Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ
Στο συλλογικό έργο “Οι δρόμοι των Ελλήνων” συνέγραψα το κείμενο για τους Έλληνες στην Π.Γ.Δ. Μακεδονίας.
Η ένταση μεταξύ των δύο χωρών και το ανεπίλυτο πρόβλημα με την οριστική ονομασία της νέας αυτής χώρας, δημιούργησαν εντάσεις και αύξησαν τις προκαταλήψεις και στις δύο πλευρές των συνόρων. Η υποχώρηση του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, που εκτιμώ ότι είναι η κύρια πηγή έντασης, και ο έντιμος συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο χώρες, θα επιτρέψει την ψύχραιμη αποτίμηση του παρελθόντος. Παράλληλα, θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα περιορίσει τον ένθεν κακείθεν εθνικιστικό εξτρεμισμό, θα επιδράσει ευνοϊκά στις ανθρώπινες κοινότητες που παραμένουν μέχρι σήμερα και διεκδικούν και στις δύο χώρες τα στοιχειώδη δικαιώματα, όσον αφορά το σεβασμό της ταυτότητάς τους. Παρακάτω παραθέτω το πλήρες κείμενο όπως το κατέθεσα στους εκδότες.
Οι Έλληνες της FYROM
Ένα από τα πλέον άγνωστα τμήματα των εκτός Ελλάδας Ελλήνων, είναι αυτό που κατοικεί στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το πολιτικό αδιέξοδο στις σχέσεις με την Ελλάδα, η ιδεολογία του μακεδονισμού και η παραδοσιακή έλλειψη ενδιαφέροντος τόσο από το ελληνικό κράτος όσο και από την ακαδημαϊκή κοινότητα, συνέβαλαν στην άγνοια της ιστορίας τους αλλά και της σύγχρονης παρουσίας τους
Κατά το 19ο αιώνα, πριν την έλευση των εθνών-κρατών και την επικράτηση των εθνικισμών, ο πληθυσμός αυτός κατοικούσε κατά πλειονότητα στην περιοχή της Πελαγονίας, που περιλαμβάνει την Οχρίδα (Αχρίδα), το Μοναστήρι, τη Γευγελή, και τη Στρώμνιτσα. Τα βόρεια όριά του, που ταυτίζονταν με τα όρια της ιστορικής Μακεδονίας, ήταν το Κρούσοβο και το Πρίλαπο. Οι πρώτες εθνικές συγκρούσεις άρχισαν το 1870, με τη δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχείας και με την απόπειρα των Βούλγαρων εθνικιστών να αποσπάσουν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς από την επιρροή του ελληνόφωνου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο σλαβόφωνος πληθυσμός διασπάστηκε. Ένα μέρος προσχώρησε στην Εξαρχία, ενώ ένα άλλο σημαντικό παρέμεινε πιστό στην παραδοσιακή Ρωμιοσύνη.
Οι βασικές ομάδες του ελληνισμού της Πελαγονίας ήταν οι πατριαρχικοί σλαβόφωνοι, οι Βλάχοι που τους αποκαλούσαν Γκραικομάνους και οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι. Ο Σλαβομακεδόνας ιστορικός Krste Bitoski αναφέρει: «Aυτοί οι Βλάχοι, βαθμιαία καθίστανται η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητρόπολης της Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία του Μοναστηρίου ήταν σε ελληνικά χέρια κατά τα μέσα του 19ου αιώνα…»
Στο Υπόμνημα που απέστειλε η Ελληνική Κοινότητα της Πελαγονίας το 1903 προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, περιγράφεται με σαφήνεια η πολιτιστική και εθνική κατάσταση: «…λαλούμεν ελληνιστί, βουλγαριστί, βλαχιστί, αλβανιστί αλλ’ αυδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμφισβητεί προς ημάς τούτο.»
