Ο Τιτανικός των Ελληνοτουρκικών
Θα πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι στα ανατολικά μας σύνορα δεν έχουμε ούτε Ελβετούς, ούτε Βέλγους, ούτε Λουξεμβούργιους, ούτε Σουηδούς. Να χωνέψουμε και να βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι με τον Τούρκο είναι αδύνατον να υπάρξει ιστορική συμφιλίωση και ειρηνική συνύπαρξη όπως πέτυχαν να έχουν διάφοροι ευρωπαϊκοί λαοί που ήταν επί αιώνες παραδοσιακοί εχθροί. Με τον Τούρκο ή εμείς θα έχουμε το πάνω χέρι στη μεταξύ μας σχέση ή αυτός. Ο Τούρκος ποτέ δεν θέλησε μια ισότιμη σχέση με τον Έλληνα διότι θεωρεί ακόμα ότι είμαστε οι ραγιάδες του που εκμεταλλευτήκαμε την αδυναμία του σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και με τη βοήθεια των Δυτικών αποσχιστήκαμε από την αυτοκρατορία του - την οποία θέλει διακαώς να ανασυστήσει.
Σήμερα βλέπουμε την Ελλάδα να εκλιπαρεί ουσιαστικά την Τουρκία να δεχτεί να ξεκινήσει έναν διάλογο από τον οποίο η πατρίδα μας έχει μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο να κερδίσει. Τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη περίπτωση κράτους στα παγκόσμια χρονικά που να παρακαλούσε τους γείτονές του να δεχτούν να συζητήσουν τον ακρωτηριασμό της εθνικής κυριαρχίας του και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του χωρίς να έχει ηττηθεί σε πόλεμο. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα τηρεί αυτή την άκρως εξευτελιστική για την ίδια στάση, το γεγονός αυτό μας θέτει a priori σε μειονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας προτού καν αρχίσει ο διάλογος διότι εμφανιζόμαστε να είμαστε οι επισπεύδοντες, και συνεπώς αυτοί που καίγονται για την επίτευξη συμφωνίας. Επομένως λογικό είναι να μην θέσουμε εμείς τους όρους του διαλόγου αλλά οι Τούρκοι - αυτοί θα αποφασίσουν τι θα συζητήσουμε διότι αν εμείς επιχειρήσουμε να επιβάλουμε την ατζέντα που θέλουμε οι Τούρκοι πολύ απλά δεν θα δεχθούν να καθίσουν και να συζητήσουν μαζί μας και θα αρχίσουν πάλι τις προκλήσεις και τις παραβιάσεις επί του πεδίου.
Εκτιμώ πως η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχθεί να προσφύγουμε από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των όποιων διαφορών μας, ακόμη κι αν η ελληνική πλευρά είναι πρόθυμη να τεθούν στην κρίση του δικαστηρίου ζητήματα που άπτονται της εθνικής της κυριαρχίας. Ο κυριότερος λόγος είναι πως στη Χάγη μπορεί να κριθεί μόνο ένα συγκεκριμένο πακέτο τουρκικών αξιώσεων, και η απόφαση του δικαστηρίου θα είναι δεσμευτική για τα δύο μέρη. Οι Τούρκοι, όμως, δεν έχουν σκοπό ούτε να περιοριστούν μόνο στο πακέτο των τωρινών αξιώσεων που έχουν σε βάρος μας, ούτε να αποδεχθούν μία νομικά δεσμευτική απόρριψη κάποιων από τις αξιώσεις τους. Όσα και να κερδίσουν σήμερα, είναι σίγουρο πως αύριο θα θελήσουν ακόμη περισσότερα, και αν έχουν πάει στη Χάγη δεν θα μπορούν να μας πουν «ξέρετε, ξεχάσαμε την προηγούμενη φορά να θέσουμε στο τραπέζι μερικές ακόμα διαφορές μας και πρέπει να ξαναπάμε στη Χάγη να τις επιλύσουμε κι αυτές». Δεν είναι, δηλαδή, δυνατόν για τους Τούρκους να