Τα “Σεπτεμβριανά” στην Πόλη – Μια μαρτυρία*




Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) το νέο τουρκικό κράτος έθεσε ως βασικό στόχο του τον εκτουρκισμό όλων των τομέων της ζωής, κυρίως της οικονομίας και της παιδείας. Αυτή η εθνικιστική πολιτική σηματοδοτήθηκε με το σύνθημα “η Τουρκία για τους Τούρκους” και υλοποιήθηκε με την εχθρική αντιμετώπιση των μειονοτικών πληθυσμών: Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων. Έτσι, παρά τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης για σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και παρά τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (με την προσέγγιση Βενιζέλου – Ατατούρκ και την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας το 1930), άρχισε για την ελληνική μειονότητα της Πόλης ένα χρονικό αλλεπάλληλων καταπιέσεων, αποκλεισμών και διακρίσεων, που κορυφώθηκαν με τα επαχθή μέτρα της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: το μέτρο της “επιστράτευσης των 20 ηλικιών” του 1941 και αμέσως μετά το “βαρλίκι” (“Varlık Vergisi”, “Φόρο Περιουσίας”) του 1942-43.[1]. Τα μέτρα αυτά έπληξαν καίρια την ελληνική και τις άλλες μειονότητες, δεν πέτυχαν όμως τον αντικειμενικό τους σκοπό: να τις “εξαφανίσουν” από την αγορά και να καταστήσουν κυρίαρχο το μουσουλμανικό στοιχείο στην οικονομία του τουρκικού κράτους. Ο τουρκικός εθνικισμός θα επανερχόταν δριμύτερος με τα “Σεπτεμβριανά” του 1955, που αποτέλεσαν την πιο ακραία και βίαιη εκδήλωση της ανθελληνικής πολιτικής που εφαρμόστηκε από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.




Γνωστά τα γεγονότα και η υπόμνησή τους δεν μπορεί παρά να είναι συνοπτική: Μια τουρκική προβοκάτσια στη Θεσσαλονίκη, η βομβιστική έκρηξη στο «σπίτι του Κεμάλ» (με δράστη τον Οκτάι Εγκίν, μουσουλμάνο σπουδαστή από την Κομοτηνή) αποτέλεσε το έναυσμα  για το μεγάλοπογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955. Τα γεγονότα ξεκίνησαν από τη Μεγάλη Οδό του Πέραν, εξαπλώθηκαν αστραπιαία σ’ όλο σχεδόν το μήκος και πλάτος της Πόλης, με καταστροφές, λεηλασίες και πυρπολήσεις, και πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, 17 άτομα σκοτώθηκαν και 32 τραυματίστηκαν, 12 γυναίκες βιάστηκαν και πολλοί άνδρες κακοποιήθηκαν, ενώ καταστράφηκαν 4.348 καταστήματα, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 αθλητικά κέντρα, 21 εργοστάσια, 73 εκκλησίες και περίπου 1.000 κατοικίες, όλα ελληνικής ιδιοκτησίας, και βεβηλώθηκαν τα ρωμαίικα νεκροταφεία. 

Η ιστορική έρευνα έχει καταδείξει ότι τα γεγονότα είχαν προσχεδιαστείμεθοδικά από την κεντρική τουρκική διοίκηση. Στις δίκες που έγιναν στην Τουρκία μετά το στρατιωτικό κίνημα της 21ης Μαΐου 1960, αποδείχτηκε με ακράδαντα στοιχεία ότι ηθικοί αυτουργοί των ανθελληνικών βιαιοπραγιών ήταν ο τότε πρωθυπουργός Adnan Menteres και ο υπουργός Εξωτερικών Fatin Zorlu. Χρόνια αργότερα, ο Hikmet Bil, κύριος οργανωτής των καταστροφών, αποκάλυψε ότι συναντήθηκε ο ίδιος στην Πόλη με τον Τούρκο πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό για την κατάστρωση του σχεδίου των ανθελληνικών ενεργειών. 

