Ελλάδα: Πολλά λόγια, λίγο όραμα
Σχεδόν
δύο μήνες έχουν περάσει από τότε που η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα
ανήλθε στην εξουσία, και ακόμη αποτελεί μυστήριο για πολλούς ευρωπαίους.
Οι
συγκρουσιακές και αντιφατικές δηλώσεις από τους υπουργούς του, και η
αποτυχία να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ευρωζώνης ως αντάλλαγμα για
ένα δάνειο που του είναι απαραίτητο, δημιουργούν ερωτήματα για την
ικανότητά του να κυβερνήσει και την προθυμία του να κρατήσει την Ελλάδα
στο ευρώ.
Αυτόν τον
μήνα, για παράδειγμα, ο υπουργός Εσωτερικών Νίκος Βούτσης άφησε να
εννοηθεί πως η Ελλάδα δε θα πλήρωνε τη δόση των 450 εκατομμυρίων ευρώ
προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, λίγο προτού ο υπουργός Οικονομικών
Γιάνης Βαρουφάκης πει πως η χώρα θα «ανταποκριθεί σε όλες τις
υποχρεώσεις της προς τους πιστωτές, επ’ αόριστον».
Λίγες
εβδομάδες νωρίτερα, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος επίσης
άφησε να εννοηθεί ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να πέσει σε κρίση, παρά να
συμφωνήσει με τους πιστωτές.
Από τη
στιγμή που ο Τσίπρας ανήλθε στην εξουσία, η αριστερή του κυβέρνηση
δημιουργεί ενοχλήσεις στις Βρυξέλλες και άλλες πρωτεύουσες της ΕΕ με την
αντιδιπλωματική της ρητορική.
Αυτές οι ποικίλες δηλώσεις προβάλλονται συχνά από τον ευρωπαϊκό τύπο ως θέση της Ελλάδας.
Όμως η
γνώση για το πώς λειτουργεί η κυβέρνηση του Τσίπρα είναι περιορισμένη
και είναι δύσκολο να γνωρίσει κανείς ποιες από τις διατυπώσεις εκφράζουν
πραγματικά τη στρατηγική της κυβέρνησης.
Ο Τσίπρας
εξελέχθη χάρη στην υπόσχεση να οδηγήσει την Ελλάδα έξω από το
«μνημόνιο», ένα έγγραφο με βάση το οποίο η τρόικα της Ευρωπαϊκής
Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ επέβαλαν μέτρα
λιτότητας σε αντάλλαγμα για διάσωση 240 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Τώρα, αντιμετωπίζει μια σειρά πληρωμών δανείων και ομολόγων, την ίδια στιγμή που τα αποθέματα του κράτους αδειάζουν.
Υπό την πίεση των ριζοσπαστικών τμημάτων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, συχνά φαίνεται καταβεβλημένος από την κατάσταση.
«Δεν
πιστεύω πως ο Τσίπρας έχει κάποια συγκεκριμένη πολιτική με στόχο να
μπερδέψει τους πιστωτές. Δεν έχει εμπειρία στη διακυβέρνηση και έχει
κληρονομήσει μία πολύ δύσκολη κατάσταση» λέει ο δημοσιογράφος Νίκος
Μαλκτούτζης.
«Όλα αυτά
τον βαραίνουν ψυχολογικά. Δε θέλει να απογοητεύσει την κοινοβουλευτική
του ομάδα, όμως γνωρίζει πως για να κρατήσει το κόμμα ικανοποιημένο, η
χώρα μπορεί να πληρώσει το τίμημα.»
Από το πουθενά σε πρωθυπουργός
Ο Τσίπρας
είναι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ενός συνασπισμού αριστερών κομμάτων που
δημιουργήθηκε πριν δέκα χρόνια, και «σπρώχτηκε» στην εξουσία από την
κρίση.
Είναι
επίσης πρωθυπουργός σε μία κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και
των ΑΝΕΛ, ενός δεξιόστροφου, εθνικιστικού κόμματος που ιδρύθηκε πριν από
τρία χρόνια.
Αυτή η ένωση δύο άπειρων κομμάτων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την παρούσα κακοφωνία.
«Δεν
υπάρχει μια ενιαία στρατηγική στην κυβέρνηση. Ο καθένας έχει τη δική του
ατζέντα και το γραφείο του πρωθυπουργού δε δίνει μια γραμμή» λέει ο
αρθρογράφος Θανάσης Κουκάκης.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ
είναι ένα κόμμα που απέσπασε το 4% των ψήφων πριν από έξι χρόνια και
συνεχίζει να λειτουργεί ως κόμμα αυτού του μεγέθους. Στην κουλτούρα του
ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει λογοκρισία. Όλοι μιλούν για όλα.»
