ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ..! ! !(Μιά πραγματική ιστορία απο την ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ)
Manos Sfakianakis
(Μέρα μνήμης σήμερα για την Μικρασία και στην απόπειρά μου να την τιμήσω με θύμησες από το ''φευγιό'' των δικών μου από την Μαινεμένη, έγραψα ''σεντόνι''.
Συγχωρέστε με αν σας κουράσω, αλλά μου βγήκαν μόνα τους γι αυτή την αληθινή ιστορία).
Συγχωρέστε με αν σας κουράσω, αλλά μου βγήκαν μόνα τους γι αυτή την αληθινή ιστορία).
-- ‘’«Μπαμπά μου Ανανία, πότε θα πάμε στην Σμύρνη να πάρουμε μπονμπόνια»; τον ρώτησα ενώ αυτός έβλεπε, από το κιόσκι που είχε φτιάξει στο τσιφλίκι ψηλά στον λόφο της Μαινεμένης μας, τους πρώτους καπνούς της φωτιάς.
Άκου να ζητάω μπονμπόνια! Τι χαζό παιδί ήμουνα. Έξι-επτά χρονών και δεν καταλάβαινα ότι το κακό στην Σμύρνη είχε αρχίσει. Μόνο ότι σαν κάτι να του βάραινε την ψυχή ένοιωθα, μιας και το βλέμμα του ήταν ίδιο με αυτό που είχε όταν πέθανε η μαμά μας λεχώνα στην Δόξα, αλλά δεν μπορούσα να το εξηγήσω΄΄
Έτσι κατηγορούσε τον εαυτό της η νονά μου και θειά μου Αθηνά Μιχαηλίδου, αδερφή της γιαγιάς μου Νίκης που δεν γνώρισα και είχε αυτή τον ρόλο της, όταν πριν από χρόνια μου αφηγούνταν τις θύμησές της από την ‘’Καταστροφή’’ και συνέχισε…
Άκου να ζητάω μπονμπόνια! Τι χαζό παιδί ήμουνα. Έξι-επτά χρονών και δεν καταλάβαινα ότι το κακό στην Σμύρνη είχε αρχίσει. Μόνο ότι σαν κάτι να του βάραινε την ψυχή ένοιωθα, μιας και το βλέμμα του ήταν ίδιο με αυτό που είχε όταν πέθανε η μαμά μας λεχώνα στην Δόξα, αλλά δεν μπορούσα να το εξηγήσω΄΄
Έτσι κατηγορούσε τον εαυτό της η νονά μου και θειά μου Αθηνά Μιχαηλίδου, αδερφή της γιαγιάς μου Νίκης που δεν γνώρισα και είχε αυτή τον ρόλο της, όταν πριν από χρόνια μου αφηγούνταν τις θύμησές της από την ‘’Καταστροφή’’ και συνέχισε…
--‘’«Θα πάμε τώρα Αθηνούλα μου μαζί με τα αδέρφια σου, αλλά θα πάμε εκδρομή με το βαπόρι και θα πάρουμε από εκεί μπονμπόνια»… μου αποκρίθηκε και με χάιδεψε στην μια παρειά ενώ ταυτόχρονα με φίλησε στην άλλη. Αυτό το φιλί και το χάδι που ακόμα τα νιώθω, που να ήξερα ότι θα ήταν τα τελευταία από τον πατέρα ….
--{«Φύγε Ανανία, Μην κάθεσαι άλλο εδώ. Δεν έχει νόημα πια. Τελειώσαμε. Έτσι όπως-όπως έφυγε ο Στρατός μας, έτσι να φύγουμε κι εμείς. Οι Τούρκοι όπου να ΄ναι έχονται κι από όπου περνάνε σπέρνουν το κακό και τον θάνατο. Και πόσο σε σένα αν μάθουν ότι έκανες τα τσιφλίκια στρατώνες και γέμιζες τις αποθήκες όπλα και μπαρούτια. Έλα μαζί μου, πάρε τα παιδιά κι έλα…, ξεκινάω!»… του έλεγε από μέρες πριν, ο αδερφός του ο Αβραμάκης που πρόλαβε να φύγει, για την Θεσσαλονίκη, με την οικογένειά του και τις αδερφές τους την Γεσθημανή και την Άννα.
--‘’«Θα πάμε τώρα Αθηνούλα μου μαζί με τα αδέρφια σου, αλλά θα πάμε εκδρομή με το βαπόρι και θα πάρουμε από εκεί μπονμπόνια»… μου αποκρίθηκε και με χάιδεψε στην μια παρειά ενώ ταυτόχρονα με φίλησε στην άλλη. Αυτό το φιλί και το χάδι που ακόμα τα νιώθω, που να ήξερα ότι θα ήταν τα τελευταία από τον πατέρα ….
