Ελαττωματική η τραπεζική ένωση


bank-union
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πια η υπερήφανη νικήτρια του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης. Όταν η επιτροπή είχε επιλέξει τον Μπαράκ Ομπάμα πριν από τρία χρόνια, είχε επικριθεί που τιμούσε κάποιον του οποίου τα επιτεύγματα ακόμα αναμένονταν. Η επιτροπή έλαβε υπόψη την κριτική αυτή, και αυτή τη φορά στράφηκε σε ένα θεσμό με ένα υπερήφανο παρελθόν, αλλά και ένα αβέβαιο μέλλον.

Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι σημειώνουμε πρόοδο προς τη λεγόμενη «ένωση τραπεζών», που συνεπάγεται τη συλλογική εποπτεία των τραπεζών, και όχι την συγχώνευση τους. Τον Σεπτέμβριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ένα σχέδιο για να καταστεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επόπτης του συνόλου των 6.000 τραπεζών της Ευρώπης.
Η αντίδραση μεταξύ εθνικών πολιτικών, κεντρικών τραπεζών, και των ίδιων των τραπεζών δεν ήταν καθολικά θετική. Οι Γερμανοί θέλουν την ΕΚΤ να επικεντρωθεί μόνο σε μεγάλες συστημικές τράπεζες, και να αφήσει τις μικρότερες τράπεζες αποταμιεύσεων (όπως αυτές που επένδυσαν σε μεγάλο βαθμό σε στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου), στις εθνικές αρχές. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να υπάγονται σε μια κεντρική τράπεζα της οποίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απλά ημι-ανεξάρτητα μέλη.
Μια πανευρωπαϊκή εποπτική αρχή είναι ευρέως αποδεκτή, δεδομένου ιδίως ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (τραπεζική ρυθμιστική αρχή της ΕΕ) αποδείχθηκε αδύναμη στην εκτέλεση των δημοσιονομικών τεστ αντοχής: οι πρώτες δοκιμές ήταν τόσο αδύναμες που ακόμη και οι καταρακωμένες τράπεζες της Ισπανίας θα μπορούσαν να περάσουν τις εξετάσεις. Η Ευρώπη πρέπει να σπάσει το φαύλο κύκλο που συνδέει προβληματικούς κρατικούς δανειολήπτες με τις τράπεζες που είναι υποχρεωμένες, ή τουλάχιστον παροτρύνονται να αγοράσουν τα ομόλογά τους, και οι οποίοι με τη σειρά τους παρέχουν τη χρηματοδότηση για τις διασώσεις τραπεζών.
Όμως, η μέθοδος που επέλεξε η Επιτροπή να εφαρμόσει την τραπεζική ένωση είναι μοιραία ελαττωματική. Επιπλέον, σύμφωνα με την άποψη κορυφαίου νομικού συμβούλου του Συμβουλίου της ΕΕ, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση είναι παράνομη, διότι, βρίσκεται «πέρα από τις αρμοδιότητες που επιτρέπει η νομοθεσίας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αλλάζει τους κανόνες διακυβέρνησης.»
Στην περίπτωση της ένωσης τραπεζών, οι αρχές σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν το άρθρο 127 (6) της Συνθήκης της Λισαβόνας η οποία επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να χορηγήσει στην ΕΚΤ αρμοδιότητες για να εκτελεί ειδικά καθήκοντα σχετικά με «τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία» των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση. Αυτό αποτελεί μια εύθραστη νομική βάση για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού επόπτη με άμεση ευθύνη για μεμονωμένα ιδρύματα, και σαφώς δεν προορίζεται για το σκοπό αυτό. Πράγματι, η Γερμανία συμφώνησε με τη διατύπωση μόνο υπό τον όρο ότι η ΕΚΤ δεν θα μπορούσε να είναι ο άμεσα προϊστάμενος επόπτης της ευρωζώνης.
Οι συνέπειες από την ανεπαρκή αυτή επιλογή, εάν είναι σκόπιμη, είναι σοβαρές. Για αρχή, η υπάρχουσα συνθήκη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αρχής εκκαθάρισης, αφήνοντας ένα κενό μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών αρχών. Ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων, το οποίο είναι αναμφισβήτητα η πιο επείγουσα ανάγκη, ώστε να σταματήσει η εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες της νότιας Ευρώπης.
Θα υπάρξουν επίσης δυνητικά επικίνδυνες συνέπειες για την ίδια την ΕΚΤ. Η χρήση της ρήτρας της Συνθήκης της Λισαβόνας σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αναλάβει αυτές τις πρόσθετες ευθύνες. Αλλά είναι αδύνατο να δημιουργηθεί μια ξεχωριστή οντότητα εντός της ΕΚΤ, όπως έχει γίνει στη Γαλλία, για παράδειγμα, με την Αρχή Ελέγχου Σταθερότητας, ή στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη νέα Ρυθμιστική Αρχή, η οποία έχει το δικό της διοικητικό συμβούλιο και κώδικα δεοντολογίας εντός της Τράπεζας της Αγγλίας.
Η σημασία αυτών των δομών είναι ότι απομονώνουν τη νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας από τη διαφθορά των αυστηρότερων απαιτήσεων λογοδοσίας που αναπόφευκτα έρχονται με την τραπεζική εποπτεία. Επειδή οι αποφάσεις των εποπτικών αρχών επηρεάζουν της ατομικής ιδιοκτησίας - και οι ενέργειες ή παραλείψεις τους μπορούν να θέσουν τους φορολογούμενους υπεύθυνους για τη διάσωση των τραπεζών - οι κυβερνήσεις, τα κοινοβούλια, και τα δικαστήρια οφείλουν να κρατούν τους επόπτες υπό αυστηρό έλεγχο.
Αυτός είναι ο λόγος που η Bundesbank, η οποία διαφύλαγε πάντα την ανεξαρτησία της νομισματικής της πολιτικής, για μια ακόμη φορά βρέθηκε στην αντιπέρα όχθη, εκφράζοντας σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη διαδρομή που η Επιτροπή προτίθεται να ακολουθήσει. Αυτή τη φορά, έχει δίκιο.
Η Ευρώπη προσπαθεί να επιτύχει ένα ισχυρότερο ομοσπονδιακό μοντέλο που ανταποκρίνεται στις αδυναμίες που ήρθαν στο προσκήνιο μέσα από την κρίση της ευρωζώνης. Αλλά αυτό συμβαίνει χωρίς να αντιμετωπίζει την επιτακτική ανάγκη να φέρει και τους πολίτες της πιο κοντά. Πράγματι, οι μηχανισμοί που η ΕΕ εγκρίνει έχουν σχεδιαστεί ειδικά ώστε να μην χρειαστεί καν να πάρει τη γνώμη τους.
Η προτεινόμενη τραπεζική ένωση αποκαλύπτει αυτό το θεμελιώδες ελάττωμα στην καρδιά του ευρωπαϊκού εγχειρήματος σήμερα. Είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος για την επιτυχία μιας πρωτοβουλίας χτισμένης σε τέτοιες σαθρές νομικές βάσεις, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οι πελάτες τους αξίζουν κάτι καλύτερο.                                                        http://www.banksnews.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΤΑ!