Ο ανταγωνισμός Τραμπ - Μέρκελ και τα ελληνικά συμφέροντα Η σύγκρουση συμφερόντων ΗΠΑ και Γερμανίας, τα δύο
του Κώστα Μελά*
Η σύγκρουση συμφερόντων ΗΠΑ και Γερμανίας, τα δύο διαφορετικά μοντέλα και πώς θα κληθεί η Ελλάδα να υποστηρίξει τη γεωστρατηγική της θέση. Ο καβγάς για το εμπόριο, η διέξοδος της Κίνας και οι τρεις επιλογές της Αθήνας. Γράφει ο Κ. Μελάς.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο ελληνικός στρατηγικός σχεδιασμός βασίστηκε πάνω σε δύο πολύ ισχυρούς πυλώνες. Από τη μία, στον πυλώνα ασφάλειας ΗΠΑ - ΝΑΤΟ και από την άλλη και πιο πρόσφατα, στον πυλώνα οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας ΕΕ - Γερμανία.
Οι δύο αυτοί πυλώνες στηρίζουν τον ευρύτερο ευρωατλαντικό χώρο, μέρος του οποίου αποτελεί η Ελλάδα. Η εμπειρία έδειξε πως ΝΑΤΟ και ΕΕ δεν αποτέλεσαν ιδανικά εργαλεία για τα ελληνικά συμφέροντα. Εντούτοις λειτούργησαν σε ορισμένες περιπτώσεις σχετικά ικανοποιητικά και σε άλλες εντελώς επιβαρυντικά για τη χώρα. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα.
Σήμερα, οι σχέσεις ΗΠΑ - Γερμανίας καθώς και οι σχέσεις ΝΑΤΟ - ευρωπαϊκών κρατών φαίνεται πως αλλάζουν. Από τη μία, η Γερμανία προκλητικά εξακολουθεί να ασκεί μια νεο-μερκαντιλιστική πολιτική με κύριο γνώμονα το ίδιον συμφέρον, θέτοντας σε κίνδυνο το σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης το οποίο της είχε ανατεθεί από τις ΗΠΑ, μετά την ενοποίησή της. Απαιτεί να πληρώνουν άλλοι, αδιάφορο αν πρόκειται για ατυχείς Ευρωπαίους ή υπερατλαντικούς συμμάχους, και εκείνη μόνο να εισπράττει.
Από την άλλη, η νέα διοίκηση στον Λευκό Οίκο προκλητικά αγνοεί τους βαθύτερους λόγους που ενώνουν ή οφείλουν να ενώνουν την Ευρώπη με τη Βόρεια Αμερική.
Ταυτόχρονα, ενώ στις ΗΠΑ ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θέτει το σύστημα της Ουάσιγκτον πρωτίστως στην υπηρεσία των συμφερόντων των Αμερικανικών Πολιτειών έναντι του παγκόσμιου συμφέροντος, σε μια αντίθετη πορεία και λογική, η Γερμανία ενδιαφέρεται πρωτίστως να προωθήσει τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα στον κόσμο, αναλώνοντας και εξαντλώντας το ευρωπαϊκό της κεφάλαιο.
Με άλλα λόγια, ίσως να εμφανίζονται πλέον στον ευρωατλαντικό χώρο δύο ανταγωνιστικές δυνάμεις σε σύγκρουση συμφερόντων, την ίδια ώρα που και οι δύο στην ουσία προωθούν δύο διαφορετικά μοντέλα υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος, έναντι μιας κακώς δρομολογημένης, από τους προηγούμενους, παγκοσμιοποίησης.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην πρόσφατη συνάντηση στην Ουάσιγκτον μεταξύ του νέου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και της Γερμανίδας καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ. Οι δηλώσεις της Άγκελα Μέρκελ, μετά την προχθεσινή συνάντηση των G-7 στην Ταορμίνα της Ιταλίας, με σαφήνεια περιγράφουν τη διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας. «Οι εποχές που μπορούσαμε πλήρως να βασιστούμε σε άλλους έχουν σχεδόν παρέλθει. Αυτό βίωσα τις τελευταίες ημέρες», σχολίασε η Μέρκελ ενώπιον υποστηρικτών της στο Μόναχο αμέσως μετά. «Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει ειλικρινά να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας», τόνισε η ίδια, προσθέτοντας ότι παρά τις προσπάθειες της Γερμανίας και των ευρωπαϊκών κρατών να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, «πρέπει να παλέψουμε για το δικό μας μέλλον».
