Ακουστικές ιδιότητες των αρχαίων ελληνικών χώρων
Αρχαία Θέατρο Φιλίππων. |
Οι αρχαίοι Έλληνες συμπεριφέρονταν στην μουσική, τα μαθηματικά, την γεωμετρία αλλά και στην αστρονομία ως κάτι ενιαίο, ενωμένο φιλοσοφικά. Αυτή η ιδέα θα κρατήσει σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια μέχρι να φτάσουμε στην περίοδο της Αναγέννησης, που παρατηρήθηκε το φαινόμενου του διαχωρισμού των επιστημών σε κλάδους. Ακόμα και τώρα βέβαια, ο άνθρωπος πιστεύει πως η μητέρα των επιστημών είναι η φιλοσοφία, μιας και από αυτήν προήλθαν και οι τέχνες και οι επιστήμες.
Ωστόσο η ακουστική μελέτη δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτό το πλαίσιο. Ακόμη κι αν παραλείψουμε το κάψιμο της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από τους πρωτοχριστιανούς, το θλιβερό γεγονός που οδήγησε την ανθρωπότητα στον Μεσαίωνα και κατ’ επέκταση την καταστροφή των τεχνών σ’ ένα μεγάλο μέρος, θα δούμε πως σε γενικά πλαίσια δεν υπήρχαν κείμενα παγκοσμίως που αφορούσαν την μελέτη και εξήγηση περί ακουστικής και ακουστικών φαινομένων. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως υπήρχε ένας περίεργος μυστικισμός επάνω σε αυτό το θέμα. Στα περισσότερα φιλοσοφικά κείμενα που έχουν σωθεί από τον Μεσαίωνα παρατηρούμε ότι υπήρχε περισσότερη ανάγκη μελέτης, όχι των ακουστικών αλλά των οπτικών φαινομένων. Παρ’ ολ’ αυτά, η ακουστική παραμένει στις μέρες μας επιστήμη ως κλάδος της φυσικής, αλλά και τέχνης.
Όσον αφορά τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, μπορούμε μέσω της αρχαιολογίας και των ευρημάτων σε ναούς και αμφιθέατρα να αντιληφθούμε πως υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον -όπως και γενικώς σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς- για σχεδιασμό, διαρρύθμιση αλλά και χειρισμό των φυσικών ιδιοτήτων ενός χώρου. Ήδη ήταν γνώριμο πως διαφορετική ακουστική σε χώρους διαμορφώνεται ανάλογα την ψυχολογία του επισκέπτη. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το έντονο ενδιαφέρον για όλες τις μορφές ακουστικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανόμενων την μουσικής, της αγόρευσης, της ρητορικής αλλά και της θρησκείας, για χειραγώγηση της ψυχολογίας του επισκέπτη ή για βελτίωση ακουστικής χώρου για πολιτιστικούς λόγους δηλαδή, η χρήση της διαδόθηκε σε μεγάλο βαθμό, διατηρώντας όμως την ανάλογη μυστικότητα.
Νεκρομαντείο Αχέροντα
Η είσοδος του Νεκρομαντείου. |
Το αρχαίο Νεκρομαντείο βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος του Νομου Πρεβέζης και χτίστηκε στο σημείο που γινόταν ένωση των ποταμών Αχέρων, Κώκυτος και Πυριφλεγέθοντα. Από εκεί πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες ότι γινόταν η είσοδος των νεκρών στον κάτω κόσμο, τον κόσμο των ψυχών. Είναι κτισμένο ψηλά σε λόφο, στον οποίο πήγαιναν οι επισκέπτες μέσω του χωριού Αμμουδιά για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές αγαπημένων τους προσώπων.
Στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα αναφέρεται ο Όμηρος στην Οδύσσεια και μας δίνει μια αναλυτική περιγραφή της περιοχής κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη.
Όσον αφορά την ακουστική όμως του μαντείου, θα δούμε πως για να καθοριστούν στην σημερινή εποχή οι διαστάσεις μιας τέτοιας αίθουσας πριν να χτιστεί, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ειδικά μηχανήματα για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που συναντούμε σε χώρο που χτίστηκε πριν 2.400 χρόνια. Οι μελέτες που έγιναν μας δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε με μιας αξεπέραστης ποιότητας ανηχοϊκό θάλαμο, κάτι που δεν γνωρίζουμε ακριβώς το πως έγινε τότε και με ποια εργαλεία έγιναν οι μετρήσεις.
Εκπονήθηκε μελέτη που κράτησε σχεδόν δώδεκα χρόνια, από τους επιστημονικούς συνεργάτες του Εργαστηρίου Ακουστικής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτη Καραμπατζάκη και Βασίλη Ζαφράνα. Το αποτέλεσμα της μελέτης παρουσιάστηκε σε συνέδριο στην Ιταλία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, στην υπόγεια αίθουσα παρατηρήθηκε απόλυτη ησυχία και ο χρόνος αντήχησης του χώρου ήταν εξαιρετικά χαμηλός. Η επιβεβαίωση, βέβαια, έγινε μέσα από τα σύγχρονα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν.
