Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ
Οι μοιραίες παρεμβάσεις των ΗΠΑ από το ΄63 έως τη χούντα και την Κύπρο
Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του αμερικανικού παράγοντα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (στη φωτό βομβαρδισμένο το Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία) και στην τουρκική εισβολή που ακολούθησε, καθώς η CΙΑ είχε αναλάβει την «καθοδήγηση» του Ιωαννίδη. Τα επίσημα όμως αρχεία στις ΗΠΑ παραμένουν κλειστά...
, Του ΗΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Προετοιμάζοντας την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1999, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον είχε παραδεχθεί με δηλώσεις του πως «όταν η χούντα ανέλαβε τον έλεγχο (της χώρας) οι ΗΠΑ επέτρεψαν στα ψυχροπολεμικά τους συμφέροντα να υπερισχύσουν του συμφέροντος- ή μάλλον της υποχρέωσής τους- να υποστηρίξουν τη δημοκρατία».
Ηταν η πρώτη φορά, 25 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, που οι ΗΠΑ αποδέχονταν επίσημα έστω και ένα περιορισμένο μερίδιο ευθύνης για τον ρόλο τους στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ΄60. Παραδοχή που παρέμενε πάντως στα όρια του αυτονόητου, αφού απλώς αναγνώριζε την αγαστή και χωρίς ταλαντεύσεις συνεργασία της κυβέρνησης των ΗΠΑ με το δικτατορικό καθεστώς. Ενας έμμεσος τρόπος ώστε να παρακαμφθούν τα πιο κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την ενεργό ανάμειξη των ΗΠΑ στην ελληνική πολιτική, τον ρόλο τους στην πολιτική κρίση του 1965-67, καθώς και στην τραγωδία της Κύπρου. Πρόκειται για την ερμηνευτική εκδοχή της «αποχής», σύμφωνα με την οποία η αδιατάρακτη συνεργασία της Ουάσιγκτον με αυταρχικά καθεστώτα την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου προέκυψε ως «αναγκαίο κακό», καταδικαστέο βέβαια με βάση τις σημερινές αντιλήψεις, αλλά πάντως ερμηνεύσιμο με όρους ρεαλιστικής πολιτικής.
Με την εκδοχή αυτή της «αποχής» την οποία προωθούν και οι επίσημες αμερικανικές δημοσιεύσεις διαλέγεται το βιβλίο της Αριστοτελίας Πελώνη «Ιδεολογία κατά ρεαλισμού. Η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα 1963-1976» από τις Εκδόσεις Πόλις. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζει την αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα σε τρία διακριτά επίπεδα- το συστημικό, το κρατικό και το ατομικό- χρησιμοποιώντας, εκτός από τις δημοσιευμένες πηγές, το εξαιρετικά ενδιαφέρον αρχείο προφορικών συνεντεύξεων (Οral Ηistories Collection του ΑDSΤ) με αμερικανούς διπλωμάτες που υπηρέτησαν στην Αθήνα, τη Λευκωσία και την Αγκυρα ή στις αντίστοιχες διευθύνσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το βασικό της συμπέρασμα είναι ότι, ενώ σε συστημικό επίπεδο η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα εμφανίζεται ως «ρεαλιστική» για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, η εφαρμογή της στην πράξη όχι μόνον προκάλεσε μια διπλή τραγωδία σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και έβλαψε τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά συμφέροντα, προκαλώντας και εμπεδώνοντας έναν αντιαμερικανισμό που διατηρείται σταθερά μέχρι σήμερα. Η αντιμετώπιση της Ελλάδας κατά τη δεκαετία 1965-1974 με τις μυωπικές αγκυλώσεις του εμφυλίου πολέμου και των αρχών της δεκαετίας του ΄50- όταν ο αμερικανός πρέσβης Πιουριφόι παρενέβαινε χυδαιότατα στην εσωτερική πολιτική- μετέτρεψε μια δήθεν ορθολογική επιλογή σε ανορθολογικό αταβισμό.