Τα έκτροπα συνδέονταν συγκυριακά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό(άλλωστε πρωταγωνίστησε το σωματείο «Η Κύπρος είναι Τουρκική»), αναμφίβολα όμως στρέφονταν εναντίον της ακμάζουσας ελληνικής μειονότητας, δευτερευόντως και της αρμενικής και εβραϊκής. Όπως και το «βαρλίκι» του 1942-43, έτσι και τα «Σεπτεμβριανά» εντάσσονταν σε μια σειρά μέτρων που εφάρμοσε η Άγκυρα στο πλαίσιο της πολιτικήςεκτουρκισμού, στόχος της οποίας ήταν και η αποδυνάμωση των μειονοτήτων και το πέρασμα της οικονομίας και του κεφαλαίου από τις μη μουσουλμανικές αστικές τάξεις στους Τούρκους. 

Ο Ελληνισμός της Πόλης δέχτηκε καίριο πλήγμα. Δεν ήταν μόνο το κύμα τηςφυγής, που αποδυνάμωσε τη μειονότητα, ούτε οι υλικές καταστροφές (αυτές αποκαταστάθηκαν σύντομα), αλλά και η επικράτηση ενός μόνιμου αισθήματοςανασφάλειας. Το ελληνικό κράτος αντέδρασε υποτονικά, αφενός εξ αιτίας της κυβερνητικής αποδιοργάνωσης (ο πρωθυπουργός Παπάγος ήταν ετοιμοθάνατος) και αφετέρου εξ αιτίας των έντονων παρεμβάσεων των δυτικών συμμάχων, κυρίως της Ουάσιγκτον. Διεθνώς τα γεγονότα προκάλεσαν παγκόσμια κατακραυγή και αμαύρωσαν την εικόνα της Τουρκίας, σε μία εποχή που προσπαθούσε να πείσει ότι ανήκει στον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης.

Τα τελευταία χρόνια διάχυτο είναι στη Τουρκία ένα αίσθημα ενοχής για «τα γεγονότα της ντροπής», όπως αποκαλούνται σήμερα. Συζητήσεις γίνονται για το πογκρόμ του 1955, βιβλία και άρθρα γράφονται, εκδηλώσεις και εκθέσεις πραγματοποιούνται, ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικές ταινίες προβάλλονται, ενώ ακόμη και η σημερινή τουρκική ηγεσία κάνει λόγο για τις απαράδεκτες πρακτικές του παρελθόντος και για την καταπίεση των μειονοτήτων.

Το πρώτο ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία του Τζαν Ντουντάρ, προβλήθηκε στην τουρκική τηλεόραση το 2003. Ο τίτλος του και μόνο “Utanc Geresi” (Η νύχτα της ντροπής) υποδηλώνει την αυτοκριτική διάθεση των παραγωγών. Μιλούν πρωταγωνιστές των γεγονότων, που αποκαλύπτουν το παρασκήνιο και άγνωστες πτυχές των επεισοδίων, ενώ ο γιος του πρωθυπουργού Μεντερές τονίζει ότι «το βαθύ κράτος διέπραξε τα γεγονότα για να απαλείψει τις μειονότητες από την Πόλη». Η εκπομπή ολοκληρώνεται με τη φράση «εκείνη η μέρα ήταν μια από τις πιο επονείδιστες πτυχές της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας».

Στις συνέπειες των Σεπτεμβριανών αναφέρεται την ίδια χρονιά η μικρού μήκους ταινία “Ģikmaz” (Αδιέξοδο), παραγωγή του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, σε σκηνοθεσία της Πινάρ Οκάν. Θέμα της ένα σοκάκι στα Ψωμαθειά, που το 1955 εγκαταλείφθηκε από τους Ρωμιούς κατοίκους του και κατοικήθηκε από Τούρκους της Ανατολίας. Η ταινία καταγράφει την έλλειψη της πολυεθνικής ατμόσφαιρας, το αίσθημα μελαγχολίας και το αδιέξοδο των ανθρώπων που συνεχίζουν να ζουν εκεί, αποξενωμένοι πλέον από το περιβάλλον τους. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι να μιλήσω», λέει κάποιος στη συνέντευξή του, «και εφόσον όλοι αυτοί έχουν φύγει, η Πόλη έχει τελειώσει».