--{«Φύγε Ανανία, Μην κάθεσαι άλλο εδώ. Δεν έχει νόημα πια. Τελειώσαμε. Έτσι όπως-όπως έφυγε ο Στρατός μας, έτσι να φύγουμε κι εμείς. Οι Τούρκοι όπου να ΄ναι έχονται κι από όπου περνάνε σπέρνουν το κακό και τον θάνατο. Και πόσο σε σένα αν μάθουν ότι έκανες τα τσιφλίκια στρατώνες και γέμιζες τις αποθήκες όπλα και μπαρούτια. Έλα μαζί μου, πάρε τα παιδιά κι έλα…, ξεκινάω!»… του έλεγε από μέρες πριν, ο αδερφός του ο Αβραμάκης που πρόλαβε να φύγει, για την Θεσσαλονίκη, με την οικογένειά του και τις αδερφές τους την Γεσθημανή και την Άννα.
--«Δεν με πειράζουνε εμένα οι Τούρκοι, Αβραμάκη. ‘’Ανανία εφέντη’’ λένε όταν περνάω και σκύβουν το κεφάλι. Ο παράς τους αφεντεύει αυτούς κι από μένα βγάζουνε πολλούς παράδες.»}
…. «Την άλλη μέρα τα ξημερώματα ντυμένος στα μαύρα ο μπαμπάς, μας σήκωσε όπως-όπως από τον ύπνο τα πέντε μικρά, ενώ τα μεγάλα, η Δέσποινα στα 15 και ο Γιώργος στα 13, ήδη έτοιμοι, μας ‘’φόρτωσαν’’ μαζί με ένα μικρό μπαούλο, στον αραμπά που είχαν ζέψει με τα δύο άλογα της άμαξας (καλές ντε ζαρντέν την έλεγε πάντα η Δέσποινα) και ξεκινήσαμε. Στην ερώτησή μου ‘’γιατί δεν πάμε βόλτα με την άμαξα’’; όπως και στην παρατήρηση της κατά δύο χρόνια μεγαλύτερής μου Γιωργίτσας ‘’Αμάν!!! Αφήσαμε όλες τις λάμπες να καίνε…» κανείς δεν αποκρίθηκε. Την εικόνα του φευγιού από το ολοφώτιστο σπίτι μας, καθώς απομακρυνόμασταν, συμπλήρωνε το κλάμα του μωρού, της Δοξούλας, που προσπαθούσε να το κανακέψει η Δέσποινα, πάνω στην οποία είχα κουρνιάσει κι εγώ.
--«Δεν με πειράζουνε εμένα οι Τούρκοι, Αβραμάκη. ‘’Ανανία εφέντη’’ λένε όταν περνάω και σκύβουν το κεφάλι. Ο παράς τους αφεντεύει αυτούς κι από μένα βγάζουνε πολλούς παράδες.»}
…. «Την άλλη μέρα τα ξημερώματα ντυμένος στα μαύρα ο μπαμπάς, μας σήκωσε όπως-όπως από τον ύπνο τα πέντε μικρά, ενώ τα μεγάλα, η Δέσποινα στα 15 και ο Γιώργος στα 13, ήδη έτοιμοι, μας ‘’φόρτωσαν’’ μαζί με ένα μικρό μπαούλο, στον αραμπά που είχαν ζέψει με τα δύο άλογα της άμαξας (καλές ντε ζαρντέν την έλεγε πάντα η Δέσποινα) και ξεκινήσαμε. Στην ερώτησή μου ‘’γιατί δεν πάμε βόλτα με την άμαξα’’; όπως και στην παρατήρηση της κατά δύο χρόνια μεγαλύτερής μου Γιωργίτσας ‘’Αμάν!!! Αφήσαμε όλες τις λάμπες να καίνε…» κανείς δεν αποκρίθηκε. Την εικόνα του φευγιού από το ολοφώτιστο σπίτι μας, καθώς απομακρυνόμασταν, συμπλήρωνε το κλάμα του μωρού, της Δοξούλας, που προσπαθούσε να το κανακέψει η Δέσποινα, πάνω στην οποία είχα κουρνιάσει κι εγώ.