Μελετώντας μάλιστα και το ατομικό επίπεδο η συγγραφέας αναδεικνύει την απόλυτη ανεπάρκεια του αμερικανικού διπλωματικού προσωπικού, το οποίο (με ελάχιστες εξαιρέσεις) λειτουργούσε με «γνωστικές προδιαθέσεις» (στην πράξη παρωπίδες) που το εμπόδιζαν να αντιληφθεί τους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Αντιμετώπιζαν την Ελλάδα με τα στερεότυπα των προηγούμενων δεκαετιών, τους έλληνες πολιτικούς με την αλαζονεία της υπερδύναμης και αρνούνταν να καταβάλουν την παραμικρή διανοητική προσπάθεια ώστε να κατανοήσουν τις αλλαγές που είχαν σημειωθεί. Μοιραίοι άνθρωποι, γραφειοκράτες με περιορισμένη αντίληψη και έμμονες ιδέες, βρέθηκαν να επηρεάζουν τη ζωή της Ελλάδας για περισσότερο από μια δεκαετία. Η φανατισμένη αντιπαλότητα με τον Γεώργιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου, που τεκμηριώνεται αναλυτικά στο βιβλίο (σελ. 193-272), αποτελεί το πιο κραυγαλέο παράδειγμα.
«Ο τρελός γέρος και το νεαρό κάθαρμα»
Η άνοδος τον Νοέμβριο του 1963 της Ενωσης Κέντρου (Ε.Κ.) στην εξουσία, ύστερα από 11 χρόνια δεξιάς κυριαρχίας, μπορεί να βρισκόταν σε συνάφεια με τις ευρύτερες επιλογές της προεδρίας Κέννεντυ στις ΗΠΑ, κατέλαβε όμως εξ απροόπτου την αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, οι προεκλογικές αναφορές της οποίας προέβλεπαν άνετη επικράτηση του Κων.
Καραμανλή. Οι πυκνές εξελίξεις που ακολούθησαν μέσα σε λίγους μήνες- δολοφονία Κέννεντυ, αποχώρηση Καραμανλή από την πολιτική, θάνατοι του Σοφοκλή Βενιζέλου και του βασιλιά Παύλου, εκλογικός θρίαμβος του Γεωργίου Παπανδρέου τον Φεβρουάριο του 1964 και είσοδος του Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική- υπονόμευσαν τις έως τότε σταθερές με τις οποίες λειτουργούσαν οι διπλωματικές και άλλες αμερικανικές υπηρεσίες στην Ελλάδα. Η κυπριακή κρίση που ξέσπασε τον Δεκέμβριο του 1963, το συνακόλουθο ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου και η αμερικανική μεσολαβητική παρέμβαση αποτέλεσαν το πεδίο όπου καταγράφηκε η πρώτη σύγκρουση της νέας αμερικανικής πολιτικής (υπό τον πρόεδρο Τζόνσον πλέον) με τους δύο Παπανδρέου, καθώς και με τον Μακάριο.
Από τον Ατσεσον... Την αμερικανική μεσολάβηση ανέλαβε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον με εμπειρία της περιοχής, καθώς είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξαγγελία το 1947 του δόγματος Τρούμαν, γεγονός που καθόριζε όμως και τις «γνωστικές προδιαθέσεις» του. Για τον Ατσεσον ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας «ξεμωραμένος» και «φλύαρος» γέρος τον οποίο επηρέαζε ο γιος του. Αντίστοιχα όμως και ο Αν. Παπανδρέου, διαμορφωμένος με αναφορές στην (αντίπαλη προς τον Ατσεσον)
ριζοσπαστική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, αναφέρει γι΄ αυτόν πως «δεν έκρυβε την υπερβολική του αυταρέσκεια που έφτανε τα όρια του ναρκισσισμού», ενώ «τα συμπτώματα του γεροντικού ξεμωράματος ήσαν αδιάψευστα». Η στάση που υιοθέτησε, λίγα χρόνια αργότερα, ο Ατσεσον υπερασπιζόμενος τη χούντα και επηρεάζοντας προς την κατεύθυνση αυτή την κυβέρνηση Τζόνσον, μάλλον δικαιώνει την κρίση του Ανδρέα Παπανδρέου. Αρθρογραφώντας στους «Νew Υork Τimes» τον Δεκέμβριο του 1967 ο Ατσεσον ανέφερε ότι οι Ελληνες «τόσο οι αρχαίοι όσο και οι σύγχρονοι παρουσίαζαν σοβαρά προβλήματα όποτε πειραματίζονταν με μη αυταρχική εξουσία». Και προσέθετε: «Κανένας φίλος της Ελλάδας δεν θα επιθυμούσε να τη δει να επιστρέφει στη συνταγματική διακυβέρνηση των δύο Παπανδρέου, του τρελού γέρου και του νεαρού καθάρματος, που την οδηγούσαν στο χάος» (σελ. 223-224).
