Ο κρατήρας του Λυδού στην αρχαία Θέρμη και το κυνήγι του αιμοβόρου κάπρου
Όταν πριν από χρόνια ο δήμος Θέρμης έκανε εργασίες ασφαλτόστρωσης μεταξύ των οδών Πολυτεχνείου και Μανδρίτσα o οδοστρωτήρας «σάρωσε» ένα αρχαίο αγγείο, θρυμματίζοντας το, καθώς βρισκόταν σε βάθος μόλις 18 εκατοστών.
Οι αρχαιολόγοι που ήταν παρόντες, διέσωσαν τα κομμάτια του, τα συγκόλλησαν και σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αγγεία που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Ο αττικός μελανόμορφος κιονωτός κρατήρας, που χρονολογείται στα 560 π.Χ., προέρχεται από τις ανασκαφές της αρχαιολόγου Ευδοκίας Σκαρλατίδου στο αρχαίο νεκροταφείο στη Θέρμη (Σέδες) Θεσσαλονίκης και είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο αγγείο.
Στο εσωτερικό του βρέθηκαν συγκεντρωμένες οι στάχτες του νεκρού και ένας κορινθιακός αρύβαλλος (μικρό σφαιρικό δοχείο για άρωμα ή λάδι), που αποτελούσε το μοναδικό κτέρισμα της ταφής και είναι μεταγενέστερος από τον κιονωτό κρατήρα.
Ο κιονωτός κρατήρας οφείλει το συμβατικό του όνομα στις λαβές του, οι οποίες μοιάζουν με κίονες, έτσι όπως υψώνονται για να στηρίξουν τα δύο οριζόντια τετράπλευρα πλακίδια του χείλους.
Το σχήμα του κιονωτού κρατήρα πιστεύεται ότι γεννήθηκε στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. στην Κόρινθο και γι’ αυτό ήταν γνωστός στην αρχαιότητα ως κρατήρ κορίνθιος ή κορινθιουργής, ενώ όπως και όλα τα είδη κρατήρων, είχε κεντρική σημασία στα συμπόσια, όπου χρησιμοποιούνταν για την ανάμειξη του οίνου με νερό.
Το κυνήγι του αιμοβόρου κάπρου – Η παράσταση και ο μύθος
Η ανάλυση δειγμάτων του πηλού επιβεβαίωσε την προέλευσή του από αττικό εργαστήριο και η Ευδοκία Σκαρλατίδου που τον μελέτησε, περιγράφει την εξαιρετικής ποιότητας μελανόμορφη παράσταση, το στυλ ζωγραφικής της οποίας παραπέμπει σε έναν γνωστό αττικό αγγειογράφο του 6ου π.Χ. αιώνα, τον Λυδό.
Σύμφωνα με τη μελέτη της κ. Σκαρλατίδου η κύρια όψη του αγγείου διακοσμείται με μια πολυπρόσωπη παράσταση με έναν θηριώδη κάπρο να αναπτύσσεται στο κέντρο της και να τρέχει με ανοιχτό το στόμα προς τα αριστερά. «Στο εξαγριωμένο ζώο έχουν επιτεθεί τρία σκυλιά. Ένα σκύλος μπροστά από τον κάπρο τον δαγκώνει στο κάτω μέρος του λαιμού από όπου τρέχει αίμα. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει η επίθεση του άλλου σκύλου στο πίσω μέρος του ζώου που τον δαγκώνει στον γλουτό και γδέρνει με το αριστερό του πόδι την άρθρωση του πίσω δεξιού ποδιού του κάπρου, πάνω στη ράχη του οποίου έχει αναρριχηθεί ο τρίτος σκύλος που τον δαγκώνει στο πάνω μέρος του λαιμού», αναφέρει η κ. Σκαρλατίδου.
Εκτός από τους σκύλους, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη της κ. Σκαρλατίδου, ο κάπρος δέχεται επίθεση και από πέντε ανθρώπους, οι οποίοι χωρισμένοι σε δύο ομάδες καταφέρνουν με τα όπλα που κρατούν ισχυρά χτυπήματα εναντίον του ζώου. Μεταξύ των ανθρώπινων μορφώ είναι και μία γυναικεία, ντυμένη με κοντό χειριδωτό (με μανίκια) χιτώνα ζωσμένο στη μέση.
Παρά τη σφοδρή επίθεση που δέχεται από την ομάδα των κυνηγών, ο κάπρος έχει προλάβει να καταφέρει ένα θανάσιμο χτύπημα εναντίον ενός άντρα, ο οποίος εντοπίζεται νεκρός κάτω από το θηριώδες ζώο.
Στην πίσω όψη του κρατήρα κυριαρχούν δύο αντικριστοί κάπροι με ένα υδρόβιο πτηνό ανάμεσά τους. Ίσως, εκτιμά η κ. Σκαρλατίδου, τα μεγαλόσωμα ζώα ετοιμάζονται να χτυπηθούν.
