Η Ε.Ε. προς την «ομοσπονδοποίηση»


 
Περίληψη:
Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της μεγαλύτερης μεταπολεμικής τραπεζικής κρίσης, η κατάσταση παραμένει αβέβαιη καθώς η κρίση του ευρώ έγινε κρίση της Ευρώπης και η Γηραιά Ήπειρος διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς τον ευρωσκεπτικισμό, τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχασε την εμπιστοσύνη στον εαυτό της καθώς, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την κρίση. Τα κράτη-μέλη από την πλευρά τους εμφανίζονται ανυπεράσπιστα μπροστά στους κερδοσκόπους που προκαταβολικά καταδικάζουν σε αποτυχία κάθε κυβερνητικό μέτρο και πολλαπλασιάζουν τις επιθέσεις τους ενώ οι ευρωπαίοι ηγέτες αντί να αναζητήσουν το νέο όραμα για την Ευρώπη, αγωνίζονται να ορίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα. [1]

----------------------------------
Τα τελευταία χρόνια φάνηκε να παραμερίζεται η λογική του αμοιβαίου συμφέροντος πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. [2]

Το κομβικό ερώτημα δεν είναι πλέον αν η Ευρωζώνη είναι σε θέση να αποφύγει έναν φαύλο κύκλο δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών κρίσεων. Η μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ είναι αν η νομισματική ένωση θα βγει ενισχυμένη από την παρούσα κρίση. [3]

Σύμφωνα με τον αναλυτή Mάρτιν Γουλφ των Financial Times, «το θέμα είναι περισσότερο πολιτικό παρά οικονομικό. Είναι εφικτό μια νομισματική ένωση να επιβιώσει από εθνικές χρεοκοπίες. Το ερώτημα είναι κατά πόσο τα μέλη που μετέχουν σε αυτήν θεωρούν ότι κάτι τέτοιο τα συμφέρει. Η δυσκολία για τις χώρες με πλεονάσματα είναι ότι πρέπει να χρηματοδοτούν εκείνες που έχουν ελλείμματα. Η δυσκολία για τις χώρες με ελλείμματα είναι ότι το να εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη τις φέρνει αντιμέτωπες με νέες κρίσεις χρέους».

Η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε την κρίση διακυβέρνησης που υπάρχει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βυθισμένοι στους εθνικούς εγωισμούς τους πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν να ξεχνούν πως χάρις στο ευρώ [4] η ΕΕ γνώρισε δέκα χρόνια ικανοποιητικής ανάπτυξης της τάξεως του 2,1% ετησίως. Το ίδιο διάστημα η απασχόληση αυξήθηκε κατά 15% και οι επενδύσεις κατά 22%, ποσοστό που είναι το μεγαλύτερο από το 1990. Μας το θύμισε ο Ζακ Ντελόρ, υπογραμμίζοντας πως εάν δεν υπήρχε το ευρώ, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα αντιμετώπιζαν προβλήματα είτε εξαιτίας των ελλειμμάτων τους είτε λόγω του ιδιωτικού χρέους τους είτε των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζαν στην εσωτερική τους πολιτική.

Το ευρώ δεν κατάφερε να απογειώσει την ευρωπαϊκή οικονομία εξαιτίας ενός δομικού λάθους: δεν υιοθετήθηκε το σύμφωνο συντονισμού των οικονομιών που είχε προτείνει ο Ντελόρ την περίοδο 1997-98. Σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το σύμφωνο αυτό θα είχε επιταχύνει την ανάπτυξη και θα είχε επιτρέψει την πρόληψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν σήμερα κάποιες χώρες. [5]

Σήμερα, η ΕΕ βρίσκεται παγιδευμένη σε μια αντιφατική κατάσταση, έχοντας τη δυνατότητα να χαράξει κοινή νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη αλλά δίχως να μπορεί, ταυτόχρονα, να συντονίσει την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών της. Είναι προφανές ότι η συνεχιζόμενη εφαρμογή αντικρουόμενων στρατηγικών μεταξύ των «27» δεν μπορεί να διαιωνιστεί σε μια ενιαία αγορά με κοινό νόμισμα. Η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον ενός μεγάλου διλήμματος στην ιστορία της. Είναι αντιμέτωπη με τρεις επιλογές, όπως υποστηρίζει ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας Φελίπε Γκονζάλες:

• Να συνεχίσει να ενεργεί όπως παλιά, αντιμέτωπη με ανεξέλεγκτες καταιγίδες από τη μία ημέρα στην άλλη, οι οποίες θα κλιμακώνονται από συγκρουόμενα, βραχυπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα που προκαλούν εθνικιστικές εντάσεις και κλίμα ευρω-σκεπτικισμού. Οι ευρωπαίοι πολίτες θα στραφούν εναντίον δομικών μεταρρυθμίσεων, θεωρώντας ότι επιβάλλονται από εξωγενείς παράγοντες μόνον για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών.