Δεν υπήρξε καμιά σύγκλιση μεταξύ τους και αυτό, πιθανά, θα έχει επιπτώσεις στις ευρωατλαντικές δομές, για τις οποίες θα πρέπει να περιμένουμε. Όμως είμαστε από τώρα σε θέση να σκιαγραφήσουμε τις πιθανές εξελίξεις.
Συγκεκριμένα:
Η Γερμανία μαζί με την Κίνα αποτελούν τις δύο χώρες-στόχους της νέας Διοίκησης Τραμπ, λόγω των υψηλών εμπορικών πλεονασμάτων που παρουσιάζουν.
Παρά τα όσα λέγονται, έχω την άποψη ότι η Διοίκηση Τραμπ θα επιχειρήσει να «στριμώξει» τη Γερμανία πρωτίστως, διότι προφανώς είναι πιο εύκολος αντίπαλος από την Κίνα. Ίσως να γίνουμε μάρτυρες όξυνσης του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο χωρών, κάτι που θυμίζει, κατά κάποιο τρόπο, τη σκληρή στάση απέναντι στην Ιαπωνία (Κυβέρνηση Miyazawa) της Διοίκησης Κλίντον στη Συνάντηση Κορυφής του Τόκιο το καλοκαίρι του 1993.
Μεταξύ των αμερικανικών απαιτήσεων, που όλως παραδόξως είχαν ενσωματωθεί στο προτεινόμενο Πλαίσιο για μια νέα οικονομική εταιρική σχέση ΗΠΑ-Ιαπωνίας, περιλαμβάνονταν οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα μείωναν σημαντικά το εμπορικό πλεόνασμα της Ιαπωνίας και θα αύξαναν τις εισαγωγές αμερικανικών μεταποιητικών αγαθών. Βεβαίως η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1990. Παρ' όλα αυτά έχω την άποψη ότι θα επιχειρηθεί κάτι παρόμοιο.
Πρώτον, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι βλέπει τον κόσμο υπό το πρίσμα της οικονομίας. Εξελέγη με την υπόσχεση ότι θα διοικούσε τις ΗΠΑ σαν μια επιχείρηση. Επιτίθεται συχνά στην παγκοσμιοποίηση και στο ελεύθερο εμπόριο και δήλωσε ότι θα επαναδιαπραγματευτεί τη NAFTA και ήδη έχει βάλει τέλος στις διαπραγματεύσεις για την ΤΡΡ και την ΤΤΙΡ.
Για τη Γερμανία, αυτό είναι εξαιρετικά προβληματικό. Η Γερμανία είναι χώρα «εξαγωγής παγκόσμιων πρωταθλητών». Για χρόνια το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας έχει στηριχτεί στις εταιρίες που εξάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες στο εξωτερικό από αυτά που εισάγει η χώρα -η Γερμανία έχει εμπορικό πλεόνασμα 20 δισ. δολαρίων/μήνα με τον υπόλοιπο κόσμο, εκ των οποίων τα 6 δισ. δολάρια είναι με τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, έχουν το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα -το 2016 αυτό ανερχόταν σε 500 δισ. δολάρια.
Ο Τραμπ, στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τη Γερμανίδα καγκελάριο Α. Μέρκελ, στην τελευταία της επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, δήλωσε: «Θα έλεγα πως οι διαπραγματευτές της Γερμανίας έχουν κάνει καλύτερη δουλειά από αυτούς των ΗΠΑ. Αλλά ας ελπίσουμε ότι μπορούμε να το ισορροπήσουμε. Δεν θέλουμε νίκη, θέλουμε δικαιοσύνη. Το μόνο που θέλω είναι δικαιοσύνη».
Εκτός από την άγνοια -η Γερμανία δεν έχει καμία εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ και εάν είχε, δεν θα διαπραγματευόταν με Γερμανούς αλλά με διαπραγματευτές της ΕΕ-, η δήλωση του Τραμπ αποκαλύπτει την άποψή του ότι η Γερμανία επωφελείται δυσανάλογα από το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο, μια θέση που αφορά και στην Κίνα. Θέλει να «εξισορροπήσει» αυτή τη σχέση, κυρίως μέσω της επιβολής ενός «φόρου προσαρμογής συνόρων», επιβάλλοντας κυρώσεις σε κάθε επιχείρηση που δεν παράγει στις ΗΠΑ. Αυτοί οι φόροι δεν είναι ακόμη σε ισχύ -αλλά οι ΗΠΑ ήδη επιβάλλουν πρόστιμα, όπως εναντίον της Salzgitter: από τις 30 Μαρτίου, η δεύτερη μεγαλύτερη γερμανική εταιρεία παραγωγής χάλυβα έχει υποχρεωθεί να πληρώσει 22,9% δασμούς για «υποτιθέμενες;» πρακτικές ντάμπινγκ.
