Η Θεσσαλονίκη πριν από το 1912
Ο Λευκός Πύργος με το περιμετρικό του τείχος στην περίοδο μεταξύ 1889 - 1909. |
Οικονομία και κοινωνία (α΄μέρος)
Η ταυτότητα της πολύγλωσσης και πολυεθνικής πόλης στην οποία μπήκε ο ελληνικός στρατός το 1912. Η εβραϊκή, μουσουλμανική και ελληνορθόδοξη κοινότητα. Τα εκπαιδευτικά και κοινωφελή τους ιδρύματα. Πνευματική ζωή και Τύπος. Η παραγωγή, η βιομηχανία και οι συντεχνίες.
Η οθωμανική περίοδος διήρκεσε για τη Θεσσαλονίκη πέντε πλήρεις αιώνες. Κανένας από αυτούς δεν ήταν όμοιος με κάποιον άλλο. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επικεντρώσουμε στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: Σε ποια πόλη εισήλθε ο ελληνικός στρατός στις 27 Οκτωβρίου 1912; Για το σκοπό αυτόν θα εξετάσουμε τέσσερις πτυχές: Πρώτα τα γεωγραφικά και δημογραφικά δεδομένα, έπειτα την κοινωνία της πόλης, στη συνέχεια την πολιτική κατάσταση και, τέλος, την οικονομία. Τα γεωγραφικά και τα δημογραφικά δεδομένα απαντούν στο ερώτημα πώς ήταν η πόλη και ποιος πληθυσμός την κατοικούσε.
Η γεωγραφία της πόλης
α) Οθωμανή της Θεσσαλονίκης με την τυπική ενδυμασία β) Ελληνίδα της Θεσσαλονίκης με παραδοσιακή φορεσιά. «Οι όμορφες γυναίκες είναι Ελληνίδες», παρατηρεί ο Σκοτσέζος δημοσιογράφος John Foster Fraser. |
Στη δεκαετία του 1870 το θαλασσινό τείχος της πόλης κατεδαφίστηκε, η προκυμαία επεκτάθηκε με έμπληση της θάλασσας και δημιουργήθηκαν νέα οικόπεδα. Τότε δημιουργήθηκαν υποτυπώδεις λιμενικές εγκαταστάσεις που γρήγορα αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Επακολούθησε η κατασκευή δύο προβλητών έπειτα από έμπληση (1900). Από την άποψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η Θεσσαλονίκη χωριζόταν σε δύο τομείς εκατέρωθεν της σημερινής οδού Βενιζέλου. Από τη δυτική πλευρά, η γη ανήκε σε βακούφια, δηλαδή σε κοινωφελή ιδρύματα που είχαν ιδρύσει ανώτατοι αξιωματούχοι του οθωμανικού κράτους τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Αλωση της πόλης (1430). Από την ανατολική πλευρά, η βακουφική ιδιοκτησία συνυπήρχε με την ατομική.
Στα βακουφικά οικόπεδα η ψιλή κυριότητα του βακουφίου ήταν αναπαλλοτρίωτη. Ο κάτοχος του οικοπέδου αγόραζε από το βακούφιο το δικαίωμα της διηνεκούς χρήσης του. Το δικαίωμα αυτό μπορούσε να πουλήσει εν ζωή με την άδεια του βακουφίου ή να κληροδοτήσει σε απευθείας απογόνους του. Οταν εξέλιπαν οι απόγονοι, η χρήση επανερχόταν στο βακούφιο, που γινόταν και πάλι πλήρης ιδιοκτήτης. Το ίδιο συνέβαινε όταν κατέρρεε ή καιγόταν το κτίριο που υπήρχε στο οικόπεδο. Μετά το 1905 τα δικαιώματα των βακουφίων είχαν αρχίσει να ατονούν -με αντίστοιχη ενδυνάμωση των δικαιωμάτων των χρηστών-, χωρίς όμως να θιχτεί η ψιλή κυριότητα. Σύμφωνα με τα κληρονομικά ήθη μουσουλμάνων και χριστιανών, τα οικόπεδα μοιράζονταν εξίσου σε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Επειτα από αιώνες εφαρμογής αυτού του κανόνα, τα μεν ιδιόκτητα οικόπεδα ήταν πολύ μικρά, ενώ σε κάθε βακουφικό οικόπεδο -που δεν μπορούσε να μοιραστεί σε κληρονόμους- υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες.
Ο κοινόχρηστος τόπος γύρω από τη Θεσσαλονίκη
Μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι Θεσσαλονικείς εξακολουθούσαν να κατοικούν μέσα στην περιτείχιστη πόλη. Γύρω από τα τείχη απλωνόταν μια μεγάλη κοινόχρηστη έκταση που χωριζόταν σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περιλάμβανε τα νεκροταφεία των έξι αναγνωρισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων της πόλης, δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής, της ρωμαιοκαθολικής χριστιανικής, της προτεσταντικής, της αρμενικής, της μουσουλμανικής και της εβραϊκής. Το δεύτερο τμήμα περιλάμβανε τα δημόσια λιβάδια. Τα έσοδα από τη διαχείριση των λιβαδιών ήταν αφιερωμένα στις τρεις βασικές κοινότητες (εβραϊκή, μουσουλμανική, ελληνορθόδοξη), που με κοινή απόφασή τους τα διέθεταν στο διηνεκές υπέρ των σχολείων της πόλης.
