Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΜΠΟΥΝΙΑΣ, ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ
Συνέντευξη από τον κ. ΣΑΡΑΝΤΟ ΚΑΡΓΑΚΟ, καθηγητή και συγγραφέα, στoυς Ρούντα Γεώργιο και Σταυρόπουλο Ζώη την Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010.
πηγη INDUBIOGR
1) Ποια είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα, ποια είναι η προσωπικότητά της και οι αρχές οι οποίες τη διέπουν;
Το μπάχαλο και η απροσωπία. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει πρόσωπο, είχε μέχρι πρότινος ένα προσωπείο, το οποίο κατέπεσε και αφού κατέπεσε το προσωπείο αυτό, πίσω από αυτό είδαμε ένα πρόσωπο που μας θυμίζει το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ. Δηλαδή ένα πρόσωπο που τα στίγματα της αμαρτίας, της ανομίας του εκφυλισμού το είχαν κάνει πρόσωπο εκτρωματικό.
2) Για τι σήμερα οι δομικοί κοινωνικοί θεσμοί της χώρας μας όπως φερʼ ειπείν η παιδεία, η πολιτεία, η δικαιοσύνη, η εκκλησία και άλλα απαξιώνονται τόσο πολύ από τους ίδιους τους πολίτες; Μήπως είναι επικίνδυνο αυτό εννοώντας ότι όταν παρουσιάζουν δείγματα καταπτώσεως και αναποτελεσματικότητας οι εκπρόσωποι των θεσμών πρέπει εμείς οι ενεργοί πολίτες να εστιάζουμε την κριτική μας μόνο στους κακούς εκπροσώπους και όχι να προσπαθούμε να απαξιώνουμε τους ίδιους τους θεσμούς;
Οι θεσμοί είναι δεσμοί και με τις δύο έννοιες. Και με την αρνητική και με τη θετική. Δεσμοί με τη θετική έννοια είναι, ότι δένουν, σφίγγουν το κοινωνικό σύνολο, του δίνουν δηλαδή μια στιβαρότητα, αλλά όταν γίνονται δεσμοί με την κακή σημασία τότε λειτουργούν πνικτικά, αποπνικτικά.
Το ζήτημα είναι όχι ότι απαξιώνονται από μας ή από το πλέον απαξιωτικό μέσο που κατʼ εμέ είναι η τηλοψία –και όχι τηλεόραση, όπως κακώς επεκράτησε να λέγεται.
Ήδη έχουν απαξιωθεί οι θεσμοί από μόνοι τους, διότι δυστυχώς, για να μπορέσουν οι θεσμοί να αποδώσουν, δεν αρκεί να υπάρχει το κέλυφος, πρέπει να υπάρχει και το περιεχόμενο. Και στην πραγματικότητα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα αντί να διαμορφώσουμε θεσμούς με ένα περιεχόμενο, πήραμε, θεωρήσαμε θεσμούς κάποια κούφια καρύδια, με αποτέλεσμα ο κόσμος ο πολύς να έχει χάσει την εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και ιδιαίτερα προς τη δικαιοσύνη, αφού το γενικότερο κλίμα που επικρατεί είναι η ατιμωρησία.
Το έχω γράψει άπειρες φορές ότι η τήρηση των νόμων στην Ελλάδα είναι προαιρετική. Για να θυμηθώ το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος των προηγούμενων καιρών, το άρθρο 114 που ήταν σύνθημα της δικής μου γενιάς, 1 1 4 , η τήρηση των νόμων επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Αλλά και κάποια στιγμή ο πατριωτισμός αυτός εξαντλείται, όταν βλέπουμε επιδέξια μηδενικά να αναρριχώνται, να έχουν μια προτεραιότητα έναντι των ανθρώπων, οι οποίοι μοχθούν σε διαφόρους τομείς της ζωής, χωρίς να έχουν τις πρέπουσες απολαβές.
Θα μου πείτε, ότι το μηδενικό, καθʼ ότι στρογγυλό, έχει τη δυνατότητα να κινείται με μεγαλύτερη ευχέρεια απʼ ότι παραδείγματος χάριν ένας άνθρωπος, ο οποίος επιμένει στην όρθια και άκαμπτη στάση. Από την άποψη αυτή οι θεσμοί έχουν χάσει τη λειτουργικότητα τους και το κακό ξεκίνησε από την παιδεία, η οποία από το 1976 έχει πάρει έναν δρόμο ολισθηρό με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έχουν καταλήξει όλες σε απορρυθμίσεις.
Στα χρόνια που παρακολουθώ τα θέματα της παιδείας και τα παρακολουθώ από κοντά από το 1957 έχω γνωρίσει δεκατρείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που όλες αντί να φέρουν το καλύτερο έφεραν το χειρότερο. Οι άνθρωποι έχουν κάπως μπερδευτεί. Πιστεύουν ότι κάθε αλλαγή, κάθε μεταβολή φέρνει το καλύτερο. Δε συμβαίνει πάντοτε έτσι. Μπορεί μια μεταβολή να μας οδηγήσει στο χειρότερο και ένα προχώρημα προς τα εμπρός μπορεί να μας πηγαίνει προς το γκρεμό. Πρέπει να πέσουμε σε αυτόν;
Από το 1976 ξεθεμελιώνονται ή μάλλον υπονομεύονται τα βάθρα της ελληνικής παιδείας. Ουσιαστικά καταστρέφεται η κλασσική μας παιδεία που μας έδινε ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων λαών της γης. Είναι θλιβερό αυτή τη στιγμή να μην έχουμε φιλολόγους και ιστορικούς ικανούς να σταθούν στο ύψος των ξένων ιστορικών. Είναι αδιανόητο στην Ελλάδα, που υποτίθεται έχει γεμίσει Πανεπιστήμια, Σχολές και δε συμμαζεύεται να έχουμε παιδιά τα οποία σου λένε ότι δεν μπορώ πια να καταλάβω Βιζυηνό, Ροΐδη, Παπαδιαμάντη ή ακόμα και το δημοτικό τραγούδι.
Όταν έγραψα τα βιβλία «Αλαλία-Το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα» και «Αλεξία- Γλωσσικό δράμα με πολλές πράξεις» όλοι με χαρακτήρισαν υπερβολικό. Όταν έκανα την προειδοποίηση ότι αύριο, μεθαύριο το παιδί δε θα είναι σε θέση να καταλάβει τους λόγους των πολιτικών που έκαναν τις αλλαγές αυτές και ήρθε η στιγμή που το σημερινό παιδί δεν είναι σε θέση να καταλάβει έναν λόγο του Κωνσταντίνου Καραμανλή- με αυτόν αρχίζουν οι εκπαιδευτικές απορρυθμίσεις με Υπουργό τον Γεώργιο Ράλλη- και φτάσαμε στο σημείο πριν από δυο χρόνια να μπει ένα απλό, απλούστατο θεματάκι ως έκθεση στους μαθητές στις λεγόμενες Πανελλήνιες, Γενικές, Πανελλαδικές, Ακαδημαϊκές- επτά ονομασίες έχουν αλλάξει- εξετάσεις, και ήταν το κείμενο αυτό ένα απλό, απλούστατο κείμενο του Γιώργου Σεφέρη για την παράδοση. Και για ένα κείμενο εικοσιπέντε γραμμών οι κύριοι εξεταστές έδωσαν επτά ερμηνευτικές σημειώσεις, ενώ την εποχή που έδινα εγώ εξετάσεις και ακολούθως όταν έδιναν οι δικοί μου μαθητές εξετάσεις το θέμα της εκθέσεως δεν γραφόταν ούτε καν στον πίνακα, γινόταν με απαγγελία χωρίς καμία μεταφραστική οδηγία.
