Η μάχη της Δοϊράνης: η πιο πολύνεκρη και ξεχασμένη ελληνική μάχη κατά τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο
Οι ελληνικές Μεραρχίες Σερρών και Κρήτης συμμετείχαν στη μεγάλη επίθεση των Συμμάχων στην κοιλάδα του Αξιού τον Σεπτέμβριο του 1918, υπό τη διοίκηση της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης Θεσσαλονίκης, κατά των βουλγαρικών θέσεων, δυτικά και βόρεια της λίμνης της Δοϊράνης.
Οι ελληνικοί σχηματισμοί αντιμετώπισαν ισχυρά οργανωμένες εχθρικές δυνάμεις, επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος και αποφασιστικότητα και κατόρθωσαν να καταλάβουν τις πρώτες γραμμές αμύνης των Βουλγάρων. Ωστόσο καθηλώθηκαν τελικά και δεν επέτυχαν παρά μόνο περιορισμένα εδαφικά οφέλη, εξαιτίας της μη προώθησης των βρετανικών δυνάμεων, της έλλειψης συντονισμού με αυτές και των βαρύτατων απωλειών τους.
Όταν το 1914 ξέσπασε στην Ευρώπη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Α’ΠΠ), η Ελλάδα αρχικά τήρησε ουδέτερη στάση.


Την άνοιξη του 1916 σταδιακά επαναπροωθήθηκαν προς την ελληνική μεθόριο, όπου έλαβαν εκ νέου επαφή με τον εχθρό, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία.


Στις 17/30 Μαΐου 1918 το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας, με τις μεραρχίες Σερρών, Αρχιπελάγους και Κρήτης, κατήγαγε περίλαμπρη νίκη καταλαμβάνοντας, παρά τις σοβαρές απώλειες, την ισχυρή βουλγαρική αμυντική τοποθεσία στην περιοχή του υψώματος Σκρα ντι Λέγκεν.
Δύο μήνες αργότερα η γενική στρατιωτική κατάσταση παρουσιαζόταν πλέον ευνοϊκή για τους Συμμάχους σε όλα τα επιμέρους μέτωπα (Δυτική Ευρώπη, Ιταλία, Βαλκάνια). Κατά συνέπεια ο Γάλλος στρατηγός Φρανσέ Ντ’ Εσπεραί στις 2 Ιουλίου έλαβε οδηγίες από την κυβέρνησή του για διεξαγωγή ευρείας επίθεσης.

Η κύρια προσπάθεια της συμμαχικής επίθεσης ανατέθηκε στις σερβικές δυνάμεις, στον τομέα του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν), ενώ η επίθεση στον τομέα Αξιού – Δοϊράνης είχε υποβοηθητικό χαρακτήρα, αποτελώντας μία από τις δευτερεύουσες προσπάθειες.


Δυτικά της λίμνης Δοϊράνης δέσποζε το όρος Ντούμπ με την επιμήκη κορυφογραμμή «Πιπ» (η ονομασία Pip δόθηκε από τους Βρετανούς, λόγω του σχήματός της και κυρίως λόγω των κορυφών της) και το κωνικό ύψωμα Γκραντ Κουρονέ. Οι πλαγιές και των δυο αυτών κύριων υψωμάτων ήταν απότομες και οι υψηλότερες κορυφές τους έφθαναν στα 707 και 603 μέτρα υψόμετρο, αντίστοιχα.

Το Γκραντ Κουρονέ, στηρίζοντας το ίδιο την ανατολική του πλευρά στις όχθες της λίμνης Δοϊράνης, ασφάλιζε και ισχυροποιούσε την κορυφογραμμή «Πιπ» εξ ανατολών. Και η υψηλότερη κορυφογραμμή «Πιπ» με τη σειρά της κάλυπτε με υπερκείμενη παρατήρηση και πυρά πυροβολικού και πεζικού το Γκραντ Κουρονέ. Αλληλοσυνδεόμενα με αυτόν τον τρόπο τα δυο κύρια υψώματα μεγιστοποιούσαν την αμυντική ισχύ τους. Το πεδίο παρατήρησης, ειδικά από την κορυφή των κυρίων υψωμάτων, ήταν εντυπωσιακά εκτεταμένο και καμία κίνηση των Συμμάχων δεν μπορούσε να αποκρυφτεί από τους Βούλγαρους, οι οποίοι τα είχαν μετατρέψει σε ένα οχυρό φρούριο. Το συνολικό σύστημα οχυρώσεων αποτελείτο από τρεις ζώνες χαρακωμάτων, οι οποίες βρίσκονταν η μία ψηλότερα από την άλλη, ελέγ

Βόρεια της λίμνης το όρος Μπλάγκα Πλάνινα αποτέλεσε την κύρια αμυντική τοποθεσία των Βουλγάρων. Επρόκειτο για μια κορυφογραμμή η οποία εκσπάτο από το όρος Κερκίνη με κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και στήριζε τα πλευρά της βόρεια στο όρος Κερκίνη και νότια στη λίμνη της Δοϊράνης. Η τοποθεσία αυτή είχε οργανωθεί κατά τρόπο ανάλογο της οργάνωσης – οχύρωσης του όρους Ντούμπ.

