Τέλος στη Λιτότητα Τώρα
Τις
τελευταίες εβδομάδες στην ευρωζώνη, έχουν κερδίσει έδαφος οι συζητήσεις
για μια εκκολαπτόμενη ανάκαμψη, με τους βασικούς δείκτες να δείχνουν
επέκταση στις χώρες του πυρήνα -δεδομένα τα οποία αρκετοί επικαλούνται
ως απόδειξη ότι η λιτότητα τελικά λειτουργεί. Τα κεφάλαια της
χρηματαγοράς επιστρέφουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έστω και
επιφυλακτικά, ώστε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού
τραπεζικού δανεισμού. Ακόμη και η Goldman Sachs συσσωρεύει πλέον
ευρωπαϊκές μετοχές. Το ερώτημα είναι το εξής: Βρίσκεται πραγματικά μία
ανάκαμψη σε εξέλιξη;
Οι
κυνικοί υπενθυμίζουν ότι η ευρωπαϊκή ανάκαμψη θα έπρεπε να έχει ήδη
σημειωθεί από το τέταρτο τρίμηνο του 2010, και ότι κάθε πρόβλεψη του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από τότε έχει προβλέψει ανάκαμψη «πριν από
το τέλος του έτους». Αντ’ αυτού, το ΑΕΠ έχει καταρρεύσει, με την
ισπανική και την ιταλική οικονομία να αναμένονται να συρρικνωθούν κατά
περίπου 2% κατά το τρέχον έτος. Η οικονομία της Πορτογαλίας αναμένεται
να συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 2%, και η παραγωγή στην Ελλάδα θα
μειωθεί κατά περισσότερο από 4%.
Επιπλέον,
η ανεργία στην ευρωζώνη έχει εκτιναχθεί στα ύψη, με μέσο ποσοστό
περίπου 12%, με τη ανεργία των νέων να κυμαίνεται στο 50% στις χώρες της
περιφέρειας, γεγονός που συνεπάγεται μια μακροπρόθεσμη απώλεια ταλέντου
και διάβρωση της φορολογικής βάσης. Και, παρά την απότομη αύξηση της
ανεργίας, η αύξηση της παραγωγικότητας στην ευρωζώνη είναι αναμφισβήτητα
αρνητική.
Το πιο
σημαντικό είναι ότι, κατά το τελευταίο έτος, ο δείκτης δημοσίου χρέους
προς ΑΕΠ αυξήθηκε κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες στην Ιταλία, 11 στην
Ιρλανδία και 15 στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Εάν η θεμελιώδης
προϋπόθεση της ανάκαμψης μέσω της λιτότητας είναι η σταθεροποίηση και η
μείωση του χρέους, τότε οι κυνικοί φαίνεται να έχουν δίκιο.
Στο
πλαίσιο αυτό, η επιστροφή των Αμερικανών επενδυτών για την παροχή
βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης σε δολάρια για το ευρωπαϊκό τραπεζικό
χρέος, δίνει την αίσθηση ενός απελπισμένου κυνηγιού για αποδόσεις το
οποίο βασίζεται στην υπόσχεση της του κ. Ντράγκι της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ. Όσο
για το παιχνίδι ιδίων κεφαλαίων της Goldman, όπως το έθεσε και ο γκουρού
των ιδίων κεφαλαίων Bill Blain, «τα λόγια αγοράζουν φτηνά, πωλούν λίγο
πιο ακριβά, και στη συνέχεια καταρρέουν».
Στην
πραγματικότητα, οποιαδήποτε συζήτηση για ανάκαμψη είναι πρόωρη έως ότου
αποσβεστούν οι ζημίες της λιτότητας. Όπως έχουν τα πράγματα, κάθε χώρα
που έχει θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα λιτότητας χωρίς την επιβολή
απωλειών στους ιδιώτες πιστωτές έχει περισσότερο χρέος τώρα από ό,τι
όταν ξεκίνησε. Για παράδειγμα, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, το
δημόσιο χρέος της Ισπανίας, το οποίο ανερχόταν σε περίπου μόνο 36% του
ΑΕΠ όταν ξεκίνησε η κρίση, έχει σχεδόν τριπλασιαστεί -και ο πραγματικός
αριθμός μπορεί να είναι πολύ υψηλότερος. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι οι χώρες που κόβουν δαπάνες, οι οποίες έχουν τη
μεγαλύτερη άνοδο στις αποδόσεις των ομολόγων και την πιο σημαντική
αύξηση δημόσιου χρέους.
