Αυτό που συμβαίνει στην χώρα μας είναι μοναδικό.
Αυτό που
συμβαίνει στην χώρα μας είναι μοναδικό και διαρκώς αποδεικνύει ότι δεν
επιδέχεται καμία ασφαλή οικονομική, πολιτική και κοινωνική πρόβλεψη. Είναι μια
πρωτόγνωρη εσωτερική και διεθνής εμπειρία, που οι επιπτώσεις της για την
χώρα, την ευρωζώνη και ευρύτερα, αποτελούν πρόκληση διαχείρισης και
αντιμετώπισης. Δεν έχει βιωθεί από κανέναν άλλο λαό στην Δύση μια τόσο βαθιά
και παρατεταμένη οικονομική ύφεση, που ήδη διανύει τον έκτο χρόνο και φτάνει σε
ποσοστά ανεργίας που σύντομα θα αφορούν το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού.
Ακόμα και η Μεγάλη Ύφεση του 1929 στις ΗΠΑ διήρκεσε λιγότερο από 4 χρόνια, ενώ
η ανεργία που κατέγραψε δεν έφτασε στα επίπεδα της σημερινής στην Ελλάδα. Αλλά
και οι ανάλογοι δείκτες στην πρόσφατη κρίση του 2007-2009 στις ΗΠΑ υπήρξαν πολύ
ηπιότεροι…
Ο
οικονομολόγος Μαρκ Βον, σε μια συγκριτική μελέτη της πρόσφατης κρίσης στις ΗΠΑ με
κείνη του 1929, γράφει, ότι η τελευταία ήταν η πιο επώδυνη οικονομική εμπειρία
που μπορούν να θυμούνται οι Αμερικανοί κάτω των 80. Εκείνοι που έχασαν και την
δουλειά και το σπίτι τους. Που τα έχαναν όλα, όταν την ίδια περίοδο κουβαλούσαν
βαριά χρέη από καταναλωτικά και φοιτητικά δάνεια. Όλο αυτό το βάρος το βίωσαν
σαν «ύφεση», κάτι που στην πραγματικότητα δεν έχει επίσημο ορισμό. Οι
οικονομολόγοι προσδιορίζουν σαν ύφεση ένα γεγονός που διαρκεί τουλάχιστον δύο
χρόνια και περιλαμβάνει μια συνεχή πτώση του ΑΕΠ κατά περίπου 10%.
Μπορούμε
να αντιπαραβάλλουμε το γεγονός ότι στη χώρα μας το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά
περίπου 20% στα 5 χρόνια της συνεχιζόμενης ύφεσης από το 2008, και ότι
προβλέπεται να συρρικνωθεί άλλο ένα 4-5% φέτος, για να αντιληφθούμε την
αβάσταχτη δοκιμασία που υφίσταται η κοινωνία μας. Ωστόσο παρά την ηπιότερη
διετή πρόσφατη ύφεση στις ΗΠΑ, η αμερικανική κοινωνία δεν έχει ακόμη συνεφέρει
και, όπως γράφει ο Βον, το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό, η οικονομική
ανάπτυξη είναι αδύναμη, οι κατασχέσεις συνεχίζονται και τόσο οι καταναλωτές όσο
και οι επιχειρηματίες εξακολουθούν να ανησυχούν για την ευρωπαϊκή
οικονομική κρίση. Και σημειώνει ότι αυτός ο αργός ρυθμός ανάκαμψης κάνει τους
Αμερικανούς να θεωρούν την πρόσφατη κρίση σαν εξίσου δυσμενή με εκείνη του
1929, παρότι στην πραγματικότητα οι δείκτες της ήταν κατά πολύ ηπιότεροι.
Ένα κοινό
χαρακτηριστικό της ελληνικής με τις δύο αμερικανικές οικονομικές κρίσεις που
συγκρίνει ο Βον, είναι ότι και στις τρεις είχαν προηγηθεί περίοδοι ευνοϊκών
οικονομικών συγκυριών. Στην χώρα μας από το 1994 μέχρι το 2007 σημειώθηκαν συνεχείς
θετικοί δείκτες οικονομικής ανάπτυξης, που όμως αντί να αξιοποιηθούν για
δημοσιονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση σπαταλήθηκαν στον βωμό του δικομματισμού – που ακόμη χειρότερα υπερχρέωνε
την χώρα για να χρηματοδοτεί την εναλλαγή του στην εξουσία. Για πολλούς, σε
αυτήν την περίοδο βρίσκονται οι πραγματικές αιτίες για το σημερινό αδιέξοδο.
Αυτά που ακολούθησαν μέχρι σήμερα έχουν κοινό παρανομαστή την πολιτική αδυναμία
να χτυπηθούν από τότε οι πολιτικές «ρίζες του κακού». Δηλαδή, τα
πρόσωπα και οι
μηχανισμοί που συγχέουν τα πολιτικά κόμματα με το κράτος, υποκαθιστούν
το δημόσιο συμφέρον από το προσωπικό και την οικονομική διαπλοκή και
ταυτίζουν την δημοκρατία με τον αυταρχισμό μιας
απάτριδος ελίτ.