Η ένταση των εθνοτικών συγκρούσεων στην περιοχή φαίνεται και από τη μαρτυρία του Michel Pailares: «Στο Μοναστήρι, όλοι οι Βλάχοι είναι Έλληνες ως τα βάθη της καρδιάς τους, με ελληνικές παραδόσεις και ιδανικά. Στέλνουν πάνω από δύο χιλιάδες παιδιά στα σχολεία του ελληνισμού, που τα πλουτίζουν με τις εισφορές τους. Αυτοί βρίσκονται επικεφαλής του πιο σκληρού και αμείλικτου αγώνα εναντίον της Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Δημιούργησαν μια μυστική επιτροπή που είναι ο τρόμος των κομιτατζήδων. Ούτε ο μητροπολίτης ούτε ο Έλληνας πρόξενος μπορούν να μετριάσουν τον έξαλλο πατριωτισμό τους…»
Μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και την ενσωμάτωση της περιοχής στο νεοσύστατο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) η κατάσταση χειροτέρευσε. Οι Σέρβοι ακολούθησαν μια πολιτική εκσλαβισμού και εκσερβισμού. Απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας και έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες. Σε ιδεολογικό επίπεδο, μετωνόμασε τους κατοίκους σε «παλιούς Σέρβους» (starii Srbrji). Η πολιτική αυτή αντικαταστάθηκε με την πολιτική εκβουλγαρισμού κατά τη διάρκεια τόσο της περιόδου 1916-1918, όταν η περιοχή κατελήφθη από τις Κεντρικές Δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια θα επανέλθει στη σερβική δικαιοδοσία και η επαρχία θα oνομαστεί Vardarska. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα υποστεί τη γερμανική Κατοχή. Τότε θα επιστρέψουν και οι Βούλγαροι στην περιοχή και θα συνεχίσουν την πολιτική εκβουλγαρισμού. Αυτή την πολιτική θα προσπαθήσει να ακυρώσει ο Τίτο στη συνέχεια, εφευρίσκοντας το ιδεολόγημα του μακεδονισμού.
Κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο οι Έλληνες των Σκοπίων υπέστησαν την πολιτική της μακεδονοποίησης, που ακολούθησαν όλες οι γιουγκοσλαβικές κυβερνήσεις. Η πολιτική αυτή θα βρει την πλήρη αποθέωση μετά τη διάλυση της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας, όταν στη νέο κράτος της FYROM θα επικρατήσουν οι Σλαβομακεδόνες εθνικιστές, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να ακυρώσουν τη σλαβική καταγωγή της πλειονότητας των κατοίκων και να εμφυσήσουν στους πληθυσμούς -πλην Αλβανών- τη βεβαιότητα ότι υπήρχε από την αρχαιότητα το έθνος των Μακεδόνων, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τους Έλληνες.
Τα πληθυσμιακά μεγέθη
Ο αριθμός των Ελλήνων δεν είναι εξακριβωμένος και οι διάφορες εκτιμήσεις έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Οι Έλληνες της περιοχής προέρχονται κυρίως από Βλάχους, Σαρακατσάνους και πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου.
Το δεδομένο είναι ότι στην πλέον πρόσφατη απογραφή του 2002, δήλωσαν ελληνική καταγωγή 422 άτομα. Είναι βέβαιο ότι το τεταμένο κλίμα στις σχέσεις Ελλάδας-FYROM, επηρέασε τον ελληνικό πληθυσμό στο να αποκαλύψει την εθνική του ταυτότητα. Στην προηγούμενη απογραφή του 1994 είχαν δηλωθεί 349 Έλληνες και 8.300 Βλάχοι ως ξεχωριστή εθνική ομάδα.
Τα έως τώρα ρεαλιστικότερα δεδομένα προέρχονται είτε από μια δήλωση του Ν. Γκλιγκόροφ, πρώτου προέδρου της FYROM, είτε από αμερικανικές εκτιμήσεις , είτε από επεξεργασία των παλαιότερων απογραφικών στοιχείων, είτε από εκτιμήσεις των ίδιων των Ελλήνων του κράτους αυτού. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ, έκανε την δήλωσή του κατά την περίοδο των πρώτων συνομιλιών για την επίτευξη συμφωνίας για το όνομα του νέου κράτους. Στη δήλωση αυτή στην τσεχική εφημερίδα Cesny Denik τον Ιούνιο του ‘92, ανέφερε την ύπαρξη 100.000 πολιτών ελληνικής καταγωγής. Η δήλωση αυτή είναι μέρος μιας ευρύτερης συνέντευξης και απάντηση στην παρακάτω ερώτηση:
H εκτίμηση αυτή του Γκλιγκόροφ αναδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Μεσημβρινή” της 16-6-1993.