Το 2005, με τη συμπλήρωση μισού αιώνα, πραγματοποιήθηκε στην Πόλη μιαφωτογραφική έκθεση του Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών της Τουρκίας, με επίσημα ντοκουμέντα και φωτογραφίες από το αρχείο του ναυάρχου Φαχρή Τσοκέρ (ήταν ο πρόεδρος του Στρατοδικείου που δίκασε τους υπεύθυνους και οι φωτογραφίες είχαν χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό υλικό στις δίκες). Το υλικό προερχόταν από τα αρχεία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και έδειχνε πολύ καθαρά τον ένοχο ρόλο του επίσημου τουρκικού κράτους.

Η έκθεση προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον και πολλοί από τους χιλιάδες επισκέπτες έγραψαν στο βιβλίο εντυπώσεων. Άλλοι εξέφρασαν την ντροπή και τον αποτροπιασμό τους: «Ως πολίτης ντρέπομαι, εάν αυτά τα πλάσματα στις φωτογραφίες είναι Τούρκοι, τότε εγώ δεν είμαι». Άλλοι εξέφρασαν τη λύπη τους ή απολογήθηκαν: «Ως Τούρκος ζητώ συγγνώμη, έστω αργά ζητώ συγγνώμη» ή «Λυπούμαι πραγματικά που δεν κατορθώσαμε να συνυπάρξουμε». Κάποιοι αναφέρθηκαν στη σημασία της έκθεσης: «Θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά την ιστορία. Μόνο έτσι οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν σχέσεις χωρίς προκαταλήψεις. Η έκθεση είναι μια αυτοκριτική που είναι απαραίτητη να γίνει από την Τουρκία και τους Τούρκους». Άλλοι, τέλος, τόνισαν την ανάγκη της σωστής και αντικειμενικής γνώσης: «Η αλήθεια όσο βαθιά και να τη θάβεις, συνεχίζει να φωνάζει. Είναι επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα».  

Την ημέρα των εγκαινίων, 6 Σεπτεμβρίου, σημειώθηκαν αντιδράσεις από ακραία στοιχεία (της οργάνωσης Εργκενεκόν), όμως η Έκθεση επανέφερε στο προσκήνιο τα αποσιωπημένα γεγονότα και αποτέλεσε αφορμή για πολλά δημοσιεύματα. 

Την επόμενη, 7 Σεπτεμβρίου 2005, ο διακεκριμένος Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλή Μπιράντ κατέθετε την προσωπική του μαρτυρία: «Ήμουν 14 ετών. Δεν θα μπορέσω ποτέ να το ξεχάσω. Ακόμα θυμάμαι τι είδα στο Μπέγιογλου το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1955. Η σκηνή ήταν σοκαριστική. Ο μεγάλος δρόμος έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη, με τις βιτρίνες των μαγαζιών και στις δύο πλευρές σπασμένες και όλα τα προϊόντα πεταμένα στο δρόμο. Στοίβες από ρούχα, βιβλία, τετράδια, πολυελαίους και πολλά άλλα πράγματα. Άνθρωποι έπαιρναν ό,τι έβρισκαν. Έμοιαζε με την ημέρα της κρίσεως. Αυτό που παρατήρησα αμέσως ήταν ότι υπήρχαν και κάποια μαγαζιά απείραχτα. Αυτά που είχαν αναρτημένη την τουρκική σημαία δεν είχαν υποστεί καταστροφές. Τα καταστραμμένα είχαν επιγραφές με ελληνικά ονόματα. Αν και έχει περάσει μισός αιώνας, ακόμα ανατριχιάζω όταν το θυμάμαι. Φεύγοντας, οι Έλληνες πήραν μαζί τους μια σημαντική κουλτούρα, ένα χρώμα και ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Μας άφησαν μόνους στην Ιστανμπούλ να ζήσουμε τις άχρωμες ζωές μας. Μετά, μας κατέκλυσε η θλίψη, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά».

Τεράστια αίσθηση προκάλεσε στην Τουρκία η ταινία “Güz Sancisi” (“Φθινοπωρινός πόνος”) της σκηνοθέτιδας Τομρίς Γκιριτλίογλου, που προβλήθηκε το 2009.  Το σενάριό της (μια ιστορία αγάπης ενός Τούρκου αστού και μιας Ρωμιάς ιερόδουλης, με φόντο τα Σεπτεμβριανά του 1955) βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Γιλμάζ Καρακογιουνλού, τότε βουλευτή του “Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας”, το οποίο στα 1992 είχε πάρει το Α΄ βραβείο της Ένωσης Τούρκων Συγγραφέων. Βιβλίο και ταινία αποφεύγουν να θίξουν την αντιμειονοτική πολιτική του τουρκικού κράτους, θεωρήθηκαν όμως ως “ειλικρινής συγγνώμη” για όσα συνέβησαν. Η ταινία “έσπασε ταμεία” (μόνο την πρώτη εβδομάδα έκοψε πάνω από 300.000 εισιτήρια) και προκάλεσε σοκ στο κοινό που αγνοούσε τα γεγονότα. 

Σε άρθρο του ο Ερτουγρούλ Οζκιόκ, διευθυντής της εφημερίδας “Χουριέτ”, έγραψε μεταξύ άλλων τα εξής: «Η ταινία αρχίζει με μια άκρως εντυπωσιακή σκηνή: Μια ομάδα αλητών, κρατώντας έναν κουβά με κόκκινη μπογιά, σημαδεύει με σταυρό πόρτες κάποιων σπιτιών, τα μεσάνυχτα. Το σημάδεμα των σπιτιών σε όλα τα μέρη του κόσμου είναι οιωνός κάποιας δικτατορίας ή γενοκτονίας που πλησιάζει. Έτσι έγινε και στη ναζιστική Γερμανία, έτσι έκανε και η Κου Κλουξ Κλαν στις ΗΠΑ… Όταν έβγαινα από την ειδική προβολή της ταινίας, ένας φίλος ζήτησε τη γνώμη μου κι εγώ του είπα: “Είθε μετά από 20-30 χρόνια, να μην αναγκαστούμε να κάνουμε μια παρόμοια ταινία. Ο θεός να φυλάει την Τουρκία απ’ αυτό το ρεζιλίκι”».

Το 2010, στην 55 επέτειο των «Σεπτεμβριανών, το Ίδρυμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Τουρκίας οργάνωσε πορεία μνήμης στην Κωνσταντινούπολη. Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν τη διαδρομή που είχε διανύσει τότε το εξαγριωμένο πλήθος, από την πλατεία Ταμίξ μέχρι και τη μεγάλη οδό του Πέραν, κρατούσαν πανό και πλακάτ («5.317 καταστήματα καταστράφηκαν», «400 γυναίκες βιάστηκαν», «4.214 σπίτια καταστράφηκαν» κ.ά.) και κεντρικό σύνθημά τους ήταν το «Ποτέ ξανά».

Η σημερινή Τουρκία, ένα τμήμα της έστω, δείχνει διατεθειμένη να αντικρύσει κατάματα και να αντιμετωπίσει το παρελθόν της. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν αυτή η στάση επιδοκιμάζεται από το σύνολο της τουρκικής κοινωνίας, αν οι «μάζες» δείχνουν πραγματική μεταμέλεια για τα πάθη και την τύχη των ελληνικών σύνοικων πληθυσμών ή αν ντρέπονται μόνο για την αποκάλυψη των γεγονότων και το διασυρμό της χώρας τους. Το βέβαιο είναι ότι το επίσημο τουρκικό κράτος έχει αρκεστεί σε μιαδειλή αυτοκριτική, συνεχίζει να συσχετίζει τα γεγονότα του 1955 με το Κυπριακό ζήτημα και δεν τα ερμηνεύει ως μέρος της στρατηγικής του για την εθνική ομογενοποίηση της Τουρκίας και για την εξόντωση των μειονοτήτων. Μια αποφασιστική στροφή θα ήταν, όπως έχει προταθεί, η ανέγερση ενός μνημείου στο Πέραν, που να θυμίζει εκείνη την αποτρόπαιη για τη μειονότητα νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου, ενός μνημείου που θα αποτελεί μια έμπρακτη συγγνώμη και θα συμβάλει στην επούλωση των τραυμάτων. Αναγκαίο θα ήταν επίσης τα γεγονότα των «Σεπτεμβριανών» να ενσωματωθούν στο πρόγραμμα της ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.



* Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε (με μία άλλη συνοδευτική μαρτυρία) στη “Μνήμη” του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 10, Σεπτ. 2012.
http://lykourinos-kavala.blogspot.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»