«Για το Κορδελιό τραβάμε Γιώργο», είπε ο πατέρας στον αδερφό μας που κάθονταν δίπλα του, οδηγώντας γρήγορα τον αραμπά. «Απ’ εκεί θα πάρουμε βαπόρι για απέναντι. Είναι και ο κουμπάρος, ο Γιάκωβος ο Καμηλάκης που έχει φιλιότσο την Γιωργίτσα μας, να μας πάει με την μαούνα στην Μυτιλήνη που είναι η νενέ σας με το σόι της». Στους Ευαγγελικούς τον έστελνε σχολείο τον Γιώργο ο πατέρας, αλλά αυτός κάθε μέρα το΄ σκαγε και πήγαινε στο τσιφλίκι να κάθεται με τα ζώα. Τι ξύλο έτρωγε που την κοπάναγε από το σχολείο... «Μωρέ τσομπάνης θα μου γίνεις;», τον μάλωνε, δέρνοντάς τον. Ο πατέρας, σπουδαγμένος, που χώρια την μόρφωσή του όπως κι όλα τα αδέρφια του, μίλαγε έξι γλώσσες, δεν μπορούσε να διανοηθεί κάποιο από τα παιδιά του να μείνει χωρίς σπουδές. Εκεί όμως ο Γιώργος. Στα ζώα! Εκεί ήταν το ριζικό του, εκεί και το ταλέντο του. Τα πάντα ήξερε για όλα τα ζωντανά. Και στην Θεσσαλονίκη που ήρθαμε μετά, αυτός δεν κάθησε. Στην Αξιούπολη πήγε να μείνει, να ασχοληθεί με τα ζώα.
«Για το Κορδελιό τραβάμε Γιώργο», είπε ο πατέρας στον αδερφό μας που κάθονταν δίπλα του, οδηγώντας γρήγορα τον αραμπά. «Απ’ εκεί θα πάρουμε βαπόρι για απέναντι. Είναι και ο κουμπάρος, ο Γιάκωβος ο Καμηλάκης που έχει φιλιότσο την Γιωργίτσα μας, να μας πάει με την μαούνα στην Μυτιλήνη που είναι η νενέ σας με το σόι της». Στους Ευαγγελικούς τον έστελνε σχολείο τον Γιώργο ο πατέρας, αλλά αυτός κάθε μέρα το΄ σκαγε και πήγαινε στο τσιφλίκι να κάθεται με τα ζώα. Τι ξύλο έτρωγε που την κοπάναγε από το σχολείο... «Μωρέ τσομπάνης θα μου γίνεις;», τον μάλωνε, δέρνοντάς τον. Ο πατέρας, σπουδαγμένος, που χώρια την μόρφωσή του όπως κι όλα τα αδέρφια του, μίλαγε έξι γλώσσες, δεν μπορούσε να διανοηθεί κάποιο από τα παιδιά του να μείνει χωρίς σπουδές. Εκεί όμως ο Γιώργος. Στα ζώα! Εκεί ήταν το ριζικό του, εκεί και το ταλέντο του. Τα πάντα ήξερε για όλα τα ζωντανά. Και στην Θεσσαλονίκη που ήρθαμε μετά, αυτός δεν κάθησε. Στην Αξιούπολη πήγε να μείνει, να ασχοληθεί με τα ζώα.
Στον πέρα δρόμο από την Μαινεμένη για το Κορδελιό, συναντήσαμε κόσμο να έρχεται που μας προειδοποίησαν για τούρκικη καβαλαρία, παρακάτω, που θα μας έπαιρνε τα άλογα, κι ο πατέρας τότε αποφάσισε να πάμε από άλλο δρόμο, τον παραλιακό προς το Μπαργιακλί για να φτάσουμε στο Κορδελιό.
Χάρηκα μόλις άκουσα το Μπαργιακλί, γιατί εκεί είχαν οι Βεζεστεντζήδες, που τον γιό τους τον Κυριάκο τον παντρεύτηκε αργότερα η Δέσποινά μας στην Θεσσαλονίκη, μεγάλο εξοχικό και κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε για βεγγέρες. Άλλες φορές από το πρωί και δεν λέγαμε να βγούμε από το νερό. Εκατοντάδες παιδιά να παίζουν στην παραλία του και κόσμος μιλιούνια να κάθεται στα παραλιακά του κέντρα που ήταν πάνω στον κατάφυτο από δέντρα δρόμο προς τη θάλασσα.