Από τα τέλη του 1964 και μετά ο Α. Παπανδρέου αναγορεύτηκε στον υπ΄ αριθμόν ένα εχθρό για τους αμερικανούς διπλωμάτες που ασχολούνταν με την Ελλάδα. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ετοίμασε ειδική ψυχαναλυτική μελέτη για την «παρανοϊκή προσωπικότητα» του Ανδρέα, ενώ ο επιτετραμμένος (και επικεφαλής της αμερικανικής πρεσβείας στη διάρκεια των Ιουλιανών) Νorbert Αnschutz τον χαρακτήριζε «φιλόδοξο, ανήθικο και συναισθηματικά ασταθή». Συμπλήρωνε μάλιστα πως αν ο Αν. Παπανδρέου κέρδιζε την εξουσία «θα έβγαζε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και θα στρεφόταν προς το σοβιετικό μπλοκ» (σελ. 204), εικασία με την οποία ο Αnschutz προφανώς δικαιολογούσε την άμεση εμπλοκή του στην αποστασία και την εξαγορά βουλευτών.
Η δαιμονοποίηση του Α. Παπανδρέου την περίοδο που ακολούθησε την αποστασία προσέλαβε υστερικές διαστάσεις και τον Ιανουάριο του 1967 ο αμερικανός πρέσβης Φιλίπ Τάλμποτ ζήτησε από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ να οργανώσει η CΙΑ ειδική επιχείρηση για να περιοριστεί η επιρροή του Α. Παπανδρέου σε περίπτωση εκλογών. Το αίτημα απορρίφθηκε γιατί προφανώς κρίθηκε πως η μόνη αποτελεσματική επιχείρηση ήταν η ματαίωση των εκλογών και η κήρυξη δικτατορίας. Και όταν αυτό πράγματι συνέβη, ο Τάλμποτ (παρ΄ όλο που από άλλους το περίμενε και άλλοι του προέκυψαν) δεν δίστασε να εκφράσει την ικανοποίησή του. «Η αποτυχία του πραξικοπήματος θα αποτελούσε περιέργως ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή» έγραφε στις 23 Απριλίου σημειώνοντας ότι οι πραξικοπηματίες ανέλαβαν «να εξαγνίσουν την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας». Και ύστερα από τρεις εβδομάδες διέκρινε ένα «αίσθημα ανακούφισης σε όλη την Ελλάδα» για το «δημοφιλές καθεστώς» που είχε επιβάλει η χούντα (σελ. 212-217).
...στον Νίξον. Ο απόλυτος εναγκαλισμός της δικτατορίας από την αμερικανική κυβέρνηση ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1969 με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον θλιβερότερο πρόεδρο των ΗΠΑ κατά τον 20ό αιώνα. Ηδη τον Μάρτιο του 1969 ο Νίξον και ο Κίσινγκερ δέχτηκαν στην Ουάσιγκτον σε επίσημη συνάντηση τον Στ. Παττακό, ο οποίος τους ανέλυσε την επικινδυνότητα του κομμουνισμού με αναφορά στους μύθους του Αισώπου (!). Ακολούθησε η πλήρης αποκατάσταση της στρατιωτικής συνεργασίας και η τοποθέτηση τον Ιανουάριο του 1970, ως πρεσβευτή στην Αθήνα του (ανοιχτά φιλοχουντικού) Ηenry Τasca, ο οποίος αποτελούσε προσωπική επιλογή του Τομ Πάππας (σελ.
238-239). Ο Τasca αντιμετώπιζε ως νόμιμη κυβέρνηση ακόμη και τα ανδρείκελα του Ιωαννίδη, ενώ ο ευθύνες του για το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου (με τις πράξεις αλλά και με τις παραλείψεις του) είναι τεράστιες.
Αλλά και ο επόμενος πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο Jack Κubisch ο οποίος αντικατέστησε τον Τasca που απομακρύνθηκε κακήν κακώς μετά την πτώση της δικτατορίας, δεν διακρινόταν για την ιδιαίτερη ευθυκρισία του. Θεωρούσε πως ο Αν. Παπανδρέου ήταν ο «αντιπαθέστερος Ελληνας μετά τον Ιωαννίδη και τον Παπαδόπουλο» και σχολιάζοντας το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Νοεμβρίου 1974 υποστήριζε ότι ο Αν. Παπανδρέου «έχει γίνει πολιτικός εξόριστος στην ίδια του την πατρίδα» (σελ. 215). Η αμερικανική τύφλωση σε όλο της το μεγαλείο.