Αρκεί να σας πω μονάχα ότι το 1967 στη σχολή των Ευελπίδων είχε μπει ως θέμα μία φράση του Δημοσθένη που έλεγε: «Λυθέντων των νόμων και εκάστω δοθείσης εξουσίας ό,τι βούλεται ποιείν, ου μόνον πολιτεία οίχεται αλλʼ ουδέ ο πας των ανθρώπων βίος του των θηρίων ουδέν αν διενέγκοι». Το μόνο που δώσανε ως μετάφραση ήταν το τελευταίο το «αν διενέγκοι» δηλαδή δε θα διέφερε Και τα παιδιά αυτά μπόρεσαν να αποδώσουν γιατί εκείνη την εποχή ήταν ντροπή να μην ξέρεις ως ένα βαθμό αρχαία ελληνικά.
Την ίδια χρονιά στα παιδιά των υπολοίπων σχολών είχαν βάλει θέμα: «Πάσα παιδεία προς μεν το παρόν λύπης και ου χαράς δοκείν, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης αποδίδωσι τοις γεγυμνασμένοις διʼ αυτής».
Μιλάμε για το 1967. Και διερωτώμαι: φτάνουμε τώρα στο 2010, έχει σημειωθεί πρόοδος υποτίθεται της παιδείας, σε όλα τα σχολεία υπάρχουν θρανία-τότε δεν υπήρχαν θρανία- , σε όλα τα σχολεία υπάρχουν πίνακες –τότε δεν υπήρχαν πίνακες- , σε όλα τα σχολεία υπάρχουν κιμωλίες –τότε δεν υπήρχαν καν κιμωλίες-, τώρα έχουμε λεξικά επί λεξικών -τότε με δυσκολία μπορούσες να βρεις ένα υποφερτό λεξικό- , και φτάνουμε στο σημείο να μη γνωρίζει το παιδί τι σημαίνει «ψεγάδι» ή τι σημαίνει «παρωχημένος» και το δίνουν ερμήνευμα στις γενικές εξετάσεις.
Εγώ δε θα ήθελα να προχωρήσω σε άλλο σχολιασμό, μου αρκεί αυτό το οποίο είπε ένας πρώην υπουργός, ότι ξεκινάμε από μηδενική βάση όταν έφτιαξε μια επιτροπή για να συζητήσει τα θέματα της παιδείας. Όταν το 2008 ξεκινάς από μηδενική βάση σημαίνει ότι από το 1976 και εντεύθεν σωρεύεις μηδενικά επί μηδενικών. «Συ είπας», όπως θα έλεγε και ο Χριστός.
3) Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας, το οποίο θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί η βασική αιτία της γενικότερης και κοινώς αναγνωριζόμενης κοινωνικής παθογένειας σήμερα και ποια η προτεινόμενη λύση του;
Κατά την ταπεινή μου αντίληψη είναι η διόγκωση του «δε βαριέσαι». Αυτό μας χαρακτήριζα και σε μια παλαιότερη εποχή. Αλλά ειδικότερα αφʼ ότου μπήκαμε στο λάκκο των λεόντων, που ονομάστηκε αρχικά ΕΟΚ και ακολούθως Ευρωπαϊκή Ένωση σχηματίσαμε την εντύπωση, ότι αυτό το ευρωπαϊκό μόρφωμα-παραμόρφωμα είναι ένα μπιμπερό από το οποίο θα μπορούμε να θηλάζουμε εμείς ες αεί και να τραγουδάμε το παλαιό ισπανικό ασμάτιο που έλεγε: «ο Θεός έχει για μένα».
Αλλά δεν καταλάβαμε ένα πράγμα, ότι ο Θεός είναι «μεθʼ ημών», μαζί μας, όταν το Θεό τον έχουμε στα χέρια μας και τον αποκαλύπτουμε με τη δουλειά μας. Αν δε δουλεύουμε τότε ο Θεός είναι «με θυμόν», χωρίς έκθλιψη, με οργή γιατί και αυτός σιχάθηκε να μας βλέπει.
Ειλικρινά, αν το πάρω θεολογικά και σκεφτώ, ότι ο Θεός είναι παντεπόπτης και άρα τα βλέπει όλα, ειλικρινά λυπάμαι το Θεό, διότι ενώ μας έδωσε την πιο ευλογημένη περιοχή της γης, που τα έχει όλα από άποψη εδάφους, από άποψη ομορφιάς, από άποψη ιστορικών μνημείων, από άποψη, ας το πούμε, γεωγραφικής διαμορφώσεως και γεωπολιτικής στρατηγικής, εμείς προσπαθήσαμε να την κάνουμε τη γη αυτή πούλβερη και κουρνιαχτό.
Και γιατί παρακαλώ; Διότι ξαφνικά διαπιστώσαμε, ότι πάνω από τον πατριωτισμό ή τον εθνισμό πρέπει να βάλουμε, λέει, τον κοσμοπολιτισμό.
Οφείλω εδώ να κάνω μια παρατήρηση: «κοσμοπολίτης» είναι ένας όρος που ακούγεται για πρώτη φορά σε μία φράση του Αντισθένη. Όταν ρωτήθηκε από πού είναι, αποκρίθηκε «κοσμοπολίτης ειμί». Λέμε είμαι κοσμοπολίτης με την έννοια πολίτης του κόσμου. Αυτό είναι λάθος, διότι αυτός που θέλει να ανήκει στον κόσμο κανονικά θα έπρεπε να λέγεται «κοσμίτης».
Κοσμοπολίτης είναι εκείνος που είναι κόσμημα για την πόλη του. Από την άποψη αυτή ο Σωκράτης, που ελάχιστα βγήκε από την Αθήνα, και φιλαθήναιος ην, ήταν κοσμοπολίτης γιατί ήταν κόσμημα για την πόλη του.
Άρα αν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε κοσμοπολίτες πρέπει να είμαστε κοσμήματα για την πόλη μας, για την πατρίδα μας ευρύτερα, και από κει και πέρα, όταν αγαπάμε τον τόπο μας, την πατρίδα μας, τότε μπορούμε να αγαπήσουμε και άλλους λαούς. Γιατί όποιος δεν μπορεί να αγαπήσει τη δική του πατρίδα εν μπορεί να αγαπήσει καμία άλλη πατρίδα.
4) Η λεγόμενη οικονομική κρίση την οποία διέρχεται η Ελλάδα θεωρείτε ότι προέρχεται από οικονομικά αίτια μόνο ή ότι είναι μια πολυσύνθετη κρίση με διάφορα αίτια και ποια πιστεύετε ότι θα είναι η διάρκεια και η επίδρασή της στην κοινωνία μας;
Θα ήθελα πάνω σʼ αυτό να είμαι απόλυτα κατηγορηματικός. Η οικονομική κρίση δεν είναι φαινόμενο ελληνικό, είναι παγκόσμιο το φαινόμενο. Κατά κύριο λόγο ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες κατασκεύασαν την περιβόητη παγκοσμιοποίηση με τη απώτερη βλέψη να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Αλλά στην ιστορική εξέλιξη, αυτό που οι μαρξιστές λένε ιστορικό ΄΄προσσές΄΄, ισχύει η ετερονομία των σκοπών που συνέλαβε ο μεγάλος Θουκυδίδης. Για αλλού πας και αλλού βρίσκεσαι.
Την ιστορία δεν την πας, η ιστορία σε πάει. Έτσι ενώ οι Αμερικανοί στήσανε το παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα, τελικά τον άσσο δεν τον πήραν αυτοί, τον πήραν οι Κινέζοι. Και νικητές στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης είναι οι Κινέζοι, οι οποίοι θα επιβάλλουν την παγκόσμια κυριαρχία τους και την έχουν επιβάλει είτε θέλουμε να το αναγνωρίσουμε είτε όχι.
Εγώ όταν πριν από μερικά χρόνια ήρθα σε σύγκρουση με μια κυρία η οποία, απʼ ότι με πληροφόρησαν, ευρίσκεται σήμερα στο Υπουργείο Παιδείας, νομίζω ότι ασκεί καθήκοντα Υπουργού, η οποία είχε κάνει μια αφελή πρόταση να γίνουν τα αγγλικά η δεύτερη επίσημη γλώσσα ενώ τα αγγλικά όπως ξέρετε είναι πρώτη γλώσσα για τα σημερινά ελληνόπουλα, τα ελληνικά είναι μια δευτερεύουσα γλώσσα και ίσως γίνει μια τρίτη γλώσσα μετά τα αλβανικά ή τα τουρκικά, ανάλογα με τις εξελίξεις ας το πούμε της εξωτερικής μας πολιτικής, της είχα κάνει μια παρατήρηση, ότι όποιος θέλει να βλέπει μέλλον, γιατί αυτή μίλησε για μέλλον, δε μαθαίνει αγγλικά μαθαίνει κινεζικά. Και δεν εννοούσα να βάλουμε στα σχολεία μας τα κινεζικά, εννοούσα ότι θα έπρεπε από εκείνη την εποχή να δημιουργήσουμε δυο τρία ινστιτούτα κινεζικών σπουδών ώστε να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε το μέλλον.
Αλλά οι πολιτικοί μας δυστυχώς έχουν όραση σκαθαριών, βλέπουν μόνο κοντινά και όχι μακρινά πλάνα και οφείλω να σας πω, ότι υπήρξαν πλέον κοντόθωροι και από τους Σκοπιανούς, οι οποίοι μας κέρδισαν σε ένα διπλωματικό παιχνίδι χωρίς να έχουν κανένα ιστορικό ατού, χωρίς να έχουν τη γεωγραφική έκταση τη δική μας, τα συμμαχικά πλέγματα τα δικά μας, τη στρατιωτική ισχύ τη δική μας, την οικονομική ισχύ τη δική μας.
Ακόμη και σε θέματα φιλανθρωπίας όπου η Ελλάδα τουλάχιστον σʼ αυτό πρωτοπορεί, γίναμε με το τελευταίο περιστατικό ουραγοί της Τουρκίας. Και εννοώ το επεισόδιο της Γάζας. Τι θέλαμε εμείς οι Έλληνες να μεταφέρουμε βοήθεια στους Παλαιστινίους ακολουθώντας τους Τούρκους, οι οποίοι είναι πολύ γνωστό, ότι επιδίωκαν την προβοκάτσια.
Εμείς ουδέποτε σταματήσαμε τη διοχέτευση βοηθείας προς τους Παλαιστινίους με άλλους τρόπους όχι ιδιαίτερα προκλητικούς. Ποτέ δε σταμάτησε η ελληνική βοήθεια και είναι αναρίθμητοι οι Έλληνες που έχουν επισκεφθεί με πολλούς τρόπους τη Γάζα χωρίς να ενοχλήσουν το παράπαν, ούτε τους ισραηλίτες, ούτε τους Αιγυπτίους ούτε τους Αμερικανούς. Και δε χρειάστηκε ποτέ να κάνουμε και χρήση διαβατηρίων ούτε να πάρουμε διαπιστευτήρια, διότι σε αυτό που κάναμε εμείς οι Ισραηλίτες είχαν κάθε λόγο να κάνουν στραβά μάτια. Γιατί ήξεραν πολύ καλά, ότι εμείς δεν πηγαίναμε εκεί κατασκοπευτικά ούτε υπονομευτικά, πηγαίναμε για να βοηθήσουμε τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας.
Θέλω λοιπόν με αυτό να σας πω, ότι, όταν η εξωτερική μας πολιτική παιδιαρίζει, είναι φυσικό και κάποιοι ιδιώτες, που δεν έχουν μια σαφή αντίληψη των πραγμάτων να παγιδεύονται και να πέφτουν θύματα μιας, ας το πούμε πολιτικής που μπορεί αύριο μεθαύριο να μας δημιουργήσει προβλήματα σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της ακεραιότητας της χώρα μας.
5) Τι σημαίνει ο όρος παιδεία και τι ο όρος εκπαίδευση; Που αποσκοπούν αυτές οι δύο έννοιες; Σήμερα θεωρείται ότι επικρατεί μια σύγχυση επί αυτού.
Πάντα επικρατούσε και προσπάθησα πριν από είκοσι χρόνια όταν συνεργαζόμουν με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο στα ένδοξα χρόνια του Γιάννη του Μαρίνου με ένα εκτενέστατο δοκίμιο να εξηγήσω τη διαφορά παιδείας και εκπαιδεύσεως.
Η παιδεία είναι άσκηση αρετής, είναι ανθρωποπλαστικό ιδανικό. Με την παιδεία, η οποία έχει ως ετυμολογική βάση το παιδί, δημιουργείς ανθρώπους. Άρτιους ανθρώπους ικανούς να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του μέλλοντος που όμως δε σε θέλει υπήκοο σε θέλει πολίτη. Με την παιδεία δημιουργείς τον πολίτη και όχι τον αλήτη και με την αθώα και με την κακή της σημασία. Γιατί αλήτης σε πρώτη σημασία σημαίνει ο περιπλανώμενος.
Εκπαίδευση είναι παροχή δεξιοτήτων. Χωρίς εγώ να αποκλείω το στοιχείο της εκπαιδεύσεως στη διάρκεια της παιδαγωγικής λειτουργίας, δε θέλω να ονομάζω την παιδεία εκπαίδευση. Διότι σε εκπαίδευση υπόκεινται και οι σκύλοι. Η παιδεία είναι μόνο για ανθρώπους.
Το μεγάλο λάθος το οποίο έκαναν οι πολιτικοί από τη μεταπολεμική περίοδο και μετά είναι ότι βλέποντας την οικονομική μας υστέρηση η οποία δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε θέματα παιδείας αλλά στις τρομακτικές καταστροφές του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου ήθελαν να κάνουν την παιδεία μας περισσότερο πρακτική. Την έκαναν πρακτική αλλά δεν την έκαναν αποδοτική.
Διότι στο αναχρονιστικό δήθεν σχολείο μιας παλαιότερης εποχής το παιδί μάθαινε τουλάχιστον δυο τρία απλά πραγματάκια, π.χ. πώς να μπολιάζει ένα φυτό ή να κεντρώνει ένα φυτό, μάθαινε τέλος πάντων πώς να φυτεύει έναν βασιλικό, ένα άνθος, ένα δέντρο. Ήταν σε θέση να ξεχωρίζει, ως φυτό εννοώ, τη μπάμια από τη μελιτζανιά. Παίρνει σήμερα το παιδί, που υποτίθεται έχει πάει σε επαγγελματική σχολή, και δη ανθοκομικής και κηπουρικής τρία χρόνια και δεν είναι σε θέση να σου μπολιάσει μια ελιά, να σου μπολιάσει μια λεμονιά, πράγματα τα οποία τα ξέραμε εμείς που δεν προερχόμαστε στο κάτω κάτω από αγροτικές οικογένειες αλλά αυτά τα είχαμε μάθει στη δευτέρα γυμνασίου στο μάθημα της φυτολογίας.
Αυτά λοιπόν τα πράγματα δημιούργησαν μια τάξη ανθρώπων, οι οποίοι ήθελαν να πάρουν ένα χαρτί για να εξασφαλίσουν μια θέση όχι για να δουλεύουν αλλά για να κάθονται.
Και αν δεν το καταλάβουμε όλοι, πολίτες και πολιτικοί, ότι το μυστικό της σωτηρίας της Ελλάδος βρίσκεται στην τελευταία λέξη ενός διηγήματος που διδασκόμαστε σε παλαιότερη εποχή-ήταν στα αναγνωστικά μας- είχε τίτλο ο «Γυφτοδάσκαλος», ήταν του μεγάλου διηγηματογράφου αλλά και παιδαγωγού, του Τραυλαντώνη, ο οποίος περιέγραφε ένα σχολείο, όπου ένας ας το πούμε ενθουσιώδης φτωχοντυμένος δάσκαλος προσπαθούσε να διδάξει ελληνικά σε τσιγγανόπουλα και το βιβλίο τελείωνε με μια προτροπή του Σεπτιμίου Σεβήρου: «laboremous» που σημαίνει «ας εργαζόμαστε».
Αυτό το έκανα πρόσφατα άρθρο και το δημοσίευσα σε μια εφημερίδα, ότι η Ελλάς θα σωθεί, εάν εφαρμόσει το «laboremous» και ξεφύγει από το «ξαπλαremous».
6) Ποιος είναι ο χαρακτήρας και ποια η ποιότητα της παρεχομένης από το επίσημο ελληνικό κράτος παιδείας σήμερα;
Πρώτον δεν προσφέρεται παιδεία. Προσφέρεται κακοπαιδεία ή υποπαιδεία ή υπνοπαιδεία από ένα Υπουργείο, το οποίο έχω ονομάσει Πνευματικής Ημιπληγίας. Θα ήταν σωτήριο για την Ελλάδα να καταργηθεί το υπουργείο αυτό και να ξαναγυρίσουμε στο σύστημα των κοινοτήτων, όπου οι κοινότητες είχαν την ευθύνη για την ίδρυση σχολείων, για την πρόσληψη δασκάλων, για την πληρωμή των δασκάλων, οπότε είχαν και την ευθύνη της ποιότητος και των διδασκόντων αλλά και της διδασκόμενης ύλης.
Σήμερα έχει παρουσιαστεί το φαινόμενο του να πάω στο δημόσιο να γίνω δημόσιος υπάλληλος-εγώ παλιά είχα διαφωνήσει παρʼ ότι ήμουν συνδικαλιστής αλλά μη αμοιβόμενος τότε, οι συνδικαλιστές παλιά όταν έγινε μια απεργία των καθηγητών να ενταχθούν στον κλάδο των δημοσίων υπαλλήλων- εγώ τότε σε μια μεγάλη συγκέντρωση που είχαμε κάνει στο Ακροπόλ είπα: «Κύριοι, προς Θεού δεν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, είμαστε λειτουργοί».
Λοιπόν όταν αποκτούν τη νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου, του μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει ο μισθός τρέχει, η λογική του «ας κόψουν το λαιμό τους τα παιδιά», καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούμε να έχουμε πνευματικά επιτεύγματα.
Τα αποτελέσματα είναι σαφή. Το 1951, δηλαδή ένα χρόνο μετά τον εμφύλιο, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο ήταν στην πρώτη δεκάδα των Πολυτεχνείων της υφηλίου. Σήμερα επί πεντακοσίων πολυτεχνείων της υφηλίου είναι κάπου στη μέση.
Το 1957 που μπήκαμε εμείς στη φιλοσοφική σχολή στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών είχαμε προτεραιότητα ακόμα και έναντι των ιταλοπαίδων τα οποία μαθαίνουν τα λατινικά εξ απαλών ονύχων στα λεγόμενα καθολικά σχολεία. Σήμερα έτσι και τολμήσεις και πεις μια αρχαία ελληνική φράση, μπορείς να ακούσεις –και το έχω ακούσει για τον εαυτό μου- «αλβανό είσαι κύριε;».
Τα αρχαία ελληνικά θεωρούνται πλέον αλβανικά. Και αν είναι αληθές αυτό που μου έχουν μεταφέρει –θα το διαπιστώσω πολύ σύντομα αν είναι αληθές- μου ζητήθηκε από κάποιον κύριο αρκετά ισχυρό οικονομικά να συνθέσω έναν Πινδαρικό ύμνο για να διαβαστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου. Κάθισα 22 ημέρες και έκανα αυτόν τον Πινδαρικό ύμνο σε βοιωτική διάλεκτο, που δε μου είναι τόσο οικεία όσο η δωρική ή ιωνική. Ο κύριος αυτός το έδωσε σε έναν πολύ γνωστό αμερικανό ελληνιστή που επιδίδεται στη μελέτη του Πινδάρου, αλλά αυτός ζήτησε να του στείλω και γλωσσάρι λέξη προς λέξη για να μπορέσει να το αποδώσει στα αγγλικά. Και αφού αυτό μεταφράστηκε στα αγγλικά, μεταφράστηκε στα κινεζικά. Απʼ ότι μου είπαν κάποιος υπουργός μας διάβασε στο Πεκίνο την ωδή στα αρχαία ελληνικά και οι έλληνες ακροατές νόμιζαν, ότι είναι κινέζικα. Όταν ακολούθως διαβάστηκε στα κινεζικά οι Έλληνες ακροατές νόμιζαν, ότι είναι αρχαία ελληνικά. Και μόνο όταν διαβάστηκε στα αγγλικά, δηλαδή στη μητρική μας γλώσσα, κατάλαβαν το νόημα.
Αντιλαμβάνεστε, ότι έχουμε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο γλωσσικού εκπεσμού, ώστε αυτή τη στιγμή αυτή η λεγόμενη οικονομική κρίση, εμένα ελάχιστα να με απασχολεί και να πω, ότι είναι ευλογία Θεού, διότι αν είχαμε κρίση δεν θα ερχόταν η οικονομική κρίση. Στην Ελλάδα είχαμε πάντα ακρισία και απότοκος της ακρισίας αυτής είναι και η ακράτεια, δηλαδή η παντελής απουσία κράτους, Και ευελπιστώ, ότι η κρίση αυτή που είναι κάτι σαν μαστίγιο του Θεού θα μας βάλει μυαλό. Να μαζέψουμε τα μυαλά μας ακόμα και να μαζέψουμε τα όποια λεφτά μας, και να μην τα σκορπίζουμε νομίζοντας, ότι τα χιλιάρικα – γιατί εγώ μιλάω πάντα με την αντίληψη της δραχμής προς την οποία θα επανέλθουμε οσονούπω- τα κόβουμε από τον τοίχο.
Τα λεφτά που παίρναμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν δικά μας λεφτά που έβγαιναν μέσα από τη φορολογία μας, από την εκμετάλλευση των προϊόντων μας κλπ κλπ. Και όταν μας τα δίνανε αυτά Ευρωπαίοι αντί να κάνουμε με αυτά έργα υποδομής κάναμε σκυλάδικα και κηφηνεία όχι καφενεία, κηφηνεία. Και οι νέοι μας αντί να γίνουν εργατόβιοι έγιναν κηφηνόβιοι.
Είναι εντροπή στην αποβιομηχανισμένη σήμερα Θεσσαλονίκη να λειτουργούν 6.500 καφετέριες. Να μην αναφερθώ στην Αθήνα, γιατί εδώ δεν έχω νούμερα ούτε μπορούν να καταμετρηθούν. Αλλά όταν περνάω από τη στοά του Άστυ, που ήταν κάποτε γεμάτη από καταστήματα διαφόρων ειδών, και βλέπω όλη αυτή τη στοά να έχει μεταβληθεί σε ένα απέραντο κηφηνείο, ειλικρινά με πιάνει οδύνη.
7) Καθαρεύουσα ή δημοτική; Μονοτονικό ή πολυτονικό και γιατί; Και πια η βλαβερή συνέπεια της χρήσεως των λεγομένων greeklish στην ίδια τη γλώσσα μας αλλά και στους ανθρώπους, σε εμάς τους ίδιους;
Οφείλω να σας εξομολογηθώ, ενώ είναι σχεδόν σε όλους γνωστό, ότι από πολύ μικρός είχα έναν ογκωδέστατο φάκελο. Η συσσώρευση ενοχοποιητικού υλικού άρχισε από την Τρίτη τάξη του δημοτικού. Όταν μου ζητήθηκε από το διευθυντή προκειμένου να πάρω το βραβείο, γιατί ήμουν πρώτος μαθητής, να αποκηρύξω τους συγγενείς μου που είχαν χαρακτηριστεί αριστεροί και εγώ του είπα: «και τους σκοτωμένους κύριε;» εννοώντας τους συγγενείς μου που είχαν εκτελέσει οι γερμανοί. Η απάντηση που έδωσα ήταν αρκετά ενοχοποιητική.
Αργότερα προσετέθησαν και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία ώστε να προετοιμάζομαι για εξορία αλλά ευτυχώς ήρθε η απεργία πείνας του γιατρού Τσιρώνη τον οποίον έχουν ξεχάσει όλοι οι τάχα μου προοδευτικοί και ο οποίος δεν εκτελέστηκε, δολοφονήθηκε και το λέω μετά λόγου γνώσεως αυτό, εγώ θα είχα πάει για παραθερισμό στον Αη-Στράτη ή στην Μακρόνησο, που είναι κοντινή.
Μέσα στα επιβαρυντικά στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελό μου, τον οποίο έχω, διότι φρόντισα να τον αγοράσω μόλις έπεσε η δικτατορία, πριν οι φάκελοι καούν, το γιατί κάηκαν οι φάκελοι είναι μια άλλη ιστορία, κάηκαν για να μην αποδειχτεί ποτέ ποιοι ήσαν οι ρουφιάνοι της δικτατορίας και πιο πριν, υπήρχε και το εξής επιβαρυντικό: «είναι οπαδός της δημοτικής».
Επέμενα σε όλη τη διάρκεια της μαθητικής μου ζωής να γράφω στη δημοτική και είχα πάρει την απόφαση και όταν έδινα εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο να γράψω στη δημοτική αλλά με απέτρεψε ο συγχωρεμένος ο Γιάννης ο Κορδάτος, με τον οποίο γνωριζόμουν από πολύ μικρός και μου είπε «μη χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι» και έγραψα στην καθαρεύουσα.
Είχα μια μεγάλη ευχέρεια και στη δημοτική και στην καθαρεύουσα, είχα επίσης και μια ευχέρεια να μπορώ να μιμούμαι το λόγο του Εμμανουήλ Ροΐδη και πάρα πολλά Ροϊδικά κείμενα, που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα με διάφορα επώνυμα, είναι κείμενα πλαστά δικά μου.
Σε καμία περίπτωση όμως η υποστήριξη, την οποία προσέφερα στη δημοτική δεν είχε στόχο την λογία, την καθαρεύουσα και πολύ περισσότερο τα αρχαία ελληνικά. Όπως γνώριζα από μαθητής τον Όμηρο αρκετά καλά το ίδιο καλά ήξερα και τα μεγάλα κεφάλαια της δημοτικής μας λογοτεχνίας.
