Τι μπορούμε να περιμένουμε από τη Χάγη


Γύρω στα 433/432 π.Χ., λίγο πριν την κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών (431 π.Χ.), οι Αθηναίοι αποφάσισαν και επέβαλαν αυστηρό εμπάργκο στα προϊόντα των Μεγαρέων (συμμάχων των Σπαρτιατών και ιστορικών αντιπάλων των Αθηναίων) σε όλη την επικράτεια της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Η ανάκληση του ψηφίσματος αυτού, γνωστού ως Μεγαρικού Ψηφίσματος, ήταν ένας από τους βασικούς όρους του τελεσιγράφου των Σπαρτιατών και θεωρείται ως μία από τις σημαντικές αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά ο Θουκυδίδης αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο ψήφισμα ως δευτερεύον.

Για τον Θουκυδίδη, η πραγματική αιτία του πολέμου ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στην Σπάρτη και τους συμμάχους της και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπόφευκτη (Θουκ. 1, 23.6). Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, ότι δηλαδή το Μεγαρικό Ψήφισμα ήταν ασήμαντη αφορμή κι όχι η αιτία του επερχόμενου πολέμου μεταξύ των δύο πλευρών, ο Περικλής πρότεινε την απόρριψη του τελεσιγράφου των Σπαρτιατών και κατέστησε σαφές στους Αθηναίους ότι υποχωρώντας ακόμα και στο ασήμαντο Μεγαρικό Ψήφισμα θα δώσουν την εντύπωση αδυναμίας και φόβου, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να απαιτήσουν ακόμη περισσότερα και σημαντικότερα. Το δίδαγμα του Μεγαρικού Ψηφίσματος είναι αξίωμα για τις διεθνείς σχέσεις.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από ένα συγκεκριμένο μοτίβο, το οποίο επίσης βασίζεται σε Θουκυδίδειο αξίωμα: η Τουρκία επελαύνει τόσο όσο της επιτρέπει η ισχύς της, ενώ η Ελλάδα υποχωρεί όσο της επιβάλλει η αδυναμία της.

Η μεν Τουρκία, μεθοδικά και επίμονα, ολοένα και αυξάνει τις διεκδικήσεις της προσθέτοντας όλο και περισσότερα ζητήματα στο τραπέζι. Προωθεί το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», αμφισβητεί την κυριαρχία και απαιτεί την αποστρατικοποίηση ελληνικών νησιών, επιχειρεί να γκριζάρει περιοχές του Αιγαίου, προχωρά σε χιλιάδες παραβιάσεις του εναερίου χώρου αλλά και σε επιχειρήσεις υβριδικού πολέμου (βλ. Έβρο), μετονομάζει την μουσουλμανική μειονότητα σε “τουρκική”, παγιώνει τα αποτελέσματα της εισβολής στην Κύπρο κ.ο.κ, κι όλα αυτά υπό την συνεχή απειλή του casus belli.

Η δε Ελλάδα, διαρκώς αμυνόμενη, σε απάντηση στις αυξανόμενες διεκδικήσεις της Τουρκίας επαναλαμβάνει μονότονα την αναγνώριση μίας και μόνης διαφοράς, δηλαδή την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων) σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, η οποία δύναται να λυθεί μόνο με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, ιδανικά με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Επέκταση των χωρικών υδάτων

Η μεν Τουρκία λειτουργεί με γνώμονα την ισχύ, η δε Ελλάδα με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Η Τουρκία επιδιώκει πολιτική, διμερή διαπραγμάτευση, η Ελλάδα προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Η μεθοδολογία των δύο χωρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Επί πλέον, η υπόθεση περιπλέκεται περαιτέρω, αν συνυπολογιστεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και την τελική επίλυση της μίας και μοναδικής διαφοράς, ως ελάχιστη πράξη εθνικού συμφέροντος, πρέπει να είναι η προκαταβολική εφαρμογή των δικαιωμάτων που δίνει στην Ελλάδα το Διεθνές Δίκαιο, όπως η μονομερής επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. (Άρθρο 3 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας), το “κλείσιμο” των κόλπων (Άρθρο 7) και η υιοθέτηση ευθειών γραμμών βάσης (Άρθρο 10). Άλλωστε, για ποιο λόγο η Ελλάδα να ζητήσει από το Δικαστήριο την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, δηλαδή κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε περιοχή που το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο τής προσφέρει απόλυτη κυριαρχία και μάλιστα με μονομερή πράξη; Εκτός εάν σκοπεύει να απεμπολήσει αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα.