περιοριστούν μόνο σε αυτά που θα τους δώσει η Χάγη, διότι πολύ απλά θα τους έχει ανοίξει η όρεξη με την ελληνική υποχωρητικότητα. Οι Τούρκοι ανέκαθεν ήταν ύαινες και η παρόρμηση να κατασπαράσσουν τα ανήμπορα θύματά τους είναι μέσα στο DNA τους. Επομένως, θεωρώ πως αυτό που θα επιδιώξουν θα είναι να ξεκινήσουν μία διμερή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα (πιθανώς με τους Αμερικανούς ως διαιτητές) η οποία θα έχει απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα, ανοιχτή ατζέντα εφ όλης της ύλης, και δεν θα λαμβάνει υπ' όψιν της εκείνες τις διεθνείς συμβάσεις δικαίου τις οποίες δεν αναγνωρίζει η Τουρκία (όπως τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Montego Bay του 1982). Αυτό θα είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί διότι η ελληνική πλευρά θα αναγκάζεται διαρκούσης της διαπραγμάτευσης να προβαίνει σε υποχωρήσεις ως ενδείξεις καλής θέλησης προκειμένου να κρατάει την Τουρκία στο τραπέζι των συνομιλιών. Εκτιμώ ότι οι Τούρκοι θα επιδιώξουν η όποια συμφωνία υπάρξει να μην έρθει ως πακέτο στο τέλος της διαπραγμάτευσης αλλά να υλοποιείται τμηματικά με τη μορφή αλλεπάλληλων υποχωρήσεων της ελληνικής πλευράς προς αυτούς απλώς και μόνο για να μας κάνουν τη χάρη να συνεχίζουν να μιλάνε μαζί μας.
Θα δεχτεί ο Μητσοτάκης να ξεκινήσει μία διαπραγμάτευση τέτοιου είδους; Όλοι ελπίζουμε ότι δεν θα το κάνει, αλλά δυστυχώς οι ενδείξεις που έχουμε -όπως η προαναγγελία του στον ΣΚΑΪ περί υποχωρήσεων, η νύξη του ότι η απομείωση της εθνικής κυριαρχίας είναι «μία σχετική έννοια», και η φρασεολογία του περί «τόλμης» στα εθνικά θέματα- φανερώνουν ότι θα το δεχτεί. Δεν μπορούμε φυσικά να γνωρίζουμε τα κίνητρά του. Πιθανώς να έχει αναλάβει δέσμευση έναντι των Αμερικανών να κλείσει το ζήτημα των ελληνοτουρκικών διαφορών με οποιοδήποτε εθνικό κόστος, όπως έκανε και ο Τσίπρας με την επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών. Πιθανώς να του έχουν υποσχεθεί ξένοι παράγοντες δελεαστικά ανταλλάγματα για την προσωπική του πολιτική καριέρα. Το σίγουρο είναι ότι δείχνει αποφασισμένος να προχωρήσει στη διαπραγμάτευση με κάθε τίμημα. Οι Τούρκοι φυσικά το αντιλαμβάνονται αυτό, και εικάζω ότι δεν πρόκειται να συναινέσουν σε οτιδήποτε διαφορετικό από τη διμερή διαπραγμάτευση που περιέγραψα.
Εφόσον λοιπόν ξεκινήσει με τη δική μας συγκατάθεση η διαπραγμάτευση-παρωδία, η ελληνική πλευρά θα βρεθεί αμέσως πιασμένη σε παγίδα. Δεν θα μπορεί να πει κάποια στιγμή στους Τούρκους «για σταθείτε ρε παιδιά, εμείς μόνο θα δίνουμε κι εσείς μόνο θα παίρνετε;» διότι πολύ απλά θα έχει αποδεχθεί εξαρχής ότι σ' αυτή τη διαπραγμάτευση η μία πλευρά (η τουρκική) μόνο θα κερδίζει επειδή διεκδικεί τα πάντα ενώ η άλλη (η ελληνική) μόνο θα χάνει επειδή δεν διεκδικεί τίποτα. Άρα εμείς θα δίνουμε διαρκώς εθνική κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα κομμάτι-κομμάτι ενώ οι Τούρκοι το μόνο που θα μας δίνουν θα είναι «ήρεμα νερά στο Αιγαίο», δηλαδή αέρα κοπανιστό, ενώ θα μας πιέζουν και θα μας απειλούν διαρκώς ότι θα φύγουν από τη διαπραγμάτευση.