Εκείνο το οποίο εγώ επιζητούσα ήταν να μην παρεμβαίνει το κράτος στην γλωσσική εξέλιξη και νομοθετεί, δηλαδή να μην επαναληφθεί το λάθος του Ελευθερίου Βενιζέλου που έβαλε ρήτρα στο Σύνταγμα, ότι επίσημη γλώσσα είναι η καθαρεύουσα.
Ήθελα λοιπόν να συνυπάρχει δημοτική και καθαρεύουσα όχι σε έναν ανταγωνισμό αλλά σε μια όσμωση, έτσι που σε κάποια φάση θα υπάρξει μια, ας το πούμε, συνάντηση, δηλαδή θα υπήρχε μια διαλλακτική σχέση, δηλαδή αυτό το περίφημο Ηρακλήτειον σχήμα θέση-αντίθεση-σύνθεση. Το γεγονός ότι πάντοτε υπήρχε μια διαφορά ανάμεσα στην κοινώς λαλουμένη, αυτό που λέμε δημοτική, γιατί και ο όρος αυτός δεν είναι καλός και σε μια επίσημη γλώσσα, γραφομένη γλώσσα, είναι κάτι που αποδεικνύεται και από τη σωστή μελέτη των αρχαίων ελληνικών.
Ο γραπτός λόγος δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον προφορικό. Το ίδιο συνέβαινε και στην Ελλάδα. Ασφαλώς δεν ήθελα τις ακρότητες κάποιων λογίων που ήθελαν να είναι πιο αρχαίοι και από τους αρχαίους, αλλά όμως οι άνθρωποι αυτοί, παρά τις ακρότητές τους προσέθεσαν έναν γλωσσικό πλούτο και έτσι αντί να λέμε π.χ. μινίστρος είπαμε υπουργός, αντί να λέμε γκουβέρνο είπαμε κυβέρνηση, αντί να λέμε μονέδα είπαμε χρήμα, πού είναι το κακό;
Από την άλλη μεριά και αυτό που ονομάστηκε καθαρεύουσα ήταν και αυτό γλωσσικός πλούτος, γλωσσική κατάκτηση, γλωσσική περιουσία, διότι σʼ αυτό, ας το πούμε, το γλωσσικό μόρφωμα γράφτηκαν μνημειώδη κείμενα, συντάχθηκαν οι πρώτοι καταστατικοί μας χάρτες. Με τη γλώσσα αυτή εκφράστηκε ένας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ένας Παύλος Καρολίδης, μεγάλοι νομικοί όπως οι Σαρίπολοι αλλά και νεότεροι που ήταν οπαδοί της δημοτικής, όπως ο Αλέξανδρος Σβώλος και τόσοι άλλοι. Όλο αυτό το πλούσιο υλικό, επιστημονικό, ιστορικό, λογοτεχνικό το πετάξαμε στα σκουπίδια.
Εγώ έχω μία αντίληψη ολότητας για τη γλώσσα, δεν κάνω διάκριση σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα. Εγώ θεωρώ την ελληνική ενιαία, συνεχώς εξελισσομένη, μεταβαλλομένη, εμπλουτιζομένη ανάλογα με τις εξελίξεις, αλλά είναι πολύ φυσικό όπως ένα πλοίο που αντιμετωπίζει θαλασσοταραχή να πετάει κάποιο φορτίο γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις καινούργιες καταστάσεις, κάποιες λέξεις να χάνουν πια τη χρησιμότητά τους στο παρόν, για να χρησιμοποιήσουμε κάποια λέξη που μπορεί να μας αποδίδει με περισσότερη ακρίβεια καταστάσεις ή ιδέες του παρόντος.
Τώρα το πόσο είναι αναγκαία η λογία και η αρχαία φαίνεται από αυτό που θα σας πω και που το έχω γράψει σε ένα βιβλιαράκι μικρό, τα μικρά γλωσσικά που περιέχει δυο μελέτες μου «Η δημοκρατικότητα του αρχαίου ελληνικού λόγου μέσα από τις συντακτικές δομές» και δεύτερο μελέτημα «Η γλώσσα του μέλλοντος και το μέλλον της γλώσσας». Αυτό εδώ κυκλοφορήθηκε, γιατί αυτό είναι το σωστό ρήμα, το βιβλίο κυκλοφορείται, το αυτοκίνητο κυκλοφορεί, το 2003. Εκεί κάνω μια παρατήρηση ότι τον αιώνα που διατρέχουμε θα έχουμε 35.000-40.000 ανακαλύψεις, οι οποίες θα χρειαστούν όνομα. Η λατινική έχει εξαντλήσει προ πολλού τα όριά της. Ούτε στη φυτολογία, ούτε στη βιολογία, , ούτε στην ιατρική, ούτε στη φαρμακολογία χρησιμοποιείται. Η αγγλική έχει πλέον κορεστεί. Και αν ακόμα εξακολουθεί να ονοματίζει τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι έχει δανειστεί από την ελληνική περίπου 35.000 και κατʼ άλλους 40.000 λέξεις. Τώρα ας τους κάνουμε και ένα σκόντο, θέλουν 35.000, 35.000, δεν έχουμε τη μικροψυχία τη δική τους. Εκείνη η γλώσσα η οποία δεν έχει τελειωμό είναι η ελληνική, διότι η ελληνική έχει πολλαπλασιαστικές δυνατότητες.
Αν πάρουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρήμα «ποιώ» και πάτε σε ένα πολύ καλό λεξικό για να βρείτε τα παράγωγα, σύνθετα και παρασύνθετα, τότε φτιάχνεται ένα καινούργιο λεξικό, το οποίο έχει σαν βάση το ρήμα «ποιώ». Εγώ εδώ πήρα ως χαρακτηριστική λέξη το ρήμα «γκρεμίζω», που είναι η βάση της πολιτικής μας, διότι η πολιτική στην Ελλάδα σημαίνει, γκρεμίζω, ό,τι χτίζω, εκτός από αυτά τα εκτρώματα, τα οποία βλέπουμε να μας περικυκλώνουν, αν αυτά λέγονται κτίσματα, και ύστερα από πολύ προσεκτική μελέτη διαπίστωσα από το ρήμα «γκρεμίζω», έχουμε πάνω από 140 λέξεις και λεξίδια.
Αντιλαμβάνεστε επομένως, ποιον πλούτο μπορεί να προσφέρει το ρήμα «λαμβάνω», το ρήμα «άγω», το ρήμα «έχω» και τόσα άλλα τα οποία μπορεί να μας δώσουν τα ονόματα των ανακαλύψεων, που πρόκειται να έρθουν σε φως.
