Oι δύο «πόρτες» της αντιπαράθεσης με την Τουρκία και η Χάγη
Αθήνα και Αγκυρα έχουν «βγάλει» πολλές τετραετίες στον αναίμακτο δρόμο της «μη λύσης» αλλά ο κόμπος δείχνει να φτάνει στο χτένι. Τα «αγκάθια» της επίλυσης των διαφορών με διεθνή βούλα και το... τελευταίο φύλλο συκής του Ερντογάν.
Κραδαίνοντας το μαστίγιο των συνεχών προκλήσεων έναντι της Ελλάδας, ο Ερντογάν δεν σταματά να δείχνει στον υπόλοιπο κόσμο και το καρότο της προθυμίας του για έναν διάλογο «εφ' όλης της ύλης». Στο πλαίσιο του οποίου, επιθυμεί να αναμείξει θέματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας μας και άρα είναι αδιαπραγμάτευτα, μαζί με θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων (δεν είναι το ίδιο πράγμα, όσο κι αν μοιάζουν οι εκφράσεις) που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου ή και κρίσης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως η ΑΟΖ.
Σε προηγούμενο άρθρο σχολιάσαμε την ελληνική στρατηγική «ακινησία», επισημαίνοντας μάλιστα το γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει προχωρήσει σε οριοθέτηση της υφαλοκρυπίδας και της ΑΟΖ της στην «ευαίσθητη» περιοχή.
Μια εικόνα της κατάστασης, όπως διαμορφώνεται σήμερα, αποτυπώνουν οι αντιδράσεις από τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, σε σχέση με την πρόσφατη τουρκική NAVTEX.
Με εξαίρεση το Παρίσι, που δείχνει να συντάσσεται ανεπιφύλακτα με τις ελληνικές θέσεις, στις υπόλοιπες, είτε πρόκειται για τη Γερμανία είτε και για τις ΗΠΑ, προκύπτει ότι η Τουρκία εγκαλείται διότι προκαλεί ένταση, με μονομερείς ενέργειες, σε αμφισβητούμενα ή διαφιλονικούμενα ύδατα (όπως δήλωσε πρόσφατα εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ), κι όχι για κατάφωρη παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Ακόμη και ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ, που επαναλαμβάνει συνεχώς τη θέση των ΗΠΑ ότι έχουν και τα νησιά (βλέπε Καστελόριζο) υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, έσπευσε να προσθέσει ότι «οι ΗΠΑ γενικά δεν παίρνουν θέση σε διαφορές θαλάσσιων συνόρων άλλων κρατών, αλλά ως ζήτημα μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής ενθαρρύνουμε τα κράτη να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Σημειώνοντας ταυτόχρονα το «σαφές μήνυμα από την Ουάσινγκτον και από την Ευρώπη, που προτρέπει τις τουρκικές αρχές να σταματήσουν επιχειρήσεις που αυξάνουν την ένταση στην περιοχή, όπως σχέδια έρευνας για φυσικούς πόρους σε περιοχές στις οποίες η Ελλάδα και η Κύπρος αξιώνουν δικαιοδοσία στην Ανατολική Μεσόγειο». Φράσεις τις οποίες υιοθέτησε αργότερα την ίδια μέρα και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Eλπίζοντας ότι η επικρατούσα ένταση δεν θα επιδεινωθεί και ότι ο Ερντογάν δεν θα δοκιμάσει άμεσα να τεστάρει την «κόκκινη γραμμή» της χώρας, κάτι που σε κάθε περίπτωση θα τροχοδρομήσει απρόβλεπτες εξελίξεις, έχει αξία να δούμε το σημερινό γενικό πλαίσιο.
Ως γνωστόν, όταν προκύπτουν σημαντικές διαφορές μεταξύ χωρών, πέρα από τη «λύση» της ακινησίας, που ενέχει όπως έχουμε ήδη σημειώσει μια σειρά από κινδύνους, οι «πόρτες» που απομένουν είναι πρακτικά μόνο δύο.
Είτε ο ειρηνικός διάλογος και η προσφυγή, εφόσον δεν βγαίνει αποτέλεσμα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είτε η αναμέτρηση με όλα τα μέσα.
Πώς θα μπορούσε όμως να προχωρήσει ένας διμερής διάλογος (ή έστω ένας διάλογος υπό την αιγίδα π.χ. της Γερμανίας, που φαίνεται να επιθυμεί διακαώς να παίξει ρόλο; Το ερώτημα αυτό είναι ζωτικής σημασίας, καθώς από πλευράς Τουρκίας είναι σαφές ότι επιθυμεί διάλογο εφ' όλης της ύλης, προκειμένου να τσουβαλιάσει μαζί με τα τυχόν διαπραγματεύσιμα και τα καθ' υμάς αδιαπραγμάτευτα.
Αυτός ακριβώς ο φόβος φαίνεται να κρατά μέχρι στιγμής αγκυλωμένη την ελληνική πλευρά, καθώς γνωρίζει ότι εάν προσφύγει, σε συμφωνία με την Τουρκία, στη Χάγη, ενδέχεται να προκύψει μια «συμβιβαστική» λύση, η οποία θα απαιτεί παραχωρήσεις από την Ελλάδα.
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε στο ΒΗΜΑ ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Χαράλαμπος Τσιλιώτης, «ενώ σε πολλά από τα θέματα οι ελληνικές θέσεις είναι ισχυρές σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, π.χ. ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα νησιών, κυριαρχία ελληνικών νησιών, σε άλλες είναι ασθενής, π.χ. αναντιστοιχία πλάτους αιγιαλίτιδας ζώνης και εναέριου χώρου, και σε άλλες αμφισβητούμενη, π.χ. ο βαθμός της επήρειας του Καστελλόριζου στην οριοθέτηση της ΑΟΖ, η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. σε όλη την περιοχή του Αιγαίου και κυρίως στα νησιά, ή η στρατιωτικοποίηση των νησιών.
Θα δεχθούμε μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου που δεν θα μας ικανοποιεί απόλυτα, όπως θα πρέπει να είναι το αναμενόμενο, ή θα τη δεχθούμε α λα καρτ; Τότε πού είναι η αξιοπιστία της θέσης μας ότι η Ελλάδα είναι με το μέρος του Διεθνούς Δικαίου και δεν συζητεί τίποτε πέρα από αυτό; Ποιος καθορίζει τι είναι και τι λέει το Διεθνές Δίκαιο, εκτός από ένα Δικαστήριο ως ultimum refugium, όταν τα ενδιαφερόμενα μέρη δεχθούν τη δικαιοδοσία του;».
Για να συνεχίσει: «Εάν δεν πάμε στη Χάγη, με ποιον τρόπο θα επιλύσουμε τις διαφορές μας, όταν αρνούμαστε όχι μόνο τις διαπραγματεύσεις αλλά και τον διάλογο; Πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι η διαιώνιση των διαφορών αυτών είναι προς το συμφέρον της χώρας μας;».
Αυτές οι απόψεις, όμως, δεν αλλάζουν την πραγματικότητα, που λέει ότι τέτοιου είδους υποχωρήσεις με την Τουρκία θα έχουν σχεδόν αναπόφευκτα σημαντικό εσωτερικό πολιτικό κόστος, λαμβανομένων υπόψη των όσων έχουν προηγηθεί και των παγιωμένων αντιλήψεων.
Η άλλη «πόρτα» αυτή της αναμέτρησης δεν φαίνεται ρεαλιστικά να αποτελεί οτιδήποτε άλλο πέραν της τελευταίας -και καθαρά αμυντικής- επιλογής, για μια σειρά λόγων, οι περισσότεροι των οποίων είναι προφανείς, όπως π.χ. ότι είμαστε μια δημοκρατική χώρα, μέλος του ΝΑΤΟ (όπως και η Τουρκία) αλλά και της φιλειρηνικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν πρόκειται για έσχατη επιλογή, αν θέλουμε να ενισχύσουμε απο αυτής της πλευράς τη θέση μας, πρέπει να ξεκινήσουμε από... χθες. Θα πρέπει ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας και να κάνουμε τις απαραίτητες θυσίες, ακόμη κι αν είμαστε υπερχρεωμένοι και αντιμέτωποι με τις συνέπειες της πανδημίας. Και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος δεν γίνεται. Μόνο που κάτι τέτοιο απαιτεί και χρόνο.