Αποφάνθηκε λοιπόν, μέσα από παρατήρηση του τρόπου κατασκευής, των τόξων στην οροφή και των αλλεπάλληλων μετρήσεων πως ο χώρος σχεδιάστηκε έτσι ώστε να δημιουργεί στον επισκέπτη έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα. Χαρακτηριστικό σε αυτή την μελέτη ήταν πως οι ακουστικές μελέτες πλησίαζαν την ακουστικότητα που υπήρχε στους σύγχρονους ανηχοϊκούς θαλάμους.
Το εξωτερικό τοίχωμα είχε πάχος 3 μέτρα, εξασφαλίζοντας έτσι τόσο την δομική ακεραιότητα, όσο και την ακουστική απομόνωση από τον έξω κόσμο. Τα δωμάτια και τα επιμελητήρια είχαν ελάχιστη αντήχηση, η οποία σε συνδυασμό με την εξαιρετική ακουστική απομόνωση έκανε τους επισκέπτες να ακούνε ακόμα και τον πιο απαλό ψίθυρο από το στόμα του ιερέα που βρισκόταν μακριά από τον θάλαμο του επισκέπτη.
Σε προσομοίωση του χώρου που έγινε από τους Σταµάτη Λ. Βασιλαντωνόπουλο και Ιωάννη Ν. Μουρτζόπουλο του Πανεπιστημίου Πατρών, μελέτη που μπορείτε να διαβάσετε στο «Ακουστική Προσοµοίωση Τελετουργικών και ∆ηµόσιων Χώρων της Αρχαίας Ελλάδας», αναφέρονται τιμές αντήχησης (σε δευτερόλεπτα) των χώρων του Νεκρομαντείου. Οι χώροι, λοιπόν, έδωσαν για το ισόγειο τιμή αντήχησης 0,50 δευτερόλεπτα και για το υπόγειο 0,24 δευτερόλεπτα.
Όταν οι θάλαμοι ήταν σκοτεινοί, οι επισκέπτες ακούγανε την φωνή του ιερά χωρίς να γνωρίζουν από που προέρχεται, θυμίζοντας φωνή από τον… κάτω κόσμο. Η ακουστική αρχιτεκτονική του θαλάμου χώριζε την φωνή του ιερέα από το σώμα του, δημιουργώντας μια φωνή που εύκολα θα μπορούσες να πιστέψεις πως προερχόταν από πνεύμα. Όταν για μεγάλη περίοδο χρόνου ο επισκέπτης βίωνε απόλυτο σκοτάδι, ανίκανος να χρησιμοποιήσει την όραση αλλά και την ψηλάφηση για να συνειδητοποιήσει αν ο χώρος που βρισκόταν είναι μικρός ή μεγάλος, αναγκαζόταν και χρησιμοποιούσε την μοναδική αίσθησή του που λειτουργούσε. Την ακοή. Εκεί ήταν που έμπαινε σε χρήση ο μηχανισμός της ακουστικής αρχιτεκτονικής του χώρου, υποβοηθώντας τον επισκέπτη να βιώσει ενός είδους εμπειρίας.
Στο κλασικό «Εγχειρίδιο Ακουστικής» του A. Everest (1998) αναφέρεται πως αν μείνει κάποιος γι’ αρκετή ώρα σε έναν ανηχοϊκό θάλαμο, τότε η απόλυτη σιωπή μετά από κάποια ώρα αρχίζει και «πιέζει» και δημιουργεί κάποια φαινόμενα στην ψυχολογία του ανθρώπου. Ανακαλύπτονται νέοι ήχοι, που δεν ήταν αντιληπτοί στο παρελθόν λόγω έλλειψης απόλυτης ησυχίας. Κατά την πρώτη ώρα, αρχίζουμε και ακούμε το αίμα μέσα στις φλέβες. Αν τα αφτιά μας είναι ικανά ν’ αντιληφθούν τους νέους ήχους που εμφανίζονται, θ’ αρχίσουν ν’ ακούν ένα παράξενο σφυριχτό ήχο. Τι είναι αυτό; Είναι ο ήχος των σωματιδίων του αέρα που χτυπούν στα τύμπανά μας. Η κίνηση των τυμπάνων, που είναι αποτέλεσμα αυτού του σφυριχτού ήχου, είναι απίστευτα μικρή, μόνο το ένα εκατοστό του εκατομμυριοστού του εκατοστού του μέτρου ή το ένα δέκατο της διαμέτρου του υδρογόνου.
Ο Ναός του Δία
Ο Ναός του Δία στην Αρχαία Ολυμπία, σχεδιαστική αναπαράσταση περ. 1900. |
Βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας Ολυμπίας, μέσα στο περίβολο της Άλτεως, στο ιερό που ήταν αφιερωμένο στον θεό Δία. Κατά την αρχαιότητα σ’ εκείνη την περιοχή τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. O ναός είναι ένας τυπικός δωρικός περίπτερος και έχει 6 κίονες στη κάθε στενή και 13 στην κάθε μακριά πλευρά του. Λόγω της έλλειψης ηχοαποροφητικών υλικών, ο χρόνος αντήχησης πλησίαζε περίπου τα 3 δευτερόλεπτα, που θεωρείται μεγάλος χρόνος. Με την ήχο να αντηχείται από πολλά σημεία, παρατηρούμε ένα όμορφο φαινόμενο κατά το οποίο συναντούμε και σε πολλές Χριστιανικές εκκλησίες: λόγω της πολλαπλής αντήχησης, ο θεατής βίωνε το μεγαλείο της φωνής του θεού.
Ο Πλάτωνας ανησυχούσε πως η μουσική θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους ληθαργικούς, νωχελικούς ή παράλογους, διότι έτσι “έτρεφαν” τα πάθη τους, αντί να τα ησυχάζουν. Επίσης υποστήριζε πως για ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της αλήθειας και της καλοσύνης, η μουσική θα έπρεπε να ελέγχεται αποκλειστικά από το κράτος και πως δεν θα έπρεπε να αφεθεί σε προσωπικές προτιμήσεις. Ο ήχος έχει δύναμη και η ακουστική έχει επίσης την ίδια δύναμη, άσχετα αν δεν αναγνωρίζεται αυτό.
Αν και έχουν διασωθεί λίγα κτήρια, τα εναπομείναντα ιστορικά αρχεία μας παρέχουν πληροφορίες επαρκές για τον σχεδιασμό, την χρήση αλλά και σε σπάνιες περιπτώσεις για το ακουστικό αποτέλεσμα χώρων. Τα επόμενα τρία παραδείγματα, έχοντας το ένα με το άλλο διαφορά στο μέγεθος, μπορούν να μας κατατοπίσουν κατάλληλα για την ακουστική μελέτη στην αρχαία Ελλάδα.
Στοά της Ηχούς στην Αρχαία Ολυμπία
Στην αρχαία Ολυμπία, δίπλα από το Ολυμπιακό Στάδιο, βρίσκεται η στοά της Ηχούς. Στην αρχική κατασκευή της ήταν δίκλιτη Δωρικού ρυθμού, έχοντας στην πρόσοψη μια κιονοστοιχία που αποτελούνταν από 44 Δωρικους κίονες. Οι άλλες πλευρές ήταν καλυμμένες με τοιχοποιία, διακοσμημένες από ζωγραφιστούς πίνακες και γι’ αυτό τον λόγο λέγονταν και «Ποικίλη Στοά». Το κατασκεύασμα ήταν ένα κτίσμα με διαστάσεις 100 μ. επί 10 μ.
Σε αυτό το σημείο έχουμε και την αναφορά του Παυσανία (Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος του 2ου αι.) που από εκεί οφείλει η Στοά και την δεύτερη γνωστή της ονομασία. Είχε πει πως όταν κάποιος φώναζε σ’ αυτό τον χώρο, η φωνή του επαναλαμβανόταν επτά η και περισσότερες φορές. Από αυτή την αναφορά έχουμε και την ονομασία «Επτάηχος». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πως η ονομασία αυτή πάρθηκε από την ακουστική του χώρου, δείχνοντάς μας πως υπήρχε ενδιαφέρον για την ακουστική των χώρων στην αρχαία Ελλάδα, κάτι που μπορούσε να παρατηρηθεί δηλαδή ανεξάρτητα από την οπτική αίγλη του χώρου.
Προσομοίωση του χώρου με ψηφιακά μέσα έδειξε πως η επαναλαμβανόμενη ηχώ πρέπει να ήταν περισσότερο για τουριστική επίδειξη παρά για επικοινωνιακούς σκοπούς. Η δυνατότητα παρακολούθησης ομιλίας περιοριζόταν σε μια ακτίνα 5 μέτρων από τον ομιλητή, αλλά στην ουσία αυτή η απόσταση θα πρέπει να ήταν ακόμα ποιο μικρή λόγω της ύπαρξης υψηλού περιβαλλοντικού χώρου. Επίσης, υπολογίστηκε πως θα έπρεπε να συγκεντρωθούν περί τα τριακόσια άτομα για να μπορέσουν να ακούσουν έναν ομιλητή – με την προϋπόθεση να υπάρχει από τους ακροατές ησυχία.