Τα νεκροταφεία
Ο Λευκός Πύργος με το περιμετρικό του τείχος στην περίοδο μεταξύ 1889 - 1909. |
Η εβραϊκή κοινότητα ήταν η πολυπληθέστερη επί σειρά αιώνων, γι’ αυτό και το νεκροταφείο της ήταν το μεγαλύτερο. Ξεκινούσε από το σημερινό κτίριο του Χημείου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστημιούπολης. Το νότιο όριό του ήταν ένας δρόμος που δεν υπάρχει πλέον, η προέκταση της οδού Εγνατίας μέχρι τη σημερινή οδό Λαμπράκη (τότε Νοσοκομείων). Αυτός ο δρόμος συνέχιζε μέχρι τους Καπουτζήδες (Πυλαία), διασχίζοντας τις ακατοίκητες τότε, και πυκνοκατοικημένες σήμερα, συνοικίες της (προϊστορικής) Τούμπας. Η μουσουλμανική κοινότητα διέθετε δύο κύρια νεκροταφεία. Το πρώτο κάλυπτε το χώρο της σημερινής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης (βρισκόταν, δηλαδή, νοτιοανατολικά από το εβραϊκό). Το δεύτερο απλωνόταν έξω από τη λεγόμενη Νέα Πύλη (Γενί Καπού) του δυτικού τείχους, στο ύψος των σημερινών οδών Αγίου Δημητρίου και Λαγκαδά. Δίπλα σε αυτό υπήρχε ένα τρίτο μουσουλμανικό νεκροταφείο, προσαρτημένο στο μεγαλύτερο μουσουλμανικό μοναστήρι της πόλης, τον «τεκέ» των Μεβλεβήδων δερβίσηδων.
Μέχρι το 1874 όλοι οι χριστιανοί έθαβαν τους νεκρούς τους στον τόπο ανάμεσα στα ανατολικά τείχη της πόλης (κατά μήκος της σημερινής οδού Κωνσταντίνου Μελενίκου) και στο εβραϊκό νεκροταφείο. Χριστιανικοί και εβραϊκοί τάφοι χωρίζονταν από ένα ποτάμι, που σήμερα έχει εγκιβωτισθεί. Το παλαιό αυτό χριστιανικό νεκροταφείο δεν ήταν περιφραγμένο και δεν υπήρχαν ιδιαίτερα όρια ανάμεσα στις επιμέρους χριστιανικές κοινότητες. Το 1874 εφαρμόστηκε ο πρόσφατος τότε οθωμανικός νόμος «Περί Νεκροταφείων». Ετσι, τα κοιμητήρια των χριστιανικών κοινοτήτων χωρίστηκαν και οριοθετήθηκαν. Η ρωμαιοκαθολική κοινότητα μετέφερε το κοιμητήριό της έξω από το δυτικό τείχος, κοντά στο μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα των Λαζαριστών μοναχών.
Η ελληνορθόδοξη κοινότητα ανέθεσε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών, σωματείο τότε νεοσύστατο, να δημιουργήσει το περιφραγμένο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας. Νότιο όριό του ήταν η οδός που ονομάζεται σήμερα Αγίου Δημητρίου (τότε Μιντχάντ πασά) και δυτικό όριο ο δρόμος που ανηφορίζει προς το Νοσοκομείο «Αγιος Δημήτριος». Καθώς το κοιμητήριο ήταν περιφραγμένο, και άρα ο τόπος περιορισμένος, εφαρμόστηκε το σύστημα της ανακομιδής, που προκάλεσε διαμαρτυρίες στους οικονομικά ασθενέστερους κατοίκους. Η βουλγαρορθόδοξη κοινότητα έλαβε το δικαίωμα να θάβει ανατολικώς της ελληνορθόδοξης (από το 1913 το βουλγαρικό νεκροταφείο ενσωματώθηκε στην Ευαγγελίστρια). Το 1900 άρχισε να λειτουργεί και δεύτερο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο που βρισκόταν έξω από τα δυτικά τείχη, κοντά στο ρωμαιοκαθολικό, και ήταν αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, στο όνομα της οποίας οι παλαιότερες πηγές μαρτυρούν αγίασμα σε εκείνη την περιοχή. Ανεπίσημο κοιμητήριο οργάνωσαν κοντά στην Αγία Παρασκευή και οι Βουλγαρορθόδοξοι (δίπλα στο σημερινό ναό Αγίου Παντελεήμονα Αμπελοκήπων).
Η αρμενική και η προτεσταντική κοινότητα δημιούργησαν συνεχόμενα περιφραγμένα νεκροταφεία στο στενό τόπο ανάμεσα στο δυτικό τείχος και στο δρόμο που ανηφορίζει προς το δημοτικό νοσοκομείο, δηλαδή δυτικά της Ευαγγελιστρίας. Τέλος, η ρουμανική κοινότητα έλαβε άδεια στις αρχές του 20ού αιώνα και δημιούργησε ένα μικρό νεκροταφείο έξω από το δυτικό τείχος, το οποίο εδώ και πολλά χρόνια μετατράπηκε σε παιδική χαρά. Η σερβική κοινότητα, παρά τις προσπάθειές της, δεν κατόρθωσε να λάβει άδεια δημιουργίας ιδιαίτερου νεκροταφείου και εξυπηρετείτο είτε στο ελληνορθόδοξο είτε στο βουλγαρορθόδοξο.
Τα λιβάδια
Το κοινόχρηστο λιβάδι, ο λεγόμενος κισλάς, βρισκόταν ανάμεσα στα όρια των χωριών Καπουτζήδες (Πυλαίας), Γενί Κιοΐ (Ασβεστοχωρίου) και της Θεσσαλονίκης. Το λιβάδι περιλάμβανε τη χειμερινή βοσκή και τη θερινή βοσκή. Η χειμερινή βοσκή καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού περιαστικού δάσους Σέιχ Σου (= νερό του σεΐχη), αλλά αργότερα επεκτάθηκε μέχρι το δρόμο για το χωριό Ακσακλή (σημερινό Πανόραμα) και το δρόμο για τον Χορτιάτη. Η θερινή βοσκή ήταν πολύ πιο εκτεταμένη από τη χειμερινή και καταλάμβανε τόπους στα ανατολικά της πόλης. Επίσης, κοινόχρηστα λιβάδια απλώνονταν έξω από τη δυτική πλευρά της πόλης, αλλά οι μαρτυρίες που έχουμε για τη χρήση τους είναι παλαιότερες από την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Λόγω της εγκατάστασης σιδηροδρομικών γραμμών, η περιοχή δεν ήταν πλέον τόσο πρόσφορη για βοσκή όσο στο παρελθόν.
