Η Bundesbank δεν είναι τρελή…
Η
Bundesbank δεν είναι τρελή. Σε έναν κόσμο όπου είναι όλο και
περισσότερο της μόδας να καλούνται οι κεντρικές τράπεζες να τυπώσουν
χρήμα, η γερμανική κεντρική τράπεζα είναι ένα από τα τελευταία οχυρά
«ορθοδοξίας». Παρόλο που η στάση της είναι ακραία, αποτελεί χρήσιμο
αντίδοτο στη θεωρία ότι το εύκολο χρήμα προσφέρει δωρεάν θεραπεία για
όλα τα οικονομικά δεινά.
Η Bundesbank είναι
εχθρική προς οτιδήποτε έχει να κάνει με νομισματική χρηματοδότηση –το
τύπωμα χρημάτων για τη χρηματοδότηση των κρατικών ελλειμμάτων. Ανησυχεί
ότι η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας χάνεται, καθώς η ύφεση
συνεχίζεται στο μεγαλύτερο κομμάτι του ανεπτυγμένου κόσμου. Πιστεύει ότι
η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρέπει να ανταποκριθεί στην πρόσφατη
άνοδο του ευρώ χαλαρώνοντας περαιτέρω τη νομισματική πολιτική. Ανησυχεί
πάντα για τον πληθωρισμό· και πιστεύει ότι το ψέκασμα με φτηνό χρήμα
επιτρέπει στις κυβερνήσεις να αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Για πολλούς ανθρώπους,
οι συμπεριφορές αυτές φαντάζουν παλιομοδίτικες. Τι πειράζει και αν οι
κεντρικές τράπεζες λυγίζουν τους κανόνες προκειμένου να βγει η οικονομία
από την παρούσα κατάσταση; Μερικοί το πάνε ακόμα παραπέρα και
υποστηρίζουν την «απροκάλυπτη νομισματική χρηματοδότηση», όπως ο Αντέαρ
Τέρνερ, πρόεδρος της Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών του Ηνωμένου
Βασιλείου, σε ομιλία του νωρίτερα αυτό το μήνα. Η απροκάλυπτη
νομισματική χρηματοδότηση περιλαμβάνει την χρηματοδότηση κυβερνήσεων, οι
οποίες «τρέχουν» σκόπιμα δημοσιονομικά ελλείμματα, μέσω δανεισμού από
τις κεντρικές τράπεζες.
Ο Τέρνερ ξεκαθάρισε
ότι πρόκειται για μία πολιτική, η οποία θα έπρεπε να προορίζεται
αποκλειστικά για τις πιο δυσεπίλυτες αποπληθωριστικές υφέσεις –όπου δε
μπορεί να λειτουργήσει η νομισματική πολιτική (διότι οι επιχειρήσεις και
τα νοικοκυριά είναι ήδη τόσο φορτωμένα με χρέος, που δε θέλουν να
δανειστούν) και η δημοσιονομική πολιτική δεν καταφέρνει τίποτα επίσης
(καθώς οι κυβερνήσεις είναι υπερχρεωμένες). Αν και υποστήριξε τη λύση
αυτή για την Ιαπωνία, ήταν επιφυλακτικός στο να την προτείνει για τις
Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία ή την ευρωζώνη.
Πρέπει να προσθέσουμε
ότι η ΕΚΤ δεν ασκεί απροκάλυπτη νομισματική χρηματοδότηση. Αυτό
απαγορεύεται στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ωστόσο, σίγουρα
καταπιάνεται με την κρυφή χρηματοδότηση. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη
πηγή τριβής μεταξύ του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της ΕΚΤ, και του Γενς
Γουάιντμαν, αφεντικού της Bundesbank –και οι δύο εκ των οποίων έχουν την
έδρα τους στη Φρανκφούρτη, όπου πέρασα μέρος της προηγούμενης
εβδομάδας.
Η μεγαλύτερη σύγκρουση
επήλθε σχετικά με την περσινή υπόσχεση του Ντράγκι να αγοράσει δυνητικά
απεριόριστα ποσά κρατικών ομολόγων από τις χώρες της περιφέρειας της
ευρωζώνης. Ο Γουάιντμαν αντιτέθηκε ανεπιτυχώς στο σχέδιο αυτό. Ο Ντράγκι
είχε δίκιο. Αν δεν είχε δεσμευθεί να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να
σώσει το ευρώ, το ενιαίο νόμισμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε
καταρρεύσει. Τούτου λεχθέντος, όλες οι ενέργειες αυτού του είδους έχουν
και ένα κόστος. Το «γιατρικό» του Ντράγκι μπορεί να ελάφρυνε κάπως την
πίεση που ασκείται στις κυβερνήσεις, και να έκανε τις οικονομίες τους
πιο ανταγωνιστικές.
Ο Γουάιντμαν και ο
Ντράγκι συγκρούστηκαν ξανά αυτό το μήνα με αφορμή τη «διάσωση» της
Ιρλανδίας από την κεντρική τράπεζά της. Η εξαιρετικά περίπλοκη συναλλαγή
αφορούσε τη λήψη, από την κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας, 25 δις ευρώ
κυβερνητικών ομολόγων εξαιρετικά μεγάλης διάρκειας, μετά τη ρευστοποίηση
της χρεωκοπημένης εθνικοποιημένης τράπεζας IBRC. Το ίδιο το Δουβλίνο
δεν είχε τα μετρητά για να γεμίσει την τρύπα του ισολογισμού της IBRC.