Ο αρχηγός
των ΑΝΕΛ Καμμένος, ο οποίος προέρχεται από μια εντελώς διαφορετική
πολιτική κουλτούρα, έχει αποτελέσει το πλέον αμφιλεγόμενο μέλος, με την
αναφορά του στο Κούγκι αλλά και την απειλεί του να «πλημμυρίσει την
Ευρώπη με μετανάστες» αν αυτή «μας αφήσει σε κρίση».
«Η Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής σε τέτοιο βαθμό που το παραμικρό γίνεται διεθνής είδηση» σημειώνει ο Μαλκούτζης.
«Θα
πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος είπε τι, για ποιον λόγο και κατά πόσο
σοβαρολογούσαν σε αυτό που είπαν» προσέθεσε, τονίζοντας πως οι
περισσότερες από αυτές τις «γενναίες» δηλώσεις απευθύνονται κυρίως για
«εσωτερική κατανάλωση».
Ένα άλλο αμφιλεγόμενο πρόσωπο είναι ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς.
Ο
Κοτζιάς, ο οποίος έχει σχέσεις με τον ρώσο εθνικιστή ιδεολόγο Aleksandr
Dugin, φαίνεται συχνά ως ο άνθρωπος πίσω από τις προσεγγίσεις του Τσίπρα
σε Ρωσία και Κίνα.
«Αυτό που
κάνουν οι Ευρωπαίοι σε εμάς είναι πολιτισμικός ρατσισμός. Είναι
απαραίτητο για το μέλλον της Ευρώπης να βρεθεί ένας διαφορετικός τρόπος
αντιμετώπισης της Ελλάδας. Είναι επίσης γεωστρατηγική ανάγκη» είπε τον
Μάρτιο.
Παρά τη
δήλωση αυτή, και το ταξίδι του Τσίπρα στη Μόσχα στις 8 Απριλίου, η
κυβέρνηση δεν έχει πραγματικά σκοπό να μεταστραφεί από την Ευρώπη στη
Ρωσία ή την Κίνα, σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Γιώργο Τζογόπουλο.
Ο Κοτζιάς
«μπορεί να εμπνεύσει μια προσέγγιση προς τη Μόσχα, αλλά μόνον εντός του
πλαισίου ΕΕ και ΝΑΤΟ. Πιστεύω πως η κυβέρνηση είναι ενωμένη σε αυτό το
θέμα. Ο Κοτζιάς ποτέ δεν πρότεινα να αφήσει η Ελλάδα τον ευρωατλαντικό
προσανατολισμό» είπε ο Τζογόπουλος.
«Η Κίνα
ενδιαφέρεται κυρίως για επιχειρηματικές σχέσης, ενώ η Ρωσία ενδιαφέρεται
και για την πολιτική. Ωστόσο, η Ρωσία γνωρίζει πως η Ελλάδα δε θα
αφήσει τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό και συνεπώς έχει λίγες
προσδοκίες.»
Όποια και
αν είναι η πραγματική τους σημασία, τα σχόλια των ελλήνων υπουργών
προκαλούν πραγματική ζημιά στην εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη και
μπορεί να επιδεινώσουν τη θέση της στις διαπραγματεύσεις.
Πειθαρχία
Γιατί λοιπόν δεν επιβάλει ο Τσίπρας λίγη πειθαρχία;
«Εκείνος και οι υπουργοί του μοιράζονται την ίδια λαϊκιστική ατζέντα. Είναι σύμμαχοι με κοινά συμφέρονται» λέει ο Κουκάκης.
«Είναι
ένα θέατρο, με πρωταγωνιστή τον Τσίπρα και τους υπουργούς σε δεύτερους
ρόλους. Ο Τσίπρας δεν είναι πρόθυμος να επιβάλει πειθαρχία γιατί είναι
συνασπισμός, όχι σύγκρουση.»
Το έργο που παίζεται στην Αθήνα δεν είναι ούτε κατανοητό ούτε συμπαθές στις Βρυξέλλες.
Μία
συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους στο Eurogroup για την
παράταση του προγράμματος διάσωσης της χώρας επετεύχθη στις 20
Φεβρουαρίου.
Στις 19
Μαρτίου η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, ο γάλλος πρόεδρος
Φρανσουά Ολλάντ και κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΕ ζήτησαν από τον Τσίπρα
να προτείνει γρήγορα ένα σύνολο λεπτομερών μεταρρυθμίσεων, ώστε να
ξεπαγώσει τα 7,2 δισεκατομμύρια ευρώ του δανείου που χρειάζεται για να
καλύψει τις υποχρεώσεις του.