Η εξήγηση
είναι απλή. Όταν μια χώρα παραδίδει τη νομισματική κυριαρχία της, οι
τράπεζες της ουσιαστικά δανείζονται σε ξένο νόμισμα, γεγονός που τις
καθιστά εξαιρετικά ευάλωτες σε κρίσεις ρευστότητας, όπως αυτή που
προκάλεσε αναταραχή στο τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης κατά την περίοδο
2010-2011. Η κυβέρνηση, μη όντας σε θέση να εκτυπώσει χρήματα για να
διασώσει τις τράπεζες ή για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των
εξαγωγών μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, μένει με δύο μόνο επιλογές:
αθέτηση πληρωμών ή αποπληθωρισμός (λιτότητα).
Η λογική
της λιτότητας είναι ότι οι περικοπές του προϋπολογισμού, με τη μείωση
του χρέους και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, θα ενισχύσουν τελικά
τη σταθερότητα και τη στήριξη της ανάπτυξης. Αλλά, όταν οι χώρες
επιδιώκουν τη λιτότητα ταυτόχρονα με τους κύριους εμπορικούς εταίρους
τους, η συνολική ζήτηση μειώνεται κατακόρυφα, προκαλώντας τη συρρίκνωση
όλων αυτών των οικονομιών και, στη συνέχεια, αύξηση των δεικτών χρέους
προς ΑΕΠ.
Αλλά το
πρόβλημα με τη λιτότητα στην ευρωζώνη είναι πιο θεμελιώδες: οι φορείς
χάραξης πολιτικής προσπαθούν να αντιμετωπίσουν μια κρίση χρέους, παρά το
γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια τραπεζική κρίση. Με
το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης να είναι τριπλάσιο σε μέγεθος και
διπλάσιο σε μόχλευση από το αντίστοιχο αμερικανικό, και την ΕΚΤ να μη
διαθέτει πραγματικές δυνατότητες δανειστή έσχατης ανάγκης, η αιφνίδια
διακοπή στη ροή κεφαλαίων προς τις περιφερειακές χώρες το 2009
δημιούργησε ένα σύστημα πεινασμένο για ρευστότητα, το οποίο ήταν πολύ
μεγάλο για να διασωθεί.
Καθώς
αναγνώριζαν την κατάσταση αυτή οι κάτοχοι περιουσιακών στοιχείων σε
ευρώ, άρχισαν να στρέφονται προς στην ΕΚΤ για ασφάλεια (κάτι το οποίο η
ΕΚΤ δε μπορούσε να τους παραδώσει υπό τον προηγούμενο πρόεδρό της,
Jean-Claude Trichet, του οποίου η ηγεσία καθορίστηκε από τη δέσμευσή του
για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών). Οι μετέπειτα προσπάθειες
των επενδυτών να επωφεληθούν από τον κίνδυνο διάλυσης της ευρωζώνης -όχι
τον όγκο του δημόσιου χρέους- προκάλεσαν την εκτίναξη των αποδόσεων των
ομολόγων.
Αλλά, η
αναταραχή στη χρηματοπιστωτική αγορά πυροδότησε πανικό μεταξύ των ηγετών
της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να διαγνωστεί λάθος η ασθένεια και να
συνταγογραφηθεί το λάθος φάρμακο, το οποίο τελικά κατάφερε μόνο να
δημιουργήσει και νέα συμπτώματα. Ενώ η υπόσχεση του Ντράγκι, που
ενσαρκώθηκε από το πρόγραμμα «οριστικών χρηματικών συναλλαγών» της ΕΚΤ
-καθώς και το πρόγραμμα μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και το
πρόγραμμα έκτακτης βοήθειας ρευστότητας- έχει κερδίσει χρόνο και έχει
μειώσει τις αποδόσεις, η τραπεζική κρίση της ευρωζώνης εξακολουθεί να
υφίσταται.
Οι ηγέτες
της Ευρωζώνης πρέπει να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι οι περικοπές των
δαπανών δεν θα καταφέρουν τίποτα ως προς τη σταθεροποίηση των
ισολογισμών των τραπεζών των χωρών του πυρήνα, οι οποίες είναι
υπερβολικά εκτεθειμένες στο δημόσιο χρέος των περιφερειακών χωρών. Έως
ότου η Ευρώπη αποφασίσει να απορρίψει τη λιτότητα υπέρ μίας προσέγγισης
που να έχει να κάνει με την ανάπτυξη, όλα τα σημάδια της ανάκαμψης θα
αποδεικνύονται απατηλά.
Σχόλια