Στον πέρα δρόμο από την Μαινεμένη για το Κορδελιό, συναντήσαμε κόσμο να έρχεται που μας προειδοποίησαν για τούρκικη καβαλαρία, παρακάτω, που θα μας έπαιρνε τα άλογα, κι ο πατέρας τότε αποφάσισε να πάμε από άλλο δρόμο, τον παραλιακό προς το Μπαργιακλί για να φτάσουμε στο Κορδελιό.
Χάρηκα μόλις άκουσα το Μπαργιακλί, γιατί εκεί είχαν οι Βεζεστεντζήδες, που τον γιό τους τον Κυριάκο τον παντρεύτηκε αργότερα η Δέσποινά μας στην Θεσσαλονίκη, μεγάλο εξοχικό και κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε για βεγγέρες. Άλλες φορές από το πρωί και δεν λέγαμε να βγούμε από το νερό. Εκατοντάδες παιδιά να παίζουν στην παραλία του και κόσμος μιλιούνια να κάθεται στα παραλιακά του κέντρα που ήταν πάνω στον κατάφυτο από δέντρα δρόμο προς τη θάλασσα.
Πού να ήξερα όμως ότι αυτός ο τόπος των πιο ωραίων παιδικών μου αναμνήσεων, σύντομα θα γίνονταν το εφιαλτικό τοπίο όπου με τον πιο τραγικό τρόπο θα έχανα για πάντα την παιδικότητά μου, θα έπαυα να είμαι πια παιδί όπως και τα αδέρφια μου, όπως και τα χιλιάδες άλλα αδέρφια μου της Μικρασίας.
Κατεβαίνοντας τον δρόμο για την παραλία, αυτόν που από την μια πλευρά πάει για Πούντα και από την άλλη για Μπαργιακλή και Κορδελιό, ακούσαμε ποδοβολητά κι είδαμε να έρχεται από πίσω μας τούρκικη καβαλαρία. Στις φωνές ενός τούρκου καβαλάρη προς τον πατέρα, όλα τα μικρά μπήξαμε ταυτόχρονα τα κλάματα. Ο Γιώργος δίπλα του είχε κοκκαλώσει. Κάτι είπε ο πατέρας με τον τούρκο επικεφαλής, και έδωσε εντολή στον Γιώργο να μας κατεβάσει όλα από την καρότσα του αραμπά. Κατεβαίνοντας από την καρότσα, ενώ συνεχίζαμε να κλαίμε τρομαγμένα, αποκαλύφθηκε το μικρό μπαούλο και σαν να γυάλισε το μάτι του τούρκου. Αμέσως το άρπαξε και το γύρισε ανάποδα αδειάζοντας το περιεχόμενό του πάνω στην καρότσα. Έπεσαν από μέσα του μια κεντημένη ελληνική σημαία, δύο εικονισματα και καδράκια με φωτογραφίες, που τα είχαμε όλα να διακοσμούν την σάλα. Θυμάμαι το κάδρο με την φωτογραφία της μητέρας, αλλά δεν θυμάμαι το πρόσωπό της. Το ξέχασα πιά. Ίσως και να το ξέχασα αμέσως μετά από αυτά που ακολούθησαν. Όπως και πολλά άλλα ξέχασα μετά από το σημείο που μέχρι αυτού θα σου διηγηθώ. Αλλά τι περίεργο, πόσο οδυνηρό για ένα παιδί…, η ανάμνηση της μητέρας του να είναι μια κορνίζα και όχι η εικόνα του προσώπου της, έστω κι από φωτογραφία.
Άχρηστα για τους τούρκους στρατιώτες τα πολύτιμα κειμήλια που σήκωσε απ΄ το σπίτι ο πατέρας, μετά τις κουβέντες που αντάλλαξε με τον τούρκο, μας άφησαν να τα πάρουμε, και την σημαία ακόμα, μέσα σε ένα δισάκι που έφτιαξε πρόχειρα ο Γιώργος. Τον αραμπά με τα άλογα τον κράτησαν οι τούρκοι κι εμείς έπρεπε να συνεχίσουμε με τα πόδια. Ο πατέρας, η Δέσποινα κι ο Γιώργος πήραν στην αγκαλιά τους ο καθένας τα μικρότερα που έκλαιγαν συνέχεια. Την Ειρήνη, την Νίκη και την Δόξα. Έχουν αυτά τα συμβολικά ονόματα γιατί τα βάφτισε και τα τρία μαζί στα νερά της ίδιας κολυμβήθρας, περιμένοντας πρώτα να ελευθερωθεί η Σμύρνη για τις πρώτες δύο. Είρήνη για την Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε μετά την συνθήκη των Σεβρών, Νίκη της Ελλάδας στον πόλεμο και Δόξα της Ελλάδας. Πού να ήξερε τι θα ακολουθούσε….