Βρισκόμαστε
στα μέσα του Απριλίου και δεν έχει παρουσιαστεί ικανοποιητική λίστα,
σύμφωνα με τους αξιωματούχους της ευρωζώνης. Μία συμφωνία στη συνάντηση
του Eurogroup στις 24 Απριλίου φαίνεται ολοένα και λιγότερο πιθανή κάθε
μέρα που περνάει.
Αυτό
οφείλεται εν μέρει στις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης,
λέει η Ελένη Ξιαρχογιαννοπούλου του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Σπουδών στις
Βρυξέλλες.
«Είναι
μια κυβέρνηση με υπουργούς που προέρχονται από δύο διαφορετικά κόμματα,
με διαφορετικές απόψεις για την Ευρώπη, και από διαφορετικές πολιτικές
ομάδες εντός του ΣΥΡΙΖΑ, με τις δικές τους οικονομικές φιλοσοφίες.»
Ένα κόμμα με μαρξιστικές ρίζες, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει τώρα την πραγματικότητα, η οποία δημιουργεί εντάσεις εντός των δομών του.
Ο
Τσίπρας, συγκεκριμένα, θα πρέπει να ξεχωρίσει τη θέση του από τον
Παναγιώτη Λαφαζάνη, τον υπουργό για την παραγωγική ανασυγκρότηση, ο
οποίος πιστεύει πως η Ελλάδα θα πρέπει να φύγει από την ευρωζώνη αντί να
κάνει υποχωρήσεις στο Eurogroup.
«Εάν ο
Τσίπρας είναι πιο μετριοπαθής και προτείνει περισσότερες περικοπές, κάτι
που θα είναι πιο κοντά με όσα ζητούν οι θεσμοί της ΕΕ, θα έχανε μέρος
της στήριξης από την κυβέρνησή του» είπε η Ξιαρχογιαννοπούλου.
Στο τέλος
«θα βρουν έναν τρόπο να συμβιβαστούν» προσέθεσε, παρατηρώντας πως ο
Τσίπρας θα πρέπει να εξελιχθεί προς «κάτι πιο κοντά στη
σοσιαλδημοκρατία».
Μία τέτοια εξέλιξη πιθανώς θα έσπαγε τον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, σημειώνει.
Σενάριο διάσπασης
Ως έναν
βαθμό η απειλή της διάσπασης εξηγεί την προσπάθεια του Τσίπρα να
ισορροπήσει ανάμεσα στις διαβεβαιώσεις προς την ΕΕ και τα πιο σκληρά
σχόλια για το Eurgroup και τη Γερμανία.
«Ο Τσίπρας είναι διαφορετικός στο εσωτερικό και το εξωτερικό» είπε η Ξιαρχογιαννοπούλου.
Αυτός που
θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους ακραίους του ΣΥΡΙΖΑ
όπως ο Λαφαζάνης και τον Τσίπρα θα μπορούσε να είναι ο Βαρουφάκης, ο
άνθρωπος που λατρεύουν να μισούν τα μέσα.
Ύστερα
από τη σύγκρουσή του με τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ,
τα αδέξια τεχνάσματα δημοσίων σχέσεων όπως η φωτογράφιση για το γαλλικό
περιοδικό Paris Match, ο Βαρουφάκης φαινόταν μπλεγμένος σε προβλήματα.
Ωστόσο, σε μία κυβέρνηση χωρίς ξεκάθαρη κατεύθυνση, ο ακαδημαϊκός που έγινε πολιτικός παραμένει ο καλύτερος σύμμαχος του Τσίπρα.
«Ο Βαρουφάκης έχει ακόμη τη στήριξη του κόμματος και έχει ακόμη επιρροή» είπε η Ξιαρχογιαννοπούλου.
«Φαίνεται
ακόμη να έχει την εμπιστοσύνη του» σημείωσε ο Μαλκούτζης. Προσέθεσε,
ωστόσο, πως τελικά ο Βαρουφάκης «θα φέρει τη διαδικασία σε ένα σημείο
όπου ο Τσίπρας θα πρέπει να αποφασίσει» να ευχαριστήσει την Αθήνα ή τις
Βρυξέλλες.
Δεδομένων
των αντιφάσεων, των πιέσεων και των περιπλοκών γύρω του, κανείς δεν
ξέρει πώς ο νέος πρωθυπουργός θα λύσει αυτόν τον Γόρδιο δεσμό.
Πιθανώς να μη γνωρίζει ούτε ο ίδιος. http://www.sofokleous10.gr
Σχόλια