Γιατί η Ελλάδα μπορεί να είναι η νέα Lehman
Θυμάστε
όταν το 2008 το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ αποφάσισε να αφήσει τη
Lehman Brothers να καταστραφεί, ως παράδειγμα για τους υπόλοιπους, και
μετά ανακάλυψε πως και οι υπόλοιποι κατέρρεαν;
Τώρα,
η Γερμανία και τα άλλα μέλη της ευρωζώνης προσπαθούν να αναπαράγουν
αυτό το πανέξυπνο τέχνασμα με την Ελλάδα. Εάν ψάχνατε πού θα ξεκινήσει η
επόμενη οικονομική κατάρρευση, δε χρειάζεται να ψάξετε αλλού. Το πιο
πιθανό είναι πως ανά πάσα στιγμή θα ξεκινήσει στην Ευρώπη.
Εάν
συμβεί αυτό, οι πολιτικές συνέπειες θα μπορούσαν να είναι χειρότερες από
της περασμένης φοράς. Όσο περίεργο και αν είναι, οι πολιτικοί κίνδυνοι
είναι πιο εύκολο να αξιολογηθούν από τους οικονομικούς. Ο κίνδυνος μιας
ελληνικής χρεοκοπίας ή εξόδου από το ευρώ: Εάν το αριστερό κόμμα που
ηγείται της νέας κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ, απαξιωθεί, μετά και την απαξίωση
των παλαιών θεσμικών κομμάτων, ο κίνδυνος που ενισχύεται είναι η
φασιστική εναλλακτική, η Χρυσή Αυγή.
Στη
συνέχεια, τα πολιτικά ρίσκα επεκτείνονται γρήγορα στη Γαλλία, η οποία
είναι η πιο τρομακτική χώρα στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Ήδη, το 25% που
κατέχει στις δημοσκοπήσεις το κατά των μεταναστών και κατά της ΕΕ Εθνικό
Μέτωπο της Μαρίν Λε Πεν προκαλεί τρόμο. Όμως φανταστείτε τι μπορεί να
κάνει μια νέα πολιτική και οικονομική κρίση στην Ευρώπη για την κυρία Λε
Πεν: οι πιθανότητές της να γίνει πρόεδρος της Γαλλίας το 2017 θα
εκτινάσσονταν.
Ένας
άλλος κίνδυνος είναι πως το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης παραμένει
ευάλωτο, δεν έχει ξεκαθαριστεί και ενισχυθεί όπως συνέβη με το
αμερικανικό τραπεζικό σύστημα από το 2008. Όσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα είναι έτοιμη και ικανή να τυπώνει χρήματα για να προσφέρει
ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, αυτό θα συνεχίσει να ισχύει. Τι θα
συνέβαινε όμως αν αυτό σταματούσε; Και είναι κάτι που μπορεί να συμβεί,
εάν οι γερμανοί πολιτικοί αντιδράσουν άσχημα και αυστηρά σε μια ελληνική
χρεοκοπία.
Τότε,
πιθανώς να ζούσαμε μιαν επανάληψη από το 1931, όταν η κατάρρευση μιας
ευρωπαϊκής τράπεζας, της CreditAnstalt της Βιέννης, επέφερε μια ξαφνική
επιδείνωση της ύφεσης που είχε καταλάβει την Αμερική και την Ευρώπη.
Τώρα είμαστε όλοι συνδεδεμένοι.
Τα
πράγματα δε φαίνονταν έτσι, αρκετά πρόσφατα. Τον Ιανουάριο, όταν οι
έλληνες ψηφοφόροι εξέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ με μια εντολή να πετύχει καλύτερη
συμφωνία με τους εταίρους στην ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο για το ογκώδες δημόσιο χρέος, η αγαπημένη μεταφορά των σχολιαστών
ήταν το παιχνίδι της κότας.
