ΓΙΑΤΙ Η ΔΥΣΗ ''ΠΙΣΤΕΥΕΙ''ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ;
Ο σαραντάρης και κάτι Υπουργός Εξωτερικών της Φιλανδίας, Alexander Stubb είναι ο τελευταίος που προστίθεται στον κατάλογο των τουρκόπληκτων αξιωματούχων της ΕΕ , ακολουθώντας και ξεπερνώντας σε τουρκολαγνεία ακόμα και τον γνωστό μας Σουηδό Υπουργό Εξωτερικών Carl Bildt, τον οποίο έχει ως μέντορά του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αφού είχε προηγηθεί ενυπόγραφο κείμενο του με τον ομόλογό του της Βρετανίας, τον William Hague, στους Financial Times (Σεπτέμβριος 7, 2010) όπου λίγο πολύ μας έλεγε ότι χωρίς την Τουρκία των Ισλαμοπασάδων η ΕΕ δεν έχει μέλλον και θα χαθεί σε μια μαύρη πολιτική τρύπα, ο κύριος Stubb, επανήλθε δριμύτερος. Αφορμή τούτη τη φορά ήταν η πρόσφατη άτυπη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών των 27 για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Εκεί ο νεαρός Φιλανδός, που άρχισε την καριέρα του ως παίκτης του γκόλφ στις ΗΠΑ πραγματικά ξεσάλωσε. Καμία χώρα της ΕΕ, μαζί ή χωριστά δεν έχει, δήλωσε ο αθεόφοβος, το ειδικό βάρος της Τουρκίας στα διεθνή δρώμενα. Καμία. Ούτε η Γερμανία, ούτε η Βρετανία, ούτε η Γαλλία, ή Ισπανία, κλπ. Η Τουρκία, είπε, είναι μια από τις πέντε μεγάλες δυνάμεις του κόσμου. Να υποθέσουμε πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα, σίγουρα μπροστά από την Ρωσία, που στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είχε καταντήσει την Φιλανδία σφογγοκωλάριο της.
Το ερώτημα που πρέπει να απασχολεί Αθήνα και Λευκωσία είναι γιατί υπάρχει μια τέτοια «εικόνα» στα κέντρα αποφάσεων της Δύσης για την Τουρκία, παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον στα ανθρώπινα δικαιώματα η χώρα αυτή είναι η περισσότερο καταδικασμένη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων; Μια χώρα η οποία για μια δεκαετία, από το 1985 μέχρι το 1995, είχε ως επίσημη κρατική πολιτική (state policy) τον «Βρώμικο Πόλεμο» (dirty war) κατά του 40% περίπου του πληθυσμού της. με «Βρώμικο Πόλεμο» εννοείται, διεθνώς, το κρατικό πρόγραμμα εκτελέσεων – δολοφονιών- εξαφανίσεων όπως αυτών που υλοποιούν για δεκαετίες τα δικτατορικά καθεστώτα της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής κατά αντιφρονούντων με αποκορύφωμα τον νεοφασισμό του Πινοσέτ στην Χιλή.
Η άμεση απάντηση, μας είναι οικεία. Είναι η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας. Αλλά δεν είναι αρκετή αυτή η συνθήκη. Από μόνη της η γεωστρατηγική θέση μιας χώρας δεν μας εξηγεί αυτό που συμβαίνει με την καθολική τουρκολαγνεία, όπως αυτή εκφράζεται καθημερινά σε τέτοιο βαθμό που δημιουργεί συλλογικά συμπλέγματα κατωτερότητας όπως αυτά των Σουηδών και των Φιλανδών.
Το Ιράν για παράδειγμα, είναι πολύ πιο σημαντική γεωστρατηγική χώρα από την Τουρκία. Όποιος το αμφιβάλλει ας μελετήσει ή ας αναλογισθεί το Ιράν επί Σάχη, δηλαδή πρίν το 1979. Η Τουρκία κυριολεκτικά «εκσφενδονίστηκε» στρατηγικά όταν «χάθηκε» το Ιράν για την Δύση και το Ισραήλ. Η «δαιμονοποίηση» του Ιράν από τους Δυτικούς έγινε νερό στο μύλο της Άγκυρας.
Η «ιδεολογική» λοιπόν διάσταση είναι εξίσου καθοριστική. Και αυτό θα το δούμε στην πράξη όποτε «εκτονωθούν» οι σχέσεις Δύσης – Τεχεράνης και Ιερουσαλήμ – Τεχεράνης.