Τέλος, οι «δεξιές» ιδεολογίες του περιβάλλοντος Τραμπ εκδιώκουν τη Γερμανία για την προσφυγική της πολιτική. Ο Τραμπ, στην περίφημη συνέντευξη στην BILD-Zeitung, επανέλαβε τον ισχυρισμό, υποστηρίζοντας πως η Α. Μέρκελ είχε κάνει ένα «καταστροφικό λάθος αφήνοντας όλους αυτούς τους παράνομους στη χώρα».
Υπάρχει περαιτέρω αμερικανο-γερμανική διαφωνία για τους διεθνείς οργανισμούς. Για τη Γερμανία, τα Ηνωμένα Έθνη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στοιχεία ενός διεθνούς συστήματος που εγγυάται ισότητα και δικαιοσύνη για όλα τα κράτη. Η κυβέρνηση Τραμπ -για μια φορά σύμφωνη με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα- πιστεύει ότι οι διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν να αποδυναμώσουν τις ΗΠΑ και να δώσουν στις ασθενείς χώρες την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις ΗΠΑ.
Τέλος, κάποια τμήματα της κυβέρνησης Τραμπ αντιπαθούν τη γερμανική Mittelstand. Στον Tραμπ αρέσει να περιβάλλεται από επιχειρηματίες της Sillicon Valley (τουλάχιστον από εκείνους που δεν τον αντιπαθούν ενεργά): ο ιδρυτής της PayPal είναι στο στρατόπεδο του Tραμπ. Ο Elon Musk, ο CEO της Tesla και ο άνθρωπος που θέλει να στέλνει τουρίστες στον Άρη, είναι σύμβουλός του. Άλλοι τον στηρίζουν από ανάγκη. Πρόκειται για τη «δημιουργική καταστροφή» του Schumpeter -το παλιό χρειάζεται να καταστραφεί έτσι ώστε να ανθίσει το νέο. Είναι υπέρ της ανάληψης κινδύνων και των μεγάλων περιθωρίων κέρδους.
Η γερμανική προσέγγιση, από την άλλη πλευρά, αφορά τη διάρκεια. Είναι προσεκτική, σκόπιμη και βασίζεται στην αρχή της επιφυλακτικότητας. Για τους συμβούλους της Sillicon Valley στην ομάδα του Τραμπ, αυτό είναι σαν τη διάδοση του κομμουνισμού στη διάρκεια της εποχής McCarthy.
Πολλοί στο Βερολίνο σήμερα συνεχίζουν να ελπίζουν ότι θα κυριαρχήσουν οι πιο φιλελεύθερες δυνάμεις στο υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ. Και πάλι, παραμένει ένα μεγάλο ρίσκο ότι οι γερμανο-αμερικανικές σχέσεις οδηγούνται σε χαμηλό σημείο. Και είναι ώρα για το γερμανικό πολιτικό σύστημα να αναγνωρίσει αυτόν τον κίνδυνο.
Σε παράλληλο βηματισμό με τα παραπάνω, επιταχύνονται οι συζητήσεις για την εμβάθυνση του σχηματιζόμενου καταμερισμού εργασίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βάση και των νέων εξελίξεων στον χώρο της νέας τεχνολογίας (τεχνική ευφυΐα, ρομποτική κ.λπ.), της γήρανσης του πληθυσμού και της μετανάστευσης.
Η στόχευση για την Ελλάδα
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, η Ελλάδα προορίζεται να μετατραπεί σε χώρα παροχής υπηρεσιών (μάλιστα χαμηλής τεχνολογικής εντάσεως) και σε χώρα-καταναλωτή τεχνολογικών και βιομηχανικών προϊόντων. Αν επιβεβαιωθούν οι παραπάνω πληροφορίες, η οικονομία της χώρας, αφενός, θα παράγει θέσεις εργασίας χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης και χαμηλών αμοιβών εργασίας και θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις εισροές του εξωτερικού. Θα συνεχίσει η μείωση της εργασίας ως ποσοστό στο ΑΕΠ και θα συνεχίσει να αυξάνει αντίστοιχα το μερίδιο των κερδών.
Συγχρόνως η επιβαλλόμενη οικονομική πολιτική από τη Γερμανία, στην τρέχουσα περίοδο, κάθε άλλο παρά βοηθά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η οποία σφαδάζει από το τεράστιο χρέος και από την υψηλότατη ανεργία. Η τεράστια δαπάνη του δημοσίου και των νοικοκυριών για επιμόρφωση της νέας γενιάς όχι μόνο δεν ανταμείβεται στοιχειωδώς αλλά έχει αρχίσει να προκαλεί ένα δυσβάσταχτο κόστος για την οικονομία γενικότερα, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν ούτε δημιουργούνται οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας.
Η Ελλάδα, δίχως σταθερή και τεχνολογικά αναβαθμισμένη οικονομία, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση να υποστηρίξει τη γεωστρατηγική της θέση. Χωρίς ενεργειακούς πόρους, χωρίς τεχνολογικά αναβαθμισμένη παραγωγή, με γηράσκοντα πληθυσμό (οι τελευταίες προβολές για το έτος 2060 κατεβάζουν τον πληθυσμό της χώρας στα 7,2 εκατομμύρια) σε ένα ρευστό και επικίνδυνο άμεσο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων θα βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα.
Οι προσπάθειες που καταβάλλουν οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις για στενότερη συνεργασία με την Κίνα, παρότι δίνουν ανάσα εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, εντούτοις δεν συνεισφέρουν στην τεχνολογική αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Ούτε και οι εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων έχουν προχωρήσει σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες. Συνεχίζουμε να έχουμε ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Όσο θα διαρκεί η κόντρα Ουάσιγκτον-Βερολίνου, τα ελληνικά συμφέροντα θα πιέζονται ασφυκτικά, διότι τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας που αναγνωρίζονται ως τέτοια από τον πρώτο πυλώνα (ΗΠΑ- ΝΑΤΟ) δεν φαίνονται να ασκούν την αναμενόμενη πίεση στον δεύτερο πυλώνα (ΕΕ-Γερμανία) όπως γινόταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν.
Σε αυτό το πλαίσιο οι επιλογές της χώρας μας είναι τρεις:
Πρώτον, να αποδεχθεί την κατάσταση και να περιμένει καρτερικά τις εξελίξεις, με μεγάλες πιθανότητες να υποστεί ζημία μεσοπρόθεσμα από τα παιχνίδια ισορροπίας στην περιοχή μεταξύ ΗΠΑ, Γερμανίας.
Δεύτερον, να πείσει είτε την αμερικανική είτε τη γερμανική πλευρά να πάρουν αποφάσεις και να θέσουν νέες γραμμές μεταξύ φίλων και εχθρών, προστατεύοντας ως ισχυρότεροι τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή. Βέβαια, πρόκειται για μια δύσκολη επιλογή, που οπωσδήποτε θα έχει κόστος για τη χώρα.
Η τρίτη επιλογή για τη χώρα μας είναι να αναζητήσουμε ένα νέο αντίβαρο αντιστάθμισης του κινδύνου που προκύπτει για τα συμφέροντά μας έναντι της ευρωατλαντικής φαυλότητας. Υπογραμμίζω, όχι αλλαγή του γεωστρατηγικού μας προσανατολισμού, αλλά ένα αντίβαρο ισχύος. Τέτοιου είδους αντίβαρο δεν είναι υπαρκτό αυτή τη στιγμή. Πρέπει να κατασκευαστεί. Η κατασκευή του θα πρέπει να ξεκινήσει από τη συνειδητοποίηση της δύσκολης θέσης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, κάτι που χρειάζεται να γίνει συνείδηση όλων των Ελλήνων.
Δυστυχώς, στο νέο κόσμο που ζούμε και για τα δεδομένα της χώρας μας, θα πρέπει να μάθουμε να εξασφαλίζουμε τα συμφέροντά μας και την περιφερειακή μας σταθερότητα, καταφεύγοντας σε στρατηγήματα και πρακτικές που περιέχουν ένα λελογισμένο κίνδυνο. Ο συμβατικός δρόμος είναι ήδη ναρκοθετημένος από τη φαυλότητα και τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των φαινομενικών μας φίλων και συμμάχων.
* Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.
http://www.euro2day.gr
Σχόλια