Ο
φωτογενής πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αλέξης Τσίπρας, και ιδιαίτερα ο
πρώην-καθηγητής-οικονομολογίας-νυν-σύμβολο-του-σεξ υπουργός Οικονομικών
Γιάνης Βαρουφάκης, διαπραγματεύτηκαν σκληρά, και οι γερμανοί τους
ομόλογοι Άγκελα Μέρκελ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε διαπραγματεύτηκαν επίσης
σκληρά με τη σειρά τους. Όμως όλοι υπέθεταν πως στο τέλος θα υπήρχε
συμβιβασμός και όχι αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Το ευρώ
θα επιβίωνε. Η Ελλάδα δε θα χρεοκοπούσε, θα προσποιούταν ότι συνεχίζει
να αποπληρώνει τα δημόσια χρέη της (τώρα στο 170% του ΑΕΠ), και θα
λάμβανε κρυφά κάποια οικονομική στήριξη. Αυτό θα κέρδιζε χρόνο για την
ελληνική οικονομία να ξεκινήσει να αναπτύσσεται πιο γρήγορα, πείθοντας
τον ελληνικό λαό να δεχτεί μεταρρυθμίσεις όπως οι ιδιωτικοποιήσεις.
Η
επιτάχυνση στην ανάπτυξη θα έπειθε τους πολίτες της Γερμανίας πως η χώρα
που προηγουμένως θεωρούσαν άχρηστη και χώρα τεμπέληδων, ακολουθεί τους
κανόνες. Κάποια χρήματα θα παρέχονταν για να βοηθήσουν στη μετάβαση της
Ελλάδας από αργόσχολο παράσιτο, σε ανταγωνιστικό σύγχρονο έθνος. Και θα
ζούσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ήταν ένα
καθησυχαστικό παραμύθι. Τώρα ωστόσο, τρεις μήνες αργότερα, η
πραγματικότητα ετοιμάζεται να επιβληθεί. Το αυτοκινητιστικό μοιάζει όλο
και πιο πιθανό. Και το πιο τρομακτικό είναι πως και οι δύο οδηγοί
δείχνουν πως μπορεί ακόμη και να το επιθυμούν.
Κάτι που
σημαίνει πως και οι δύο εικάζουν πως οι πολιτικές και οικονομικές
συνέπειες της χρεοκοπίας της Ελλάδας ή της εξόδου από το ευρώ, ή και των
δύο, θα ήταν υποφερτά, ή ακόμη και ότι αξίζουν τον κόπο.
Θα είναι
ευχάριστο εάν αυτή η απαισιόδοξη ανάλυση αποδειχτεί λάθος και εμφανιστεί
κάποιος συμβιβασμός. Ο λόγος για τον οποίο αυτό φαίνεται απίθανο αυτή
τη στιγμή δεν είναι μόνον ότι δεν υπάρχει σημάδι πως αυτό θα συμβεί:
αυτή είναι η φύση των διαπραγματεύσεων, σε κάθε επίπεδο. Το αίτιο της
απαισιοδοξίας σε σχέση με τον συμβιβασμό είναι πως, καθώς έχει περάσει ο
χρόνος, οι δύο πλευρές έχουν βρεθεί με λιγότερα περιθώρια ελιγμών, όχι
περισσότερα. Και οι δύο φαίνονται παγιδευμένες.
Η Ελλάδα,
άλλωστε, έχει υποβληθεί σε ένα εξαιρετικό οικονομικό και πολιτικό σοκ
από το ξεκίνημα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008. Η
πελατειακή, υπερβολική πολιτική της κουλτούρα, η οποία ποτέ δεν
αποτελούσε μυστικό, προσέκρουσε σε εμπόδιο: εξαντλήθηκαν τα χρήματα. Το
αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση του ΑΕΠ για περισσότερο από ένα τρίμηνο,
και μία εκτόξευση στην ανεργία κοντά στο 30% της εργατικής δύναμης, και
μία τεράστια δημοσιονομική συστολή. Το ερώτημα για τη νέα κυβέρνηση του
ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαρχής: τι περισσότερο μπορούμε να κάνουμε;
Αν και,
αυτή δεν ήταν η ερώτηση που έκανε ο κ. Τσίπρας κατά τις εκλογές του
Ιανουαρίου. Αυτό που ρώτησε ήταν, πόσο ακόμη μπορούμε να υποφέρουμε; Και
η απάντηση ήταν: όχι άλλο, παρακαλούμε, αλλά θα θέλαμε να μείνουμε στο
ευρώ, γιατί παρ’ ότι η έξοδος μπορεί να μας βοηθήσει, οι κίνδυνοι αν το
κάνουμε είναι περισσότεροι απ΄ότι θέλουμε να αντέξουμε. Σας ευχαριστούμε
που σκέφτεστε το καλό μας, αλλά θα προτιμούσαμε να μην κινδυνέψουμε με
περισσότερη αστάθεια και συμφορά απ’ όσο περάσαμε ως τώρα.