Η επίθεση της βρετανικής στρατιάς, στην οποία συμμετείχαν οι δύο ελληνικές μεραρχίες σε πρώτο κλιμάκιο, άρχισε στις 05.10 της 5/18 Σεπτεμβρίου 1918, σύμφωνα με το γενικό συμμαχικό σχέδιο ενεργείας, μετά από τετραήμερο σφοδρό βομβαρδισμό πυροβολικού. Κατά την προπαρασκευή πυροβολικού λίγες ώρες πριν την έναρξη της επίθεσης, για πρώτη φορά στο Μακεδονικό Μέτωπο, έγινε χρήση βλημάτων χημικών αερίων. Ωστόσο η χρήση τους επηρέασε ελάχιστα έως καθόλου τις βουλγαρικές δυνάμεις, καθώς τα χημικά αέρια διασκορπίσθηκαν και εξουδετερώθηκαν πολύ εύκολα από τον ασθενή άνεμο που φυσούσε στα υψώματα της αμυντικής τοποθεσίας.

Το 3ο Σύνταγμα Σερρών, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη (ΠΖ) Χρήστου Λιάσκου, επιτέθηκε στο κέντρο της ζώνης ενεργείας της βρετανικής 22ης Μεραρχίας στην οποία είχε διατεθεί, ανάμεσα σε δύο βρετανικές ταξιαρχίες. Η ενέργειά του χαρακτηρίστηκε από θάρρος και ορμητικότητα, επιτυγχάνοντας την κατάληψη τριών εχθρικών χαρακωμάτων και τη σύλληψη 100 περίπου αιχμαλώτων. Μετά μια ώρα αγώνα και με την υποστήριξη του φίλιου πυροβολικού, το σύνταγμα προωθήθηκε σημαντικά. Όμως η αποτυχία προώθησης των δυο εκατέρωθεν βρετανικών ταξιαρχιών επέτρεψε στους Βούλγαρους να συγκεντρώσουν την ισχύ πυρός του δυτικού τομέα επάνω στα ελληνικά τμήματα. Ακολούθησε ισχυρή βουλγαρική αντεπίθεση η οποία υποχρέωσε τελικά τις ελληνικές δυνάμεις να συμπτυχθούν, με σοβαρές απώλειες, οι οποίες το κατέστησαν μη αξιόμαχο και οδήγησαν στην απόσυρσή του από το πεδίο της μάχης.
Η Μεραρχία Σερρών, υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, επιτέθηκε με το 2ο Σύνταγμα Σερρών δυτικά και το 1ο ανατολικά, στηρίζοντας το δεξιό της πλευρό στη λίμνη της

Λίγο πριν διέλθουν τη γραμμή εξορμήσεως, οι μονάδες της Μεραρχίας Σερρών, δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά πολυβόλων και πυροβολικού και υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Παρόλα αυτά η πειθαρχία διατηρήθηκε με υποδειγματικό τρόπο και η επίθεση άρχισε με πρωτοφανή ενθουσιασμό και ζητωκραυγές, αποκαλύπτοντας το υψηλό ηθικό των ελληνικών στρατιωτών. Πολύ γρήγορα και μετά από σκληρό αγώνα, επιτεύχθηκαν οι πρώτοι αντικειμενικοί σκοποί της μεραρχίας.
Η προώθηση του 1ου Συντάγματος συνεχίσθηκε ακόμη βορειότερα, ωστόσο δεν συντονίστηκε με την ενέργεια των βρετανικών δυνάμεων, οι οποίες συμπτύχθηκαν εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης των αμυνόμενων. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν να αποκαλυφθεί το αριστερό πλευρό του συντάγματος, καθώς είχε ήδη προωθηθεί σημαντικά να δεχθεί σφοδρά εχθρικά πλευρικά πυρά και να υποστεί σοβαρές απώλειες. Ακολούθησε ορμητική βουλγαρική αντεπίθεση, η οποία ενώ αρχικά αντιμετωπίστηκε με αγώνα εκ του συστάδην, τελικά οδήγησε σε αναδίπλωση του συντάγματος και σύμπτυξή του νότια, στα υψώματα Δοϊράνης, προκειμένου να αποφύγει την αποκοπή του.

Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των απωλειών, Βρετανών και Ελλήνων, αποφασίστηκε, ύστερα από αίτηση του διοικητή του Σώματος Στρατού αντιστράτηγου Ουίλσων, η επίθεση να διακοπεί και να συνεχισθεί την επόμενη ημέρα. Παρά τη μεγάλη θυσία αίματος το ΣΣ δεν είχε επιτύχει παρά μόνο ασήμαντα εδαφικά κέρδη.
Ανατολικά της λίμνης της Δοϊράνης, το XVI ΣΣ, υπό τη διοίκηση του Βρετανού αντιστράτηγου Τσαρλς Τζειμς Μπριγκς, άρχισε την επίθεσή του στις 03.00 της ίδιας ημέρας (5/18 Σεπτεμβρίου). Ολόκληρη σχεδόν η ζώνη ενεργείας είχε ανατεθεί στη Μεραρχία Κρήτης, που στήριζε το αριστερό της πλευρό στη λίμνη, ενώ κάλυψη πλευρού από τα ανατολικά της παρείχε μια βρετανική ταξιαρχία.

Όπως η Μεραρχία Σερρών, έτσι και η Μεραρχία Κρήτης πολέμησε για πρώτη φορά μαζί με βρετανικά τμήματα συναντώντας και αυτή προβλήματα συνεργασίας και συντονισμού. Επίσης, το ίδιο ελλιπής – και επομένως εξίσου αρνητική για την εξέλιξη του αγώνα – ήταν η γνώση του εδάφους και της οργάνωσης της εχθρικής τοποθεσίας αμύνης, εξαιτίας του μειωμένου χρόνου που διατέθηκε και στη δεύτερη ελληνική μεραρχία για αναγνωρίσεις και επισήμανση των εχθρικών μέσων πυρός.
Η Μεραρχία Κρήτης, υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Παναγιώτη Σπηλιάδη, μετά την προώθησή της από την περιοχή του χωριού Ευκαρπία (βόρεια του Κιλκίς), επιτέθηκε με το 9ο Σύνταγμα Κρητών, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Παναγιώτη Μίνη και το 29ο Σύνταγμα Πεζικού, υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Βασίλειου Τυπάλδου. Το 8ο Σύνταγμα Κρητών, υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Δημήτριου Πετροπουλάκη, αρχικά τηρήθηκε ως εφεδρεία.

Κατά τις μεσημβρινές ώρες, τα συνεχή πυρά του βουλγαρικού πυροβολικού προκάλεσαν φωτιά στα ψηλά και ξερά χόρτα, μπροστά από τις θέσεις των τμημάτων του 9ου Συντάγματος Κρητών, η οποία βοηθούμενη από τον δυνατό άνεμο εξαπλώθηκε με ταχύτητα και κύκλωσε απειλητικά δύο λόχους Κρητών. Οι λόχοι υποχώρησαν με σχετική αταξία, κλονίζοντας τη συνοχή της παράταξης του συντάγματος, το οποίο δεν κατόρθωσε να συνεχίσει περεταίρω την επιθετική του ενέργεια. Αργότερα σημειώθηκαν επιθετικές προσπάθειες χωρίς επιτυχία, ενώ η κατάσταση δεν μεταβλήθηκε ούτε με την εμπλοκή στον αγώνα των εφεδρικών δυνάμεων.
Στις 6/19 Σεπτεμβρίου το ΧΙΙ ΣΣ επανέλαβε την επίθεσή του με το πρώτο φως, διοικώντας τους ίδιους υφιστάμενους σχηματισμούς. Η επίθεση ήταν το ίδιο ηρωική, όπως της προηγούμενης ημέρας, αλλά εξίσου τραγική επίσης.
Η Μεραρχία Σερρών είχε στη διάθεσή της τα δύο από τα τρία οργανικά της συντάγματα (1ο και 2ο) τα οποία, παρά τις σοβαρές απώλειες, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν πάλι, αλλά ενισχύθηκε με ένα βρετανικό τάγμα πεζικού.

Στον τομέα του μετώπου βορειοανατολικά της λίμνης της Δοϊράνης, τη δεύτερη ημέρα της μάχης, επικράτησε απόλυτη ηρεμία, καθώς το XVI ΣΣ δεν συμμετείχε στις επιχειρήσεις, εξαιτίας των μεγάλων απωλειών που είχε υποστεί τόσο η Μεραρχία Κρήτης όσο και άλλες μονάδες του σώματος στρατού. Έτσι το πρωί της 6/19 Σεπτεμβρίου άρχισε η σταδιακή αντικατάσταση των μονάδων της Μεραρχίας Κρήτης από βρετανικά στρατεύματα, οι οποίες αποσύρθηκαν από τη γραμμή του μετώπου και συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του χωριού Ευκαρπία για ανάπαυση και αναδιοργάνωση. Ολόκληρη η κύρια τοποθεσία του εχθρού παρέμεινε άθικτη και οι αντικειμενικοί σκοποί της επίθεσης δεν επιτεύχθηκαν.

