Το ευρωπαϊκό "μέτωπο της άρνησης"
Ήταν μια προεκλογική περίοδος που
έγινε υπό τα εθνικά χρώματα,
με την τρίχρωμη σημαία να δεσπόζει
στις συγκεντρώσεις της δεξιάς, όπως
και της αριστεράς,
ακόμα και σε εκείνες του υποψηφίου
του
«μετώπου
της αριστεράς»
Ζαν-Λικ
Μελενσόν (Jean-Luc
Mélenchon).
Μάταια θα αναζητούσε κανείς στις
μεγάλες συγκεντρώσεις της
«ένωσης
για ένα λαϊκό κίνημα»
(UMP)
ή του
«σοσιαλιστικού
κόμματος»
(PS)
την ευρωπαϊκή σημαία,
την μπλε-χρυσή
αστερόεσσα...
Εξάλλου, ποιος να τολμήσει να
ταυτιστεί με μια τόσο εκκεντρική
σημαία;
Παράξενη προεκλογική περίοδος
,
στην οποία η Ευρώπη
-με
την κρίση,
το νόμισμά της,
τις δημοσιονομικές της απαιτήσεις-
έδινε μεν το περιεχόμενο,
αλλά που αυτό που κυρίως έπρεπε να
προσέξει κανείς ως προς τη μορφή
ήταν να μην προφέρει καν το όνομά
της.
Θυμηθείτε πως στην αρχή η
'Ανγκελα
Μέρκελ (Angela Merkel),
πεπεισμένη πως
πλέον η
Ευρώπη ανήκει στην
«εσωτερική
πολιτική»
είχε φτάσει στο σημείο να θεωρεί πως
έκανε καλά να προτείνει δημοσίως
χείρα βοηθείας
στον
Νικολά
Σαρκοζί (Nicolas
Sarkozy)!
Σήμερα τρέμουμε αναλογιζόμενοι τις
επιπτώσεις που θα είχε μια κοινή
μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση των
«Μερκοζί»
στην
«Πλας
ντε λα Κονκόρντ»,
εμπρός σε μια λαοθάλασσα όπου θα
κυμάτιζαν αδερφωμένες γαλλικές,
γερμανικές και ευρωπαϊκές σημαίες...
2% παραπάνω για την
Μαρίν Λε Πεν (Marine
Le Pen);
3%;
Από αυτή την άποψη,
η ετυμηγορία του
α'
γύρου της προεδρικής εκλογής της
22ας
Απριλίου δε θα ήταν
δυνατό να είναι σαφέστερη:
ο Νικολά Σαρκοζί δεν είναι ο
μόνος χαμένος.
Αν προσθέσουμε τις ψήφους της
Μαρίν Λε Πεν
(17.9%),
του
Ζαν-Λικ
Μελενσόν
(11.1%),
του γκολικού απομονωτιστή
Νικολά
Ντιπόν-Ενιάν
(Nicolas
Dupont-Aignan)
και των δύο ακροαριστερών υποψηφίων
Φιλίπ
Πουτού
(Philippe
Poutou)
και
Ναταλί
Αρτό
(Nathalie
Arthaud),
βλέπουμε ένα μπλοκ της τάξης του
32.5%
των ψηφοφόρων,
που επέλεξε να εκφράσει, με τον ένα
ή τον άλλο τρόπο,
τη δυσπιστία του προς την Ευρώπη με
τη σημερινή της μορφή.
Σχεδόν το ένα τρίτο των ψηφοδελτίων
που ρίχτηκαν στην κάλπη.
Ένα
«μέτωπο
της άρνησης»
που αποτελείται από
12
σχεδόν εκατομμύρια Γάλλους,
χωρίς να υπολογίζουμε εκείνους που
απείχαν.
Για ένα κράτος που υποτίθεται πως
είναι ένας εκ των δύο κινητήρων της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,
πάει πολύ.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα
θεαματικότερη αν συνυπολογίσουμε πως
η Γαλλία δεν αποτελεί μεμονωμένη
περίπτωση.