Στην περίπτωση της Τουρκίας υπήρχε, βέβαια, γόνιμο έδαφος σ’ ότι αφορούσε την «εικόνα» της στη Δύση μεταπολεμικά, στη βάση του αντικομουνισμού. Όλο το ιδεολογικο-πολιτικό κεφάλαιο της Τουρκίας στα δυτικά κέντρα εξουσίας κερδήθηκε μέσα από αυτό το πρίσμα. Στο πλαίσιο αυτό, χώρες όπως η Τουρκία, η Ινδονησία, το Πακιστάν και άλλες στην Λατινική Αμερική (Αργεντινή, Βραζιλία, κλπ) «οικοδομήθηκαν» ως «μοντέλα» πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Έγιναν υποδείγματα προς «μίμηση» για τον μη δυτικό κόσμο για την καταπολέμηση όχι μόνο του κομμουνισμού αλλά και του οποιουδήποτε άλλου «μοντέλου» (σοσιαλιστικού, αδέσμευτου κλπ) που δεν ακολουθούσε τις πολιτικές επιταγές της Ουάσιγκτον.
Ο παγκοσμίου φήμης σήμερα Samuel Huntington (συγγραφέας του βιβλίου «Σύγκρουση Πολιτισμών») υπήρξε ένας από τους εργαλειακούς εκείνους επιστήμονες που υλοποίησε τις πολιτικές επιταγές της Ουάσιγκτον στον τομέα αυτό. Από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο «μετακόμισε» στο Πανεπιστήμιο και με έναν πακτωλό μυστικών κρατικών κονδυλίων επεξεργάστηκε τέτοιου είδους «μοντέλα».
Η Τουρκία υπήρξε ένα από τα κατ’ εξοχήν υποδείγματα των διατεταγμένων του μελετών. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Βρετανός Bernard Lewis μετακόμισε και αυτός από τις βρετανικές υπηρεσίες στο Πανεπιστήμιο και έκανε και αυτό ακριβώς το ίδιο με την Τουρκία πάλι ως «μοντέλο».
Η εικόνα μιας Τουρκίας ως υποδειγματικό μοντέλο είχε ως συνέπεια όχι μόνο την στρατιωτική ενίσχυση της Άγκυρας και των πασάδων (Σχέδιο Marshall , ένταξη στο ΝΑΤΟ, κλπ) αλλά και την οικονομική της αναδόμηση. Ένας πακτωλός χρημάτων απ’ όλες σχεδόν τις Δυτικές χώρες άρχισε να εισρέει στην Τουρκία. Από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και μόνο η Τουρκία εισέπραξε, δανεικά και αγύριστα, πάνω από 100 δις δολάρια. Καμία άλλη χώρα δεν εισέπραξε τέτοια ποσά.
Εάν αθροισθούν όλα τα ποσά που η Τουρκία, ως «μοντέλο» και «υπόδειγμα», εισέπραξε από τη Δύση μεταπολεμικά, αυτά ξεπερνούν όσα έχει εισπράξει το Ισραήλ. Μόνο που το Ισραήλ βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση από το 1948 ενώ η Τουρκία πολέμησε μόνο την Κύπρο.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό στρατηγικό όφελος για την Τουρκία υπήρξε η «εικόνα» που της κατασκεύασαν οι Δυτικοί και ο «εξαγνισμός» της ως ένα κράτος που συνεχίζει μέχρι σήμερα να έχει ως «κρατική της πολιτική» τις δολοφονίες και εξαφανίσεις αντιφρονούντων.
Σήμερα στα δυτικά κέντρα εξουσίας συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η Τουρκία θα λειτουργήσει για τη Δύση ως ένα «ανάχωμα» κατά το ισλαμικού εξτρεμισμού αντίστοιχο με αυτό κατά του διεθνούς κομουνισμού. Εκτιμούν ότι το τουρκικό καθεστωτικό σουνιτικό Ισλάμ του Ερντογάν θα τιθασεύσει τους μουλλάδες, τους ταλιμπάν και τους ανερχόμενους του Μπιν Λάντεν και ότι θα το πράξει αυτό για τα «γλυκά τους μάτια».
Τα παραπάνω εξηγούν την τουρκοπληξία του νεοφώτιστου αξιωματούχου της Φιλανδίας, του οποίου την χώρα από σφογγοκολώριο των Σοβιετικών ο κύριος Stubb επιδιώκει τώρα να μετατρέψει σε σφογγοκολώριο της μεγάλης Τουρκίας των ισλαμοπασάδων.
Εξηγούν μήπως και την συμπεριφορά και των δικών μας πολιτικών και πνευματικών ταγών που βλέπουν και αυτοί την Τουρκία μέσα από τις κατασκευές της Δύσης και του κάθε τουρκόπληκτου Ευρωπαίου διπλωμάτη;
Mάριος Ευρυβιάδης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Παντείου Παν/μιου
Σχόλια