• Να υποκύψει σε πιέσεις για την επαναφορά της ΕΕ στο καθεστώς μιας ελεύθερης ζώνης εμπορικών συναλλαγών, χωρίς την ύπαρξη κοινού νομίσματος και εσωτερικής αγοράς. Αυτό, ουσιαστικά, σημαίνει ότι κάθε κράτος-μέλος της Ευρωζώνης θα υιοθετήσει εκ νέου το νόμισμά του και θα καταφύγει στη βραχυπρόθεσμη λύση της υποτίμησης αντί να εφαρμόσει μακροπρόθεσμες πολιτικές για να αναβαθμίσει την ανταγωνιστικότητά του.

• Να χαράξει με αποφασιστικότητα το δρόμο της «ομοσπονδοποίησης» των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Κατά την άποψη του πρώην πρωθυπουργού της Ισπανίας, αυτή είναι η σωστή πορεία για την ΕΕ και την έξοδό της από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ορίζοντας τη δική της τύχη σε μια ανταγωνιστική παγκόσμια οικονομία. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας δυνάμεων στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, αποκτώντας μια ενιαία φωνή και προτείνοντας τις απαραίτητες αλλαγές ώστε να προσαρμοστούν οι συνθήκες της ΕΕ στα νέα δεδομένα. [6]

Όσο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προσπαθεί να προωθήσει αυτό που αποκαλεί «οικονομική διακυβέρνηση»: την πιο αυστηρή καταγραφή των προϋπολογισμών της Ευρωζώνης, αλλά ζητάει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει προειδοποιήσεις ή ακόμη και να επιβάλλει κυρώσεις εναντίον όσων δεν συμμορφώνονται με τις προσταγές των Βρυξελλών. [7]

Διατυπώνονται διάφορες προτάσεις περί βαθύτερου συντονισμού, όπως για παράδειγμα τα κοινά ευρωομόλογα που θα καλύπτουν τμήμα του χρέους, όπως πρότεινε ο Ζαν -Κλοντ Γιούνγκερ μαζί με τον Ιταλό υπουργό Οικονομικών, Τζούλιο Τρεμόντι [8]. Η πρότασή τους θα μπορούσε να κατευνάσει τις αγορές οι οποίες θέλουν να δουν περισσότερους κοινούς στόχους από πλευράς Ευρωπαίων ηγετών.
Σήμερα, φαίνεται να «βρισκόμαστε αρκετά κοντά σε μια συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης που ξεκίνησε από την Ελλάδα και γρήγορα μετατράπηκε σε κρίση δανεισμού των ευάλωτων χωρών της ευρωζώνης, μια κρίση του ευρώ, κυρίως για όσους δεν πήραν ποτέ στα σοβαρά την πολιτική επένδυση που είχαν κάνει οι Ευρωπαίοι στο κοινό τους νόμισμα», όπως σημείωνε εύστοχα ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης σε άρθρο του τον Φεβρουάριο του 2011. [9]

Στη σύνοδο των Βρυξελλών της 4ης Φεβρουαρίου 2011, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί παρουσίασαν το «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας», μια πρωτοβουλία που στοχεύει στη στενότερη διασύνδεση των οικονομικών πολιτικών στην ευρωζώνη. Προτείνει έξι μεταρρυθμίσεις, στις μισές από τις οποίες συγκεντρώθηκαν τα βέλη των εταίρων. Ο πανευρωπαϊκός προσδιορισμός των ορίων συνταξιοδότησης, η κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στους μισθούς και η πρόβλεψη να υπάρχει συνταγματική διάταξη που να απαγορεύει τα υπερβολικά ελλείμματα είναι τα σημεία που προκάλεσαν τις περισσότερες αντιδράσεις χωρών όπως το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο, η Ιταλία και η Ισπανία. [10]

