ΓΙΑΤΙ ΔΙΣΤΑΖΟΥΝ ΟΙ ΙΣΧΥΡΟΙ ΤΟΥ G 20 ΝΑ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΣΟΥΝ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Aυτό που ζει ο Μπαράκ Ομπάμα -και το βιώνει και η χώρα μας- το ζουν όλες οι κυβερνήσεις. Πρόκειται για μια κόλαση ανεργίας. Ωστόσο, τα προγράμματα «οικονομικής ανάρρωσης» δεν θα συνεχιστούν στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Tο μήνυμα από τη συνάντηση του G20 ήταν σαφές. Οι λαοί θα θυσιαστούν στη μέγγενη στη δημοσιονομικής εξυγίανσης, καθώς τα εργαλεία της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και τα δημοσιονομικά πακέτα θα αρχίσουν να αποσύρονται, ενώ η προσοχή εστιάζεται στη διάσωση των τραπεζών.
Η ευημερία των τελευταίων ετών, όπως είχε διαμορφωθεί με τα τρομακτικά κέρδη και με την έστω μέτρια αύξηση των μισθών, ήταν απόρροια της τεράστιας «φούσκας» της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ και σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, που πυροδότησε την τεράστια «φούσκα» του χρηματοοικονομικού και του τραπεζικού συστήματος.
Περιουσίες έχουν χαθεί και οι πολίτες βυθίζονται στην απόγνωση της ανεργίας όλο και πιο βαθιά. Το G20 διχάστηκε σε συγκεκριμένες αμφιλεγόμενες προτάσεις πρόωρης εξόδου από την κρίση σε περίοδο επικίνδυνης ακόμη δοκιμασίας για τις οικονομικές συνθήκες και την απασχόληση, αποφεύγοντας να βυθιστεί στον εγωκεντρισμό της Μέρκελ. Σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ τόνισαν ότι η «ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας πρέπει να παραμείνουν ο πρωτεύων στόχος της πολιτικής του G20».
Το G20, που δημιουργήθηκε το 1999 μετά την κρίση του 1997/98 που διέλυσε την Ασία, περιλαμβάνει τις επτά οικονομικά ισχυρές χώρες του κόσμου (HΠA, Iαπωνία, Γερμανία, Bρετανία, Γαλλία, Iταλία και Kαναδάς), που έγιναν οκτώ στη συνέχεια με τη Ρωσία, μαζί με τις ένδεκα αναδυόμενες οικονομίες της Kίνας, Iνδίας, Bραζιλίας, Αργεντινής, Μεξικού, Αυστραλίας, Νότιας Αφρικής, Νότιας Κορέας, Ινδονησίας, Σαουδικής Αραβίας, Τουρκίας και την Ευρωπαϊκή Ενωση! Οι ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν διαθέσει τρισεκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση των οικονομιών τους. Ομως, οι δυσοίωνες ενδείξεις από το μέτωπο της αγοράς εργασίας υποδαυλίζουν τις ανησυχίες ολόκληρου του κόσμου. Το ρίσκο μιας νέας επιδείνωσης παραμένει υψηλό, τη στιγμή που οι πόροι που διαθέτουν οι κυβερνήσεις είτε από φορολογικά έσοδα είτε από δανεικά πλησιάζουν τα όριά τους και καταφεύγουν στις μαζικές πωλήσεις κρατικών τίτλων. Οταν οι στρατιές των ανέργων συνεχίζουν να αυξάνονται, υπάρχει έκδηλη ανησυχία σε όλους τους λαούς. Η αντιμετώπιση της κρίσης έγινε με γενναία μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και τον πακτωλό τρισεκατομμυρίων δολαρίων που έριξαν στο τραπεζικό σύστημα για τη διάσωση των τραπεζών.
Ευτυχώς, οι αγορές έχουν καλμάρει. Η θύελλα που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ όταν έσκασαν τα διαβόητα subpime στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου της αγοράς κατοικίας και τα «τοξικά» ομόλογα, προκαλώντας παγκόσμια πιστωτική ασφυξία και διάλυση του τραπεζικού συστήματος, που βύθισε τις οικονομίες στη χειρότερη ύφεση από το 1930 και στη χρεοκοπία τη Lehman Brothers, αποτελεί παρελθόν.
Αντίθετα, η πρόταση για την εφαρμογή ενός διεθνούς τραπεζικού φόρου απορρίφθηκε ως πρόωρη και θα επανεξεταστεί στη σύνοδο κορυφής στη Σεούλ της Νότιας Κορέας, τον ερχόμενο Νοέμβριο. Αραγε τι φοβούνται οι ισχυροί του κόσμου; Η επιβολή διεθνούς φορολόγησης στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχει καταστεί το φλογερό αίτημα των πολιτικολογούντων. Αλλά πρόκειται για αυταπάτη. Η φορολόγηση των τραπεζών σε διεθνές επίπεδο θα τις υποχρεώσει να πληρώσουν τα μελλοντικά πακέτα διάσωσης - τον αποκαλούμενο «φόρο Τόμπιν» επί των συναλλαγών.
Η στάση των ΗΠΑ ήταν πάντα αρνητική ως προς το μέτρο της φορολόγησης των καθολικών χρηματιστηριακών συναλλαγών. Εντούτοις, ο Μπαράκ Ομπάμα πρότεινε οι αμερικανικές τράπεζες να καταβάλουν στο Δημόσιο έως και 117 δισεκατομμύρια δολάρια, ούτως ώστε να επιστραφούν τα χρήματα των φορολογουμένων. Πέραν τούτου, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε ζητήσει να τεθεί όριο στο μέγεθος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και στις δραστηριότητές τους στις συναλλαγές.
Σχόλια