Την Κυριακή το βράδυ όλη η Ευρώπη
βγήκε στις ρούγες για να σχολιάσει
τον οργή των Γάλλων και τη Δευτέρα
το πρωί για να εκτιμήσει τις
αντιδράσεις των αγορών,
καθώς, ενώ οι Γάλλοι όδευαν προς τις
κάλπες,
λίγο πιο βόρεια,
σε μια χώρα της ευρωζώνης σε πολύ
καλύτερα φόρμα από εμάς,
την Ολλανδία,
παιζόταν
ένα άλλο δράμα,
δίνοντας την ευκαιρία να γεννηθεί
μια σειρά γλωσσοπαίγνιων για τον
Ολάντ
και την Ολλανδία.
Στη Χάγη,
η άρνηση του ακροδεξιού λαϊκιστικού
κόμματος του
Γκέερτ
Βίλντερς
(Geert
Wilders)
να υποστηρίξει
τα μέτρα λιτότητας που αποβλέπουν να
συμμορφωθεί η Ολλανδία με τις
δημοσιονομικές απαιτήσεις της
Ευρωπαϊκής Ένωσης
(ΕΕ)
όσον αφορά το έλλειμμά της,
προκάλεσε στις
23
Απριλίου την πτώση της κυβέρνησης,
στην οποία ηγούνταν ο φιλελεύθερος
Μαρκ
Ρούτε (Mark
Rutte).
Η Ολλανδία,
ένα από τα τέσσερα κράτη-μέλη
της ευρωζώνης που εξακολουθούν να
φιγουράρουν στην πιστοληπτική
κατηγορία ΑΑΑ,
έχει μεν χρέος πολύ κατώτερο της
Γαλλίας (65%
του ΑΕΠ αντί για
90%),
αλλά άφησε το ετήσιο έλλειμμά της να
σκαρφαλώσει στο 4.6%, ενώ η ΕΕ
απαιτεί το πολύ 3% ως το 2013.
Εκτιμώντας πως τα μέτρα λιτότητας
ύψους
16
δις ευρώ θα στραγγαλίσουν την
ανάπτυξη και θα αποδειχθούν
αβάσταχτα για τους Ολλανδούς,
ο
Γκέερτ Βίλντερς
και το
«κόμμα
της ελευθερίας»
του (PVV)
εγκατέλειψαν με πάταγο τις σχετικές
συνομιλίες.
Αλλά όμως,
ανησυχούν οι πάντες στην Ευρώπη,
αν ούτε καν οι καλύτεροι μαθητές δεν
κατορθώνουν να ικανοποιήσουν τους
δημοσιονομικούς όρους της ευρωζώνης
χωρίς να τινάζουν στον αέρα τις
κυβερνήσεις τους,
ποιος μπορεί να τα καταφέρει; Δεν
είναι ασφαλώς οι Ιταλοί και οι
Ισπανοί, που καθημερινά
υφίστανται τις δοκιμασίες στις
οποίες τους υποβάλλουν οι
Μάριο
Μόντι (Mario
Monti)
και
Μαριάνο
Ραχόι (Mariano
Rajoy)
μπας κι ανακάμψουν δημοσιονομικά,
που μπορούν να δώσουν μαθήματα στους
Ολλανδούς.
Ούτε οι Έλληνες,
που οι
βουλευτικές τους εκλογές
συμπίπτουν με το β'
γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών.
Αν στις
6
Μαΐου ηττηθεί ο
Σαρκοζί,
θα είναι ο ενδέκατος ηγέτης μιας
χώρας της Ευρώπης,
μεταξύ των οποίων πολλές είναι
σημαντικότατες,
που σαρώνεται από την οικονομική
κρίση του
2008.
Η Ευρώπη ζει κρίσιμες στιγμές.
Κι όμως: είναι μια συγκυρία όπου ο
φόβος για τις επικείμενες θυσίες που
επιβάλλονται διαμέσου των
αναπόφευκτων δημοσιονομικών
περιορισμών εκφράζεται με τον
σωφρονέστερο δυνατό τρόπο, τον
θεσμικό και πολιτικό.
Υπό μια έννοια,
η κ.