Κάποιες από δηλώσεις των ιδίων των Ελλήνων της χώρας, αυτής διπλασιάζουν την εκτίμηση Γκλιγκόροφ, ενώ ανεπιβεβαίωτες πηγές που δημοσιεύτηκαν στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, ισχυρίζονται ότι στην απογραφή του 1991 –στην οποία βασίζεται και ο Γκλιγκόροφ- περι τις 200.000 άτομα δήλωσαν ελληνική εθνική συνείδηση. Σε έκθεση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για τα δικαιώματα των μειονοτήτων που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1995, έκανε λόγο για «καταπιεζόμενη ελληνική μειονότητα». Στην επίσημη ιστοσελίδα της CIA, αναφέρεται ότι το 2002 στη χώρα αυτή ζουν Σλαβομακεδόνες (αναφέρονται ως Macedonian), 25.2% Αλβανοί, 3.9% Τούρκοι, 2.7% Ρομά, 1.8% Σέρβοι, 2.2% άλλοι .
Αδιευκρίνιστος παραμένει ο βαθμός ταύτισης της δήλωσης «Βλάχος» με το «Έλληνας». Ο Κωσταντίνος Χολέβας αφού αναφέρει την εκτίμηση του σερβικού περιοδικού «Zabavnik» (Δεκέμβριος ’88) της εφημερίδας Politika ότι στην περιοχή των Σκοπίων υπήρχαν 150.000 «Βλαχόφωνοι ή Τσίντσαροι», υποστηρίζει: «Ως προς τους Ελληνοβλάχους, η απογραφή του 1948 τους υπολόγιζε σε 148.000. Στη στατιστική υπηρεσία των Σκοπίων φαίνεται ότι το 1953 αναγνώριζαν 80-100.000 Βλάχους, όπως τους έλεγαν, προσπαθώντας πονηρά να αποκόψουν τους Βλαχόφωνους Έλληνες από την ελληνική τους ρίζα και να τους μετατρέψουν σε ξεχωριστή μειονότητα. Οι Βλάχοι όμως, και στην Αλβανία και στα Σκόπια, δε δέχτηκαν ποτέ την Αλβανοποίηση ή Σκοπιανοποίηση, αλλά επειδή φοβούνταν να πουν «Έλληνας», κράτησαν τον όρο «Βλάχος» ως την τελευταία γραμμή άμυνας του ελληνισμού».
Ενδιαφέρον έχουν παλιότερες εκτιμήσεις. Το 1913, όταν η περιοχή περιήλθε στη σερβική κατοχή, στο Μοναστήρι κατοικούσαν 14.000 Έλληνες σε σύνολο 42.000. Στο Κρούσοβο κατοικούσαν 3.218 Έλληνες σε σύνολο 4.918. Το Μεγάροβο ήταν αμιγές ελληνικό με 2.410 κατοίκους όπως και η Μιλοβίστα με 2.150, καθώς και η Νιζόπολη με 1890, το Τίρνοβο με 2.430, το Μπούκοβο με 1474, το Ντράγκος με 717, η Ρέσνα με 1000 κ.ά. Ακόμα και στα Σκόπια, σε κείμενο διαμαρτυρίας για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου Ενδιαφέρον επίσης έχει και η απογραφή που έκαναν το 1941 οι Γερμανοί κατακτητές. Απ’ αυτήν προκύπτει ότι σε σύνολο 800.000, το 12%, δηλαδή 100.000, ήταν Έλληνες.