Η όλη παράσταση έχει αποδοθεί με παραστατικό τρόπο, ζωηρά χρώματα, μαύρο, ιώδες και λευκό, ενώ ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην εξωτερική όψη του χείλους που διακοσμείται από σειρά μεμονωμένων, κατακόρυφων κισσόφυλων εναλλάξ μαύρου και κόκκινου χρώματος.
Το θέμα της παράστασης, δεν είναι δύσκολο να αναγνωριστεί, επισημαίνει η κ. Σκαρλατίδου. «Πρόκειται για το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου, ενός μύθου της Αιτωλίας από τους πιο δημοφιλείς και γνωστούς στην ελληνική αρχαιότητα, τόσο από την αρχαία γραμματεία, όσο και από τα μνημεία. Ο μύθος είναι συνδεδεμένος κυρίως με δύο ήρωες, τον Μελέαγρο και την Αταλάντη και είναι γνωστός μέσα από διαφορετικές παραλλαγές των φιλολογικών πηγών», αναφέρει.
Η θεά Άρτεμης οργίστηκε όταν ο βασιλιάς της αιτωλικής Καλυδώνας, της οποίας ήταν προστάτιδα, ο Οινέας ξέχασε να της αποδώσει θυσία. Για να τον τιμωρήσει η θεά έστειλε ένα τεράστιο κάπρο που κατέστρεψε τη βασιλική περιούσια και ο Μελέαγρος, γιος του Οινέα, κάλεσε τους γνωστούς ήρωες της εποχής να τον βοηθήσουν στο κυνήγι και στην εξόντωσή του, δίνοντας ως έπαθλο το δέρμα του ζώου. Μεταξύ αυτών που ανταποκρίθηκαν ήταν και η Αταλάντη από την Αρκαδία, μια ασυνήθιστα ρωμαλέα γυναίκα κυνηγός, κόρη του Σχοινέα. Αφού πάλεψε γενναία με τον αγριεμένο και θηριώδη κάπρο η Αταλάντη του καταφέρνει ένα πλήγμα στη ράχη και ο Μελέαγρος του δίνει το θανατηφόρο χτύπημα.
«Η κορυφαία στιγμή του δραματικού αυτού κυνηγιού απεικονίζεται στον κρατήρα από τη Θέρμη», σημειώνει στην ανάλυσή της η κ. Σκαρλατίδου και εξηγεί: «ο αγριεμένος κάπρος έχει παγιδευτεί από τα χτυπήματα των κυνηγών και σπαράσσεται από τα σκυλιά τους, αφού προηγουμένως πρόλαβε να τραυματίσει θανάσιμα έναν από αυτούς, πιθανότατα τον Αγκαίο».
Ο αγγειογράφος Λυδός
Ο κρατήρας είναι ζωγραφισμένος από τον Λυδό, έναν από τους σημαντικότερους αγγειογράφους των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ. στον αττικό Κεραμεικό, που εργάστηκε με τη μελανόμορφη τεχνική. Το όνομά του, όταν υπογράφει κάποιο έργο του, συνοδεύεται πάντα από άρθρο -ο Λυδός- και υποδηλώνει προφανώς ότι είχε κάποια σχέση με τη Λυδία.
Σύμφωνα με την κ. Σκαρλατίδου «η αναγνώριση του χεριού του Λυδού στην παράσταση του κρατήρα της Θέρμης, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αφού το στυλ του αγγειογράφου αυτού ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος των μελανόμορφων αγγείων της Αττικής, κυρίως χάρη στη γραμμή του».
Οι μορφές του Λυδού διακρίνονται για το σαφές, καθαρό, σταθερό και δυνατό περίγραμμά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το στυλ του ματιού των μορφών, το στόμα, οι κλείδες στο κάτω μέρος του λαιμού και άλλα σημεία του σώματος,
Με το εύρημα αυτό από το νεκροταφείο της Θέρμης (Σέδες) κερδίζουμε ένα ακόμη από τα ωραιότερα και πιο πρώιμα αγγεία του Λυδού, διακοσμημένο με ένα μυθολογικό θέμα που αναγνωρίζεται με βεβαιότητα για πρώτη φορά στο θεματολόγιο αυτού του αγγειογράφου. Το αγγείο πουλήθηκε στη Μακεδονία, σε ένα από τα πολίσματα “περί τον Θερμαίον κόλπον”. Αν και το όνομα του πολίσματος με το οποίο σχετίζεται το νεκροταφείο από όπου προέρχεται ο κρατήρας δεν είναι γνωστό, ωστόσο είναι φανερό ότι οι κάτοικοί του είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν προϊόντα πολυτελείας του αττικού Κεραμεικού που έφταναν στην περιοχή τους», αναφέρει η κ. Σκαρλατίδου.
https://www.voria.gr
Σχόλια