Στον ποδαρόδρομο, πλέον, για την παραλία συναντούσαμε πολύ κόσμο. Σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται χιλιάδες. Όλοι κατευθύνονταν προς το Κορδελιό. Είχαν την ίδια σκέψη με τον πατέρα. Φτάνοντας στην παραλία άλλοι χιλιάδες από την Σμύρνη, που δεν κατάφεραν να φύγουν από το λιμάνι της, έρχονταν μέσω Πούντας και ενωθήκαμε μαζί τους διασχίζοντας το Μπαργιακλή για να φτάσουμε στα βαπόρια του Κορδελιού. Σε όλη την διάρκεια της πορείας μας, ο πατέρας σαν να ορμήνευε στον Γιώργο ο οποίος τον άκουγε σιωπηλός. Δεν τον είχα δει ποτέ τόσο σοβαρό τον Γιώργο και να ακούει τον πατέρα χωρίς να διαμαρτύρεται σε κάτι. Από το ξημέρωμα έως εκείνη την ώρα, το ύφος του ήταν σαν να είχε μεγαλώσει δέκα χρόνια. Ξαφνικά έγινε μια αναμπουμπούλα, φωνές, τσιρίδες, μια αναστάτωση που έκανε τον κόσμο να αλλάζει κατευθύνσεις χωρίς να ξέρει που θέλει να πάει.
Μέσα στον κουρνιαχτό που έρχονταν κατά το μέρος μας ξεχώριζε μια κόκκινη σημαία. Γρήγορα φάνηκαν, με κατεύθυνση προς τη Σμύρνη, τούρκοι καβαλάρηδες με σπαθιά στα χέρια τους. Φάνηκε κι αυτός που κρατούσε σε ένα πανύψηλο δόρυ την κόκκινη σημαία που ξεχώριζε και στο άλλο χέρι το σπαθί του. Πίσω από τους τούρκους στρατιώτες με τα άλογα, ακολουθούσαν με αλαλαγμούς οι Τσέτες. Και μόνο το άκουσμα της λέξης ‘’Τσέτες’’ ήταν ικανό να σπείρει τον πανικό γιατί αυτοί ήταν που έκαναν τα πιο αισχρά, τα πιο χυδαία τα πιο βάρβαρα εγκλήματα. Με την ανοχή του τουρκικου στρατού βέβαια. Έπέσαν αμέσως πάνω στον κόσμο οι Τσέτες χτυπώντας τους άντρες για να τους δώσουν παράδες, και τις γυναίκες για να τους αρπάξουν τα χρυσά τους. Τις κοπέλες τις θωπεύανε με σκοπό να τις ντροπιάσουν. Όποιος άντρας αντιστέκονταν ή πήγαινε να προστατεύσει τις γυναίκες τον σκότωναν αμέσως. Γυναίκες που είδαν να σφάζονται οι άνδρες τους για να τις προστατεύσουν, έπεφταν σαλεμένες στην θάλασσα μαζί με τα μωρά τους για να γλυτώσουν την ατίμωση, να χαθούνε.
Κατεβαίνοντας τον δρόμο για την παραλία, αυτόν που από την μια πλευρά πάει για Πούντα και από την άλλη για Μπαργιακλή και Κορδελιό, ακούσαμε ποδοβολητά κι είδαμε να έρχεται από πίσω μας τούρκικη καβαλαρία. Στις φωνές ενός τούρκου καβαλάρη προς τον πατέρα, όλα τα μικρά μπήξαμε ταυτόχρονα τα κλάματα. Ο Γιώργος δίπλα του είχε κοκκαλώσει. Κάτι είπε ο πατέρας με τον τούρκο επικεφαλής, και έδωσε εντολή στον Γιώργο να μας κατεβάσει όλα από την καρότσα του αραμπά. Κατεβαίνοντας από την καρότσα, ενώ συνεχίζαμε να κλαίμε τρομαγμένα, αποκαλύφθηκε το μικρό μπαούλο και σαν να γυάλισε το μάτι του τούρκου. Αμέσως το άρπαξε και το γύρισε ανάποδα αδειάζοντας το περιεχόμενό του πάνω στην καρότσα. Έπεσαν από μέσα του μια κεντημένη ελληνική σημαία, δύο εικονισματα και καδράκια με φωτογραφίες, που τα είχαμε όλα να διακοσμούν την σάλα. Θυμάμαι το κάδρο με την φωτογραφία της μητέρας, αλλά δεν θυμάμαι το πρόσωπό της. Το ξέχασα πιά. Ίσως και να το ξέχασα αμέσως μετά από αυτά που ακολούθησαν. Όπως και πολλά άλλα ξέχασα μετά από το σημείο που μέχρι αυτού θα σου διηγηθώ. Αλλά τι περίεργο, πόσο οδυνηρό για ένα παιδί…, η ανάμνηση της μητέρας του να είναι μια κορνίζα και όχι η εικόνα του προσώπου της, έστω κι από φωτογραφία.
Άχρηστα για τους τούρκους στρατιώτες τα πολύτιμα κειμήλια που σήκωσε απ΄ το σπίτι ο πατέρας, μετά τις κουβέντες που αντάλλαξε με τον τούρκο, μας άφησαν να τα πάρουμε, και την σημαία ακόμα, μέσα σε ένα δισάκι που έφτιαξε πρόχειρα ο Γιώργος. Τον αραμπά με τα άλογα τον κράτησαν οι τούρκοι κι εμείς έπρεπε να συνεχίσουμε με τα πόδια. Ο πατέρας, η Δέσποινα κι ο Γιώργος πήραν στην αγκαλιά τους ο καθένας τα μικρότερα που έκλαιγαν συνέχεια. Την Ειρήνη, την Νίκη και την Δόξα. Έχουν αυτά τα συμβολικά ονόματα γιατί τα βάφτισε και τα τρία μαζί στα νερά της ίδιας κολυμβήθρας, περιμένοντας πρώτα να ελευθερωθεί η Σμύρνη για τις πρώτες δύο. Είρήνη για την Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε μετά την συνθήκη των Σεβρών, Νίκη της Ελλάδας στον πόλεμο και Δόξα της Ελλάδας. Πού να ήξερε τι θα ακολουθούσε….
Στον ποδαρόδρομο, πλέον, για την παραλία συναντούσαμε πολύ κόσμο. Σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται χιλιάδες. Όλοι κατευθύνονταν προς το Κορδελιό. Είχαν την ίδια σκέψη με τον πατέρα. Φτάνοντας στην παραλία άλλοι χιλιάδες από την Σμύρνη, που δεν κατάφεραν να φύγουν από το λιμάνι της, έρχονταν μέσω Πούντας και ενωθήκαμε μαζί τους διασχίζοντας το Μπαργιακλή για να φτάσουμε στα βαπόρια του Κορδελιού. Σε όλη την διάρκεια της πορείας μας, ο πατέρας σαν να ορμήνευε στον Γιώργο ο οποίος τον άκουγε σιωπηλός. Δεν τον είχα δει ποτέ τόσο σοβαρό τον Γιώργο και να ακούει τον πατέρα χωρίς να διαμαρτύρεται σε κάτι. Από το ξημέρωμα έως εκείνη την ώρα, το ύφος του ήταν σαν να είχε μεγαλώσει δέκα χρόνια. Ξαφνικά έγινε μια αναμπουμπούλα, φωνές, τσιρίδες, μια αναστάτωση που έκανε τον κόσμο να αλλάζει κατευθύνσεις χωρίς να ξέρει που θέλει να πάει.
Μέσα στον κουρνιαχτό που έρχονταν κατά το μέρος μας ξεχώριζε μια κόκκινη σημαία. Γρήγορα φάνηκαν, με κατεύθυνση προς τη Σμύρνη, τούρκοι καβαλάρηδες με σπαθιά στα χέρια τους. Φάνηκε κι αυτός που κρατούσε σε ένα πανύψηλο δόρυ την κόκκινη σημαία που ξεχώριζε και στο άλλο χέρι το σπαθί του. Πίσω από τους τούρκους στρατιώτες με τα άλογα, ακολουθούσαν με αλαλαγμούς οι Τσέτες. Και μόνο το άκουσμα της λέξης ‘’Τσέτες’’ ήταν ικανό να σπείρει τον πανικό γιατί αυτοί ήταν που έκαναν τα πιο αισχρά, τα πιο χυδαία τα πιο βάρβαρα εγκλήματα. Με την ανοχή του τουρκικου στρατού βέβαια. Έπέσαν αμέσως πάνω στον κόσμο οι Τσέτες χτυπώντας τους άντρες για να τους δώσουν παράδες, και τις γυναίκες για να τους αρπάξουν τα χρυσά τους. Τις κοπέλες τις θωπεύανε με σκοπό να τις ντροπιάσουν. Όποιος άντρας αντιστέκονταν ή πήγαινε να προστατεύσει τις γυναίκες τον σκότωναν αμέσως. Γυναίκες που είδαν να σφάζονται οι άνδρες τους για να τις προστατεύσουν, έπεφταν σαλεμένες στην θάλασσα μαζί με τα μωρά τους για να γλυτώσουν την ατίμωση, να χαθούνε.