Οικολογικές μεταβολές
Οι χαλκογραφίες του 18ου και του 19ου αιώνα αναπαριστούν τους λόφους γύρω από τη Θεσσαλονίκη γυμνούς. Η αποψίλωση ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς χρήσης των λόφων για βοσκή, αφενός λόγω της αύξησης του πληθυσμού, αφετέρου εξαιτίας της επέκτασης των νεκροταφειακών χώρων. Η αποψίλωση των λόφων είχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα: Καθώς δεν υπήρχαν δέντρα να συγκρατούν τα χώματα που κατέβαζαν οι βροχές, η στάθμη του εδάφους της Θεσσαλονίκης ανήλθε στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καλυφθούν οι χείμαρροι που άλλοτε διέσχιζαν την πόλη και κινούσαν με τα νερά τους νερόμυλους. Η τελευταία μαρτυρία που διαθέτουμε για την ύπαρξη νερόμυλων εντός των τειχών χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα. Η τελευταία μαρτυρία για την ύπαρξη χειμάρρου μέσα στην πόλη ανάγεται στο έτος 1864. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο νότιο μέρος της Αρχαίας Αγοράς, βορείως της Εγνατίας. Στο σημείο εκείνο βρισκόταν ήδη από το έτος 1500 η Αλευραγορά και εκεί λειτουργούσαν ακόμη το 1800 οι περισσότεροι μύλοι. Ηταν το κεντρικό μέρος της πόλης, το «Ουν-Καπάνι» (Αλευραγορά).
Εξω από τα δυτικά τείχη
Ο κήπος του Λευκού Πύργου. |
Στο ύψος του αγροτικού αυτού δρόμου εγκαταστάθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης, ενώ μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα βρισκόταν ο εμπορικός σταθμός της γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου. Η εγκατάσταση των σιδηροδρόμων σήμαινε σοβαρές αλλαγές στην περιοχή, με περιορισμό των καλλιεργειών και διευθέτηση των χειμάρρων, οι οποίοι πλημμύριζαν και κατέστρεφαν τις γραμμές. Πολύ κοντά στην Πύλη του Βαρδάρη (η οποία είχε κατεδαφιστεί το 1874, όχι όμως και τα περιβάλλοντα τείχη) δημιουργήθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός «πόλεως». Καθώς από το 1900 είχε οικοδομηθεί το νέο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπως θα δούμε, η περιοχή ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στο λιμάνι θεωρήθηκε ιδανικός τόπος για την εγκατάσταση των λίγων βιομηχανιών και αποθηκών της πόλης.
Η φυλακή
Τα ανατολικά τείχη κατεδαφίστηκαν σταδιακώς από το 1874 έως το 1900. Απέμεινε, ωστόσο, ο Πύργος του Αίματος (Κανλί Κουλέ), ο κατ’ ευφημισμόν Λευκός Πύργος, να σημαδεύει τη θέση τους. Ο πύργος αυτός χρησίμευε ως φυλακή. Περιγράφεται από τον περιηγητή James Minchin, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884:
«Την ημέρα της επίσκεψής μου υπήρχαν 380 κρατούμενοι, που όλοι σχεδόν -κατά την αναφορά- ήταν ληστές και δολοφόνοι. (…) Οταν κατέβηκα από την άμαξά μας, είχα μία πολύ αόριστη ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο οι κρατούμενοι τελούσαν υπό περιορισμό. Πίστευα ότι θα τους έβλεπα πίσω από τα κάγκελα. Μόλις μπήκαμε στο χώρο της φυλακής, μας έψαξαν μήπως κρύβαμε όπλα. Από τον αξιωματικό που μας συνόδευε αφαιρέθηκε το ξίφος. Αυτή η απλοϊκή μέριμνα μάλλον μας διασκέδασε. Επειτα ακολουθήσαμε τον αξιωματικό, ενώ πίσω μας βάδιζε ένας δεσμοφύλακας. Ανηφορίσαμε τον πύργο, ανεβαίνοντας από το ένα πάτωμα στο άλλο και μερικές φορές κινούμενοι αργά μέσα σε κάποιο κελί. Οταν είχαμε φτάσει στη μέση της ανόδου, ρώτησα αν οι άνδρες γύρω μας (οι οποίοι δεν ήταν αλυσοδεμένοι) ήταν κατάδικοι που επεδείκνυαν καλή συμπεριφορά και εγκληματίες. Τότε πληροφορήθηκα ότι ήμασταν ανάμεσα στους δολοφόνους και ότι όσοι ήταν κλεισμένοι στην κορυφή του πύργου είχαν καταδικαστεί για λιγότερο σοβαρά αδικήματα. (…) Είναι αλήθεια ότι μερικά πρόσωπα ήταν τρομερά. Αλλά εν γένει διακρίναμε καθαριότητα, κοσμιότητα και ένα πνεύμα ευγένειας. Σε κάθε πάτωμα που μπαίναμε οι φυλακισμένοι σηκώνονταν και μας χαιρετούσαν. Η αβρότητα αυτή δεν προερχόταν από την επιβαλλόμενη πειθαρχία της φυλακής. Το σιτηρέσιο που παρέχει η κυβέρνηση είναι φτωχό: μόνο ψωμί και νερό. Αλλά οι φτωχοί κρατούμενοι -Εβραίοι, Τούρκοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι και Ελληνες- βοηθούνται από τις κοινότητές τους, οι οποίες τους προμηθεύουν κρέας και καφέ. Κύπελλα και σκεύη υπήρχαν άφθονα και κάθε φυλακισμένος είχε το στρώμα ή την κουβέρτα του. Λαμβάνοντας υπόψη από τι είδους σπίτια προέρχονταν αυτοί οι άνθρωποι, ήταν ασφαλώς καλύτερα στη φυλακή του σουλτάνου παρά στα χωριά τους». [Α. Γρηγορίου & Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών]. Από το 1900 οι φυλακές μεταφέρθηκαν στο Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο), στην ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, και εκεί λειτούργησαν μέχρι τις μέρες μας.
ΠΗΓΗ: Θεσσαλονικη 100 χρονια από την ΑπελευθέρωσηΟικονομία και κοινωνία (β΄μέρος)
Εξω από τα ανατολικά τείχη υπήρχαν επίσης χείμαρροι και αποθήκες. Μόλις σε απόσταση 500 μέτρων από το Λευκό Πύργο εγκαταστάθηκε στις αρχές του αιώνα η ηλεκτρική εταιρία. Βορειότερα, απλώνονταν οι στρατώνες και το Πεδίον του Αρεως. Κατά μήκος της ακτής είχαν οικοδομηθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πολυτελείς εξοχικές κατοικίες των πλούσιων Θεσσαλονικέων, οι λεγόμενοι «Πύργοι». Οι πιο εντυπωσιακές ήταν των Σαρνό, Ασλάν, Ντιρχάν Αμπντουλάχ, Αμποτ, Χαμντή μπέη, Αλλατίνι, Μοδιάνο και Αχμέτ Κερίμ. Οι νέοι των οικογενειών αυτών συνήθιζαν να γλεντούν τα βράδια μέσα σε πλοιάρια, που ήταν αγκυροβολημένα σε ορμίσκους, μπροστά στις κατοικίες τους. Ενδιαφέρουσες είναι οι εντυπώσεις του Αργείου λόγιου Δ. Βαρδουνιώτη (1847-1924) από επίσκεψή του στη συνοικία αυτή το 1890:
«Οι Πύργοι, οίτινες φαίνονται μεν προάστειον, χωριζόμενον από της πόλεως διά του εβραϊκού νεκροταφείου, αποτελούν όμως μέρος αυτής ως θερινή μάλλον αριστοκρατική συνοικία, είναι ο προσφιλέστερος περίπατος των Θεσσαλονικέων. Είναι τα Πατήσια ή το Φάληρον των Αθηνών, το προάστειον εκείνον το τελείως ευρωπαϊκόν την όψιν. Κατά τας θερινάς ημέρας φλέγων ο καύσων προκαλεί ακατανίκητον δίψαν της δρόσου και της εξοχής. Η μεγάλη αυτή πόλις μηδεμίαν δυστυχώς έχουσα πλατείαν, καθίσταται κατά τινάς ώρας πληκτική και αφόρητος με τας πυκνάς και τας υψηλάς αυτής οικοδομάς και τας ζεούσας και τας πλείστας στενάς πλακοστρώτους οδούς της. Ολοι δε τότε αισθάνονται την ανάγκην να αναπνεύσωσιν ολίγον αέρα εξοχής και ροφήσωσιν ολίγην δρόσον (...) Υπάρχουν λεωφορεία (omnibus) κυκλοφορούντα μέχρι της μιας μετά το μεσονύκτιον από της προκυμαίας μέχρι του Παραδείσου των Πύργων. Εισήχθησαν προ τινών ετών και εργάζονται επικερδέστατα. Δεν έχουν βεβαίως την κομψότητα και πολυτέλειαν των αθηναϊκών τράμβαϊ, δυστυχώς δε ούτε σιδηράν γραμμήν, και διά τούτο τρέχοντα παταγωδέστατα επί των λιθοστρώτων, είναι αληθείς αντεροβγάλται (...) Διά τους μάλλον νωχελείς υπάρχουν αι άμαξαι και αι λέμβοι, ή εν τη γλώσση του τόπου, οι αραμπάδες και τα καΐκια».
Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης (1890) και την εγκατάσταση ιπποκίνητου τροχιόδρομου (1893), δημιουργήθηκε η Συνοικία των Εξοχών, που ονομαζόταν και Χαμιντιέ, από το όνομα του σουλτάνου Χαμίντ Β΄. Στη Συνοικία των Εξοχών ανεγέρθηκαν περίπου 200 μεγαλοαστικές και μεσοαστικές κατοικίες, καθώς και πλήθος μικροαστικών κατοικιών. Δημιουργήθηκαν έτσι δύο μεγάλες συνοικίες, της Αγίας Τριάδας και της Αναλήψεως κατά τους ελληνόφωνους, του Κερίμ εφέντη και του Κάραγατς (=λεύκα) κατά τους λοιπούς, στις οποίες το 1912 κατοικούσε σχεδόν ένας στους πέντε Θεσσαλονικείς. Στην προς Ανατολάς επέκταση της πόλης συνέβαλε η εγκατάσταση νοσοκομείων (ιταλικού, ρωσικού, ελληνικού, εβραϊκού) και ορφανοτροφείων(ελληνορθόδοξου και εβραϊκού).
Τόποι διασκέδασης. Κήποι, μπόουλινγκ και τζέντλεμεν
Το ξενοδοχείο «Oλυμπος», ένα από τα πιο δημοφιλή σημεία της πόλης. Καταστράφηκε με την πυρκαγιά του 1917. |
εντυπωσιάσθηκε από την παραλία της με τα κέντρα διασκέδασης:
Στη Συνοικία των Εξοχών χτίστηκαν μετά την πυρκαγιά του
1890 περίπου 200 μεσοαστικές και μικροαστικές κατοικίες.
|
«Υπάρχουν διάφορα δημοφιλή σημεία που συχνάζονται στη Θεσσαλονίκη. Ο Ολυμπος, η Αμερική, η Belle Vie, κήποι και καφετερίες γύρω από τον Λευκό Πύργο (που είναι ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης) απλώνονται κατά μήκος της ακτής μαζί με άλλα είκοσι καφέ κι έτσι η περιοχή φωτίζεται από χιλιάδες φώτα τις νύχτες του καλοκαιριού. Σε μερικά από αυτά τα καταστήματα παρουσιάζονται ευρωπαϊκές και ανατολικές ορχήστρες, αρκετές νύχτες την εβδομάδα. Υπάρχει ακόμη ένα εξαιρετικό θερινό θέατρο σ' αυτήν την περιοχή. Η τάξη, η ομορφιά και η νυχτερινή διασκέδαση αυτού του τμήματος της Θεσσαλονίκης σπάνια μπορούν να βρεθούν σε παρόμοιες πόλεις».