Τα ελληνικά τμήματα επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος, σπάνια αγωνιστικότητα, ενθουσιώδη ορμή και, αψηφώντας τα εχθρικά πυρά με αυταπάρνηση, ανάγκασαν τους Βρετανούς να παραδεχθούν τη γενναιότητα και την ικανότητά τους στη μάχη. Στα περισσότερα βρετανικά κείμενα της εποχής, που αφορούν στην εν λόγω μάχη, ως κύρια αιτία της σύμπτυξης των ελληνικών στρατευμάτων αναφέρεται ευθαρσώς η αποτυχία των βρετανικών σχηματισμών, η οποία εξέθεσε τα πλευρά και επέτρεψε στους Βούλγαρους να συγκεντρώσουν την ισχύ των όπλων τους πάνω σε αυτά.
Οι υπερβολικές απώλειες της Μεραρχίας Σερρών, σε σχέση με το μικρό χρονικό διάστημα της μάχης, προσέδωσαν στη σύρραξη της Δοϊράνης τραγικό χαρακτήρα. Έχει ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς αυτές τις απώλειές με τις αντίστοιχες των υπολοίπων μεραρχιών στα άλλα σημεία του Μακεδονικού Μετώπου. Καμία συμμαχική μεραρχία δεν ξεπέρασε ως απώλειες τους 1.500 άνδρες περίπου, ενώ η βρετανική και η ελληνική μεραρχίες που επεδίωξαν ανεπιτυχώς την κατάληψη της βουλγαρικής αμυντικής τοποθεσίας «Κορυφογραμμή Πιπ – Γκραντ Κουρονε», ξεπέρασαν τους 3.000 και 2.500 άνδρες αντίστοιχα.
Τόσο ο αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων Φρανσαί Ντ’ Εσπεραί, όσο και ο διοικητής των Βρετανικών Δυνάμεων αντιστράτηγος Τζωρτζ Μιλν, εκφράστηκαν με πλέον εγκωμιαστικά λόγια για τη δράση της Μεραρχίας Σερρών.
![]() Ιδιαιτέρως η Μεραρχία Σερρών, επιτεθείσα δυτικώς της λίμνης Δοϊράνης, επί δυσχερέστατου εδάφους, εδοξάσθη και πάλιν καταλαβούσα λίαν οχυράς και πεισμόνως υπερασπιζομένας θέσεις και συλλαβούσα πολυάριθμους αιχμαλώτους. Τινές των μονάδων επαύξησαν την φήμην ην απέκτησαν κατά την προ μηνών μάχην του Σκρά -ντι- Λέγκεν. ….. Γενικώς όλαι αι εμπλακείσαι Ελληνικαί μονάδες συνηγωνίσθησαν εις αντοχήν και ορμήν, είμαι δε πεπεισμένος, ότι θα δρέψωσι συντόμως νέας δάφνας. Φρανσαί Ντ’ Εσπεραί. |
Προς τον Διοικητήν της Μεραρχίας Σερρών.
Επί τη ευκαιρία καθ’ ην Ελληνικά στρατεύματα επολέμησαν διά
πρώτην φοράν παραπλεύρως των Βρετανικών, επιθυμώ να σας εκφράσω τον
θαυμασμόν μου διά τον τρόπον με τον οποίον εξεπληρώσατε την ανατεθείσαν
εις υμάς αποστολήν. Επετέθητε με απαράμιλλον ορμήν εναντίον φύσει οχυρών θέσεων τας οποίας ο εχθρός κατέστησε σχεδόν, απορθήτους. Τα αποτελέσματα των κατορθωμάτων σας εγένοντο ήδη καταφανή διά της σημειουμένης υποχωρήσεως του Βουλγαρικού Στρατού. Σας ευχαριστώ διά την ανδρείαν και την επιμονήν σάς, αι οποίαι είναι ανώτεραι παντός επαίνου. Είμαι υπερήφανος διότι σας είχα υπό τας διαταγάς μου. Στρατηγός Μιλν |
Γενικότερα, ο Φρανσαί ντ’ Εσπερέ, με αφορμή τον αγώνα των Ελλήνων σημείωσε: «Ιδιαιτέρως δια τον Ελληνικόν Στρατόν τονίζω τον ζήλον, την ανδρείαν και την παροιμιώδην ορμήν, τα οποία επέδειξε κατά τον υπ’ αυτού διαδραματισθέντα ένδοξον ρόλον επί των οχθών του Στρυμώνος και του Αξιού».


Σχόλια