Η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας ήδη κάνει σοβαρές υποχωρήσεις, δεν θα μπορεί να διακόψει τη διαδικασία διότι τότε θα κατηγορηθεί στο εσωτερικό πως παρ' ότι δώσαμε τόσα πράγματα στους Τούρκους τελικά κάναμε μία τρύπα στο νερό, και αυτό θα συνεπάγεται τεράστιο πολιτικό κόστος. Έτσι η κυβέρνηση, έχοντας μπει ουσιαστικά σε φαύλο κύκλο, θα δικαιολογεί στον ελληνικό λαό τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και των υποχωρήσεων λέγοντας πως «δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία επίλυσης των προβλημάτων μας με την Τουρκία τώρα που έχει παρουσιαστεί διότι δεν ξέρουμε αν θα ξαναϋπάρξει στο μέλλον». Θα διατείνεται μάλιστα ότι «οι διμερείς συνομιλίες σημειώνουν ελπιδοφόρα πρόοδο» ώστε οι Έλληνες πολίτες να μην απαιτήσουν κάποια στιγμή να μπει ένα τέρμα σ’ αυτό το εθνικά ζημιογόνο καραγκιοζιλίκι. Έτσι οι Τούρκοι θα παίρνουν σταδιακά όλα όσα θέλουν από εμάς με τη δική μας υπογραφή χωρίς να πέσει ούτε τουφεκιά, και θα διατηρούν παράλληλα ανοικτή την προοπτική για επιπλέον αξιώσεις, βάζοντας στο τραπέζι του διαλόγου κυριολεκτικά ό,τι τους κατέβει στο μυαλό κάθε φορά, χωρίς να τελειώνει πρακτικά ποτέ αυτός ο κατήφορος. Και, εννοείται, πως ενόσω θα διαρκεί η μαραθώνια διαπραγμάτευση η Κύπρος θα έχει αφεθεί κυριολεκτικά στην τύχη της χωρίς να μπορεί να κάνει ούτε βήμα στην εκμετάλλευση των δικών της υδρογονανθράκων χωρίς την έγκριση της Τουρκίας.
Θα ρωτήσει βεβαίως κανείς «πρακτικά, τι μπορούμε να κάνουμε ως Ελλάδα για να απαλλαχθούμε από τον τουρκικό βραχνά; Τι προτείνεις να γίνει;». Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε (εννοώ η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της) είναι να επιλέξουμε ποιο μέλλον θέλουμε να έχουμε ως έθνος - να το κάνουμε όμως αυτό συνειδητά, με απόλυτη ευκρίνεια και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, χωρίς να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Με τον απολίτιστο και άρπαγα γείτονα που έφεραν δίπλα μας η μοίρα και οι ιστορικές συγκυρίες, έχουμε μόνο δύο εναλλακτικούς δρόμους ανάμεσα στους οποίους μπορούμε να επιλέξουμε τη μελλοντική πορεία μας: είτε τον δρόμο της παράδοσης στην Τουρκία, είτε τον δρόμο του ανυποχώρητου αγώνα για τα εθνικά μας συμφέροντα. Ο πρώτος δρόμος είναι φυσικά ο πιο εύκολος αλλά οδηγεί σε εθνική τραγωδία και ταπείνωση, και σε εθνικό ακρωτηριασμό. Ο δεύτερος δρόμος είναι πολύ δύσκολος και κοπιαστικός αλλά οδηγεί στην εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία.