Στη συνέχεια, την τιτοϊκή εποχή, στην απογραφή του 1951 θα απογραφούν 158.000 Έλληνες στην περιοχή. Απ’ αυτούς οι 25.000 ήταν γηγενείς Έλληνες κάτοικοι Μοναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σε σύνολο 900.000 οι ελληνικής συνείδησης κάτοικοι ανέρχονταν στο 18%. Στη συνέχεια, οι αρχές θα εκπονήσουν πολιτική μείωσης του αριθμού των Ελλήνων. Αυτό θα το πετύχουν με την υποχρεωτική καταγραφή των Βλάχων ως «Αρομούνων» ή ως «Μακεδόνων». Αντίστοιχα θα επιχειρήσουν και με τους πολιτικούς πρόσφυγες, μικρό μέρος των οποίων προερχόταν από το σλαβομακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Ο διωγμός των ελληνικής συνείδησης κατοίκων της περιοχής αυτής της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, πήρε το χαρακτήρα της υποχρεωτικής τους διάσπασης σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες: Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Μακεδόνες, Γιουγκοσλάβοι. (1878) συγκεντρώθηκαν 10.000 υπογραφές.
Γι αυτό και οι απογραφές του 1961 και του 1971 δίνουν τελείως ασαφή στοιχεία. Με μια έννοια, μόνο με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κατά την εποχή της δημοκρατικής ευφορίας και πριν επικρατήσουν οι ακραίοι εθνικιστές, που ανήγαγαγαν το μακεδονισμό σε κυρίαρχη και αποκλειστική ιδεολογία του νέου κράτους, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε ελεύθερη διατύπωση του εθνικού συναισθήματος. Και αυτό συνέβη μόνο στην απογραφή του 1991, στην οποία βασίστηκε ο Γκλιγκόροφ για να δημοσιοποιήσει την προσωπική του εκτίμηση.
Πάντως σήμερα δημιουργούνται σε αρκετές πόλεις ιδιωτικά φροντιστήρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Οι Σαρακατσάνοι, ως πλέον τολμηροί, έχουν ιδρύσει από το 2003 στα Σκόπια ένα σύλλογο με την επωνυμία «Το Χελιδόνι», ο οποίος έχει έως σήμερα 320 μέλη. Ο πρόεδρος του συλλόγου Δημήτρης Αποστολου περιέγραψε ως εξής την κατάσταση: «Εδώ υπάρχουν πολλές οικογένειες Σαρακατσάνων και πολλά νέα παιδιά, που θέλουν να μάθουν την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο.
Τόσα χρόνια, υποσχέσεις μόνο στα λόγια. Σβήνουμε. Μην εκπλαγείτε αν δείτε Σαρακατσάνους με βουλγαρική υπηκοότητα. Η απόγνωση θα οδηγήσει πολλούς στην αγκαλιά της Βουλγαρίας…. Μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 10.000 πολίτες της ΠΓΔΜ, έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα, μεταξύ των οποίων και ο τέως πρωθυπουργός της χώρας (1998-2002) Λιούπσο Γκεοργκιέφσκι…. Ζητάμε από την Ελλάδα να μας παραχωρήσει διπλή υπηκοότητα, όπως έγινε με τους Βορειοηπειρώτες. Είμαστε Έλληνες και θέλουμε να παραμείνουμε Έλληνες, στα χώματα που γεννηθήκαμε. Γέφυρα φιλίας της Ελλάδας με τα Σκόπια»
Η ιστορία των κοινοτήτων
[από τον “Ατλαντα της ελληνικής διασποράς”]
Μοναστηρι
«Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι… Είναι μια μεγάλη πολιτεία σερβική, που οι κάτοικοί της είναι Έλληνες…Μιλάνε ψιθυριστα, περπατάνε τρομαγμένα..»
Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω
Το Μοναστήρι υπήρξε η γεωγραφική και πνευματική καρδιά της Πελαγονίας. Η σύσταση του πληθυσμού της κατά την οθωμανική εποχή ήταν πολυεθνική. Κατοικούσαν Έλληνες, Βούλγαροι, Οθωμανοί ποικίλων εθνοτικών καταγωγών, Τσιγγάνοι, Αρμένιοι. Θρησκευτικά υπήρχαν χριστιανοί (ορθόδοξοι, λίγοι ουνίτες και διαμαρτυρόμενοι), εβραίοι και μουσουλμάνοι. Ο περιηγητής Victor Berar περιγράφει το Μοναστήρι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα: «Στη χριστιανική συνοικία του μοναστηριού είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον Έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα και τα τζάμια, τα bow-windows, τα πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του έλληνα για τον ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες της Αθήνας. Το σπίτι του έλληνα στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα, μπορεί να είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο, τόσο επιθυμητό στο διαβάτη.
Μουσουλμανικό το Μοναστήρι στα βόρεια, στους κήπους, στις λεύκες, στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια που απλώνουν τη σκιά τους πάνω σε ναργιλέδες και σε τουρμπάνια. Ελληνικό στα νότια, στα ξενοδοχεία της ανατολής, στους πύργους της Ανατολής, τους πύργους του Άιφελ, στα μπαλκόνια με τις πολύχρωμες προσόψεις, τους ντενεκέδες, τους πωλητές λαδιού, σαρδέλας και πετρελαίου. Εβραϊκό σε μερικούς δρόμους ενός παλιού γκέτο, δρόμους σκοτεινούς, γεμάτους ασπρόρουχα, παλιοκούρελα και γυναίκες με μάτια που φανερώνουν το βίτσιο. Αυτό είναι το Μοναστήρι που βλέπουμε στα μάτια μας…».
Το Μοναστήρι (Μπίτολα το ονομάζουν σήμερα) είναι χτισμένο δίπλα στον ποταμό Δραγόρα, στους πρόποδες του όρους Περιστέρι το 349 π.χ. Ο Φίλιππος ίδρυσε την πολιτεία της Ηράκλειας, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη. Στα μεσαιωνικά χρόνια συναντάται ως «Βουτόλιον». Σημαντική ημερομηνία είναι το 972 μ.Χ. όταν ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών κυριεύει την πόλη. Είχε προηγηθεί η συντριβή των Βυζαντινών στρατευμάτων από τον Κρούμο σε μια περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Sare Grek» δηλαδή «Τόπος καταστροφής των Ελλήνων».
Οι Βυζαντινοί του Βασιλείου του Β’ επανακτούν την πόλη, η οποία θα περάσει στον έλεγχο των Οθωμανών το 1382. Από τότε εμφανίζεται η ονομασία «Μοναστήρι», εξαιτίας ενός μοναστηριού που υπήρχε κοντά και ήταν η έδρα του μητροπολίτη Πελαγονίας και Άνω Μακεδονίας.
Η χρυσή εποχή της πόλης θα είναι μετά τα ορλωφικά, όταν μετά την καταστολή της ελληνικής επανάστασης του 1770, πλήθη Ηπειρωτών και Δυτικομακεδόνων προσφύγων θα κατακλύσουν την πόλη. Το 1830 η πόλη θα έχει 25.000 κατοίκους, εκ των οποίων τα 2/3 θα είναι Έλληνες, κυρίως βλαχόφωνοι.
Με την εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού και τον ανταγωνισμό των εθνικών ομάδων στη Μακεδονία, το Μοναστήρι θα μετατραπεί από το 1870 στο σημαντικότερο ελληνικό πολιτικό κέντρο.
Η τελευταία οθωμανική απογραφή του 1910 αναφέρει πληθυσμό 40.000 ατόμων, ενώ οι επίσημες εκτιμήσεις της ελληνικής Μητρόπολης του 1912 θα μιλούν για 43.000.
Η μοίρα της πόλης, που απέχει μόλις 15 χιλιόμετρα από τα σύνορα, θα κριθεί στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν στις 5 Νοεμβρίου του 1912 θα καταληφθεί από τα σερβικά στρατεύματα. Οι Σέρβοι θα ακολουθήσουν πολιτική εθνικής καταπίεσης των Ελλήνων και εποικισμού της περιοχής από φιλικούς σλαβικούς πληθυσμούς. Η περιοχή του Μοναστηρίου θα υποστεί τις γνωστές σκληρές διαδικασίες αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας που επέφερε η εποχή του έθνους-κράτους και άλλαξε ριζικά το παλιό πολυεθνικό πρόσωπο των κοινωνιών.