Συνεπώς,
το έργο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ουσιαστικά αδύνατο. Ήταν να
διατηρηθεί η Ελλάδα στο ευρώ, αλλά χωρίς νέες επώδυνες περικοπές στις
δαπάνες και μειώσεις μισθών. Οι ψηφοφόροι είπαν πως δε θα ανέχονταν
άλλο. Ήθελαν να μείνουν στο ευρώ αλλά και να βρουν κάποια ελπίδα. Ο
ΣΥΡΙΖΑ προσφέρθηκε να τους δώσει αυτήν την ελπίδα.
Και τότε
προσέκρουσαν σε τοίχο, χτισμένο από τα έθνη των πιστωτών της ευρωζώνης,
με επικεφαλή τη Γερμανία: δε θα δινόταν καμία παραχώρηση. Γιατί όχι;
Γιατί η εγχώρια κοινή γνώμη δε θα το επέτρεπε, επειδή οι γερμανοί
ψηφοφόροι δεν πίστευαν πλέον τις υποσχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Δώστε μας ένα ξεκάθαρο, λεπτομερές σχέδιο με μεταρρυθμίσεις υπέρ της
ανάπτυξης, είπαν οι πιστωτές, και τότε μπορούμε να συζητήσουμε,
διαφορετικά θα πρέπει να πραγματοποιήσετε τις υπάρχουσες δεσμεύσεις σας.
Σε αυτό
το σημείο αποκαλύφθηκε η παγίδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε πως για εσωτερικούς
λόγους έπρεπε να βρει τρόπους να ανακουφίσει τους ψηφοφόρους του με
περισσότερες δαπάνες. Η Γερμανία ήξερε πως η εμπιστοσύνη προς τους
έλληνες ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη ανάμεσα στους γερμανούς ψηφοφόρους,
και οι εμπιστοσύνη προς τους αριστερόστροφους έλληνες θα ήταν ακόμη
λιγότερη.
Στις
διαπραγματεύσεις, ο χρόνος συνήθως βοηθά. Ανακουφίζει τις πιέσεις και
μαλακώνει τις σκληρές στάσεις. Δεν έγινε το ίδιο, ωστόσο, και στην
περίπτωση της Ελλάδας και του ευρώ. Η πολιτική αβεβαιότητα που προέκυψε
από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο έβαλε τέλος στην ήπια οικονομική
ανάκαμψη που θα μπορούσε να είχε διευκολύνει τη θέση της Ελλάδας.
Αντ’
αυτού, από τον Ιανουάριο, η ήδη δύσκολη κατάσταση της Ελλάδας
επιδεινώθηκε: καταθέσεις αποχώρησαν από τις ελληνικές τράπεζες, η αύξηση
του ΑΕΠ σταμάτησε, το δημόσιο χρέος μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, και
βραχυπρόθεσμα, τα χρήματα που χρειάζονται για τις άμεσες πληρωμές έχουν
ουσιαστικά εξαντληθεί. Έτσι ο χρόνος χάνεται, δεν κερδίζεται. Κάτι που
έχει δυσκολέψει τη θέση της Ελλάδα καθώς έχει στερήσει από την κυβέρνηση
του ΣΥΡΙΖΑ τον χώρο είτε να κινηθεί είτε να μάθει.
Και έτσι
βρισκόμαστε στο σήμερα, παρασυρόμενοι προς το σημείο όπου η ελληνική
κυβέρνηση θα έχει ξεμείνει από χρήματα. Ένα από τα πλεονεκτήματα του να
είσαι κυβέρνηση είναι πως υπάρχουν πολλοί πόροι που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για να καλύψεις τις άμεσες απαιτήσεις, και γι’ αυτόν τον
λόγο είναι δύσκολο να ξέρουμε πότε ακριβώς η Ελλάδα θα ξεμείνει από
χρήματα. Όμως κάθε τέτοια κίνηση, κάνει ξεκάθαρο πως οι κύριοι Τσίπρας
και Βαρουφάκης δυσχεραίνουν τη θέση τους στο μέλλον.