Αν επιλέξουμε τον πρώτο δρόμο αφήνουμε τον Μητσοτάκη να ολοκληρώσει αυτό που έχει κατά νου, και προσευχόμαστε να μας λυπηθεί ο Θεός. Αν επιλέξουμε τον δεύτερο δρόμο, αλλάζουμε τελείως συμπεριφορά. Σοβαρευόμαστε ως χώρα, οργανωνόμαστε σε όλα τα επίπεδα, και αρχίζουμε να μιλάμε στον Τούρκο στη μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει, αυτή της ισχύος. Πρώτον, θα πρέπει να τον κάνουμε να χωνέψει ότι οι στρατιωτικές απειλές και οι τσαμπουκάδες δεν περνάνε σε εμάς, και να τον ματώνουμε αδίστακτα κάθε φορά που παραβιάζει την εθνική μας κυριαρχία επιδιώκοντας όχι απλώς να καταστρέφουμε το πολεμικό υλικό του αλλά να σκοτώνουμε και το στρατιωτικό προσωπικό του που κάνει την παραβίαση. Θα πρέπει επίσης να περάσουμε έκτακτο νόμο εθνικής ασφάλειας βάσει του οποίου θα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 50 ετών χωρίς αναστολή. Χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς καμία ελάττωση όποιος Τούρκος λαθροδιακινητής συλλαμβάνεται από τις ελληνικές αρχές. Δεύτερον, αν η Τουρκία θέτει 100 αξιώσεις σε βάρος μας, εμείς θα πρέπει να θέτουμε 150 αξιώσεις σε βάρος της, και υπάρχουν πάμπολλες: ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, οι αποζημιώσεις για τις περιουσίες των Ελληνοκυπρίων προσφύγων στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, η απομάκρυνση των Τούρκων εποίκων από το νησί, η επίσημη αναγνώριση από την Τουρκία της Κυπριακής Δημοκρατίας κ.λπ.
Θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε στον Τούρκο πάντα αφ' υψηλού και να μην του δείχνουμε ποτέ «άσπρα δόντια». Να θέτουμε εξωφρενικούς όρους για να δεχτούμε να συζητήσουμε μαζί του, και να του καταστήσουμε απολύτως σαφές πως θα μας βρίσκει πάντα και παντού απέναντί του μέχρι να ικανοποιήσει όλες ανεξαιρέτως τις αξιώσεις μας. Να μην τον αφήνουμε σε χλωρό κλαρί, να επαναλαμβάνουμε διαρκώς τις αξιώσεις μας σε βάρος του, και να τον κοπανάμε αλύπητα σε όλα τα διεθνή fora, όπου βρεθούμε κι όπου σταθούμε, κλείνοντάς του όλες τις διεθνείς πόρτες στις οποίες κρατάμε εμείς τα κλειδιά. Και αν καμία φορά παρ' ελπίδα, κάνει κάποια χειρονομία καλής θέλησης απέναντί μας, εμείς να αυξάνουμε κι άλλο τις απαιτήσεις μας και να σκληραίνουμε τη στάση μας. Μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η Τουρκία και να διαφυλαχθούν η εθνική μας ακεραιότητα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αντιθέτως, με την υποχωρητική τακτική κατευνασμού του θηρίου που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στις «Πρέσπες του Αιγαίου» και σε σίγουρη εθνική πανωλεθρία.
Stirlitz
Σήμερα βλέπουμε την Ελλάδα να εκλιπαρεί ουσιαστικά την Τουρκία να δεχτεί να ξεκινήσει έναν διάλογο από τον οποίο η πατρίδα μας έχει μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο να κερδίσει. Τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη περίπτωση κράτους στα παγκόσμια χρονικά που να παρακαλούσε τους γείτονές του να δεχτούν να συζητήσουν τον ακρωτηριασμό της εθνικής κυριαρχίας του και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του χωρίς να έχει ηττηθεί σε πόλεμο. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα τηρεί αυτή την άκρως εξευτελιστική για την ίδια στάση, το γεγονός αυτό μας θέτει a priori σε μειονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας προτού καν αρχίσει ο διάλογος διότι εμφανιζόμαστε να είμαστε οι επισπεύδοντες, και συνεπώς αυτοί που καίγονται για την επίτευξη συμφωνίας. Επομένως λογικό είναι να μην θέσουμε εμείς τους όρους του διαλόγου αλλά οι Τούρκοι - αυτοί θα αποφασίσουν τι θα συζητήσουμε διότι αν εμείς επιχειρήσουμε να επιβάλουμε την ατζέντα που θέλουμε οι Τούρκοι πολύ απλά δεν θα δεχθούν να καθίσουν και να συζητήσουν μαζί μας και θα αρχίσουν πάλι τις προκλήσεις και τις παραβιάσεις επί του πεδίου.
Εκτιμώ πως η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχθεί να προσφύγουμε από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των όποιων διαφορών μας, ακόμη κι αν η ελληνική πλευρά είναι πρόθυμη να τεθούν στην κρίση του δικαστηρίου ζητήματα που άπτονται της εθνικής της κυριαρχίας. Ο κυριότερος λόγος είναι πως στη Χάγη μπορεί να κριθεί μόνο ένα συγκεκριμένο πακέτο τουρκικών αξιώσεων, και η απόφαση του δικαστηρίου θα είναι δεσμευτική για τα δύο μέρη. Οι Τούρκοι, όμως, δεν έχουν σκοπό ούτε να περιοριστούν μόνο στο πακέτο των τωρινών αξιώσεων που έχουν σε βάρος μας, ούτε να αποδεχθούν μία νομικά δεσμευτική απόρριψη κάποιων από τις αξιώσεις τους. Όσα και να κερδίσουν σήμερα, είναι σίγουρο πως αύριο θα θελήσουν ακόμη περισσότερα, και αν έχουν πάει στη Χάγη δεν θα μπορούν να μας πουν «ξέρετε, ξεχάσαμε την προηγούμενη φορά να θέσουμε στο τραπέζι μερικές ακόμα διαφορές μας και πρέπει να ξαναπάμε στη Χάγη να τις επιλύσουμε κι αυτές». Δεν είναι, δηλαδή, δυνατόν για τους Τούρκους να περιοριστούν μόνο σε αυτά που θα τους δώσει η Χάγη, διότι πολύ απλά θα τους έχει ανοίξει η όρεξη με την ελληνική υποχωρητικότητα. Οι Τούρκοι ανέκαθεν ήταν ύαινες και η παρόρμηση να κατασπαράσσουν τα ανήμπορα θύματά τους είναι μέσα στο DNA τους. Επομένως, θεωρώ πως αυτό που θα επιδιώξουν θα είναι να ξεκινήσουν μία διμερή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα (πιθανώς με τους Αμερικανούς ως διαιτητές) η οποία θα έχει απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα, ανοιχτή ατζέντα εφ όλης της ύλης, και δεν θα λαμβάνει υπ' όψιν της εκείνες τις διεθνείς συμβάσεις δικαίου τις οποίες δεν αναγνωρίζει η Τουρκία (όπως τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Montego Bay του 1982). Αυτό θα είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί διότι η ελληνική πλευρά θα αναγκάζεται διαρκούσης της διαπραγμάτευσης να προβαίνει σε υποχωρήσεις ως ενδείξεις καλής θέλησης προκειμένου να κρατάει την Τουρκία στο τραπέζι των συνομιλιών. Εκτιμώ ότι οι Τούρκοι θα επιδιώξουν η όποια συμφωνία υπάρξει να μην έρθει ως πακέτο στο τέλος της διαπραγμάτευσης αλλά να υλοποιείται τμηματικά με τη μορφή αλλεπάλληλων υποχωρήσεων της ελληνικής πλευράς προς αυτούς απλώς και μόνο για να μας κάνουν τη χάρη να συνεχίζουν να μιλάνε μαζί μας.
Θα δεχτεί ο Μητσοτάκης να ξεκινήσει μία διαπραγμάτευση τέτοιου είδους; Όλοι ελπίζουμε ότι δεν θα το κάνει, αλλά δυστυχώς οι ενδείξεις που έχουμε -όπως η προαναγγελία του στον ΣΚΑΪ περί υποχωρήσεων, η νύξη του ότι η απομείωση της εθνικής κυριαρχίας είναι «μία σχετική έννοια», και η φρασεολογία του περί «τόλμης» στα εθνικά θέματα- φανερώνουν ότι θα το δεχτεί. Δεν μπορούμε φυσικά να γνωρίζουμε τα κίνητρά του. Πιθανώς να έχει αναλάβει δέσμευση έναντι των Αμερικανών να κλείσει το ζήτημα των ελληνοτουρκικών διαφορών με οποιοδήποτε εθνικό κόστος, όπως έκανε και ο Τσίπρας με την επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών. Πιθανώς να του έχουν υποσχεθεί ξένοι παράγοντες δελεαστικά ανταλλάγματα για την προσωπική του πολιτική καριέρα. Το σίγουρο είναι ότι δείχνει αποφασισμένος να προχωρήσει στη διαπραγμάτευση με κάθε τίμημα. Οι Τούρκοι φυσικά το αντιλαμβάνονται αυτό, και εικάζω ότι δεν πρόκειται να συναινέσουν σε οτιδήποτε διαφορετικό από τη διμερή διαπραγμάτευση που περιέγραψα.
