας:

α) Η περιοχή θα τραβήξει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, τόσο εξαιτίας της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, όσο και εξαιτίας της ανασφάλειας των αραβικών κρατών και συμμάχων των ΗΠΑ. Και αυτή η πρόβλεψη έχει ήδη αρχίσει να επιβεβαιώνεται, τόσο με την σταδιακή επιστροφή των ΗΠΑ στην περιοχή δια μέσου και της Ελλάδος, όσο και μέσω της επίδειξης επαυξημένου ενδιαφέροντος από την Γαλλία, την Ρωσία και άλλα κράτη.

β) Τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των δύο κρατών, Ελλάδος και Τουρκίας, αναμένεται να αυξήσουν την ένταση μεταξύ τους, ειδικά όσο πλησιάζουν οι «καταληκτικές» χρονολογίες 2026 και 2027, κατά τις οποίες προβλέπεται η ανάπτυξη δύο καίριων για την Κύπρο αγωγών φυσικού αερίου, με τον EastMed να αποτελεί ουσιαστικά το κομβικό σημείο με βάση το οποίο η Κύπρος θα αποκτήσει την υψηλότερη ως τώρα γεωστρατηγική της σημασία, και μαζί με την Ελλάδα, θα θεμελιώσουν τα δικαιώματά τους στην θάλασσα έναντι της Τουρκίας.

05102021-4.jpg
Ένα μαχητικό Rafale κατά την διάρκεια παρουσίασης του «Γαλλικού Αεροπορικού και Διαστημικού Στρατού» στην αεροπορική βάση Evreux-Fauville, στην Γαλλία, στις 15 Οκτωβρίου 2020. REUTERS/Gonzalo Fuentes














Επομένως τίθεται ένα καίριο ερώτημα:
Ποιες, συστήνονται ως οι κύριες ενέργειες της Ελλάδος με βάση αυτά τα δεδομένα και αυτές τις προβλέψεις ως προς την αντιμετώπιση της «Γαλάζιας Πατρίδας» και της τουρκικής πολεμικής μηχανής που απειλεί να την υλοποιήσει;

Σε πρώτο στάδιο η Ελλάδα, με την ταχεία ολοκλήρωση του εξοπλιστικού της προγράμματος και την ανάκτηση της στρατιωτικής υπεροχής, έχοντας στην φαρέτρα της την επιλογή της εφαρμογής μιας αποτελεσματικής «Στρατηγικής Στρατιωτικής Ανάσχεσης», με την δυνατότητα να την αναβαθμίσει ακόμα και σε «Στρατηγική Προληπτικού Πλήγματος», σε περίπτωση που η απειλή γίνει επικείμενη, οφείλει να καταστήσει σαφές σε εχθρούς, αλλά ιδιαίτερα σε συμμάχους, ότι η Ελλάδα είναι ένας αξιόπιστος εταίρος και προπάντων ικανός και έτοιμος να υπερασπιστεί με κάθε κόστος τα κυριαρχικά του δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης και της περιφερειακής σταθερότητας, την οποία η Τουρκία κατ’ επανάληψη απειλεί. Η παραπάνω βούληση πρέπει να καταστεί σαφής και στην εσωτερική κοινή γνώμη, με κατάλληλη προετοιμασία και ενημέρωση περί των εθνικών ζητημάτων, κυρίως όμως προϋποθέτει την ωρίμανση της εγχώριας πολιτικής ελίτ σε βαθμό που να μπορεί να αναλάβει την ευθύνη για την εκτέλεση τέτοιων ενεργειών όποτε κρίνεται ότι το εθνικό συμφέρον το απαιτεί, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει τη μερική διαφοροποίηση από τα συμφέροντα των κρατών με τα οποία ταυτίζεται εδώ και δεκαετίες. Εν συνεχεία, η Ελλάδα, ούσα προετοιμασμένη για τις όποιες συνέπειες και έχοντας αποκτήσει η ίδια την πρωτοβουλία κινήσεων στις ελληνοτουρκικές διαφορές, μπορεί να προχωρήσει στο δεύτερο και τελικό στάδιο, να προβεί στην πλέον αποφασιστική ενέργεια: αυτήν της ανακήρυξης των 12 ναυτικών μιλίων, στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο.

Αν η παραπάνω ενέργεια συνοδεύεται με την κατάλληλη στρατιωτική και διπλωματική προετοιμασία, και ιδιαίτερα την υποστήριξη της εγχώριας κοινής γνώμης, τότε οι όποιες τουρκικές αντιδράσεις, είτε αυτές είναι διπλωματικές, είτε στρατιωτικές, θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και η ανακήρυξη αυτή θα αποτελέσει, πρακτικά, νομικά και τελεσίδικα, τον θάνατο της «Γαλάζιας Πατρίδας»._

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 70 (Ιούνιος – Ιούλιος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Βιβλιογραφία:
-Χατζηάστρου, Μ. (2021) «Τουρκικό Δόγμα Γαλάζια Πατρίδα: Προκλήσεις Ελληνικής Στρατηγικής». Λευκωσία: Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

Πηγή : https://syndesmos1971.wordpress.com. . .

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΤΑ!