Ρωσικά παιχνίδια κατασκοπείας
-------------------------------
Η περίπτωση του Ράιαν Φογκλ, ενός
29χρονου τρίτου τη τάξει γραμματέα
στην πολιτική υπηρεσία της πρεσβείας
των ΗΠΑ στη Μόσχα, ο οποίος
συνελήφθη προσφάτως από τις ρωσικές
Αρχές, προκάλεσε σάλο στα ΜΜΕ,
αντάξιο επεισοδίων του Ψυχρού
Πολέμου. Η ρωσική κυβέρνηση τον
κατηγόρησε ότι είναι στέλεχος της
CIA, ισχυριζόμενη ότι είχε σταλεί
στον Βόρειο Καύκασο για να
συναντηθεί με Ρώσους αξιωματικούς
της ασφάλειας, και στη συνέχεια να
καθοδηγήσει τους αδελφούς Τσαρνάεφ,
τους δύο Τσετσένους που εμπλέκονται
στην πρόσφατη βομβιστική επίθεση της
Βοστώνης. Ο Φογκλ έφυγε από τη Μόσχα
άρον-άρον. Όμως, σε περίπτωση που
κάποιος σκέφτηκε ότι το επεισόδιο
ήταν ένα και μοναδικό, τα ΜΜΕ
διέρρευσαν ένα ακόμη [1]: την
απέλαση, στις 5 Μαΐου, του Τόμας
Φάιαρστοουν, ενός εξέχοντος
Αμερικανού δικηγόρου στη Μόσχα, ο
οποίος εργαζόταν στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης και είναι ένας καυστικός
και καλά πληροφορημένος παρατηρητής
της επίσημης διαφθοράς στη Ρωσία. Η
ρωσική υπηρεσία ασφαλείας, η FSB (Federalnaya
Sluzhba Bezopasnosti), είχε προφανώς
προσπαθήσει αλλά αποτύχει να τον
στρατολογήσει.
Παρ’ ότι θα ήταν σκάνδαλο εάν οι
Ηνωμένες Πολιτείες πιάνονταν να
κατασκοπεύουν τον Καναδά και το
Ηνωμένο Βασίλειο, κανέναν δεν θα
πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι
οι Ηνωμένες Πολιτείες κατασκοπεύουν
τη Ρωσία - ή το αντίστροφο. Η Ρωσία
δεν είναι μέλος των «Five Eyes», της
συμμαχίας που μοιράζεται τις
πληροφορίες μεταξύ των ΗΠΑ, του
Ηνωμένου Βασιλείου, του Καναδά, της
Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας,
συμμαχία που είναι ό,τι πιο κοντινό
διαθέτει η κοινότητα των υπηρεσιών
πληροφοριών σε αυτό που θα λέγαμε
οικογένεια έμπιστων μελών. Η Ρωσία
δεν είναι καν μέλος του ΝΑΤΟ - και
οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, όπως η Ελλάδα
και η Τουρκία, κατασκοπεύουν ο ένας
τον άλλο [2] συνεχώς.
Παρ’ όλες τις συνομιλίες για την
αναθέρμανση των σχέσεων, εξάλλου, η
Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες
παραμένουν αντίπαλοι. Η Ρωσία δεν
είναι πλέον η κορυφαία προτεραιότητα
των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά όντως
κάνει πρόβες για στρατιωτικά
πλήγματα [3] εναντίον στόχων του
ΝΑΤΟ, τα μέσα ενημέρωσής της είναι
γεμάτα από αντιδυτική προπαγάνδα [4]
και οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας
καταγράφουν αντιφατικές επιδόσεις
όταν πρόκειται να ασχοληθούν με
εξτρεμιστές ισλαμιστές. Μερικές
φορές τους καταστέλλουν με σκληρό
τρόπο. Μερικές φορές τους
χρησιμοποιούν για να εξυπηρετήσουν
τα συμφέροντα της Ρωσίας. Οι Ρώσοι
συνέλαβαν τον Αϋμάν αλ-Ζαουάχρι, τον
σημερινό ηγέτη της Αλ Κάιντα, το
1996, αλλά τον άφησαν ελεύθερο για
λόγους που παραμένουν ασαφείς.
Έτσι, είναι πολύ φυσικό το ότι οι
αξιωματικοί της CIA στην αμερικανική
πρεσβεία της Μόσχας, οι οποίοι
εργάζονται κάτω από διπλωματική
κάλυψη, αναζητούν και καλλιεργούν
πιθανές πηγές πληροφοριών. Και στην
πραγματικότητα, οι πρόσφατες
επιδόσεις της CIA στη στρατολόγηση
Ρώσων είναι εξαιρετικές. Πέτυχε τη
μεταστροφή του Aλεξάντερ Ποτέγεφ
[5], του νούμερο δύο της Ρωσικής
Υπηρεσίας Πληροφοριών Εξωτερικού (SVR)
στο τμήμα που ασχολείται με τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ποτέγεφ, με τη
σειρά του, πρόδωσε τα «διαμάντια»
της υπηρεσίας: δέκα μυστικούς
πράκτορες στη Βόρεια Αμερική. Αυτό
οδήγησε στη σύλληψη της Άννα Τσάπμαν,
μιας Ρωσίδας υπηκόου (η οποία είχε
δίκτυο επαφών στο Λονδίνο και τη Νέα
Υόρκη [6], πιθανόν για να
δημιουργήσει μια ιστορία κάλυψης για
μετέπειτα χρήση) και των συνεργατών
της. Ο Ποτέγεφ, που ήταν στα πρόθυρα
της σύλληψης, διέφυγε από τη Ρωσία
εφαρμόζοντας τους τρόπους διαφυγής
της CIA. Τα «ωστικά κύματα» από αυτό
το γεγονός συνεχίζουν να οδηγούν σε
νίκες. Οι γερμανικές Αρχές συνέλαβαν
τον Αντρέας και την Χάιντρουν
Άνσλαγκ [7], δύο Ρώσους που ζούσαν
στη Γερμανία για περισσότερο από δύο
δεκαετίες με πλαστές ταυτότητες, και
οι οποίοι προφανώς είχαν δώσει
πληροφορίες σχετικά με τις
γερμανικές, ευρωπαϊκές και ΝΑΤΟϊκές
πολιτικές ασφαλείας στην SVR.
Στην άλλη πλευρά του κόσμου, η
αντιμετώπιση των ρωσικών προσπαθειών
κατασκοπείας αποτελούν μια
μακροπρόθεσμη προτεραιότητα για τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Στα τέλη της
δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες
Πολιτείες προσέλαβαν τον Σεργκέι
Τρετγιάκοφ, έναν υπάλληλο της SVR
στη ρωσική αποστολή στα Ηνωμένα Έθνη,
στη Νέα Υόρκη. Έδωσε λεπτομερή
στοιχεία των ρωσικών προσπαθειών για
στρατολόγηση Αμερικανών και Καναδών
αξιωματούχων και για δημιουργία
παραπληροφόρησης στα αμερικανικά
μέσα ενημέρωσης. Προς το παρόν, όμως,
η συνεργασία έχει κριθεί ως πιο
σημαντική, ειδικά όταν πρόκειται για
τρομοκρατικούς πυρήνες στη Ρωσία.
Από τις βομβιστικές επιθέσεις στη
Βοστώνη και μετά, οι ρωσικές Αρχές
ήταν φιλικές, αλλά η βοήθειά τους
ήταν προσωρινή και μερική [8]. Έτσι,
αν προέκυπτε η ευκαιρία να
στρατολογηθεί ένας υπάλληλος των
ρωσικών υπηρεσιών ασφαλείας που
ασχολούνται με τον Βόρειο Καύκασο,
όπως κατηγορείται ότι έκανε ο Φογκλ,
ο σταθμός της CIA στη Μόσχα θα
περιέπιπτε σε παράλειψη καθήκοντος,
αν δεν είχε τουλάχιστον εξετάσει την
επιδίωξη αυτή.
Τι πραγματικά συνέβη με τον δύσμοιρο [9] τον Φογκλ, ο οποίος φορούσε μια φθηνή ξανθιά περούκα κατά τη στιγμή της σύλληψής του, δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενο σπέκουλας. Και η κάλυψή του από τη ρωσική τηλεόραση και τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Ως παρατηρητής κατασκοπείας κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, θα υπέθετα ότι το επεισόδιο ήταν αυτό που λέμε «κρέμασμα» - παγίδα στην κατασκοπική διάλεκτο-, δηλαδή προσπάθησε να επικοινωνήσει με μια πιθανή πηγή αλλά συνελήφθη από αξιωματικούς της FSB που τον περίμεναν.
Μερικά από τα στοιχεία, τα οποία
άλλοι θεώρησαν γελοία [10], έχουν
πραγματικά σημασία. Σίγουρα, η
μεταμφίεση του Φογκλ φαινόταν ανόητη
- αλλά έτσι είναι οι μεταμφιέσεις
των περισσότερων κατασκόπων. Μια-δυό
περούκες μπορεί να φανούν πρακτικές
ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί. Η
σύλληψη του Φογκλ θύμισε ένα
παρόμοιο περιστατικό στο οποίο ο
Μάικλ Σέλερς, ένας αξιωματικός της
CIA στην πρεσβεία της Μόσχας το
1986, συνελήφθη και ταπεινώθηκε στη
σοβιετική τηλεόραση. Φορούσε ένα
ψεύτικο μουστάκι. Και μια πυξίδα, αν
και χαμηλής τεχνολογίας, είναι
πράγματι χρήσιμη εάν προσπαθεί
κανείς να βρει μια κρυψώνα (στην
οποία η «επαφή» έχει κρύψει κάτι –
σε ένα σπασμένο τούβλο στη
βορειοανατολική γωνία ενός κελαριού,
για παράδειγμα- έτσι ώστε να μην
χρειάζεται συνάντηση πρόσωπο με
πρόσωπο).
Άλλες λεπτομέρειες, όμως, είναι
αρκετά ασυνήθιστες: ο Φογκλ προφανώς
κουβαλούσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό
σε ευρώ. Αυτό είναι παράξενο, διότι
τα χρήματα που προορίζονται για
πράκτορες συνήθως καταβάλλονται με
τραπεζικό έμβασμα σε κάποια σκοτεινή
γωνιά του παγκόσμιου
χρηματοπιστωτικού συστήματος- ένας
λόγος που οι μυστικές υπηρεσίες
αντιστέκονται έντονα στη μεγαλύτερη
διαφάνεια στους υπεράκτιους
λογαριασμούς και στις ανώνυμες
εταιρείες βιτρίνας. Ωστόσο,
ορισμένοι πράκτορες προτιμούν τα
μετρητά. Οι πραγματικά καλές
πληροφορίες το αξίζουν, όπως και τον
κίνδυνο που εμπεριέχει κάτι τέτοιο.
Μια άλλη ιδιαίτερη λεπτομέρεια της
περίπτωσης του Φογκλ είναι το
γεγονός ότι προφανώς προσπαθούσε να
έρθει σε επαφή με δυνητική πηγή στη
Μόσχα. Αυτό δεν είναι η συνήθης
πρακτική στις μεθόδους της CIA. Η
επαφή με έναν νέο δυνητικό πράκτορα
δεν είναι ποτέ κάτι που γίνεται
ελαφρά τη καρδία: πρόκειται για μια
πολύπλοκη και λεπτή επιχείρηση, αλλά
και οι πρώτες επαφές είναι συνήθως
διακριτικές. Τουλάχιστον, η πρώτη
συνάντηση θα έπρεπε να είχε λάβει
χώρα κάπου έξω από τη Ρωσία - στο
Κίεβο, για παράδειγμα, ή στην Κύπρο,
σε κάποιο μέρος που οι Ρώσοι μπορούν
να επισκεφθούν εύκολα, αλλά όπου η
δυνατότητα της FSB να τους
παρακολουθήσει είναι πιο
περιορισμένη. Ίσως, η CIA αποφάσισε
ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες ήταν
τόσο δελεαστικές που άξιζε την
παραβίαση των κανόνων. Ίσως, ο Φογκλ
παραβίασε ο ίδιος ορισμένους κανόνες,
με την ελπίδα μιας μεγάλης
αποκάλυψης που θα εντυπωσίαζε τους
ανωτέρους του (αν και αυτό είναι
απίθανο: το πρόβλημα της CIA σήμερα
είναι ότι οι άνθρωποί της παίρνουν
υπερβολικά λίγα ρίσκα, όχι
υπερβολικά πολλά). Κατά πάσα
πιθανότητα, ο Φογκλ έπαιρνε ένα
υπολογισμένο ρίσκο, κάνοντας ένα
προκαταρκτικό βήμα που θα
ακολουθείτο από ένα πολλά υποσχόμενο
άλμα. Ίσως να άφηνε χρήματα κι ένα
γράμμα σε μια κρυψώνα για ανταλλαγή
πληροφοριών, αλλά έπεσε κατευθείαν
στην παγίδα. Αυτή την φορά, δεν
κέρδισε το στοίχημα.
Στην πραγματικότητα, το μόνο
πραγματικά περίεργο πράγμα σχετικά
με την υπόθεση είναι ότι οι Ρώσοι
την ανέδειξαν δημοσίως σε σκάνδαλο.
Οι αξιωματικοί της ασφάλειας θα
μπορούσαν να μην πουν τίποτα και να
παραπονεθούν ανεπίσημα. Θα μπορούσαν
να έχουν ανακοινώσει ότι ένας
ανώνυμος αξιωματικός της CIA (ή της
αμερικανικής πρεσβείας) είχε
συλληφθεί να ασχολείται με «δραστηριότητες
ασυμβίβαστες με τη θέση του» και ότι
του ζητήθηκε να φύγει από τη Ρωσία.