Δε γνωρίζω τις δυνατότητες της κινεζικής και γιʼ αυτό δεν μπορώ να έχω άποψη για τον πλούτο που έχει η γλώσσα αυτού του πανάρχαιου λαού, αλλά μια και φθάσαμε και με ρωτήσατε για τόνους και πνεύματα, εγώ υπήρξα απαρχής πολέμιος του μονοτονικού και των ορθογραφικών απλουστεύσεων. Και ο λόγος δεν ήταν οι δήθεν συντηρητικές καταβολές μου, αλλά ήταν λόγοι καθαρά παιδαγωγικοί. Διότι η προσπάθεια που έκανε το παιδί να γράψει σωστά μια λέξη ισοδυναμούσε με μια άσκηση. Κάθε λέξη που έγραφε το ελληνόπουλο ήταν ένα μικρό προβληματάκι. Έτσι η γραφή της λέξεως προϋπέθετε στοχασμό, σκέψη. Αυτό το πολύ απλό «γλώσσα» να βάλω οξεία ή περισπωμένη; Το μακρόν προ βραχέως περισπάται ήταν μια συνεχής, διαρκής επιταγή που έκανε το παιδί όταν έγραφε ένα σκεπτόμενο μαθητή. Τώρα ο μαθητής δεν έχει τόνους, δεν έχει πνεύματα, γράφει, όπως του κατέβει, ό,τι του κατέβει και ο καθηγητής δεν κάνει τον κόπο να διορθώσει, διότι και η διόρθωση απαγορεύεται.
Σήμερα έχουμε μια ορθογραφία ΙΧ, γράφει καθένας όπως θέλει, και γιʼ αυτό πλέον η ελληνική έχει εγκαταλειφθεί σε σημείο που να διασχίζεις στη Λεωφόρο Κηφισίας και στη Λεωφόρο Συγγρού και να μη βλέπεις ελληνική επιγραφή. Οι ελληνικές επιγραφές εάν προσμετρηθούν με τα δάχτυλα του ενός χεριού πιθανώς να μας περισσέψουν δάχτυλα, που δεν επαρκούν ούτε για μια μούντζα.
Θα ήθελα πάνω σε αυτό να πω, ότι όταν έγραφα την «Αλαλία» είχα παρατηρήσει, ότι σε μια πολύ μεγάλη πλατεία στο Κέντρο των Αθηνών, τα μόνα ελληνικά ονόματα που υπήρχαν σε επιγραφές ήταν το κατάστημα ενός κυρίου, που πουλούσε ελαστικά και λεγόταν «Εγγλέζος». Το κατάστημα, το όνομά του ήταν Εγγλέζος αλλά το είχε στα ελληνικά. Το κατάστημα που πουλάει μπαταρίες και έγραφε απʼ έξω με τεράστια γράμματα «Γερμανός» στα ελληνικά και ένας άλλος, νομίζω εστιάτορας ήταν, όπου σε περίοπτη θέση είχε γράψει το όνομά του «Αρβανίτης».
Και λέω καλά δεν υπάρχει κανένας Έλληνας να γράψει το όνομά του ελληνικά; Οι μόνοι, λοιπόν που είχαν γράψει τα ονόματά τους ελληνικά ήταν ένας κύριος Εγγλέζος, ένας κύριος Αρβανίτης και ένας κύριος Γερμανός. Σημεία των καιρών.
8) Πως πρέπει να σταθεί η Ελλάδα απέναντι στην πρόκληση της εποχής μας, την ανάπτυξη δηλαδή της παγκοσμίου κοινότητας και πως θα επανακτήσει τα στοιχεία ετερότητος της απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα;
Κατά πρώτο λόγο με το να μείνει Ελλάδα. Γιατί αν δεν είναι Ελλάδα τότε δεν έχει κανένα λόγο να προβληματίζεται πάνω στα θέματα αυτά. Εάν γίνουμε π.χ. οι νομάδες της Ευρώπης, οι νομάδες της οικουμένης δε χρειάζεται να μιλάμε για ετερότητες και άλλα συναφή. Ενσωματωνόμαστε στον παγκόσμιο χυλό και συνεπώς δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός. Εάν όμως θέλουμε να παίξουμε κάποιον ρόλο και εμείς πρέπει αυτό που λέγεται Έλληνας να το νοηματοδοτήσουμε, να του δώσουμε ένα περιεχόμενο ουσίας. Εφόσον όμως δεν το κάνουμε αυτό, και αφήνουμε το όνομα Ελλάς και Έλλην να γίνεται αντικείμενο διακωμωδήσεως από ευτελή υποκείμενα τα οποία ελέγχουν τον τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, και όταν φτάνουμε στο σημείο οι πολιτικοί μας ταγοί να το χουν σε κακό να πουν Ελλάδα, Πατρίδα, Έθνος και να θυμούνται τις λέξεις αυτές μόνο την παραμονή των εκλογών και τώρα που φτάσαμε πλέον στη χρεοκοπία, στη δική τους χρεοκοπία, τότε ξαφνικά θυμήθηκαν την Ελλάδα, τον πατριωτισμό και άκουσα έναν γελοίο πολιτικό, ο οποίος είχε κάποτε δική του εκπομπή σε ραδιόφωνο και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να γελοιοποιήσει όλα τα πρόσωπα τα ιστορικά, ιδιαιτέρως του ʼ21, να λέει ότι την Ελλάδα θα τη σώσει ο πατριωτισμός των Ελλήνων.
Και διερωτώμαι πόσο δίκιο είχε εκείνος ο ταλαίπωρος Χριστός όταν τους μόνους που κατήγγειλε ήταν οι Φαρισαίοι «ουαί ειμί γραμματείς και φαρισαίοι, υποκριταί».
Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από την υποκρισία. Και τον κλέφτη μπορώ να τον συγχωρήσω, και τον ψεύτη μπορώ να τον συγχωρήσω. Δύο πράγματα δεν μπορώ να συγχωρήσω: την προδοσία και την υποκρισία. Προδώσαμε την έννοια της Ελλάδος, η οποία για μένα η Ελλάδα ταυτίζεται με το απροσκύνητο ήθος. Έλλην, όπως έχει πει ένας μεγάλος Ελβετός ιστορικός, ο Γιάκομπ Μπουρκχαρτ, είναι ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, διότι στη γλώσσα την ελληνική η λέξη αγών είναι αυτό που αποδίδει την βασική ιδιότητα του Έλληνα. Και αυτό σχετίζεται και με τον αθλητισμό και δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ακόμα και στη θεολογική γλώσσα, την εκκλησιαστική γλώσσα οι όροι αυτοί οι αθλητικοί έγιναν θεολογικοί.
Και επειδή μου είπατε κάτι για μοναχούς έχω ακούσει μοναχούς να λένε τους Αγίους παλληκάρια. Και τι κάναμε εμείς; Πήραμε τη λέξη παλληκάρι, τη γράψαμε με ένα λάμδα και γιώτα για να την αποσυνδέσουμε από το ομηρικό «πάλληξ» που γράφεται με δυο λάμδα και ήττα, ή έστω από το βυζαντινό «παλληκάριον» που υποδήλωνε στέλεχος ειδικής στρατιωτικής μονάδας για να του δώσουμε έτσι μια απροσδιόριστη καταγωγή.