Εφόσον λοιπόν ξεκινήσει με τη δική μας συγκατάθεση η διαπραγμάτευση-παρωδία, η ελληνική πλευρά θα βρεθεί αμέσως πιασμένη σε παγίδα. Δεν θα μπορεί να πει κάποια στιγμή στους Τούρκους «για σταθείτε ρε παιδιά, εμείς μόνο θα δίνουμε κι εσείς μόνο θα παίρνετε;» διότι πολύ απλά θα έχει αποδεχθεί εξαρχής ότι σ' αυτή τη διαπραγμάτευση η μία πλευρά (η τουρκική) μόνο θα κερδίζει επειδή διεκδικεί τα πάντα ενώ η άλλη (η ελληνική) μόνο θα χάνει επειδή δεν διεκδικεί τίποτα. Άρα εμείς θα δίνουμε διαρκώς εθνική κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα κομμάτι-κομμάτι ενώ οι Τούρκοι το μόνο που θα μας δίνουν θα είναι «ήρεμα νερά στο Αιγαίο», δηλαδή αέρα κοπανιστό, ενώ θα μας πιέζουν και θα μας απειλούν διαρκώς ότι θα φύγουν από τη διαπραγμάτευση.
Η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας ήδη κάνει σοβαρές υποχωρήσεις, δεν θα μπορεί να διακόψει τη διαδικασία διότι τότε θα κατηγορηθεί στο εσωτερικό πως παρ' ότι δώσαμε τόσα πράγματα στους Τούρκους τελικά κάναμε μία τρύπα στο νερό, και αυτό θα συνεπάγεται τεράστιο πολιτικό κόστος. Έτσι η κυβέρνηση, έχοντας μπει ουσιαστικά σε φαύλο κύκλο, θα δικαιολογεί στον ελληνικό λαό τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και των υποχωρήσεων λέγοντας πως «δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία επίλυσης των προβλημάτων μας με την Τουρκία τώρα που έχει παρουσιαστεί διότι δεν ξέρουμε αν θα ξαναϋπάρξει στο μέλλον». Θα διατείνεται μάλιστα ότι «οι διμερείς συνομιλίες σημειώνουν ελπιδοφόρα πρόοδο» ώστε οι Έλληνες πολίτες να μην απαιτήσουν κάποια στιγμή να μπει ένα τέρμα σ’ αυτό το εθνικά ζημιογόνο καραγκιοζιλίκι. Έτσι οι Τούρκοι θα παίρνουν σταδιακά όλα όσα θέλουν από εμάς με τη δική μας υπογραφή χωρίς να πέσει ούτε τουφεκιά, και θα διατηρούν παράλληλα ανοικτή την προοπτική για επιπλέον αξιώσεις, βάζοντας στο τραπέζι του διαλόγου κυριολεκτικά ό,τι τους κατέβει στο μυαλό κάθε φορά, χωρίς να τελειώνει πρακτικά ποτέ αυτός ο κατήφορος. Και, εννοείται, πως ενόσω θα διαρκεί η μαραθώνια διαπραγμάτευση η Κύπρος θα έχει αφεθεί κυριολεκτικά στην τύχη της χωρίς να μπορεί να κάνει ούτε βήμα στην εκμετάλλευση των δικών της υδρογονανθράκων χωρίς την έγκριση της Τουρκίας.
