Καληνύχτα Ελλάδα
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες,
"έλα πάλι" να σου πει.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
Κι έλεγες: "Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τις ερμιές;"
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή,
δεν ειν' εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κρουταλεί.
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσταση καμμιά,
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
'Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
"σύρε να 'βρεις τα παιδιά σου,
σύρε", έλεγαν οι σκληροί.
Σχόλια