Το ζητούμενο σήμερα είναι η ανταγωνιστικότητα, και η πρόταση Μέρκελ –Σαρκοζί υποστήριζε πως κάθε προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να κατατείνει σε μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και, μάλιστα, σε όλους τους τομείς. Η δέσμη ιδεών «για μια ασφαλιστική και φορολογική σύγκλιση των κρατών-μελών» που παρουσίασαν οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας, είχε στόχο τη δημοσιονομική σταθερότητα στην Ε.Ε. και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών. [11]

H πρόταση για το λεγόμενο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, θα έχει άμεση επίδραση και στην Ελλάδα, η οποία έπρεπε να αναμένει την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας για να κριθεί η περίφημη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. που είχε συμφωνήσει με τους εταίρους και το ΔΝΤ. [12]

Για την Άγκελα Μέρκελ, «δεν βρίσκεται σε κρίση το ευρώ αλλά υπάρχει κρίση υπερβολικού χρέους σε ορισμένα κράτη-μέλη…». Μια μέρα πριν από τη σύνοδο κορυφής, η Μέρκελ εξηγούσε πως «δεν έχουμε ανάγκη μια επανίδρυση του ευρώ, αλλά να καταστεί το ευρώ πιο ανταγωνιστικό και να διατηρηθεί στο μέλλον το Σύμφωνο Σταθερότητας». [13]

Το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας προβλέπει σιδερένια δημοσιονομική πειθαρχία και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Απουσιάζει, όμως, η αναπτυξιακή διάσταση. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να συμβάλει σε βάθος χρόνου στην αναπτυξιακή διαδικασία, ωστόσο οι περιφερειακές χώρες-μέλη της ευρωζώνης θα πρέπει να επιταχύνουν άμεσα τους ρυθμούς ανάπτυξης. Χρειάζεται άμεση παρέμβαση της Ένωσης, είτε μέσω μεταφοράς πόρων του προϋπολογισμού (πράγμα πολιτικά δύσκολο) είτε με την αξιοποίηση άλλων μέσων όπως το αναπτυξιακό ευρωομόλογο. [14]

Αν το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας λειτουργήσει τελικά ως σύμφωνο για βαθύτερη ενοποίηση τότε θα έχουμε κάνει ένα σοβαρό βήμα στην κατεύθυνση της βαθύτερης οικονομικής και τελικά πολιτικής ένωσης. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση πρέπει να διορθώσει οπωσδήποτε τα σοβαρά λάθη αρχιτεκτονικής που είχε από την πρώτη μέρα της δημιουργίας της. Ήταν και είναι νομισματική Ένωση και πολύ λιγότερο οικονομική και δημοσιονομική Ένωση. «Όσο υπήρχε παγκόσμια ευφορία στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυτό το σημαντικό κενό αρχιτεκτονικής δεν δημιουργούσε πρόβλημα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές ανακύκλωναν χωρίς προβλήματα τα πλεονάσματα των ώριμων οικονομιών του ευρωπαϊκού βορρά προς τις λιγότερο ώριμες οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου. Αυτός ο «μήνας του μέλιτος», έληξε με την κατάρρευση της Lehman Brothers του 2008, την αποκάλυψη των δημοσιονομιών προβλημάτων της Ελλάδας και των προβλημάτων των τραπεζών της Ιρλανδίας και άλλων κρατών-μελών. Επομένως η οικονομική διακυβέρνηση που επιχειρείται να ενισχυθεί τώρα, προσπαθεί να απαλείψει αυτά τα λάθη του παρελθόντος. Και με τον τρόπο αυτό να κάνει πιο συνεκτική την οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης και επομένως πιο ανταγωνιστική προς την Αμερική και την Ασία», έγραφε τον Φεβρουάριο του 2011 ο καθηγητής Γιάννης Στουρνάρας [15] και μας θύμιζε αυτό που είχε αναφέρει ο Κέινς το 1944 κατά την ιδρυτική συνδιάσκεψη του Bretton Woods: Προσαρμογή πρέπει να υφίστανται τόσο οι χώρες με ελλείμματα όσο και οι χώρες με πλεονάσματα. Αυτή θα πρέπει να είναι η βάση για τη νέα οικονομική διακυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, η περίοδος που διανύουμε είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για το μέλλον της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όπως υπογράμμιζαν και οι «27» στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 28ης και 29ης Οκτωβρίου 2010, «για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αποκάλυψε η χρηματοπιστωτική κρίση, είναι απαραίτητη μια θεμελιώδης αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης». [16]