Η
αμηχανία του κ. Στουρνάρα μπροστά στο άδειασμα του Όλι Ρεν και της τρόικα ότι
«ουδέν λάθος μετά την απομάκρυνση από το ταμείο του δανεισμού αναγνωρίζεται, εκτός αν αυτό το λάθος αφορά στην ελληνική πλευρά»
φωτογραφίζει το κυβερνητικό
κενό εκπροσώπησης για τα ελληνικά συμφέροντα απέναντι στους δανειστές.
Οι ξένοι
δεν κρύβουν ότι περιφρονούν τους Έλληνες πολιτικούς και τεχνοκράτες και
όχι μόνο τους θεωρούν αναξιόπιστους συνομιλητές, αλλά δεν έχουν και
κανέναν ενδοιασμό να τους κοροϊδεύουν και να τους ταπεινώνουν. Και μαζί
τον λαό που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Κι έτσι
παρά την παταγώδη αποτυχία των μέτρων του προγράμματος να δαμάσουν την ύφεση,
που καταπίνει τους νέους και πνίγει τους μεγαλύτερους στην απελπισία, η τρόικα
κλείνει τις πόρτες στην αυτοκριτική και την αναθεώρηση και τις κρατά ανοικτές
στην αναποτελεσματικότητα και τον παραλογισμό – όχι βέβαια χωρίς επιχειρήματα.
Ο Όλι Ρεν σε επιστολή του αναφέρεται στην πιθανότητα η ανάπτυξη στην ευρωζώνη να αρχίσει βαθμιαία να
γυρίζει σε θετικό πρόσημο από το δεύτερο εξάμηνο του 2013. Ωστόσο η ενίσχυση
της οικονομικής δραστηριότητας θα καθυστερήσει να δώσει νέες θέσεις εργασίας.
Θεωρεί ότι ήδη οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν σταθεροποίηση και αύξηση της
εμπιστοσύνης των αγορών. Και αυτό συμβαίνει παρότι στις τρέχουσες οικονομικές
συνθήκες η δανειοδότηση στην πραγματική οικονομία παραμένει υποτονική. Για τον
Ρεν η εμπιστοσύνη των αγορών είναι κλειδί για την ανάκαμψη και κάθε συζήτηση
για τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή μπορεί να υπονομεύσει αυτήν την
εμπιστοσύνη. Και θέτει την συζήτηση ως εξής: «Είχε υποτιμηθεί ο πολλαπλασιαστής
ή ήταν ανεπαρκείς οι δημοσιονομικές αλλαγές ή και τα δύο;». Καταλήγοντας ότι η
έλλειψη αποφασιστικότητας και η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του
2012 στέρησαν την οικονομία μας από τις θετικές επιδράσεις της βελτιωμένης
εμπιστοσύνης για μια πιο ήπια βραχυπρόθεσμη σταθεροποίηση.
Επίσημη
και πειστική απάντηση υπάρχει στον κ. Ρεν;
Προς το παρόν όχι! Ο κ. Στουρνάρας δείχνει να μην έχει την θέληση, ούτε την
δύναμη να ανταποδώσει με επιχειρήματα την πρόκληση που διαπράττεται σε βάρος
των Ελλήνων. Αλλά πώς είναι δυνατόν η πολιτική παράμετρος, ειδικά στην Ελλάδα,
να μην υπολογίστηκε στην αρχική εξίσωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της
ανάπτυξης; Υπολογίστηκε αλλά σε άλλο
επίπεδο. Όχι σαν μεταβλητή της εξίσωσης του αποτελέσματος, αλλά σαν άλλοθι για
την αποτυχία αυτού του αποτελέσματος. Από όλους και προς όλους. Από την
κυβέρνηση στην τρόικα για τις καθυστερήσεις, από την τρόικα στην κυβέρνηση για
τις αστοχίες. Και για κανέναν από αυτούς σαν μέτρο της προαναγγελθείσας αποτυχίας.
Που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδοχή του αδιεξόδου και τον επανασχεδιασμό.
Αυτό
λοιπόν που συμβαίνει στη χώρα μας είναι μοναδικό γιατί πέρα από την
μοναδικότητα κρίσιμων δεικτών της κρίσης και την ιδιάζουσα ποιότητα του
πολιτικού προσωπικού, μοιάζει περισσότερο σαν τιμωρία και σωφρονισμός ενός
έθνους παρά σαν μια έστω επώδυνη πορεία προς την εξυγίανση και την ανάπτυξη. Οι
πολίτες δεν αντιμετωπίζονται σαν άνθρωποι και οι πολιτικοί δεν αντιμετωπίζονται
σαν ισότιμοι συνομιλητές. Για αυτό και το «ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Ίσα-ίσα που τέτοια λάθη χρησιμεύουν σαν
παραπάνω μαστιγιές για τον εξαγνισμό του «τεμπέλη», του «απατεώνα» και του
«απατεωνίσκου», που δεν πληρώνει μόνο τώρα για τα όποια λάθη σχεδιασμού των
δανειστών και σκοπιμοτήτων των κυβερνώντων, αλλά και αναδρομικά για τα παλιά
λάθη της κακής διαχείρησης των ευρωπαϊκών δανείων και επιχορηγήσεων.
Σχόλια