Ο πατέρας μέσα σε αυτή την αντάρα, πρόλαβε κι έκρυψε σε ένα χαντάκι, σκεπάζοντάς τες με πουρνάρια, την Δέσποινα και την Γεωργίτσα, που στα βρακοζώναρά τους είχε κρύψει μια μικρή περιουσία σε χρυσό, μη τυχόν τα ανακαλύψουν οι βάρβαροι και τις σκοτώσουν.
Ο πατέρας μέσα σε αυτή την αντάρα, πρόλαβε κι έκρυψε σε ένα χαντάκι, σκεπάζοντάς τες με πουρνάρια, την Δέσποινα και την Γεωργίτσα, που στα βρακοζώναρά τους είχε κρύψει μια μικρή περιουσία σε χρυσό, μη τυχόν τα ανακαλύψουν οι βάρβαροι και τις σκοτώσουν.
Εμείς πιο πέρα, όλα τα μικρά να κλαίμε, σφιχταγγαλιάζοντας τον Γιώργο που καθησμένος καταγής, έχοντάς τα χαμένα, κρατούσε σφιχτά την Δόξα. Ίσως γι αυτό να μην τον πειράξανε και μαζί με αυτόν κι εμάς. Ένα παιδοβρεφοκούβαρο ούτε απειλή, ούτε πρόσφορο σε μάλαμα ήταν για τους Τσέτες και τους Τούρκους.
Μέσα στον κακό χαμό, ξεχωρίσαμε τον πατέρα να έρχεται προς τα εμάς. Λίγο πριν μας πλησιάσει, ακούστηκε μια εφηβική φωνή… «Ανανία εφέντη». Ένα κουρδόπουλο, συνομήλικο του Γιώργου, που ζούσε με την οικογένειά του στην Μαινεμένη, αναγνώρισε τον πατέρα και ευθύς πληροφόρησε Τούρκους και Τσέτες, για την δράση του να φιλοξενεί τον ελληνικό στρατό στην Μαινεμένη και να αποθηκεύει πυρομαχικά.
Αμέσως άρχισαν να τον χτυπάνε ζητώντας απάντηση στις ερωτήσεις τους, του έβγαλαν τα ρούχα γυρνώντας τα ανάποδα ώστε να αδειάσουν τις τσέπες, και αφού δεν βρήκαν αυτό που ήθελαν, ή το βρήκαν, ή ποιος ξέρει τι άκουσαν από το στόμα του, στην προσπάθειά του να σηκωθεί όταν ήταν στα τέσσερα, το τούρκικο σπαθί έπεσε με βία στο σβέρκο του και τον αποκεφάλισε.
Γελώντας και με κλωτσιές έσπρωξαν οι Τσέτες το κορμί του στο χαντάκι, λίγο παραδίπλα από εκεί που κρύβονταν η Δέσποινα με την Γιωργίτσα, ενώ κρατώντας το επιδεικτικά το κεφάλι του σφαντούσαν στους γκιαούρηδες ποια θα είναι η τύχη τους.
Σε όλη την διάρκεια του μαρτυρίου του, ο πατέρας ούτε γύρισε καν να μας κοιτάξει. Κι ο Γιώργος σαν να είχε τέσσερα χέρια να μας κλείνει τα στόματα με το σφιχταγγάλιασμά του για να μην προδοθούμε, σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει, σφίγγοντάς μας πάνω του συνέχεια, απομακρύνοντάς μας από το ματωμένο χώμα που είχε γίνει ένα με τα καταγής μαύρα ρούχα του πατέρα.
Πόνο, βόγγητά, και θρήνο που έγιναν ένα δυνατό βουητό μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που έπεσε θυμάμαι μόνο. Από εκεί και πέρα, τίποτα άλλο. Μόνο σκοτάδι. Σκοτάδι παντού.
Εμείς πιο πέρα, όλα τα μικρά να κλαίμε, σφιχταγγαλιάζοντας τον Γιώργο που καθησμένος καταγής, έχοντάς τα χαμένα, κρατούσε σφιχτά την Δόξα. Ίσως γι αυτό να μην τον πειράξανε και μαζί με αυτόν κι εμάς. Ένα παιδοβρεφοκούβαρο ούτε απειλή, ούτε πρόσφορο σε μάλαμα ήταν για τους Τσέτες και τους Τούρκους.
Μέσα στον κακό χαμό, ξεχωρίσαμε τον πατέρα να έρχεται προς τα εμάς. Λίγο πριν μας πλησιάσει, ακούστηκε μια εφηβική φωνή… «Ανανία εφέντη». Ένα κουρδόπουλο, συνομήλικο του Γιώργου, που ζούσε με την οικογένειά του στην Μαινεμένη, αναγνώρισε τον πατέρα και ευθύς πληροφόρησε Τούρκους και Τσέτες, για την δράση του να φιλοξενεί τον ελληνικό στρατό στην Μαινεμένη και να αποθηκεύει πυρομαχικά.
Αμέσως άρχισαν να τον χτυπάνε ζητώντας απάντηση στις ερωτήσεις τους, του έβγαλαν τα ρούχα γυρνώντας τα ανάποδα ώστε να αδειάσουν τις τσέπες, και αφού δεν βρήκαν αυτό που ήθελαν, ή το βρήκαν, ή ποιος ξέρει τι άκουσαν από το στόμα του, στην προσπάθειά του να σηκωθεί όταν ήταν στα τέσσερα, το τούρκικο σπαθί έπεσε με βία στο σβέρκο του και τον αποκεφάλισε.
Γελώντας και με κλωτσιές έσπρωξαν οι Τσέτες το κορμί του στο χαντάκι, λίγο παραδίπλα από εκεί που κρύβονταν η Δέσποινα με την Γιωργίτσα, ενώ κρατώντας το επιδεικτικά το κεφάλι του σφαντούσαν στους γκιαούρηδες ποια θα είναι η τύχη τους.
Σε όλη την διάρκεια του μαρτυρίου του, ο πατέρας ούτε γύρισε καν να μας κοιτάξει. Κι ο Γιώργος σαν να είχε τέσσερα χέρια να μας κλείνει τα στόματα με το σφιχταγγάλιασμά του για να μην προδοθούμε, σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει, σφίγγοντάς μας πάνω του συνέχεια, απομακρύνοντάς μας από το ματωμένο χώμα που είχε γίνει ένα με τα καταγής μαύρα ρούχα του πατέρα.
Πόνο, βόγγητά, και θρήνο που έγιναν ένα δυνατό βουητό μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που έπεσε θυμάμαι μόνο. Από εκεί και πέρα, τίποτα άλλο. Μόνο σκοτάδι. Σκοτάδι παντού.
Το Φώς της μέρας το θυμάμαι να το ξαναείδα στην Μυτιλήνη. Μπορεί να πέρασε μια μέρα, μια βδομάδα, ένας μήνας από εκείνη την κακορίζικη ώρα. Τότε όμως ένοιωσα να Φωτίζει και να χάνεται το Σκοτάδι.
Έτσι, και το πώς φτάσαμε στο νησί δεν το θυμάμαι. Όλα σβυσμένα Και τον θείο σου τον Γιώργο όταν τον ρώταγα για ‘’κείνα’’, ποτέ δεν μου είπε.
Το Φώς της μέρας το θυμάμαι να το ξαναείδα στην Μυτιλήνη. Μπορεί να πέρασε μια μέρα, μια βδομάδα, ένας μήνας από εκείνη την κακορίζικη ώρα. Τότε όμως ένοιωσα να Φωτίζει και να χάνεται το Σκοτάδι.
Έτσι, και το πώς φτάσαμε στο νησί δεν το θυμάμαι. Όλα σβυσμένα Και τον θείο σου τον Γιώργο όταν τον ρώταγα για ‘’κείνα’’, ποτέ δεν μου είπε.
Ο Γιώργος μας που δεν ‘’έβαζε γλώσσα μέσα’’, έγινε λιγομίλητος από κείνη την καταραμένη ώρα. Πάντα φειδωλός στις κουβέντες του. Και η ομιλία του άλλαξε από κείνη την μέρα, σαν να μην θέλει να τον καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ή αυτός να τους απαντάει .
Δικαιώθηκε που ήθελε από μικρός να κάθεται με τα ζώα στο τσιφλίκι. Δεν έχουν των ανθρώπων το βάρβαρο΄΄.
Δικαιώθηκε που ήθελε από μικρός να κάθεται με τα ζώα στο τσιφλίκι. Δεν έχουν των ανθρώπων το βάρβαρο΄΄.
Σχόλια