Αυτό θα άφηνε τα μέσα ενημέρωσης να
ψάχνουν για το ποιος ήταν ο ένοχος.
Έτσι κάνουν οι δυτικές κυβερνήσεις
όταν πιάνουν Ρώσους αξιωματούχους
της πρεσβείας να έχουν ανάρμοστη
συμπεριφορά.
Συνεπώς, τι συμβαίνει; Μια απάντηση
μπορεί να είναι ότι απλώς πρόκειται
για σαματά. Τα τελευταία χρόνια, οι
Ρώσοι κυνηγοί κατασκόπων έχουν
αντιμετωπίσει μια σειρά από
εκπληκτικές ανατροπές,
συμπεριλαμβανομένης της σύλληψης της
Τσάπμαν και των συνεργατών της
πρακτόρων: τη σύλληψη και την
καταδίκη του Χέρμαν Σιμ το 2009, του
Εσθονού αξιωματούχου στον τομέα της
Άμυνας που ήταν κάποτε κορυφαίος
κατάσκοπος της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ. Και
την καταδίκη, τον περασμένο Απρίλιο,
του Ρέιμοντ Ποετερέι, του Ολλανδού
διπλωμάτη ο οποίος κρίθηκε ένοχος
για εκατοντάδες διαρροές μυστικών
εγγράφων στη Ρωσία. Με την περίπτωση
του Φογκλ η Ρωσία είχε τελικά μια
επιτυχία και ήθελε να το
διατυμπανίσει -αν μη τι άλλο για να
δείξει στα πολιτικά της «αφεντικά»
ότι βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά.
Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, που
υπήρξε πρώην αξιωματικός της KGB (αν
και «τζούνιορ» και όχι πολύ
επιτυχημένος, δουλεύοντας κυρίως
στον λιγότερο φανταχτερό κόσμο της
αντικατασκοπείας), θεωρεί την
κατασκοπεία ως έμβλημα της εθνικής
υπερηφάνειας. Είναι εμφανώς
χαρούμενος όταν η Ρωσία συλλαμβάνει
δυτικούς κατασκόπους και εμφανώς
ενοχλημένος όταν οι δυτικές
υπηρεσίες πληροφοριών διεισδύουν με
επιτυχία στις Υπηρεσίες της Ρωσίας.
Και αυτό είναι το πρόβλημα: η Ρωσία
εξακολουθεί να νοιάζεται ιδιαίτερα
για τη δημόσια ταπείνωση των
Ηνωμένων Πολιτειών. Οι σχέσεις τους
δεν είναι τόσο τεταμένες, όπως κατά
τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά
οι κατασκοπικοί καυγάδες παίζονται
ολοένα και περισσότερο με τους
παλιούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένης
της διαπόμπευσης των άτυχων
πρακτόρων που συλλαμβάνονται. Η
Ρωσία δεν μετέδωσε μόνο τη σύλληψη
του Φογκλ αλλά και το όνομα ένας
άλλου αξιωματικού της CIA στον οποίο
ζητήθηκε να φύγει, νωρίτερα εντός
του έτους - και σε μια τρομερή
παράβαση του πρωτοκόλλου, κατονόμασε
και τον αρχηγό της CIA στη Μόσχα.
Τούτη η παράβαση της εθιμοτυπίας
προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη. Πολλές
χώρες «δηλώνουν» έναν ή δύο
πράκτορες της πρεσβείας στην χώρα
υποδοχής, προκειμένου να
διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις
και η συνεργασία που αφορά
επιχειρήσεις κοινού ενδιαφέροντος.
Αλλά αυτά τα ονόματα, βάσει συνθήκης,
δεν δημοσιοποιούνται.
Το κοινό σημείο σε όλα αυτά τα
επεισόδια είναι ο «αντιδυτικισμός»:
ένα κεντρικό νήμα στην ιστορία [11]
που το ρωσικό καθεστώς αφηγείται στο
λαό του. Καθώς το οικονομικό πείραμα
του Πούτιν ξεφουσκώνει σταδιακά, και
όσο η Ρωσία οδεύει προς την ύφεση
και η δημοτικότητα του Προέδρου
κλονίζεται, η ανάγκη για ένα σαφές
και πειστικό αφήγημα γίνεται όλο και
πιο πιεστική. Η κλασική επιλογή
είναι μια αντιδυτική αφήγηση που
υποδαυλίζει την παράνοια ότι η Δύση
σκοπεύει να επικρατήσει της Ρωσίας.