Και συνεχίζει το ημιεπίσημο αυτό κείμενο -πρόγονος κρατικού τουριστικού φυλλαδίου- για τους τόπους αναψυχής πέριξ της πόλεως: «Ο Μεμλεκέτ Μπαγτσεσί [δηλαδή ο «δημόσιος κήπος», γνωστός ως Μπες Τσινάρ = Πέντε Πλατάνια] βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, με ένα όμορφο δάσος από μεγάλα δέντρα. Σ’ αυτόν τον κήπο, από την πλευρά της ακτής, απλώνονται θαυμάσια λιβάδια και υπάρχουν δύο υπέροχα κιόσκια. Μία ώρα απόσταση ολόγυρα από τον Μεμλεκέτ Μπαγτσεσί, λαχανόκηποι διακοσμούν το πανόραμα. Στα ανατολικά, όταν τελειώνουν οι παραθαλάσσιες κατοικίες, απλώνονται τρεις υπέροχοι κήποι για το κοινό, που ονομάζονται Cennet [=Παράδεισος], Buyukdere [=Μεγάλο Ρέμα] και Iskenderiye [=Αλεξάνδρεια]». Η ίδια πηγή αναφέρει με υπερηφάνεια και τόπους που συχνάζονταν αποκλειστικώς από εύπορους: «Οι λέσχες Κύκλος της Θεσσαλονίκης στον Φραγκομαχαλά, με μέλη προξένους και ξένους τζέντλεμεν, ο Μεγάλος Κύκλος της Θεσσαλονίκης και η Αvenir στο λιμάνι, για Εβραίους τζέντλεμεν, περιλαμβάνονται μεταξύ των πιο σημαντικών κοινωνικών καθιδρυμάτων. Οι εγκαταστάσεις τους είναι εξαιρετικά επιπλωμένες και οι βιβλιοθήκες τους περιλαμβάνουν χιλιάδες βιβλία και μεγάλη ποικιλία εφημερίδων». [Ε. Χεκίμογλου & Ε. Ντανατζίογλου, Η Θεσσαλονίκη πριν από εκατό χρόνια].
Δημογραφικά στοιχεία
Ο τάφος του Τούρκου αγίου Μουσάτ Μπαμπά, οκταγωνικό κτίσμα με τρούλο που βρισκότανστο κέντρο της ομώνυμης τουρκικής συνοικίας (πλατεία Τερψιθέας, Ανω Πόλη). |
Wratislaw (1862-1938), που επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη το 1885:
Η έλλειψη οθωμανικών δημογραφικών πηγών αποτελεί ένα ακόμη δυτικό στερεότυπο, όπως σημειώνει ο ιστορικός Stanford Shaw, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι διπλωμάτες ή εθνικιστές ηγέτες να προβαίνουν «σε ιδιοτελείς εκτιμήσεις του πληθυσμού, οι οποίες υποστήριζαν τους δικούς τους πολιτικούς ή διπλωματικούς στόχους». Στην πραγματικότητα, οι οθωμανικές αρχές εκπονούσαν ξεχωριστούς καταλόγους για μουσουλμάνους και μη. Κάθε πρόσωπο που καταγραφόταν εφοδιαζόταν με ένα υπογεγραμμένο και σφραγισμένο πιστοποιητικό («νουφούς τεζκερέ»), το οποίο πιστοποιούσε την εγγραφή στους καταλόγους και περιελάμβανε τα ίδια στοιχεία με την εγγραφή. Το πιστοποιητικό αυτό ήταν απαραίτητο για οποιαδήποτε συναλλαγή με τις Αρχές, επέχοντας θέση ταυτότητας και πιστοποιητικού γεννήσεως. Χωρίς αυτό δεν γίνονταν μεταβιβάσεις ακινήτων, παραστάσεις στο δικαστήριο ή οποιαδήποτε επαφή με τις Αρχές. Οι άντρες στρατεύσιμης ηλικίας που στερούνταν «νουφούς τεζκερέ» στρατολογούνταν χωρίς άλλη διατύπωση, για να μην αναφέρουμε τα πρόστιμα που επιβάλλονταν. Στα ίδια κατάστιχα εγγράφονταν γεννήσεις και θάνατοι, ώστε οι Αρχές είχαν μια γενική εικόνα του αριθμού των κατοίκων κάθε δήμου, επαρχίας και νομού.
Το 1903/1904 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη η διαδικασία έκδοσης «νουφούς τεζκερέ» (τους σχετικούς πίνακες δημοσίευσε ο M. Sasmaz), οπότε και καταγράφτηκε μόνιμος πληθυσμός 83.430 προσώπων, εκ των οποίων 43.254 άρρενες και 41.107 θήλεις. Ο αριθμός των θηλέων ήταν χαμηλότερος σε όλες τις οθωμανικές απογραφές και η ερμηνεία των ειδικών ήταν ότι οι γυναίκες απέφευγαν την εγγραφή. Αλλωστε, το κράτος ενδιαφερόταν για τους άντρες, αφού εκείνοι πλήρωναν φόρους και υπόκεινταν σε στρατιωτική θητεία.
(Θεσσαλονικη 100 χρονια από την Απελευθέρωση)
Οικονομία και κοινωνία (γ΄μέρος)
Πιο ζωηρές, αν και όχι πάντοτε ακριβείς, είναι οι διηγήσεις των περιηγητών, οι οποίοι έβλεπαν μια πολύχρωμη πόλη. Στην πλειονότητά τους έρχονταν στην Ανατολή για να επαληθεύσουν τα στερεότυπα με τα οποία ήταν διαποτισμένοι. Ας δούμε τι λέει ο John Foster Fraser (1860-1936), Σκοτσέζος δημοσιογράφος, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 1907: «Ο πληθυσμός είναι ανάμικτος. Οταν ξεπεράσεις τις πτωχότερες τάξεις, η περιβολή από μόνη της δεν σε βοηθά να καταλάβεις την εθνικότητα. Ολοι μιλούν ελληνικά και οι περισσότεροι γνωρίζουν τουρκικά. Πρέπει όμως να προσέξεις τα χαρακτηριστικά, το μάτι, το περπάτημα, τους τρόπους εν γένει, για να ξεχωρίσεις κατά πόσον ο άνθρωπος που κοιτάζεις είναι Τούρκος, Ελληνας, Αρμένιος, Βούλγαρος ή Εβραίος. Το πονηρό μάτι προδίδει τον Αρμένιο, το κόρδωμα ή το ταπεινό ύφος δείχνει τον Ελληνα, η ήρεμη εγρήγορση αποκαλύπτει τον Εβραίο. Είναι όλοι Τούρκοι υπήκοοι και όλοι υποχρεωμένοι να φορούν το φέσι. Υπάρχουν όμως άντρες που ξεχωρίζουν, ψηλοί, μελαχρινοί με υπερήφανο παράστημα. Είναι Αλβανοί, με άσπρη φουστανέλα, μαύρο σκούφο, πανωφόρι στολισμένο με ασημένια κλωστή και με ένα ζεύγος ρεβόλβερ περασμένα στο ζωνάρι. Είναι ο τρόμος των Τούρκων. Ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά δεν αναγνωρίζουν την οθωμανική εξουσία. Κάνουν ό,τι τους αρέσει. Πληρώνουν τους φόρους που διαλέγουν εκείνοι. Αν Αλβανός σκοτώσει Τούρκο, ο Τούρκος τον προκάλεσε. Οι τουρκικές αρχές θα κάνουν το παν για να κατευνάσουν τους Αλβανούς».