Ουσιαστικά, δανείστηκε φτηνά τα χρήματα –που ισοδυναμούν με το 15% του
ΑΕΠ- από την κεντρική τράπεζα.
Ο Γουάιντμαν θα
προτιμούσε οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης να είχαν δανείσει τα χρήματα στο
Δουβλίνο μέσω του ταμείου διάσωσής τους, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό
Στήριξης (ΕΜΣ). Αλλά οι υπόλοιπες κυβερνήσεις δεν έσπευσαν να προσφέρουν
μετρητά, ούτε το Δουβλίνο έδειξε ιδιαίτερα πρόθυμο για κάτι τέτοιο,
καθώς το επιτόκιο θα ήταν υψηλότερο από ότι κατά την έκδοση ομολόγων
μέσω της κεντρικής του τράπεζας.
Παρά το γεγονός ότι η
ιρλανδική διάσωση ήταν μια συμφωνία μεταξύ Δουβλίνου και κεντρικής
τράπεζας, η ΕΚΤ θα μπορούσε να την είχε μπλοκάρει. Αλλά για να κάνει
κάτι τέτοιο, θα έπρεπε τα δύο τρίτα του διοικητικού συμβουλίου της να
είχαν ψηφίσει ενάντια στη δράση- και ο Γουάιντμαν δεν είχε αρκετή
υποστήριξη.
Ο Ντράγκι εντωμεταξύ,
δεν στήριξε ουσιαστικά τη συμφωνία. Απλά «αναφέρθηκε» σε αυτήν. Η ΕΚΤ
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι νέες ρυθμίσεις για τη στήριξη της IBRC
ήταν προτιμότερες από το προηγούμενο σύστημα –το οποίο πολλοί
παρατηρητές θεωρούσαν ότι αντιστοιχούσε σε νομισματική χρηματοδότηση.
Όπως και με την
υπόσχεση του Ντράγκι για αγορά ομολόγων, ο αντίκτυπος ήταν εξαιρετικά
θετικός. Οι αποδόσεις των 10ετών ιρλανδικών κρατικών ομολόγων είναι τώρα
μόλις 3,7 τοις εκατό. Τώρα, οι επενδυτές βλέπουν τη χώρα ως στο δρόμο
προς την ανάκαμψη.
Όμως η Bundesbank,
δικαιολογημένα, ανησυχεί για τη δημιουργία προηγουμένων. Την επόμενη
φορά που θα έχει προβλήματα μία τράπεζα της ευρωζώνης, τι θα σταματήσει
μια οποιαδήποτε κυβέρνηση από το να πραγματοποιήσει διάσωση με τον
ιρλανδικό τρόπο –βάζοντας δηλαδή την κεντρική της τράπεζα ή την ΕΚΤ να
τυπώσει τα απαραίτητα χρήματα;
Η πίεση συμμετοχής σε
μία τέτοιου είδους νομισματική χρηματοδότηση μπορεί να είναι ιδιαίτερα
ισχυρή, δεδομένου ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να αναλάβει την ευθύνη για την
εποπτεία των δανειστών. Αυτό σημαίνει ότι, αν και εφόσον προκύψουν
μελλοντικές περιπτώσεις χρεωκοπημένων τραπεζών, η ΕΚΤ θα δεχτεί κριτική
για την έλλειψη σωστού ελέγχου, και μπορεί στη συνέχεια να εξαναγκαστεί
να παρέχει στήριξη. Οι κεντρικές τράπεζες της Ιρλανδίας, της Ισπανίας
και της Ολλανδίας, έχουν όλες δεχθεί σοβαρή «επίπληξη» για δήθεν λάθη
στον έλεγχο κατά τη διάρκεια της κρίσης –όπως, παρομοίως, δέχθηκε και ο
ίδιος ο Ντράγκι μετά τις πρόσφατες ταραχές με την Monte dei Paschi της
Ιταλίας.
Μία περαιτέρω δυσκολία
είναι ότι η ευρωζώνη δεν διαθέτει ακόμα ταμείο διάσωσης τραπεζών. Το
πλησιέστερο που διαθέτει είναι ο ΕΜΣ, του οποίου οι αποφάσεις απαιτούν
ομοφωνία. Μία μόνο κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει βέτο σε ένα σχέδιο
διάσωσης. Αυτό σημαίνει ότι αν υπάρξει αντιπαράθεση μεταξύ της ΕΚΤ και
των κυβερνήσεων, σχετικά με το ποιος θα πρέπει να παρέχει στήριξη σε μία
προβληματική τράπεζα, η ΕΚΤ μπορεί να βγει χαμένη.
Η κρυφή νομισματική
χρηματοδότηση μπορεί καμιά φορά να αποδειχθεί το μικρότερο κακό μεταξύ
άλλων. Ωστόσο, αν καθιερωθεί και γίνει συχνό φαινόμενο, υπάρχει κίνδυνος
ισχυρού υποβιβασμού του νομίσματος. Οι συνεχείς προειδοποιήσεις της
Bundesbank αποτελούν ένα υγιές αντιστάθμισμα σε αυτόν τον πειρασμό.http://www.sofokleous10.gr
Σχόλια