Σχεδόν αναπόφευκτα λοιπόν και με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν φαίνεται πλέον πρόθυμη να συμμετάσχει περαιτέρω σε καθεστώς «ακινησίας» (αυτό δείχνουν όλες τις οι ενέργειες) και ότι ο Ερντογάν έχει λόγους να βιάζεται, η μόνη λύση που διαφαίνεται στον ορίζοντα περνά από μια σειρά από πρωτοβουλίες που, όπως γράψαμε και σε προηγούμενο άρθρο, σχετίζονται με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (ακόμη κι αν δεν καταφέρουμε να καταλήξουμε σε μια διμερή συμφωνία με την Αίγυπτο, την οποία δεν μπορούμε να περιμένουμε στο διηνεκές), με κλήση εν συνεχεία προς την Τουρκία, για διάλογο επί των δύο συγκεκριμένων πλέον θεμάτων και με την κοινή προσφυγή στη Χάγη επ' αυτών των θεμάτων να αποτελεί την πιθανότερη θετική κατάληξη.
Ενδεικτικά παρατίθενται σχετικά και οι απόψεις του Ευάγγελου Βενιζέλου από τοποθέτησή του σε σχετική διαδικτυακή συζήτηση του Οικονομικού φόρουμ των Δελφών, καθώς δίνει με σαφήνεια ένα πλαίσιο κίνησης που ξεφεύγει από την αδράνεια:
«Εφόσον λοιπόν πιστεύουμε στο Διεθνές Δίκαιο, πρέπει να έχουμε την πρωτοβουλία των διερευνητικών επαφών και των διαβουλεύσεων, με στόχο να γίνει η οριοθέτηση, όπως λέει το Διεθνές Δίκαιο, είτε με συμφωνία, είτε με συμφωνία για να πας στο Διεθνές Δικαστήριο. Έχουμε μάλιστα επιλέξει ως Διεθνές Δικαστήριο το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
»Δεν λέω τι θα συμβεί τελικά, δεν λέω τι θα δεχθεί η Τουρκία, λέω τι πρέπει να λέμε εμείς, ποια είναι η δική μας πρόταση και η δική μας πρωτοβουλία. Διερευνητικές επαφές, διάλογος, συμφωνία είναι δύσκολο πρακτικά να επιτευχθεί, αλλά μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μόνο για την οριοθέτηση, άλλο τι θα λέει η Τουρκία, τι θέματα μπορεί να θέτει μονομερώς, εμείς τι πρέπει να πούμε.
Αυτό πρέπει να το λέμε πάντα και να του δίνουμε υπόσταση, γραπτή και επίσημη, και αυτό να αφορά και την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ».
Πρόκειται για μια καθαρή θέση, που δύσκολα θα μπορούσε να μην υιοθετηθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της αλλά και από τις ΗΠΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την άσκηση ομόθυμων πιέσεων στην Τουρκία.
Ο δρόμος της «μη λύσης», η πεπατημένη των τελευταίων αρκετών ετών, με την προσμονή ότι ο χρόνος δουλεύει υπέρ μας, φαίνεται πλέον εξαιρετικά αμφίβολος. Τόσο η εμπειρία του παρελθόντος όσο και οι τρέχουσες συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας στο διεθνές σκηνικό (ακόμη και σε ό,τι αφορά το μέλλον του ίδιου του ΝΑΤΟ), όπου οι πολιτικές της ισχύος, οι λεγόμενες «πολιτικές των κανονιοφόρων» ενισχύονται, δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο, ενώ είναι επίσης σαφές, μέσα στο νέο τοπίο των «πράσινων επενδύσεων» και της αντικατάστασης μεταξύ πηγών ενέργειας, ότι ο χρόνος πιέζει και σε ό,τι αφορά το κατ' εξοχήν οικονομικό «επίδικο», που δεν είναι άλλο από την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων.
Στη χειρότερη περίπτωση, αυτό που μπορεί να συμβεί, είναι να αποδειχθούν τα όρια της δήθεν προθυμίας για διάλογο από τη γείτονα. Να αποδειχθεί πλέον ενώπιον όλων ότι η Τουρκία δεν προτίθεται να μπει σε διάλογο ή να προσφύγει στη Χάγη, αφαιρώντας έτσι από το καθεστώς Ερντογάν και το τελευταίο φύλλο συκής.
Με την προϋπόθεση βέβαια ότι αν δεν συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα αποδεχτεί τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης.
ΥΓ: Ο δρόμος αυτός εμφανίζεται να έχει κι ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: Πιθανώς εξασφαλίζει χρόνο και «χώρο» περαιτέρω προετοιμασίας της Ελλάδας, για όλα τα ενδεχόμενα.
Σχόλια