Συνεπώς,
στην ελληνική πλευρά, αυξάνεται ο πειρασμός μιας απλής στάσης πληρωμών.
Με τις ελληνικές τράπεζες να έχουν ήδη χάσει τις καταθέσεις τους, μάλλον
φαίνεται πως οι κίνδυνοι μιας χρεοκοπίας ή ακόμη και εξόδου από το ευρώ
είναι διαχειρίσημοι, σε σύγκριση με τους πολιτικούς κινδύνους της
υποχώρησης στις γερμανικές απαιτήσεις.
Στη
γερμανική πλευρά, μια παρόμοια λογική κερδίζει έδαφος. Η Ελλάδα
αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Η απώλειά της δε θα
είχε πολλή σημασία. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται
στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή άλλων δημόσιων θεσμών, άρα
μία χρεοκοπία δε θα επηρέαζε πολύ τις ιδιωτικές τράπεζες. Εν τω μεταξύ,
η υπόσχεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να «κάνει ότι χρειαστεί»
για να προστατέψει το ευρώ, σημαίνει πως η εξάπλωση της ελληνικής
χρεοκοπίες ή εξόδου στις αγορές χρέους της Ιταλίας, της Ισπανίας, της
Πορτογαλίας ή της Ιρλανδίας, θα μπορούσε να περιοριστεί. Υπάρχουν πλέον
τα εργαλεία για να προστατευτεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Ίσως
αυτές οι απόψεις να αποδειχτούν σωστές. Η Ελλάδα ίσως μπορέσει να
χρεοκοπήσει ή να αφήσει το ευρώ χωρίς οικονομική κατάρρευση. Μία γρήγορη
οικονομική ανάκαμψη, μετά από μία υποτίμηση του νομίσματος, μπορεί να
αποτρέψει όποια ακραία φασιστική πολιτική αντίδραση. Και ίσως η ευρωζώνη
μπορέσει να αντιπαρέλθει της ελληνικής χρεοκοπίας ή εξόδου, ώστε να μην
προκύψουν αμφιβολίες για τη μελλοντική συμπεριφορά άλλων μεγάλων
οφειλετών, όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, ακόμη και η Γαλλία.
Το
ερώτημα είναι κατά πόσο το «ίσως» είναι μια καλή βάση για την πολιτική.
Ένα ευρώ που θα επιβιώσει από την παρούσα κρίση μεταξύ Ελλάδας και
Γερμανίας, δε θα ήταν σε καλή κατάσταση. Θα παρέμενε το μεταλλαγμένο
παιδί της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, μία νομισματική ένωση που αποτελείται
από ένα κοινό νόμισμα και κοινούς κανόνες (μετά την κρίση) για τα
δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά χωρίς τα συνήθη στοιχεία μιας
νομισματικής ένωσης, τα οποία εμπεριέχουν ένα αίσθημα συλλογικής ευθύνης
για τα δημόσια χρέη.
Θα δούμε
τις επόμενες εβδομάδες, εάν οι έλληνες θα κινηθούν προς τη χρεοκοπία ή
εάν οι γερμανοί αποδεχτούν κάποια συλλογική ευθύνη για τα χρέη της
Ελλάδας, και αυτά άλλων οφειλετών, θέτοντας ξεκάθαρους κανόνες
αντιμετώπισης του χρέους.
Αυτό
είναι το σημείο που βρισκόμαστε. Στην Ευρώπη, ο εφησυχασμός μαζί με τις
εσωτερικές πολιτικές παγίδες, οδηγεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προς ένα
αποτέλεσμα, το οποίο μέσα σε λίγες εβδομάδες, θα μπορούσε να επιφέρει
έναν τεράστιο, διεθνή οικονομικό και πολιτικό κίνδυνο. Και πιστεύουν πως
έχουν την κατάσταση υπό έλεγχο.
Δεν έχουμε μάθει τίποτα από την κρίση της Lehman; http://www.sofokleous10.gr/
Σχόλια