Οι παράπλευρες ζημιές της Διάσωσης της Ευρώπης
Η
ευρωζώνη βρίσκεται πλέον στον έκτο χρόνο της κρίσης -και των
προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της διεθνούς
κοινότητας να βάλουν τέλος στην κρίση αυτή. Οι φορείς χάραξης πολιτικής
έχουν παγιδευτεί σε έναν υφέρποντα παρεμβατισμό ο οποίος, όπως δήλωσε
και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον, μπορεί «κάνει
αγνώριστη» την ευρωζώνη και παραβιάζει τους βασικούς οικονομικούς και
πολιτικούς κανόνες της Ευρώπης.
Η νεότερη απαίτηση,
την οποία εξέφρασε έντονα ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ, θέλει την
ΕΚΤ να χειραγωγεί τη συναλλαγματική ισοτιμία. Ο Ολλάντ έχει θορυβηθεί
από τη ραγδαία ανατίμηση του ευρώ, το οποίο έχει ανέβει από το $1,21,
στο τέλος του Ιουλίου, στο $1,36 στις αρχές του Φεβρουαρίου του
τρέχοντος έτους. Η ενίσχυση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ασκεί επιπλέον
πίεση στις ξεχαρβαλωμένες οικονομίες της Νότιας Ευρώπης και της
Γαλλίας, υπονομεύοντας την ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητά τους.
Η φθηνή πίστωση, την
οποία εισήγαγε το ευρώ, αποτέλεσε τροφή για την πληθωριστική φούσκα της
Νότιας Ευρώπης, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση. Οι όροι πίστωσης
επιδεινώθηκαν απότομα, και το μόνο που απέμεινε ήταν ένας σωρός από
οικονομίες, υπερβολικά εξαρτημένες από την ξένη χρηματοδότηση.
Η γαλλική οικονομία,
με τη σειρά της, υποφέρει επειδή οι πελάτες της στη νότια Ευρώπη
βρίσκονται σε μπελάδες. Σύμφωνα με μελέτη της Goldman Sachs, η Γαλλία θα
χρειαζόταν να πραγματοποιήσει υποτίμηση της τάξης του 20% σε σχέση με
το μέσο όρο της ευρωζώνης, και περίπου 35% σε σχέση με της Γερμανίας,
για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους.
Η ΕΚΤ και η διεθνής
κοινότητα –ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- έχουν προσπαθήσει να
αντιμετωπίσουν την κρίση αντικαθιστώντας την έλλειψη ιδιωτικού
κεφαλαίου με δημόσια πίστωση. Η ΕΚΤ μετατόπισε την πίστωση
αναχρηματοδότησης και τη δημιουργία χρήματος –της τάξης των €900 δις-
προς τη νότια Ευρώπη και την Ιρλανδία, όπως μετράται σύμφωνα με τα
υπόλοιπα-Target του Ευρωσυστήματος. Με τον τρόπο αυτό, ωστόσο, έθεσε η
ίδια τον εαυτό της σε κίνδυνο, καθώς ο μόνος τρόπος για την εφαρμογή
αυτής της μετατόπισης ήταν η μείωση των εμπράγματων ασφαλειών για την
αναχρηματοδότηση της πίστωσης. Σε μεγάλο βαθμό, οι τίτλοι αυτοί
αποτελούνταν από κρατικά ομόλογα.
Για να σταματήσει η
καθοδική πορεία αυτών των οικονομικών τίτλων –και συνεπώς για να σωθεί- η
ΕΚΤ αγόρασε αυτά τα κρατικά ομόλογα και ανακοίνωσε ότι, αν χρειαστεί,
θα το κάνει σε απεριόριστες ποσότητες. Ταυτόχρονα, ιδρύθηκε ο Ευρωπαϊκός
Μηχανισμός Σταθερότητας για να διασφαλίσει τα κράτη και τις τράπεζες.