Υπολογίζεται ότι έως το 1935 θα εγκατασταθούν στην περιοχή 19.000 οικογένειες Σέρβων και Βόσνιων, ενώ περισσότερες από 8.000 ελληνικές κατοικίες θα δημευτούν προς όφελος των εποίκων. Το ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου θα κλείσει το 1923 ενώ το 1924 θεσπίζεται απαγόρευση ομιλίας της ελληνικής γλώσσας σε δημόσιο χώρο, καθώς και η ανάρτηση ελληνικών επιγραφών στα καταστήματα. Πέντε χρόνια αργότερα θα κλείσουν τα ελληνικά σχολεία.
Χιλιάδες Έλληνες θα πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και θα καταφύγουν στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη.
Bιβλιογραφία
– Χρήστος Ανδρεάδης, “Ανέκδοτα έγγραφα των κατοίκων Μεγάροβου και Τύρνοβου”, περ. Μακεδονικά, εκδ. Εταιρεία ΜακεδονικώνΣπουδών, τομ. 21, σελ. 309-318, 1981
– Θεοφύλακτος Αχρίδος, Οι δεκαπέντε μάρτυρες της Τιβεριούπολης, μετάφραση Π. Βλαχάκος, εκδ. Ζήτρος, 2008
– Παναγιωτοπούλου, Άννα Α., Από τη Θεσσαλονίκη στο Κρούσοβο. Ιδεολογία, οργάνωση, και δράση της Ε.Μ.Ε.Ο. (1893-1903), μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φ.Λ.Σ., Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1993,
– Κrste Bitoski, Makedonija I knezevstvo Bugarija (1893-1903), Σκόπια, 1977.
– https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/mk.html#People
– Douglas Dakin, Ο Ελληνικός αγώνας στην Μακεδονία, εκδόσεις Κυριακίδη, 1993
– Κωσταντίνος Χολέβας, «Ο ελληνισμός της περιοχής των Σκοπίων», Πρακτικά Α΄Συνεδρίου Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού περιφέρειας Ευρώπης, Λευκωσία, 1997, σελ. 221-225.
– Σωτηρίου Στέφανος Μειονότητες και αλυτρωτισμός, εκδ. «Ευρωεκδοτική», Αθήνα 1991.
– Σωτηρίου Στέφανος, Οι βλαχόφωνοι του ευρωπαϊκού και βαλκανικού χώρου, εκδ. «Πελασγός» Αθήνα 1998.
– Δημήτρης Τσούτσας, κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ο λαός του Αλμυρού”, 4 Μαρτίου 2008.
– Τζινίκου-Κακουλή Αθηνά, Γιατροί στο μακεδονικό αγώνα, εκδ. «Μαίανδρος», Θεσσαλονίκη 1996.
– Χρυσανθόπουλος Μιχαήλ, Οι Έλληνες στη Βόρειο Μακεδονία, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1997.
– Andonovski H, Makedonia I Vojvodin (Η Μακεδονία και η Βοϊβοντίνα), Beograd 1959.
– Ilic Tanasije, Privredne I drustvene prilike u Zemunu, 1770-1820 (Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στο Σεμλίνο, 1779-1820), Spomenica Zemunske biblioteke, Zenum 1966.
– Pankovic Dusan, Sprske bibliografije (Σερβικές βιβλιογραφίες), Beograd 1982.
– Popovic Dusan, Beograd pre 200 godina (Το Βελιγράδι πριν από 200 χρόνια), Beograd 1935.
– Popovic Dusan, O Cincrima (Περί Κουτσοβλάχων), Beograd 1927.
– Stajic V., Cincari u Novom Sadu» (Οι Κουτσόβλαχοι του Νόβι Σαντ), Glasnik Istoriskog Drustva, u Novom Sadu, 1936.
– Terzic Slavenko, Srbja I Grcka 1856-1903 (Η Σερβία και η Ελλάδα μεταξύ 1856-1903»), Sanu, Beograd 1992.
– Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, Το Κρούσοβο πέρα από την ιστορία και τη μνήμη 1845-1903, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, 2004
diasporic.org,http://amfipolinews.blogspot.gr/
Σχόλια