Ποια θα πρέπει να είναι η στάση της Ελλάδος; Η στάση της Ελλάδος θα πρέπει να βρίσκεται πάντα κοντά σε ένα ηχηρό «όχι». Όπως λέει ο ποιητής στο πίσω μέρος της παλάμης μας είναι γραμμένο τρεις φορές το «όχι», «όχι», «όχι». Οι Έλληνες δεν είναι οι άνθρωποι του «ναι» και δεν είναι τυχαίο, ότι ο μεγαλύτερος προδότης στα χρόνια της Επαναστάσεως λεγόταν «Ναινέκος».
Όχι ότι έλειψαν οι προδότες από την Ελλάδα, είχαμε και προδότες στα χρόνια της Κατοχής αλλά δεν είχαμε στο βαθμό που είχαν οι Γάλλοι, Δανοί και λοιποί, να μην αναφέρω χώρες και γίνουμε δυσάρεστοι, διότι είμαστε ο μόνος λαός ο οποίος δεν πολέμησε στο πλευρό των γερμανών, όπως το έπραξαν άλλοι Ευρωπαίοι υβριστές μας αυτή τη στιγμή.
Δυο πράγματα ακόμη: όταν ο Λάμπρος Κατσώνης στάλθηκε από τη Μεγάλη Αικατερίνη για αντιπερισπασμό το 1792, κάποια στιγμή η Αικατερίνη αφού έκανε τη δουλειά της του είπε: «Λάμπρο μάζεψέ τα και έλα γιατί εγώ τερμάτισα τον πόλεμο με τους Τούρκους» και ο Λάμπρος σε μια υποτεταγμένη Ελλάδα με την περίφημη φανέρωσή του –έτσι ονομάζεται το μανιφέστο του, Φανέρωση- είπε το περίφημο: «Αν η Αικατερίνη υπέγραψε, ο λάμπρος δεν υπογράφει, δεν υποκύπτει».
Την Ελλάδα την εκφράζουν τρία πράγματα:
πρώτον το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα,
δεύτερον η απάντηση που έδωσε ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος στο Μεχμέτ το Β΄ , δεν είναι σωστό να λέμε Μωάμεθ, «τον δε την πόλιν συ δούναι ουκ εμού ούτε άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών»
και τρίτον η απάντηση που εισέπραξε ο ναύαρχος Χάμελτον από τον Γέρο του Μωριά όταν του πρότεινε συμβιβασμό και ο Γέρος του Μωρία του είπε: «Εμείς συμβιβασμό δεν κάνουμε. Ελευθερία ή Θάνατος. Καπετάν Άμιλτον ο Βασιλιάς μας σκοτώθηκε, συνθηκολόγηση δεν υπόγραψε και η φρουρά του εξακολουθεί τον πόλεμο εναντίον των κατακτητών και η φρουρά του Βασιλέως και τα φρούρια του Βασιλέως εξακολουθούν να είναι άπαρτα» και λέει ο Χάμιλτον: «και ποία είναι η φρουρά και ποία είναι τα φρούρια;» και ο Γέρος του Μωριά του απαντά: «Η φρουρά είναι οι κλέφτες και φρούρια τα βουνά, το Σούλι και η Μάνη». Και ο Χάμιλτον, γράφει ο Γέρος, δεν ομίλησε.
Εάν μιλούσαμε έτσι στους ξένους δε θα τολμούσαν να μας μιλήσουν και να μας αντιμιλήσουν. Αλλά δυστυχώς η Ελλάς σήμερα δεν είναι η Ελλάδα των κλεφτών και των αρματολών, είναι δυστυχώς η Ελλάδα των κλεφτών και των αμαρτωλών.
Η αμαρτία είναι, και όταν λέω αμαρτία την εννοώ και με την αρχαία και με τη χριστιανική σημασία, το σαράκι που έφαγε την αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, η αμαρτία είναι και το μαράζι που τρώει τη σύγχρονη Ελλάδα.
Θα μου πείτε τα λέω εγώ και ξεχνάω αυτό που είπε ο Χριστός «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλλέτω».
Όχι βέβαια. Όλοι έχουμε κάνει λάθη. Αλλά τουλάχιστον εμείς οι πολίτες τα λάθη τα πληρώσαμε και τα πληρώνουμε, και τα πληρώνουμε πολύ βαριά. Διότι τα λάθη των πολιτικών είναι αμαρτίες που δεν παιδεύουν αυτούς ούτε τα τέκνα τους, παιδεύουν εμάς τους πολίτες. Αλλά καλά κάνουν και μας παιδεύουν γιατί οι πολιτικοί, η εκλογή δηλαδή των πολιτικών, η επιλογή των πολιτικών είναι ευθύνη των πολιτών. Ας μάθουν οι πολίτες να επιλέγουν σωστά, ώστε να έχουμε γκεσέμια ικανά να μας οδηγήσουν προς τα μπροστά.
10) Τελικά μπορούμε να είμαστε ήσυχοι μόνο όταν είμαστε ανήσυχοι;
Στον άνθρωπο είναι απαραίτητη η ανάπαυση. Επικίνδυνη είναι η επανάπαυση. Δεν φοβήθηκα στη ζωή μου ποτέ, όταν είδα τον Έλληνα να ανησυχεί. Φοβόμουν πάντοτε τον έλληνα που έλεγε «καλά είμαι εδώ, καλά την έχω βολέψει» και για να το πω πιο παραστατικά ενθυμούμαι μια συζήτηση που είχα με κάτι κτηνοτρόφους όταν άρχισε η πρώτη τροφοδότηση με τα κονδύλια της ΕΟΚ. Τους είπα: «γιατί σπαταλάτε το χρήμα αυτό ζητώντας από το νομάρχη να σας κάνει έργα τα οποία δεν είναι αποδοτικά;». Η απάντηση ήταν: «Δε βαριέσαι»,
«Μα πως δε βαριέμαι, το χειμώνα σου λεώ τα έργα αυτά θα χαλάσουν»,
«Θα τα ξαναφτιάξουμε»,
«Με τι;»,
«Με χρήματα που θα μας δώσει ο Νομάρχης»,
«Και που θα τα βρει ο Νομάρχης;»,
«Έχει η ΕΟΚ»,
«Και όταν κάποτε η ΕΟΚ πάψει να μας δίνει;»,
Tότε τους έπιασε το θρησκευτικό «Έχει ο θεός».
Ε, ακούστε να σας πω. Ο Θεός δεν είναι βουλευτής μας στον ουρανό να μας κάνει ρουσφέτια . Σήμερα ακούω πολλούς να λένε «ο Θεός να βάλει το χέρι Του». Το εύχομαι αλλά προσεύχομαι αυτή τη φορά ο Θεός να βάλει το χέρι Του υπό μορφή μπουνιάς, γιατί μας χρειάζεται.
πηγη INDUBIOGR
Σχόλια