Από αυτή την άποψη, η υπερβολική
δημοσιότητα σχετικά με το σκάνδαλο
κατασκοπείας έχει λογική. Οι Ρώσοι
υποστηρίζουν ότι οι δυτικές
υπηρεσίες πληροφοριών είναι πολύ
ισχυρές - μια κληρονομιά της
σοβιετικής προπαγάνδας. Η έξαρση
αυτών των συναισθημάτων δεν είναι
δύσκολη. Ακόμα και σήμερα, η ιδέα
ότι η MI6 και η CIA διατηρούν «καταφύγια»
κατασκόπων στις βρετανικές και
αμερικανικές πρεσβείες εκφράζεται
έντονα. Μετά τη σύλληψή του Φογκλ,
οι εκπομπές λόγου στα ΜΜΕ και τα
ειδησεογραφικά προγράμματα ήταν
γεμάτες πικρία για την αμερικανική
επιθετικότητα και υποκρισία.
Όλα αυτά είναι δύσκολο να τα
αφομοιώσει η κυβέρνηση Ομπάμα. Η «επανεκκίνηση»
των σχέσεων με τη Ρωσία το 2009 από
διπλωματικό τέχνασμα έγινε ταμπού. Η
παραδοχή ότι η Ρωσία είναι μια
ξενοφοβική κλεπτοκρατία που
αδιαφορεί για έναν σοβαρό διάλογο με
τις δυτικές χώρες θα είναι μια
ταπεινωτική ανατροπή. Οι βομβιστικές
επιθέσεις στη Βοστώνη τόνισαν την
ανάγκη για συνεργασία, ακριβώς όπως
το κατασκοπευτικό σκάνδαλο ανέδειξε
την απροθυμία του Κρεμλίνου να
δεσμευτεί σε κάτι τέτοιο. Μια
ανοιχτόμυαλη προσέγγιση θα έθετε
επίσης το ζήτημα του κατά πόσον η
κυβέρνηση έχει δίκιο να είναι τόσο
προσεκτική στις επικρίσεις της για
τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στη Ρωσία. Θα έριχνε φως
με δυσάρεστο τρόπο στις απεγνωσμένες
παρασκηνιακές πιέσεις που άσκησε ο
Λευκός Οίκος για την τροποποίηση του
Magnitsky Act, ενός νομοθετήματος
που επιβάλλει απαγορεύσεις στην
έκδοση βίζας και πάγωμα περιουσιακών
στοιχείων των υπευθύνων για το
θάνατο του Σεργκέι Μαγκνίτσκι, του
αποκαλυπτικού δικηγόρου ο οποίος
έφερε στο φως απάτη 230 εκατομμυρίων
δολαρίων εις βάρος των Ρώσων
φορολογούμενων. Και σίγουρα θα
ανέκυπτε το ερώτημα γιατί οι
Ηνωμένες Πολιτείες δεν έκαναν
περισσότερα για την υπεράσπιση των
γειτόνων της Ρωσίας, όπως η Πολωνία
και τα κράτη της Βαλτικής.
Για μια κυβέρνηση που βασανίζεται
από άλλες ανησυχίες, το να αφιερώσει
περισσότερο χρόνο και προσπάθεια
στην κατανόηση της Ρωσίας δεν είναι
μια ελκυστική επιλογή. Ακόμη
λιγότερο πιθανό είναι η κυβέρνηση να
ξεκινήσει να αντιμετωπίζει ενεργά
την αναστάτωση που προκαλεί το
δυσλειτουργικό καθεστώς της Μόσχας
στο εξωτερικό και την ζημιά που
προκαλεί στην ίδια τη Ρωσία. Προς το
παρόν όμως, η Αμερική είναι μια
μεγάλη υπόθεση για τη Ρωσία, ενώ η
Ρωσία αποτελεί απλή όχληση για την
Αμερική. Το πραγματικό μάθημα από
την όλη υπόθεση είναι πιθανώς αυτό
που πήρε το Κρεμλίνο - κάθε ή από
την Μόσχα θα αντιμετωπίζει την
απαξιωτική στάση της Ουάσιγκτον.
Foreign Affairs
Ο EDWARD LUCAS είναι διεθνής
ανταποκριτής του The Economist και
συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο
του έχει τίτλο «Εξαπάτηση: Η άγνωστη
ιστορία της σημερινής κατασκοπείας
ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση».
http://foreignaffairs.gr/articles/69330/edward-lucas/rosika-paixnidia-kataskopeias?page=show
http://www.foreignaffairs.com/articles/139398/edward-lucas/russian-spy-g...
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια