Οι συνδυασμοί δυνάμεων στην Αθήνα και στα Σκόπια
Η κρίση Αθήνας – Σκοπίων δεν αποτελεί έκπληξη για τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών που είχαν προειδοποιήσει -έγκαιρα και έγκυρα- την κυβέρνηση (όπως είχε επισημάνει η στήλη από τις 6 Μαρτίου) ότι «σύντομα οι κωλυσιεργίες στην υλοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα αποδειχθούν πταίσματα μπροστά στα επερχόμενα».
Ωστόσο, παρά την προκλητική στάση της προέδρου Γκ. Σιλιάνοφσκα και του εντολοδόχου πρωθυπουργού Χρ. Μίτσκοσκι, που αιφνιδίασαν τον κ. Κυρ. Μητσοτάκη εν μέσω προεκλογικής περιόδου, η κυρίαρχη εκτίμηση παραμένει ότι η κυβέρνηση συνασπισμού του VMRO δεν θα καταγγείλει επίσημα τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Προτιμά και προκρίνει τη μέθοδο της de facto εξουδετέρωσής της, επιδεικνύοντας απόλυτη επιμονή στη χρήση του όρου «Μακεδονία» στο εσωτερικό με ταυτόχρονη συρρίκνωση, όπου είναι εφικτό, της χρήσης της επίσημης ονομασίας στις διεθνείς επαφές.Η νέα φάση των διμερών σχέσεων, ενδεχομένως, θα έχει κάποιες ομοιότητες με την περίοδο μετά την «Ενδιάμεση Συμφωνία» του 1995, όταν η ονομασία παρέμενε σε εκκρεμότητα, ενώ δόθηκε έμφαση στη διμερή οικονομική συνεργασία, στα δίκτυα ενέργειας και σε θέματα διασυνοριακής ασφάλειας. Αντίθετα, οι επόμενοι μήνες δεν θα θυμίζουν σε τίποτα το κλίμα αμοιβαίας ανοχής και αναβλητικότητας που συνέφερε, από το 2017 ως σήμερα, αφενός την ηγεσία των Σκοπίων και αφετέρου (κατά τη δική τους αντίληψη εξωτερικής πολιτικής και οπτικής των βαλκανικών εξελίξεων) τόσο την κυβέρνηση Τσίπρα όσο και την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ο μεν πρώην πρωθυπουργός δεν είχε κανέναν ενδοιασμό -προκειμένου να διαπραγματευτεί και να υπογράψει τη Συμφωνία των Πρεσπών- να αναγνωρίσει ψευδομακεδονική ταυτότητα στη γειτονική χώρα. Ο δε σημερινός πρωθυπουργός δεν πείθει κανέναν ότι τα εκκρεμή πρωτόκολλα με τα Σκόπια δεν κυρώνονταν, από το 2019 μέχρι σήμερα, ως δήθεν μέτρο πίεσης. Οι πάντες γνωρίζουν ότι η μη κατάθεσή τους στη Βουλή ήταν αποτέλεσμα των άτυπων βέτο των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά.
Αλλωστε, στα 20 χρόνια της κοινοβουλευτικής του παρουσίας, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θεώρησε ποτέ λανθασμένη τη γνωστή φράση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τον Φεβρουάριο του 1993, ότι «σε 10 χρόνια θα το έχουμε ξεχάσει». Η -ανεπιτυχής- πρόβλεψη αποτελούσε κορύφωση της πρότασης του ιδίου, το 1992, περί «διπλής ονομασίας», την οποία η άλλη πλευρά αξιοποίησε, στο έπακρο, διαχρονικά. Το ίδιο πράττει σήμερα (κακέκτυπα, ασφαλώς, αφού μεσολάβησε ο συμβιβασμός των Πρεσπών) το δίδυμο Σιλιάνοφσκα – Μίτσκοσκι. Τα προ 31-32 ετών ελληνικά λάθη έχουν επιπτώσεις ως τις μέρες μας, καθώς πολλές ξένες κυβερνήσεις αναρωτιούνται γιατί διαμαρτύρεται η Αθήνα, αφού μεγάλο μέρος της πολιτικής ηγεσίας της δεν έδινε ποτέ σημασία στην ονομασία.
Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται το λάθος της εμμονής του κ. Κυρ. Μητσοτάκη στη ραγδαία επιτάχυνση της ενταξιακής πορείας των Σκοπίων και της Αλβανίας στην Ε.Ε. αντί της πιο αργής διαδικασίας, με αυστηρότατους όρους, που προέκριναν οι ηγέτες άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. Ο πρωθυπουργός, σε συνέντευξή του στους «Financial Times» τον Δεκέμβριο του 2019, είχε φτάσει στο σημείο να επικρίνει ακόμα και τον Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν προς ικανοποίηση του Ε. Ράμα στα Τίρανα και του Ζ. Ζάεφ στα Σκόπια.
Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκεται η -δικαιωμένη εκ των πραγμάτων- εκτίμηση ότι το όνομα της Μακεδονίας αποτελεί το «όχημα» και προκάλυμμα όλων των άλλων στόχων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο περίφημο υπόμνημά του, τον Φεβρουάριο του 1992, τόνιζε προφητικά: «Αν τα Σκόπια δεν αποτελούν απειλή, αυτή τη στιγμή, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει και να εγγυηθεί ποιοι συνδυασμοί δυνάμεων θα προκύψουν, στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον, στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Αν αυτές οι δυνάμεις θελήσουν να χρησιμοποιήσουν και πάλι το Μακεδονικό, όπως το έκαναν στο παρελθόν, γιατί η διεθνής κοινότης θα πρέπει να τους δώσει, εκ των προτέρων, έναν τίτλο νομιμότητας για να το πράξουν; Τα κράτη δεν ζουν μόνο με το σήμερα. Πρέπει να θυμούνται και το χθες για να μη το ξαναζήσουν αύριο».
Εν έτει 2024, τα Δυτικά Βαλκάνια αναδεικνύονται ήδη σε ένα από τα πεδία της αντιπαράθεσης της Κίνας και της Ρωσίας με τη Δύση, με τους -κατά τον Καραμανλή- «συνδυασμούς δυνάμεων» να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τα Σκόπια. Στις έδρες του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. πολλοί λένε ότι η νεοεκλεγείσα ηγεσία των Σκοπίων θα είναι η δεύτερη (μετά τη σερβική) σύμμαχος της Μόσχας στην περιοχή. Αλλοι αισιοδοξούν ότι, ως μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας και ως έχουσα την ανάγκη των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα Σκόπια δεν θα ακολουθήσουν φιλορωσική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες στηρίζουν, δημόσια, τη Συμφωνία των Πρεσπών ως σταθεροποιητικό και συνεκτικό δεσμό με τη Δύση, αλλά την ίδια ώρα αποστέλλουν μήνυμα προς την Ελλάδα ότι οφείλει να μην ταράζει πολύ τα νερά, επειδή «τα Σκόπια δεν πρέπει να χαθούν για τη Δύση», στρεφόμενα προς τη Μόσχα και το Πεκίνο.
Αξιοποιώντας όλες τις ανάλογες συμμαχικές ανησυχίες, ο κ. Μίτσκοσκι (προ)καλεί την Ελλάδα να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αν κρίνει πως παραβιάζεται η Συμφωνία των Πρεσπών. Κοινώς (όπως, επίσης, είχε προειδοποιήσει το υπουργείο Εξωτερικών το Μέγαρο Μαξίμου), ο κ. Μίτσκοσκι μεταθέτει την ευθύνη κλιμάκωσης στον κ. Μητσοτάκη. Το δίλημμα είναι αν θα ανεχθεί τη σταδιακή μετατροπή της Συμφωνίας των Πρεσπών σε κουρελόχαρτο ή θα απαιτήσει σεβασμό στην εφαρμογή της και στην ηγέτιδα χώρα της ΝΑ Ευρώπης.
Ξένοι διπλωμάτες παρουσιάζουν την εκδοχή πως δεν πρόκειται απλώς για ανέξοδη πρόκληση του κ. Μίτσκοσκι, καθώς φέρεται να έχει έτοιμη κάποια νομική φόρμουλα αμφισβήτησης της διαδικασίας αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας. Βέβαια, μια τέτοια εκδοχή των εξελίξεων ακούγεται σήμερα από αδιανόητη ως κωμική. Εξίσου εξωπραγματική όμως θα φαινόταν και η παρούσα κατάσταση, αν κάποιος μπορούσε να την προβλέψει και να την περιγράψει το 1991, όταν διαλυόταν η ενιαία Γιουγκοσλαβία, η ομόσπονδη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» διακήρυσσε την ανεξαρτησία της και η Ελλάδα αποτελούσε (και τότε) την ηγέτιδα δύναμη της περιοχής.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Σχόλια