Οι διαβεβαιώσεις αυτές
κατάφεραν να ηρεμήσουν τις αγορές και οδήγησαν στην επανεκκίνηση της
ροής κεφαλαίου από τον πυρήνα της ευρωζώνης προς την περιφέρεια. Αλλά,
το κεφάλαιο ρέει και από άλλες χώρες. Η παρακράτηση ευρώ και η απόκτηση
τίτλων σε ευρώ έχει γίνει και πάλι ελκυστική σε όλο τον κόσμο,
ανεβάζοντας την ισοτιμία και προκαλώντας νέες δυσκολίες.
Σε αυτό το σημείο,
πρέπει να πούμε ότι η χειραγώγηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του γιεν
από την Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει παίξει μόνο δευτερεύοντα ρόλο, παρά
την έντονη καταδίκη της πολιτικής από τον Πρόεδρο της Bundesbank, Jens
Weidmann. Η ιαπωνική παρέμβαση δε μπορεί αν εξηγήσει την ανατίμηση του
ευρώ έναντι του δολαρίου και πολλών άλλων νομισμάτων.
Η ΕΚΤ μπορεί να
περιορίσει την ανατίμηση του ευρώ, μέσω αγορών ξένου συναλλάγματος.
Αλλά, σε τελική ανάλυση, θα χρειαστεί να το κάνει διογκώνοντας το δικό
της νόμισμα, μέχρι να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο ευρώ, στα επίπεδα
που ήταν πριν τις διαβεβαιώσεις.
Γι’ αυτό και ο
Πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, απέρριψε την πρόταση του Ολλάντ σχεδόν
αμέσως. Ο Ντράγκι γνωρίζει πολύ καλά, τα τεράστια ποσά που χάθηκαν τις
δεκαετίες του 1970 και του 1980, μετά την κατάρρευση του συστήματος
ισοτιμιών Μπρετόν Γουντς, σε μάταιες και δαπανηρές επεμβάσεις για τη
σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, και δεν θέλει να θέσει σε
κίνδυνο το στόχο της ΕΚΤ για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Η ανατίμηση του ευρώ,
αποκαλύπτει τις τεράστιες παράπλευρες ζημιές που έχει προκαλέσει η
πολιτική διάσωσης της Ευρώπης. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα,
έχουν ανοίξει τα κανάλια για τη μετάδοση της «ασθένειας» από τις
πληγείσες οικονομίες της περιφέρειας στις ισχυρότερες οικονομίες του
πυρήνα της Ευρώπης, τοποθετώντας τους φορολογούμενους και συνταξιούχους
της ισχυρής ζώνης σε μεγάλο οικονομικό κίνδυνο, εμποδίζοντας παράλληλα
τη μακρόχρονη ανάκαμψη στις προβληματικές χώρες.
Πράγματι, η πολιτική
διάσωσης της Ευρώπης έχει σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά και έχει
οδηγήσει σε χαμηλότερα επιτόκια για τις υπερχρεωμένες οικονομίες. Αλλά
έχει επίσης οδηγήσει σε ανατίμηση του νομίσματος, και ως εκ τούτου σε
μείωση της ανταγωνιστικότητας για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, η οποία
μπορεί να μετατραπεί σε πανωλεθρία για τη νότια ευρωζώνη και τη Γαλλία,
οι οποίες είναι ήδη πολύ ακριβές, αλλά και για το ίδιο το ευρώ.
Οι επιχειρήσεις
διάσωσης εκ μέρους της ΕΚΤ έχουν εμποδίσει την εσωτερική υποτίμηση –τη
μείωση των τιμών για περιουσιακά στοιχεία, εργασία, και αγαθά-,
συστατικά τα οποία χρειάζονται οι προβληματικές οικονομίες για να
προσελκύσουν νέα ιδιωτικά κεφάλαια και να αποκαταστήσουν την
ανταγωνιστικότητά τους, ενώ η ανατίμηση του ευρώ επιδεινώνει τις
προκλήσεις. Εν ολίγοις, η πολιτική διάσωσης της Ευρώπης κάνει το πιο
σοβαρό πρόβλημα της ευρωζώνης –τη βαθιά απώλεια ανταγωνιστικότητας των
προβληματικών χωρών- ακόμα πιο δύσκολο να επιλυθείhttp://www.sofokleous10.gr.
Σχόλια