Από την άλλη πλευρά, απαραίτητες προϋποθέσεις για προσφυγή στην Χάγη είναι, μεταξύ άλλων, η Τουρκία να αποδεχτεί την ισχύ των σχετικών κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας, να αποσύρει τις διεκδικήσεις της όσον αφορά στην κυριαρχία ελληνικών νησιών – η οποία είναι αυτονόητο πως δεν μπορεί να τεθεί στην κρίση του Δικαστηρίου – αλλά και να αποδεχτεί το τεράστιο πλήγμα στο δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, στην έκταση της τουρκικής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, που θα επιφέρει η αύξηση των χωρικών μας υδάτων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, και λαμβάνοντας υπόψιν τις εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις και ατζέντες των δύο χωρών, η ελπίδα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δηλαδή η υπογραφή συνυποσχετικού με αντικείμενο την μία και μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα, μοιάζει με όνειρο θερινής νυκτός (και μάλιστα υπό την επήρεια καύσωνα). Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προς τι η αναζωπύρωση της σχετικής συζήτησης και μάλιστα με προκαταβολική αναφορά σε «υποχωρήσεις από θέσεις που αποτελούν την αφετηρία της διαπραγμάτευσης»; Είναι ένας τρόπος σφυγμομέτρησης ή προετοιμασίας της κοινής γνώμης; Είναι μήνυμα προς τον ξένο παράγοντα, το οποίο αποδεικνύει την διαχρονικά εποικοδομητική και μετριοπαθή στάση ενός αξιόπιστου (και δεδομένου) συμμάχου; Είναι δείγμα μιας ρεαλιστικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων, παράγωγο της βενιζελική σχολή σκέψης;

Πάει η ενεργητική διπλωματία;

Όπως και να έχει, σίγουρα δεν είναι η δήλωση που επιθυμούσαν να ακούσουν οι Έλληνες πολίτες. Η συγκεκριμένη προσέγγιση μοιάζει να ακυρώνει το αφήγημα της επιτυχούς ενεργητικής διπλωματίας των τελευταίων ετών και, κυρίως, της ανάγκης αλλά και χρησιμότητας των κοστοβόρων εξοπλισμών που δίνουν ποιοτική υπεροχή στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Η αύξηση της (στρατιωτικής, διπλωματικής, οικονομικής) ισχύος κι η βελτίωση των συσχετισμών, με θυσίες από το υστέρημα του ελληνικού λαού, δεν συνάδουν με τέτοιες ενδείξεις υποχωρητικότητας.

Σαφώς, είναι ευπρόσδεκτη η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έστω και με αμοιβαίους συμβιβασμούς, όπως είναι αναμενόμενο και απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις. Άλλωστε, η αποφυγή εντάσεων μοιάζει να αποτελεί προϋπόθεση για την μελλοντική αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της περιοχής, ο οποίος σε αντίθετη περίπτωση φαίνεται καταδικασμένος να μείνει ανεκμετάλλευτος. Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να φοβάται τον διάλογο με την Τουρκία. Όμως, οφείλουμε να έχουμε κατά νου το Μεγαρικό Ψήφισμα. Η αναφορά σε «υποχωρήσεις από θέσεις που αποτελούν την αφετηρία της διαπραγμάτευσης» κάθε άλλο παρά προωθεί μια έντιμη συμβιβαστική λύση. Το αντίθετο, μάλλον ενθαρρύνει την Τουρκία να αυξήσει περαιτέρω τις διεκδικήσεις της, επιδεινώνοντας την αποδεδειγμένη βουλιμία της. Με απλά λόγια, έστω και αν η Ελλάδα ικανοποιούσε όλες τις παρούσες απαιτήσεις της Τουρκίας, σύντομα το τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα ξαναγέμιζε από μελλοντικές μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις.

Την δεδομένη χρονική στιγμή, η μόνη χρησιμότητα του αφηγήματος για προσφυγή στην Χάγη ή της διερεύνησης της «τολμηρής ατζέντας» των ελληνοτουρκικών, είναι η καθυστέρηση των εξελίξεων εν αναμονή της πλήρους ολοκλήρωσης του εξοπλιστικού μας προγράμματος. Για να μπορεί και η Ελλάδα να προελαύνει τόσο, όσο της επιτρέπει η ισχύς της.

https://slpress.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»