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΟΥ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ

«Αυτό είναι ένα μήνυμα προς την Ευρώπη να κάνει ό, τι μπορεί για να διασφαλίσει όσα έχει επιτύχει… Ταυτόχρονα, αποτελεί υπενθύμιση για το τι μπορεί να χαθεί αν η Ευρωπαϊκή Ένωση καταρρεύσει». Με αυτή τη διατύπωση δικαιολόγησε την απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης στην Ε.Ε. ο πρόεδρος της νορβηγικής επιτροπής του βραβείου, Θόρνμπγιορν Γιάγκλαντ. [17]

H ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση. Ο Ζακ Ντελόρ έλεγε πως πρέπει να πειστούν γι’ αυτό εκείνοι που, μη έχοντας ζήσει στα μεταπολεμικά χρόνια, έχουν την τάση να θεωρούν την ανάδυση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης σαν μια παλιά ιστορία, μια ιδέα που ξεπεράστηκε από τις μεταβολές που μεσολάβησαν έκτοτε.

Σήμερα, η Ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία δεν ταλανίζεται μόνο από την κρίση χρέους αλλά από μια κρίση πολιτική. Σε καιρούς φυσιολογικούς η διαχείριση του ευρώ ήταν ήδη μια υπόθεση περίπλοκη. Σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που βιώνουμε, απαιτούνται κινήσεις ελεγχόμενες και στοχευμένες. Η ευρωπαϊκή κακοφωνία σχετικά με το ελληνικό πρόβλημα εμφάνισε μια εικόνα απογοητευτική για μια ΕΕ που επιθυμεί να εξελιχθεί σε έναν ολοκληρωμένο παγκόσμιο παράγοντα. Η ΕΕ εμφανίσθηκε πολιτικά διαιρεμένη και οικονομικά εξασθενημένη.

Σε όλη αυτήν την περίοδο της κρίσης οι συζητήσεις γύρω από την Ευρώπη επικεντρώθηκαν κυρίως στα οικονομικά ζητήματα. Πως θα επιλυθεί το ζήτημα του χρέους και πως θα βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των πολιτών της Ευρώπης. Αυτή η επιμονή με τα οικονομικά ζητήματα έχει ως συνέπεια να περάσει σε δεύτερη μοίρα η προοπτική πολιτικής ενοποίησης. Σήμερα είμαστε σε αναζήτηση ενός κοινού παρονομαστή, ενός Homo Europeanus, που θα απαλύνει τις διαφορές μεταξύ των Ευρωπαίων. [18]

Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύστημα αλληλεγγύης φάνηκε να έχει καταρρεύσει. Ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης θύμιζε με εύστοχο τρόπο πως «από τη δημιουργία της το 1957, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως θεμελιακό, απώτερο στόχο τη διαμόρφωση «de facto αλληλεγγύης» ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης. Η δημιουργία της αλληλεγγύης θεωρήθηκε από τους πατέρες της ευρωπαϊκής ενοποίησης το απαραίτητο πολιτικό στοιχείο για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τελικά την οικοδόμηση της πολιτικής ένωσης και της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Θεσμοί και πολιτικές της Ένωσης μπορούσαν με άλλα λόγια να οικοδομηθούν και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να οδηγηθούν «σε ολοένα και στενότερη ένωση» μόνο στη βάση της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών, και όχι απλά μεταξύ των πολιτικών ελίτ». [19]

Η Ευρώπη των «27» βρέθηκε τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπη με μια κρίση ενότητας στόχων και προσανατολισμών αλλά και ηγεσίας ως αποτέλεσμα της μαζικής διεύρυνσης και των αμφισβητήσεων της εμβάθυνσης. Κάτι που έχει αμβλύνει τόσο τα χαρακτηριστικά της ενδοοικογενειακής αλληλεγγύης, τα οποία είχε μοναδικά αναπτύξει η ΕΕ τις προηγούμενες δεκαετίες, όσο και την ικανότητα να διαδραματίζει έναν αυτοδύναμο και συμπαγή ρόλο στα διεθνή δρώμενα. [20]

Σήμερα, μετά από μεγάλη καθυστέρηση φαίνεται πως επανέρχεται το φιλόδοξο σχέδιο της οικονομικής και πολιτικής ένωσης. Αυτό σημαίνει (επιτέλους) λιγότερη εθνική κυριαρχία προκειμένου να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός πολιτικής θεσμικής ενοποίησης. Όπως προκύπτει από τα υπό επεξεργασία σχέδια, οδηγούμαστε σε μεγαλύτερο έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών, σε ευρωπαϊκή εποπτεία των τραπεζών, σε κοινή φορολογική, αμυντική και εξωτερική πολιτική και, τέλος, σε μεταρρύθμιση των κοινωνικών συστημάτων.