Το Άβατον της Επιδαύρου
Μέρος της περιοχής του Άβατου. |
Το άβατον ή αλλιώς Εγκοιμητήριον, είναι μια στοά που βρίσκεται στην περιοχή της Αρχαίας Επιδαύρου και είναι μέρος του κτιριακού συγκροτήματος του Ιερού Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Ο χώρος του ισογείου είχε δυο τμήματα. Το πρώτο ήταν ένας σκοτεινός κλειστός χώρος που μόνο οι μυημένοι ασθενείς είχαν πρόσβαση. Καταλάμβανε τον μισό από τον συνολικό χώρο της στοάς, έχοντας στην μέση έναν μεγάλο τοίχο που χώριζε το κτίριο σε δυο μέρη.
Το δεύτερο τμήμα ήταν ένας ημίκλειστος χώρους που είχε ως σκοπό την διημέρευση των ασθενών. Ένας χώρος δηλαδή που μπορούσε κάποιος να περάσει εκεί όλη του τη μέρα.
Μέσω προσομοίωσης χώρου, διαπιστώθηκε ότι ο πρώτος χώρος -που προοριζόταν για ξεκούραση των ασθενών και ήταν στενόμακρος και ψηλός- ήταν ακατάλληλος για ομιλία, κατάλληλος όμως για μουσική — όπως ύμνοι και ψαλμοί. Αυτό οφείλεται στον μεγάλο χρόνο ανάκλασης, που είναι περίπου στα 3 δευτερόλεπτα. Για τον δεύτερο χώρο, τον ημίκλειστο -επίσης ακατάλληλος για ομιλία- με προσεγγιστικό υπολογισμό, έχουμε περίπου 1.3 δευτερόλεπτα αντήχηση, με κάποιες τρίτης τάξεως καθυστερημένες ανακλάσεις από απέναντι τοίχους που επιδρούσαν συνολικά, οδηγώντας σε αδυναμία ευκρίνειας του λόγου.
Λόγω της ακουστικής του χώρου ήταν πασιφανές πως η ομιλία και συνομιλία μεταξύ ασθενών και ιερέων δεν ήταν προτιμώμενη σε αυτούς τους δυο χώρους.
Αρχαία θέατρα
Το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. |
Στα αμφιθέατρα έχουμε μια εκπληκτική σύζευξη των τεχνών. Ποίηση, δράμα, μουσική, χορός και θρησκεία, συγχωνεύονται σε μια ακουστική εμπειρία μεγάλου δημόσιου χώρου. Το κάθε αμφιθέατρο μπορούσε να δεχθεί ένα μεγάλο κοινό, διατηρώντας κατάλληλες ανακλάσεις ώστε να γίνεται ο λόγος των καλλιτεχνών ευδιάκριτος απ’ όλους τους πολίτες που παρακολουθούσαν. Είναι, ουσιαστικά, από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, το γεγονός του να μπορεί να παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος πολιτών μια παράσταση, για σκοπούς ψυχαγωγίας και πληροφόρησης.
Αρκετές μεγάλες ελληνικές πόλεις βρίσκονταν δίπλα σε λόφους και αυτό έδινε την δυνατότητα κατασκευής ανοιχτών αμφιθεάτρων, μιας και συνδιαζόταν η κατασκευή με την ανάκλαση που πρόσφερε ο λόφος για βελτίωση της αντήχησης. Πιθανόν, αν η γεωγραφική θέση της Ελλάδας δεν αποτελούνταν από βουνά και λόφους, να μην έφτανε το κράτος σε θέση δημιουργίας τέτοιων θαυμαστών οικοδομημάτων αλλά εντελώς διαφορετικών.
Ως η πρωτεύουσα της δημοκρατίας, η Αθήνα παραχωρούσε στους πολίτες της χώρους που μπορούσαν να στεγάσουν περί τα 15.000 άτομα. Λόγω της υποβοηθούμενης από τα αμφιθέατρα άνθησης των τεχνών και την έλευση σχεδόν όλων των πολιτών σε παραστάσεις αυτών, παρατηρήθηκε ότι υπήρχε ένα συνεχώς αυξανόμενο κοινό, και πως η προσέλευσή του στις παραστάσεις το επηρέαζε τόσο συναισθηματικά όσο και διανοητικά.
Σ’ επόμενο άρθρο θα ασχοληθούμε περισσότερο με την ακουστική πίσω από τα αμφιθέατρα και θα ανακαλύψουμε για ποιο λόγο ήταν ικανά να διατηρήσουν τέλεια ακουστική, παρ’ όλο που οι θεατές σ’ αυτά ήταν τόσοι πολλοί, όπως και το πώς ήταν δυνατόν κάποιος που καθόταν 60 μέτρα μακριά να ακούει τους διαλόγους του θεατρικού έργου.
Πηγή: fridge.gr
Σχόλια