Θα ρωτήσει βεβαίως κανείς «πρακτικά, τι μπορούμε να κάνουμε ως Ελλάδα για να απαλλαχθούμε από τον τουρκικό βραχνά; Τι προτείνεις να γίνει;». Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε (εννοώ η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της) είναι να επιλέξουμε ποιο μέλλον θέλουμε να έχουμε ως έθνος - να το κάνουμε όμως αυτό συνειδητά, με απόλυτη ευκρίνεια και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, χωρίς να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Με τον απολίτιστο και άρπαγα γείτονα που έφεραν δίπλα μας η μοίρα και οι ιστορικές συγκυρίες, έχουμε μόνο δύο εναλλακτικούς δρόμους ανάμεσα στους οποίους μπορούμε να επιλέξουμε τη μελλοντική πορεία μας: είτε τον δρόμο της παράδοσης στην Τουρκία, είτε τον δρόμο του ανυποχώρητου αγώνα για τα εθνικά μας συμφέροντα. Ο πρώτος δρόμος είναι φυσικά ο πιο εύκολος αλλά οδηγεί σε εθνική τραγωδία και ταπείνωση, και σε εθνικό ακρωτηριασμό. Ο δεύτερος δρόμος είναι πολύ δύσκολος και κοπιαστικός αλλά οδηγεί στην εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία.
Αν επιλέξουμε τον πρώτο δρόμο αφήνουμε τον Μητσοτάκη να ολοκληρώσει αυτό που έχει κατά νου, και προσευχόμαστε να μας λυπηθεί ο Θεός. Αν επιλέξουμε τον δεύτερο δρόμο, αλλάζουμε τελείως συμπεριφορά. Σοβαρευόμαστε ως χώρα, οργανωνόμαστε σε όλα τα επίπεδα, και αρχίζουμε να μιλάμε στον Τούρκο στη μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει, αυτή της ισχύος. Πρώτον, θα πρέπει να τον κάνουμε να χωνέψει ότι οι στρατιωτικές απειλές και οι τσαμπουκάδες δεν περνάνε σε εμάς, και να τον ματώνουμε αδίστακτα κάθε φορά που παραβιάζει την εθνική μας κυριαρχία επιδιώκοντας όχι απλώς να καταστρέφουμε το πολεμικό υλικό του αλλά να σκοτώνουμε και το στρατιωτικό προσωπικό του που κάνει την παραβίαση. Θα πρέπει επίσης να περάσουμε έκτακτο νόμο εθνικής ασφάλειας βάσει του οποίου θα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 50 ετών χωρίς αναστολή. Χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς καμία ελάττωση όποιος Τούρκος λαθροδιακινητής συλλαμβάνεται από τις ελληνικές αρχές. Δεύτερον, αν η Τουρκία θέτει 100 αξιώσεις σε βάρος μας, εμείς θα πρέπει να θέτουμε 150 αξιώσεις σε βάρος της, και υπάρχουν πάμπολλες: ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, οι αποζημιώσεις για τις περιουσίες των Ελληνοκυπρίων προσφύγων στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, η απομάκρυνση των Τούρκων εποίκων από το νησί, η επίσημη αναγνώριση από την Τουρκία της Κυπριακής Δημοκρατίας κ.λπ.
Θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε στον Τούρκο πάντα αφ' υψηλού και να μην του δείχνουμε ποτέ «άσπρα δόντια». Να θέτουμε εξωφρενικούς όρους για να δεχτούμε να συζητήσουμε μαζί του, και να του καταστήσουμε απολύτως σαφές πως θα μας βρίσκει πάντα και παντού απέναντί του μέχρι να ικανοποιήσει όλες ανεξαιρέτως τις αξιώσεις μας. Να μην τον αφήνουμε σε χλωρό κλαρί, να επαναλαμβάνουμε διαρκώς τις αξιώσεις μας σε βάρος του, και να τον κοπανάμε αλύπητα σε όλα τα διεθνή fora, όπου βρεθούμε κι όπου σταθούμε, κλείνοντάς του όλες τις διεθνείς πόρτες στις οποίες κρατάμε εμείς τα κλειδιά. Και αν καμία φορά παρ' ελπίδα, κάνει κάποια χειρονομία καλής θέλησης απέναντί μας, εμείς να αυξάνουμε κι άλλο τις απαιτήσεις μας και να σκληραίνουμε τη στάση μας. Μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η Τουρκία και να διαφυλαχθούν η εθνική μας ακεραιότητα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αντιθέτως, με την υποχωρητική τακτική κατευνασμού του θηρίου που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στις «Πρέσπες του Αιγαίου» και σε σίγουρη εθνική πανωλεθρία.
Stirlitz
Πηγή:https://www.efenpress.gr
Σχόλια