Οι σιωπές των αρχείων
Η δήλωση του προέδρου Κλίντον, το 1999, που θεωρήθηκε η έμμεση «συγγνώμη» για την πολιτική που ακολούθησαν οι ΗΠΑ απέναντι στη χούντα, προσέφερε επίσης και το ερμηνευτικό πλαίσιο για τις σχετικές επιλογές (τα «ψυχροπολεμικά τους συμφέροντα»). Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν στη συνέχεια και οι επίσημες (και σαφώς επιλεκτικές) δημοσιεύσεις αμερικανικών διπλωματικών εγγράφων (FRUS), αρχικά για την περίοδο 1964- 1968 και σχετικώς πρόσφατα για την περίοδο 1969-1976. Παρουσιάζουν αναλυτικά την επίσημη αμερικανική πολιτική, επιχειρώντας να περιχαρακώσουν τις ευθύνες της αποκλειστικά και μόνο στη διακρατική συνεργασία με το δικτατορικό καθεστώς, παρακάμπτοντας και υποβαθμίζοντας άλλες ουσιαστικότατες όψεις της.
Οπως όμως είναι πλέον πολλαπλά τεκμηριωμένο, ο σταθμός της CΙΑ και η επίσημη αμερικανική διπλωματική αποστολή στην Αθήνα λειτουργούσαν ως δυο παράλληλες «πρεσβείες» με κατά περίπτωση εναλλασσόμενη πρωτοκαθεδρία.
Είναι π.χ. γνωστό ότι η CΙΑ διέθετε πλήρη ενημέρωση για τις κινήσεις της χούντας πριν από τις 21 Απριλίου, αλλά η τελευταία γνωστή ενημέρωση προς τον αρμόδιο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ χρονολογείται τον Δεκέμβριο του 1966. Εκτοτε, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του Χαρ. Λαγουδάκη, ακολούθησε σιωπή. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι επί τέσσερις μήνες ο σταθμός της CΙΑ στην Αθήνα κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Ομως τα αντίστοιχα αρχεία παραμένουν ερμητικά κλειστά. Γιατί προφανώς μόνον έτσι ο (πραγματικός) αιφνιδιασμός της αμερικανικής πρεσβείας στις 21 Απριλίου μπορεί να εκληφθεί ως η μόνη αμερικανική αντίδραση στο πραξικόπημα.
Αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για την αμερικανική πολιτική στο ζήτημα της Κύπρου, όσον αφορά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή.
Παρ΄ όλο που στο ζήτημα αυτό οι πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει υποδεικνύουν την ενεργό παρέμβαση της CΙΑ (στην οποία ο αμερικανός πρεσβευτής είχε εκχωρήσει τις επαφές με τον Ιωαννίδη) και πάλι τα σχετικά αρχεία παραμένουν κλειστά.
Δυστυχώς όμως οι προηγούμενες επισημάνσεις για επιλεκτική δημοσιοποίηση των πηγών θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ειρωνεία και υπεροψία από τους υπευθύνους των αμερικανικών αρχείων. Αυτοί τουλάχιστον έχουν δώσει στη δημοσιότητα έναν μεγάλο όγκο εγγράφων και έχουν συλλέξει πλήθος προφορικών μαρτυριών, τη στιγμή που τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών παραμένουν κλειστά και ο φάκελος της Κύπρου ύστερα από 35 χρόνια, επτασφράγιστο μυστικό.
Υπέρ της χούντας
Ο απόλυτος εναγκαλισμός της δικτατορίας από την αμερικανική κυβέρνηση ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1969 με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ρίτσαρντ Νίξον, που τον Μάρτιο του 1969 μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ (δεξιά στη φωτό) δέχτηκαν στην Ουάσιγκτον σε επίσημη συνάντηση τον χουντικό αντιπρόεδρο Στυλιανό Παττακό, ο οποίος τους ανέλυσε την επικινδυνότητα του κομμουνισμού με αναφορά στους μύθους του Αισώπου (!)
Κατά των Παπανδρέου
«Κανένας φίλος της Ελλάδας δεν θα επιθυμούσε να τη δει να επιστρέφει στη συνταγματική διακυβέρνηση των δύο Παπανδρέου, του τρελού γέρου και του νεαρού καθάρματος, που την οδηγούσαν στο χάος», έγραψε στους «Νew Υork Τimes» τον Δεκέμβριο του 1967 ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, υπερασπιζόμενος τη χούντα και επηρεάζοντας προς την κατεύθυνση αυτή και την κυβέρνηση Τζόνσον