Ο γυναικείος πληθυσμός
Μία Τουρκάλα στο ιδιαίτερο δωμάτιό της.
«Μένουν στο χαρέμι και δεν έχουν κανέναν άντρα να μιλήσουν εκτός από το σύζυγό τους», καταγράφει το ρεπορτάζ της εποχής. |
Μια άλλη τάξη γυναικών, που διαφέρουν όχι μόνο ως προς την ενδυμασία, αλλά και την κάστα και συνιστούν ιδιοτυπία της Θεσσαλονίκης, είναι οι γυναίκες των ντονμέδων […]. Εχουν πρόσωπο ωχρό και στοχαστικό, λεπτό σαν αλάβαστρο. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, σκοτεινά και ονειροπόλα. Είναι ψηλές, όμορφες και νωθρές. Ο τρόπος με τον όποιον συμβιβάζουν την ενδυματολογική αυστηρότητα, στην οποία είναι υποχρεωμένες ως μουσουλμάνες, με τη χαρακτηριστική αγάπη των Εβραίων γυναικών για το περίτεχνο, είναι επινοητικός. Πάντοτε φορούν μαύρα και το κάλυμμα της κεφαλής τους είναι ένα λεπτό σάλι. Αλλά η γραμμή και ο στολισμός των ενδυμάτων είναι εξαίσιος, το κάλυμμα της κεφαλής τακτοποιημένο με καλαισθησία, τα μπράτσα γυμνά. Μαύρες βεντάλιες αναδύονται και κρατιούνται ψηλά-όχι τόσο σχολαστικά όταν η κυρία είναι όμορφη και το γνωρίζει, όπως συμβαίνει κατά κανόνα- έτσι ώστε το πρόσωπο να κρύβεται από τα μάτια των ανδρών. Στα φορέματα των ντονμέδων υπάρχει μόνο μαύρο χρώμα, αλλά η χάρη και η εφευρετικότητά τους τα κάνουν να ξεχωρίζουν. Επειτα υπάρχουν οι Τουρκομουσουλμάνες κυρίες, οι οποίες ποτέ δεν εμφανίζονται στο δρόμο, εκτός αν είναι τυλιγμένες σε απλές μαύρες ή γαλάζιες ρόμπες κι έχουν τα πρόσωπά τους καλυμμένα. Ποτέ δεν περπατούν με τους συζύγους τους, ποτέ δεν κάθονται στους κήπους να ακούσουν κάποια ορχήστρα. Μένουν στο χαρέμι και δεν έχουν κανένα άντρα να μιλήσουν, εκτός από το σύζυγό τους. Μου είπαν ότι οι μουσουλμάνες κυρίες ζηλεύουν λυσσαλέα τις χριστιανές και τις Εβραίες αδελφές τους, οι οποίες μπορούν να γευματίζουν με φίλους του άλλου φύλου, να πηγαίνουν βόλτα με την άμαξα και να επισκέπτονται τα café chantant το βράδυ. Βλέπουν ότι ο άπιστος μεταχειρίζεται τη γυναίκα του με ευαισθησία».
Μια σκηνή στο λεωφορείο
Εσωτερικό τουρκικού σπιτιού. Ο άνδρας μισοξαπλωμένος αριστερά με τον υπηρέτη του στην άκρη και τις γυναίκες δεξιά με σκεπασμένο το πρόσωπο |
-Αράμπατζη, χερκέκ!
Και εν ακαρεί αισθάνομαι θρουν τινά, ωσεί στρουθών πτερυγίσματα. Ησαν πέντε έως εξ Οθωμανίδες, χαρέμια καλής περιωπής, ως εφαίνετο εκ της περιβολής και των αβροτάτων χειρών των (αι δύο ιδίως εξ αυτών, διότι αι λοιπαί ήσαν ακόλουθοι), νεαραί, εύσωμοι και ωραίαι, αίτινες κατήλθον της αμάξης, διότι ανήλθομεν ημείς και επειδή, ως λέγουν, δεν ταις επιτρέπεται να συνταξειδεύσωσι μετ’ ανδρών και δη απίστων, εφώναξαν, περίτρομοι, “αμαξηλάτα, άνδρες” και κατήλθον εις την οδόν. Μόλις όμως ο αμαξηλάτης μας εξήγησε την σκηνήν, προσθείς ότι αι Οθωμανίδες ηδύναντο να πληρώσωσι και τας κενάς θέσεις του λεωφορείου, ημείς, μη έχοντες άλλως τε παρομοίαν όρεξιν, κατήλθομεν επίσης. Αλλά το παράδοξον ήτο ότι αι Οθωμανίδες δεν επείσθησαν να ανέλθωσιν εκ νέου, λόγω ότι το λεωφορείον είχε “μολυνθή” υπό των απίστων. Ο Αβραμίκος εν τούτοις μοι εξήγησεν ότι δεν είναι τόσον άγρια πτηνά αι θελκτικαί Οθωμανίδες, αλλά ο φόβος των προήρχετο μη συναντηθώσι υπό Τούρκων, συνταξιδεύσουσαι μετ’ ανδρών, ότε βαρείαι ποιναί ανέμενον αυτάς. Είναι παροιμιώδης η δουλική ζωή των Οθωμανίδων, αίτινες ζώσι μεμονωμένως και φυλασσόμεναι ως εν κλωβώ».
Αλλά και το πρώτο γυναικείο περιοδικό
Ενας Τούρκος με την καλή αστική
φορεσιά του. Το φέσι ήταν απαραίτητο στοιχείο ενδυμασίας των ανδρών ανεξαρτήτως θρησκεύματος |
Ας σημειωθεί ότι το 1908 εμφανίζεται η πρώτη γυναίκα διπλωματούχος ιατρός της Θεσσαλονίκης, η δεσποινίς Ντερβέτογλου, μουσουλμάνα που είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, με ειδικότητα στη Γυναικολογία. Μαθαίνουμε γι’ αυτήν από μια καταχώριση σε μια τοπική γαλλόγλωσση εφημερίδα, τη «Journal de Salonique». Τέσσερα χρόνια αργότερα θα εμφανιστεί και η πρώτη χριστιανή ιατρός, η κυρία Σμαράγδα, που ήταν οδοντίατρος, είχε ιατρείο στην Εγνατία και προτιμούσε να διαφημίζεται στην ελληνόγλωσση «Νέα Αλήθεια».
Σχολεία
Κάθε θρησκευτική κοινότητα φρόντιζε και χρηματοδοτούσε τα σχολεία της. Για το σκοπό αυτό κάθε κοινότητα μεριμνούσε να σχηματίσει ακίνητη περιουσία, με τις προσόδους της οποίας συντηρούσε δασκάλους και λοιπό προσωπικό και επισκεύαζε τα σχολικά κτίρια. Επίσης, υπέρ των σχολείων διετίθεντο και οι εισπράξεις από τα λιβάδια της πόλης. Ταυτόχρονα με τις θρησκευτικές κοινότητες, και οι ξένες παροικίες ανέπτυξαν εκπαιδευτικές δραστηριότητες, συχνά για λόγους προπαγάνδας. Εκτός από εβραϊκά, ελληνικά, τουρκικά, βουλγαρικά, σερβικά και ρουμανικά σχολεία, λειτουργούσαν γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά εκπαιδευτήρια υψηλής στάθμης, με μεγάλη συμμετοχή μαθητών κυρίως από την εβραϊκή, αλλά και από την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διατηρούσε ένα γυμνάσιο αρρένων, ένα παρθεναγωγείο, ένα διδασκαλείο και αριθμό δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγείων. Καθώς από τα τέλη του 19ου αιώνα έγινε εμφανής η έλλειψη ειδικευμένου υπαλληλικού προσωπικού, το 1895 ιδρύθηκε μια μέση εμπορική σχολή από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, χάρη στις ακάματες προσπάθειες του μοναχού Στέφανου Νούκα, ο οποίος εξασφάλισε με δωρεές τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους. Το 1907 ένας βασικός συνεργάτης του Νούκα, ο Αθανάσιος Κωνσταντινίδης, ίδρυσε μια δεύτερη μέση εμπορική σχολή. Μέσες εμπορικές σχολές λειτούργησαν την ίδια εποχή και από τις άλλες κοινότητες: Βρίσκουμε δύο εβραϊκές, μία μουσουλμανική, αλλά και μερικές ιδιωτικές, από τις οποίες μία ιταλική και μία γαλλική.
Εβραίοι της Θεσσαλονίκης συγκεντρωμένοι στο προαύλιο
μιας συναγωγής για να γιορτάσουν το εβραϊκό Πάσχα. |
Τα επιστημονικά επαγγέλματα και οι αμοιβές τους
Το 1912 υπήρχαν αρκετοί μορφωμένοι νέοι στη Θεσσαλονίκη, με προϋπηρεσία σε εμπορικά καταστήματα, οι οποίοι μπορούσαν να διεκπεραιώσουν εμπορική αλληλογραφία και είχαν γνώσεις διπλογραφικού συστήματος. Ελειπαν, όμως, πεπειραμένοι λογιστές και συχνά χρειαζόταν να προσφερθεί υψηλός μισθός, ώστε να προσελκυσθούν λογιστές από τη Σμύρνη. Ενας έμπειρος λογιστής μπορούσε να κερδίσει 10 ή και 12 οθωμανικές χρυσές λίρες το μήνα, έναντι 5 ενός ειδικευμένου εργάτη (η σημερινή αξία μιας λίρας είναι περίπου 300 ευρώ). Ετσι εξηγείται και η προτίμηση των νέων στις εμπορικές σχολές και η πληθώρα των σχολών αυτών στη Θεσσαλονίκη. Ο εμπορικός οδηγός της Θεσσαλονίκης του 1910 μνημονεύει 33 δικηγόρους και 83 ιατρούς. Ο αριθμός ήταν πρωτοφανής για τα δεδομένα του 19ου αιώνα και ο ανταγωνισμός άρχισε να κάνει την εμφάνισή του. Γι’ αυτό, τη χρονιά εκείνη, γιατροί και δικηγόροι ανακοίνωσαν τα τιμολόγια των εργασιών τους σε προκηρύξεις γραμμένες στα ελληνικά, στα τουρκικά, στα εβραϊκά και τα γαλλικά. Σκοπός τους ήταν η περιφρούρηση των συμφερόντων των νεότερων κυρίως επιστημόνων, οι οποίοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των παλαιοτέρων και να αποκτήσουν πελατεία, ήταν διατεθειμένοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με δυσμενείς όρους.
Ο Περικλής Χατζηλαζάρου, επιχειρηματίας, κτηματίας και ηγέτης της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, με τη σύζυγό του Ευφροσύνη. |
Φαίνεται ότι οι γιατροί είχαν αντιμετωπίσει καθυστερήσεις στις πληρωμές από τους ασθενείς, διότι προέβλεψαν και πότε θα έπρεπε να πληρώνονται (κάτι που δεν έκαναν οι δικηγόροι). Αν λοιπόν η επίσκεψη δεν πληρωνόταν αμέσως, στα μεν βραχυχρόνια νοσήματα η αμοιβή του γιατρού θα έπρεπε να εξοφλείται μετά τη θεραπεία του νοσήματος, στα δε μακροχρόνια στο τέλος κάθε μήνα. Ενδειξη ότι υπήρχαν αφερέγγυοι ασθενείς αποτελούσε η πρόβλεψη ότι «πας ασθενής αλλάσσων τον ιατρόν του, οφείλει να ειδοποιεί αυτόν εγκαίρως, εξοφλών συνάμα και τον λογαριασμόν του». Ας σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τους δικηγόρους, οι γιατροί δεν είχαν σχηματίσει ακόμη σύλλογο.
Μία σύγκριση των αμοιβών γιατρών και δικηγόρων του 1911 μάς δείχνει ότι οι γιατροί ήταν μετριοπαθέστεροι στις απαιτήσεις τους. Η απλή ιατρική επίσκεψη κόστιζε τα μισά από μια προφορική νομική γνωμοδότηση. Η συμμετοχή σε συμβούλιο αμειβόταν καλύτερα για τους δικηγόρους παρά για τους γιατρούς, αλλά οι γιατροί ήταν περισσότεροι από τους δικηγόρους. Η κατεξοχήν ιατρική «πιάτσα» της Θεσσαλονίκης ήταν η σημερινή οδός Εθνικής Αμύνης. Πρώτον, διότι διέθετε νεόδμητα πολυτελή κτίρια, δεύτερον, διότι βρισκόταν κοντά στα νοσοκομεία και την τροχιοδρομική γραμμή.
Τα νοσοκομεία
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα κάθε κοινότητα φρόντιζε για τους ασθενείς της. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διέθετε νοσοκομείο ήδη από το 17ο αιώνα, αν και ήταν πολύ φτωχό σε σύγκριση με τα σύγχρονα δεδομένα. Το νοσοκομείο αυτό βρισκόταν δίπλα στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, αλλά μεταφέρθηκε εκτός πόλεως μετά την πυρκαγιά του 1890, στη θέση του σημερινού «Θεαγενείου». Λειτουργούσε, επίσης, ένα δημοτικό νοσοκομείο, το οποίο ονομαζόταν «Γκουραμπά» και βρισκόταν απέναντι από το Λευκό Πύργο. Αυτό ανήκε στο δήμο, αλλά τελούσε υπό στρατιωτική διαχείριση. Η εβραϊκή κοινότητα διέθετε μικρή κλινική, αλλά από το 1904 ξεκίνησε η οικοδόμηση του Νοσοκομείου «Χιρς», που αποτελεί την κεντρική πτέρυγα του σημερινού «Ιπποκράτειου Νοσοκομείου». Την ίδια εποχή ολοκληρώθηκαν το «Δημαρχιακό Νοσοκομείο» βορείως του ελληνικού νεκροταφείου, που λειτουργεί σήμερα με την ονομασία «Αγιος Δημήτριος», καθώς και το «Στρατιωτικό Οθωμανικό Νοσοκομείο», γνωστό στους νεότερους ως «ΓΣΝ 424». Το «Ιταλικό Νοσοκομείο» (σημερινό «Λοιμωδών») λειτουργούσε ήδη, σε μικρή απόσταση από το «Στρατιωτικό Οθωμανικό Νοσοκομείο», αλλά και το Παπάφειο Ορφανοτροφείο. Οχι μακριά από το σημείο εκείνο οικοδομήθηκε το «Ρωσικό Νοσοκομείο» (σήμερα Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας). Από την άλλη πλευρά της πόλης, στην οδό Φράγκων, λειτούργησε το «Ρωμαιοκαθολικό Νοσοκομείο των Αδελφών του Ελέους», ενώ, πέρα από τον Βαρδάρη, στην περιοχή Χατζή Μπαξέ, λειτούργησε νοσοκομείο λοιμωδών νόσων. Μέσα σε είκοσι χρόνια η Θεσσαλονίκη είχε γεμίσει νοσοκομεία. Το 1908 η ισραηλιτική κοινότητα δημιούργησε το πρώτο άσυλο ψυχοπαθών στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Βουτυρά, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου.
Η χολέρα
Τον Σεπτέμβριο του 1911 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη η τελευταία επιδημία της οθωμανικής περιόδου. Τα θύματα ήταν περίπου 300. Ο αριθμός δεν ήταν εντυπωσιακός σε σύγκριση με τα θύματα που είχαν παλαιότερα οι επιδημίες χολέρας και γρίπης. Ο πληθυσμός όμως πανικοβλήθηκε, διότι εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά «υγειονομικά» μέτρα από τις Αρχές. Δηλαδή, όσοι κάτοικοι ήταν ύποπτοι για προσβολή από την ασθένεια, αντί να αφεθούν στην τύχη τους, απομονώνονταν διά της βίας σε δύο «οικίες απολυμάνσεως» που βρίσκονταν στη συνοικία της Μπάρας (σημερινή Ξηροκρήνη) και στο Σέδες. Από τις «οικίες» αυτές, σχεδόν κανείς δεν επέζησε. Αν και η Θεσσαλονίκη διέθετε πολλούς διπλωματούχους ιατρούς, οι προκαταλήψεις για την ιατρική επιστήμη ήταν διάχυτες. Εγκυρη εφημερίδα αισθάνθηκε υποχρεωμένη να τονίσει ότι «οι ιατροί δεν δηλητηριάζουν τους ασθενείς τους». Δεν αναφέρονται παιδιά ως θύματα της χολέρας του 1911. Τα κρούσματα σημειώθηκαν κυρίως σε μεσήλικες και ηλικιωμένους, που κατοικούσαν στις φτωχές εβραϊκές συνοικίες του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη. Εχει υπολογιστεί ότι οι μισοί από τους τάφους του αχανούς εβραϊκού νεκροταφείου ήταν παιδικοί τάφοι.
Θεσσαλονικη 100 χρονια από την Απελευθέρωση,http://stigmesstinistoria.blogspot.gr/2013/07/1912.html
Σχόλια