Μέρκελ
έχει δίκιο:
η Ευρώπη ανήκει πράγματι στην «εσωτερική
πολιτική».
Απλά το μήνυμα που της αποστέλλουν
οι Ευρωπαίοι
«συμπολίτες»
της,
προεξαρχόντων των Γάλλων,
δεν είναι ακριβώς αυτό που θα
επιθυμούσε να ακούσει.
Είναι μήνυμα απόρριψης της
γερμανικής μεθόδου διαχείρισης της
κρίσης
της ευρωζώνης,
που θεωρεί τη λιτότητα
προαπαιτούμενο για την ανάκαμψη για
να ξεπεράσουμε τον εφιάλτη του
δημοσίου χρέους.
Στις
13
Μαΐου, είναι η ίδια η καγκελάριος
που καλείται να αντιμετωπίσει μια
εκλογική
μάχη,
στη
Βόρειο
Ρηνανία-Βεστφαλία.
Δεν είναι απίθανο,
μόλις ξεπεράσει κι αυτό τον εκλογικό
σκόπελο,
να βάλει λιγάκι νερό στο κρασί της
όσον αφορά τη διαχείριση της
ευρωπαϊκής κρίσης.
Όσο για την προκλητική εκλογική
συμπεριφορά των Γάλλων, δεν
πρόκειται να σταματήσει στις 6 Μαΐου.
Ακολουθούν οι
κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου,
των οποίων θα προηγηθεί μια
προεκλογική περίοδος κατά την οποία
το ατσαλωμένο
«εθνικό
μέτωπο»
(FN)
της
Μαρίν Λε Πεν
θα κλιμακώνει τις επιθέσεις του κατά
της
«δικτατορίας
του ευρώ»,
κατά της πολιτικής των
«Μερκοζί»,
της
«νεοφιλελεύθερης
αριστεράς»,
του
«δικομματισμού
των κομμάτων των τραπεζών,
της κερδοσκοπίας,
των πολυεθνικών και της ηττοπάθειας».
Τα πράγματα προμηνύονται άρα διπλά
«σκούρα»
για τον επόμενο πρόεδρο και τον
αναντικατάστατο γαλλογερμανικό άξονα.
Ο α'
γύρος των γαλλικών προεδρικών
εκλογών αποκάλυψε μια Γαλλία
δραστήρια μεν πολιτικά,
αλλά και βαθιά διχασμένη,
με ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού
σώματος να είναι βαθιά απογοητευμένο
και να μην ξέρει πια πού αλλού να
στραφεί από τα κόμματα που
πρεσβεύουν σκέτη αντίδραση.
Αποκάλυψε ένα
«μέτωπο
της άρνησης»
που υπερβαίνει τη διαχωριστική
γραμμή δεξιάς-αριστεράς,
και που απέναντι στις αναταράξεις
της παγκοσμιοποίησης, την ανεργία
και το ύψος του χρέους που έχει
συσσωρευτεί στα χρόνια που οδήγησαν
στην κρίση του ευρώ, ευελπιστεί πως
θα διασώσει το ευρωπαϊκό κοινωνικό
μοντέλο χάρη στον προστατευτισμό και
την ομφαλοσκόπηση.
Είναι φυσικά η χείριστη συγκυρία για
έναν πρόεδρο που,
όπως επισημαίνει η γερμανική
καθημερινή οικονομική εφημερίδα
«χάντεσμπλατ»
«θα
χρειαστεί να ολοκληρώσει σε πολύ
λιγότερο χρόνο τις μεταρρυθμίσεις
που η Γερμανία έφερε εις πέρας από
το
1998,
αποκαθιστώντας ταυτόχρονα την
εμπιστοσύνη των επενδυτών,
και κάμπτοντας τη δυσπιστία και την
ανυπομονησία τους για τα ομόλογα του
γαλλικού δημοσίου».
Αλλά είναι επίσης και η ώρα της
αλήθειας, κάτι που κανείς πια δεν
μπορεί να κρύβει, στο Παρίσι ή το
Βερολίνο.
PPOL
|
||
Greek Finance Forum |
Σχόλια