Σύμφωνα με την γαλλική εφημερίδα Le Monde, η ΕΕ βρίσκεται μπροστά σε τρεις μελλοντικές κρίσεις. Η πρώτη θα είναι μια κορυφαία κρίση γύρω από τον προϋπολογισμό με το Λονδίνο να απειλεί με βέτο αν προωθηθεί ένας τολμηρός προϋπολογισμός με έμφαση στην ανάπτυξη και στο ανθρώπινο δυναμικό. Η δεύτερη κρίση θα φέρει απέναντι τη ζώνη του ευρώ με την ΕΕ των «27». Η οικονομική ολοκλήρωση της ζώνης ευρώ θα κάνει αδύνατη τη διατήρηση της ενιαίας αγοράς με τη σημερινή μορφή και θα απομακρύνει οριστικά το Λονδίνο από το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για παράδειγμα, μια ισπανική τράπεζα θα έχει την υποστήριξη των νέων μηχανισμών αλληλεγγύης σε αντίθεση με μια τράπεζα της Ουγγαρίας που θα πρέπει να δώσει τις «μάχες» με τις αγορές μόνη της. Τέλος, η τρίτη κρίση θα προκληθεί γύρω από τον οικονομικό έλεγχο της ευρωζώνης, όπου η Γερμανία επιθυμεί οι χώρες που θα «απολαμβάνουν» της αλληλεγγύης ενός προϋπολογισμού της ευρωζώνης, να δεσμευτούν για τους κανόνες του «παιχνιδιού». [21]

Η νέα συζήτηση που άνοιξε στην Ευρώπη (και με την πίεση του Ομπάμα) ίσως αποτελέσει το απαραίτητο πλαίσιο για την «πολιτικοποίηση» της πολιτικής ώστε να μπορούν να υπάρξουν εκ νέου δυνατότητες, εργαλεία και κίνητρα για συμμετοχή των πολιτών. Η συζήτηση αυτή φαίνεται πως θα κινηθεί σε δυο κομβικά επίπεδα. Στο πρώτο θα αναζητηθεί η ενοποίηση της Ευρώπης και η πολιτικοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών λειτουργιών της. Στο δεύτερο επίπεδο θα επιχειρηθεί η ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και η αποκατάσταση της φορολογίας ως εργαλείου ανακατανομής εισοδημάτων, παροχών και κοινωνικών παρεμβάσεων.

Η νέα συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια νέα αλληλεγγύη συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα μπορέσουν οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις, πρώτον, να συγκεντρωθούν στην προσπάθεια επανασύνταξης της ευρωπαϊκής πορείας ολοκλήρωσης, να συζητήσουν και να μετέχουν σε μια μεταρρύθμιση ιδεών, προτάσεων και τελικά δράσεων. Και δεύτερον να ανταποκριθούν στη σημαντικότερη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής σήμερα στην Ελλάδα, που είναι η επιστροφή σε θετικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Μόνο η ανάπτυξη μπορεί να καταστήσει το χρέος βιώσιμο και τη δημοσιονομική ισορροπία διαχειρίσιμη, εξηγεί σε άρθρο του που φιλοξενείται σε αφιέρωμα της επιθεώρησης «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» (τεύχος 26), ο καθηγητής Νίκος Καραμούζης.

Η πολιτική λιτότητας στραγγαλίζει στην Ευρώπη την ανάπτυξη, η οποία ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ από το 2009 μέχρι σήμερα. Η επίτευξη των στόχων για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους των κρατών-μελών μοιάζει ακατόρθωτη με τις παρούσες οικονομικές συνθήκες. [22]
Foreign Affairs
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ είναι λέκτορας διεθνών σχέσεων και διεθνούς πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και διδάσκει για το ακαδημαϊκό έτος 2012-13 στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
 
Greek Finance Forum


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»